EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31992L0030

Οδηγία 92/30/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 1992 σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση

ΕΕ L 110 της 28.4.1992, p. 52–58 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 19/06/2000; καταργήθηκε από 300L0012

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1992/30/oj

31992L0030

Οδηγία 92/30/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 1992 σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 110 της 28/04/1992 σ. 0052 - 0058
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 6 τόμος 3 σ. 0133
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 6 τόμος 3 σ. 0133


ΟΔΗΓΙΑ 92/30/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 6ης Απριλίου 1992 σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφος 2 πρώτη και τρίτη φράση,

την πρόταση της Επιτροπής,

Σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Εκτιμώντας:

ότι η οδηγία 83/350/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση (3) έχει θέσει τις απαραίτητες βάσεις για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση- ότι μετά την ενσωμάτωσή της στο δίκαιο των κρατών μελών, η αρχή της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση εφαρμόζεται εφεξής στο σύνολο της Κοινότητας-

ότι η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση προκειμένου να είναι αποτελεσματική, πρέπει να μπορεί να εφαρμόζεται σε όλους τους τραπεζικούς ομίλους, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μητρική επιχείρηση δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα- ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα νομικά μέσα για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας-

ότι όσον αφορά τους ομίλους με ποικίλες δραστηριότητες, των οποίων η μητρική επιχείρηση ελέγχει τουλάχιστον μία θυγατρική που είναι πιστωτικό ίδρυμα, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο αυτών των ομίλων- ότι τα κράτη μέλη μπορούν, μέχρις ότου επιτευχθεί πλήρης συντονισμός, να καθορίζουν τις κατάλληλες μεθόδους ενοποίησης για να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας- ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει τουλάχιστον να διαθέτουν τα μέσα για να λαμβάνουν από όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου τις αναγκαίες προς εκτέλεση της αποστολής τους πληροφορίες- ότι οι αρμόδιες εποπτικές αρχές των διαφόρων χρηματοπιστωτικών τομέων πρέπει να συνεργάζονται όταν πρόκειται για επιχειρηματικούς ομίλους που ασκούν ποικίλες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες-

ότι μπορούν να αποδειχθούν ιδιαιτέρως χρήσιμοι οι κανόνες για τον περιορισμό κινδύνων που αναλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα έναντι της μεικτής εταιρείας της οποίας αποτελεί θυγατρική επιχείρηση, καθώς και έναντι των άλλων θυγατρικών αυτής της μεικτής εταιρείας- ότι ωστόσο θεωρείται προτιμότερο να ρυθμιστεί το θέμα αυτό σε συνολικότερο πλαίσιο με την εκπόνηση, μελλοντικά, οδηγίας για τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων-

ότι τα κράτη μέλη μπορούν επιπλέον να αρνηθούν ή να αποσύρουν την άδεια λειτουργίας τραπεζών από ορισμένες μορφές ομίλων επιχειρήσεων τις οποίες θεωρούν ακατάλληλες για την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων, ιδίως επειδή δεν είναι δυνατόν να ασκείται κατά τρόπο ικανοποιητικό η εποπτεία των εν λόγω δραστηριοτήτων- ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν για το σκοπό αυτό τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της πρώτης οδηγίας (77/780/ΕΟΚ) του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1977 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (4), και στα άρθρα 5 και 11 της δεύτερης οδηγίας (89/646/ΕΟΚ) του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1989 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (5), προκειμένου να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων-

ότι τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να οργανώσουν την εποπτεία σύμφωνα με μεθόδους κατάλληλες για ομίλους των οποίων οι δομές δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία- ότι πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να συμπληρωθούν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας προκειμένου να καλυφθούν παρόμοιες δομές, εφόσον γενικευθεί η χρησιμοποίησή τους-

ότι η ενοποιημένη εποπτεία πρέπει να καλύπτει κάθε δραστηριότητα οριζόμενη στο παράρτημα της οδηγίας 89/646/ΕΟΚ- ότι κατά συνέπεια όλες οι επιχειρήσεις που αναπτύσσουν κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητες αυτές πρέπει να υπόκεινται σε εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης- ότι συνεπώς ο περιλαμβανόμενος στην οδηγία 83/350/ΕΟΚ ορισμός των πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να διευρυνθεί για να καλύψει και τις δραστηριότητες αυτές-

ότι όσον αφορά την ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων οι δραστηριότητες είναι κυρίως εκτεθειμένες σε κινδύνους της αγοράς και υπόκεινται σε ιδιαίτερους κανόνες εποπτείας, ο συντονισμός των μεθόδων ενοποιημένης εποπτείας των κινδύνων της αγοράς είναι εφικτός στα πλαίσια κοινοτικής εναρμόνισης της επαρκείας των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία και αποτελεί ήδη αντικείμενο πρότασης οδηγίας που υπέβαλε η Επιτροπή- ότι η εναρμόνιση αυτή αφορά μεταξύ άλλων τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να συμψηφίζονται οι αντίθετες θέσεις εντός ενός και του αυτού ομίλου, καθώς και τις περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται σε ιδιαίτερους κανόνες εποπτείας όσον αφορά την χρηματοοικονομική τους σταθερότητα- ότι, εφόσον χρόνο η οδηγία "επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τους κινδύνους της αγοράς" δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ, αυτό συνεπάγεται, ότι οι αρμόδιες αρχές θα υπαγάγουν στην ενοποιημένη εποπτεία τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εκτίθενται κατά κύριο λόγο σε κινδύνους της αγοράς, με μεθόδους εποπτείας που θα διαμορφώσουν λαμβανομένης υπόψη της ιδιομορφίας των εν λόγω κινδύνων-

ότι μετά την έκδοση της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (6), με την οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις της έβδομης οδηγίας (83/349/ΕΟΚ) του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (7), έχουν καθοριστεί οι κανόνες ενοποίησης των ενοποιημένων λογαριασμών που δημοσιεύονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, είναι εφεξής δυνατόν να διαπιστωθούν σαφέστερα οι μέθοδοι που πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση-

ότι η παρούσα οδηγία ανταποκρίνεται πλήρως στους στόχους που καθορίζονται από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και ότι, ειδικότερα, επιτρέπει την ομοιογενή εφαρμογή, σε ολόκληρη την Κοινότητα, των κανόνων συνετούς διαχείρισης που έχουν θεσπιστεί με άλλες κοινοτικές πράξεις και πρέπει να τηρούνται σε ενοποιημένη βάση- ότι η παρούσα οδηγία είναι ιδιαιτέρως σημαντική για την ορθή εφαρμογή της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 1989 σχετικά με τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων (8)-

ότι η εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση πρέπει να έχει σαν στόχο την προστασία των συμφερόντων των καταθετών των εν λόγω ιδρυμάτων και την εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοδοτικού συστήματος-

ότι πρέπει να συναφθούν συμφωνίες, σε βάση αμοιβαιότητας, μεταξύ της Κοινότητας και των τριών χωρών προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σε ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο-

ότι λόγω των σημαντικών τροποποιήσεων που πρέπει να επέλθουν στην οδηγία 85/350/ΕΟΚ, η παρούσα οδηγία πρέπει να την αντικαταστήσει πλήρως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Ορισμοί Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

- πιστωτικό ίδρυμα: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου καθώς και όλες οι ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις που πληρούν τον ορισμό του άρθρου αυτού και έχουν λάβει άδεια λειτουργάις σε τρίτη χώρα,

- χρηματοδοτικό ίδρυμα: επιχείρηση, η οποία δεν αποτελεί πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση και κατοχή χαρτοφυλακίου τίτλων ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων δραστηριοτήτων αναφερομένων στα σημεία 2 έως 12 του πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα της οδηγίας 89/646/ΕΟΚ,

- χρηματοδοτική εταιρεία: χρηματοδοτικό ίδρυμα, του οποίου οι θυγατρικές επιχειρήσεις είναι αποκλειστικώς ή κυρίως πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ενώ μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές αυτές επιχειρήσεις είναι πιστωτικό ίδρυμα,

- μεικτή εταιρεία: μητρική εταιρεία, η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα και μεταξύ των θυγατρικών της οποίας περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον πιστωτικό ίδρυμα,

- επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών: επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής, ή σε κάθε άλλη παρεμφερή δραστηριότητα βοηθητικού χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων,

- συμμετοχή: η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % ή πλέον των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου επιχείρησης,

- μητρική επιχείρηση: μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ των εταιρειών καθώς και κάθε επιχείρηση η οποία κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών ασκεί πράγματι επιρροή επί άλλης επιχείρησης,

- θυγατρική: θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας η μητρική επιχείρηση ασκεί κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, δεσπόζουσα πράγματι επιρροή. Κάθε επιχείρηση θυγατρική μιας άλλης θυγατρικής θεωρείται θυγατρική και της μητρικής επιχείρησης που ηγείται των επιχειρήσεων αυτών,

- αρμόδιες αρχές: οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες, βάσει του νόμου ή κανονιστικών διατάξεων, να ελέγχουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ άδεια, στις χρηματοδοτικές εταιρείες και στις μεικτές εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην Κοινότητα.

Τα ιδρύματα που εξαιρούνται μόνιμα με βάση το άρθρο 2 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, εξαιρουμένων ωστόσο των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών, αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 3

Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση των πιστωτικών ιδρυμάτων 1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει ως θυγατρική άλλο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, ή διαθέτει συμμετοχή σ' αυτά, υπόκειται σε εποπτεία της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής του κατάστασης, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται βασει του άρθρου 5. Η εποπτεία αυτή καλύπτει τουλάχιστον τους τομείς που προβλέπονται στις παραγράφους 5 και 6.

2. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία, υπόκειται σε εποπτεία της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 5. Η εποπτεία καλύπτει τουλάχιστον του τομείς που προβλέπονται στις παραγράφους 5 και 6. Η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας δεν συνεπάγεται κατ' ουδένα τρόπο την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ασκήσουν επί της εταιρείας αυτής έλεγχο σε ατομική βάση.

3. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία βάσει του άρθρου 4 μπορούν σε μεμονωμένες περιπτώσεις να μην υπαγάγουν στην ενοποίηση ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή στα οποία κατέχεται μια μερίδα συμμετοχής:

- όταν η επιχείρηση που πρόκειται να περιληφθεί στην ενοποίηση ευρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στην διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών, ή

- όταν η επιχείρηση που πρόκειται να περιληφθεί στην ενοποίηση είναι κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών αμελητέα σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, και εν πάση περιπτώσει όταν ο συνολικός ισολογισμός της επιχείρησης αυτής δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο των ακόλουθων δύο ποσών: τα 10 εκατομμύρια Ecu ή το 1 % του συνολικού ισολογισμού της μητρικής ή της κατέχουσας την συμμετοχή επιχείρησης. Αν πλείονες επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια αυτά, πρέπει παρά ταύτα να υπαχθούν στην ενοποίηση όταν ως σύνολο παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον σε σχέση με τον ανωτέρω στόχο, ή

- όταν κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προς έλεγχο επιχείρησης θα αντενδείκνυτο ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθη όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

4. Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους δεν υπάγουν ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα στην ενοποιημένη εποπτεία κατ' εφαρμογή μιας των περιπτώσεων της παραγράφου 3 δεύτερη και τρίτη περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές του κράτους όπου βρίσκεται το ίδρυμα αυτό μπορούν να ζητήσουν από τη μητρική του επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας του.

5. Ο έλεγχος της φερεγγυότητας, της επαρκείας ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τους κινδύνους της αγοράς και των μεγάλων ανοιγμάτων, όπως ρυθμίζεται από τις ισχύουσες κοινοτικές πράξεις, διενεργείται σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή στην ενοποιημένη εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών, σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η τήρηση των ορίων που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 12 της οδηγίας 89/646/ΕΟΚ αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και ελέγχου βάσει της ενοποιημένης ή υποενοποιημένης χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος.

6. Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν, σε όλες τις επιχειρήσεις που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία στην οποία υπόκειται ένα πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει των παραγράφων 1 και 2, τη θέσπιση κατάλληλων διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου για την παροχή στοιχείων πληροφοριών χρησίμων για την άσκηση της εποπτείας αυτής.

7. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων άλλων οδηγιών, τα κράτη μέλη δύνανται να μην εφαρμόσουν σε υποενοποιημένη ή ατομική βάση, τους κανόνες της παραγράφου 5 στα πιστωτικά εκείνα ιδρύματα τα οποία, ως μητρικές επιχειρήσεις, υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία, καθώς και σε κάθε θυγατρική επιχείρηση των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων που εξαρτάται από την παροχή αδείας και την εποπτεία τους και συμπεριλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος. Η ίδια δυνατότητα απαλλαγής παρέχεται και όταν η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία εδρεύουσα στο κράτος μέλος που εδρεύει και το πιστωτικό ίδρυμα, υπό τον όρο ότι υπόκειται στην εποπτεία που ασκείται επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και ιδίως στους κανόνες της παραγράφου 5.

Στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλισθεί η ορθή κατανομή του κεφαλαίου εντός του τραπεζικού ομίλου.

Εάν οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τους κανόνες αυτούς σε ατομική βάση μπορούν, για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων να κάνουν χρήση της διάταξης του άρθρου 2 παράγραφος 1 τελευταίο εδάφιο της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ.

8. Στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικό ίδρυμα, που αποτελεί θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που είναι πιστωτικό ίδρυμα, έλαβε άδεια λειτουργίας και είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την εν λόγω άδεια λειτουργίας εφαρμόζουν στο ίδρυμα αυτό τους κανόνες της παραγράφου 5 σε ατομική ή ενδεχομένως μερικώς ενοποιημένη βάση.

9. Παρά τις απαιτήσεις της παραγράφου 8, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία αποτελεί πιστωτικό ίδρυμα μπορούν, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση. Η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών. Η Επιτροπή διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στη συμβουλευτική επιτροπή τραπεζικών θεμάτων.

10. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες εθνικές τους αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία μπορούν να ζητήσουν από τις θυγατρικές ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας χρηματοδοτικής εταιρείας που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 6. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και επαλήθευσης των πληροφοριών.

Άρθρο 4

Αρμόδιες αρχές για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση 1. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ.

2. Όταν η μητρική επιχείρηση ενός πιστωτικού ιδρύματος είναι χρηματοδοτική εταιρεία, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ.

Ωστόσο, στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστήθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία.

Εάν δεν υπάρχει θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα το οποίο να έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος που συστήθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών (συμπεριλαμβανομένου του κράτους μέλους στο οποίο συστήθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία) διαβουλεύονται για να καθορίσουν, με κοινή συμφωνία, ποιες μεταξύ των αρχών θα ασκούν την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση θα ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με τον υψηλότερο συνολικό ισολογισμό- έαν οι συνολικοί ισολογισμοί είναι ισόποσοι, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση θα ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν πρώτες την άδεια λειτουργίας του άρθρου 3 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ.

3. Οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές μπορούν, με κοινή συμφωνία, να παρεκκλίνουν από τους κανόνες που καθορίζονται στην παράγραφο 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο.

4. Για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι συμφωνίες της παραγράφου 2 τρίτο εδάφιο και της παραγράφου 3 προβλέπουν τα συγκεκριμένα μέτρα συνεργασίας και διαβίβασης των πληροφοριακών στοιχείων.

5. Όταν τα κράτη μέλη διαθέτουν πλείονες αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον μεταξύ τους συντονισμό.

Άρθρο 5

Μορφή και έκταση της ενοποίησης 1. Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση οφείλουν, για την άσκηση της εποπτείας, να απαιτήσουν την πλήρη ενοποίηση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αποτελούν θυγατρικές της μητρικής επιχείρησης.

Ωστόσο, μπορεί να επιβληθεί η κατ' αναλογία ενοποίηση στην περίπτωση που, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης η οποία κατέχει τη συμμετοχή περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει, λόγω της ευθύνης των άλλων μετόχων ή εταίρων και της ικανοποιητικής τους φερεγγυότητας. Η ευθύνη των άλλων μετόχων και εταίρων πρέπει να καθορίζεται σαφώς, εν ανάγκη με την ανάληψη ρητών υποχρεώσεων.

2. Οι αρμόδες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση οφείλουν, για την άσκηση της εποπτείας, να απαιτήσουν την κατ' αναλογία ενοποίηση των συμμετοχών σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τα οποία διευθύνονται από επιχείρηση συμπεριλαμβανομένη στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις μη συμπεριλαμβανόμενες στην ενοποίηση, όταν από την ενοποίηση αυτή προκύπτει περιορισμός της ευθύνης των εν λόγω επιχειρήσεων στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν.

3. Εκτός των περιπτώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, στις υπόλοιπες περιπτώσεις συμμετοχών ή κεφαλαιακού δεσμού, οι αρμόδιες αρχές ορίζουν αν και με ποια μορφή πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση. Μπορούν ιδιαίτερα να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της θέσης σε ισοδυναμία. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως.

4. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν και με ποια μορφή να γίνει η ενοποίηση, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

- όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά τις αρμόδιες αρχές, σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά,

- όταν δύο ή πλείονα πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού,

- όταν δύο ή πλείονα πιστωτικά ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν διαχειριστικά, διοικητικά ή εποπτικά όργανα αποτελούμενα κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρήση της μεθόδου του άρθρου 12 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως.

5. Όταν η ενοποιημένη εποπτεία επιβάλλεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφοι 1 και 2, οι επιχειρήσεις επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών περιλαμβάνονται στην ενοποίηση στις ίδιες περιπτώσεις και με τις ίδιες μεθόδους όπως οι προβλεπόμενες στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τις μεικτές εταιρείες και τις θυγατρικές τους 1. Εν αναμονή μελλοντικού συντονισμού των μεθόδων ενοποίησης, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν η μητρική ενός ή πλειόνων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεικτή εταιρεία, οι αρχές οι αρμόδιες για τη χορήγηση αδείας και την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών απαιτούν από την μεικτή εταιρεία και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών πιστωτικών υδρυμάτων, την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την άσκηση της εποπτείας των θυγατρικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

2. Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να προβούν οι ίδιες ή να αναθέσουν σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων που απέστειλαν οι μεικτές εταιρείες και οι θυγατρικές τους. Αν η μεικτή εταιρεία ή μία των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και η διαδικασία του άρθρου 7 παράγραφος 4. Αν η μεικτή εταιρεία ή μία των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος, η επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 7 παράγραφος 7.

Άρθρο 7

Μέτρα για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας 1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κανένα νομικό εμπόδιο να μην εμποδίζει τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία, τις μεικτές εταιρείες και τις θυγατρικές τους, ή τις προβλεπόμενες στο άρθρο 3 παράγραφος 10 θυγατρικές, να ανταλλάσσουν πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2. Όταν η μητρική επιχείρηση και το ή τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι θυγατρικές της επιχείρησης αυτής είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους κοινοποιούν μεταξύ τους όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

Όταν οι αρμόδιες αρχές τους κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, μπορούν να κληθούν από τις αρμόδιες προς άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας αρχές να ζητήσουν από τη μητρική πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας, και να τις διαβιβάσουν στις αρχές αυτές.

3. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους, των πληροφοριακών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να ασκούν σε ατομική βάση εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.

Επίσης τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 6 υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν εποπτεία στη μεικτή εταιρεία και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, ή στις θυγατρικές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 10.

4. Όταν πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία ή μεικτή εταιρεία ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών ή των εν λόγω άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες συνεργάζονται στενά. Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανακοινώνουν αμοιβαία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.

5. Οι πληροφορίες που συλλέγονται βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, ιδιαίτερα οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο, όπως ορίζεται από το άρθρο 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ.

6. Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν κατάλογο των χρηματοδοτικών εταιρειών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και στην Επιτροπή.

7. Όταν, στα πλαίσια της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, μεικτή εταιρεία ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 6 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 10, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή.

8. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, με την επιφύλαξη της ποινικής τους νομοθεσίας, μπορεί να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές και μεικτές εταιρείες ή στα υπεύθυνα στελέχη τους, που έχουν παραβεί νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις θεσπισθείσες βάσει της παρούσας οδηγίας, κυρώσεις ή μέτρα για την παύση της διαπιστωθείσας παράβασης ή της αιτίας τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα μέτρα αυτά μπορεί να απαιτούν την παρέμβαση των δικαστικών αρχών. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, ιδίως όταν η εταιρική έδρα μιας χρηματοδοτικής ή μεικτής εταιρείας ευρίσκεται εκτός του τόπου στον οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική της διοίκηση ή το κύριο κατάστημά της.

Άρθρο 8

Τρίτες χώρες 1. Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους, είτε με δική της πρωτοβουλία, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων εφαρμογής της αρχής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση:

- στα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων η μητρική επιχείρηση εδρεύει σε μια τρίτη χώρα και

- στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε μια τρίτη χώρα και των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία που εδρεύει στην Κοινότητα.

2. Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποσκοπούν ιδίως στην εξασφάλιση της δυνατότητας:

- αφενός μεν, για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, σε ενοποιημένη βάση, πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικής εταιρείας που είναι εγκατεστημένη στην Κοινότητα και έχει ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που βρίσκεται εκτός Κοινότητας, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα,

- αφετέρου δε, για τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία των μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφός τους και έχουν ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που βρίσκεται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα.

3. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συνεργασία με τη συμβουλευτική επιτροπή του άρθρου 11 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, εξετάζει τα αποτελέσματα αυτών των διαπραγματεύσεων, καθώς και την κατάσταση που προκύπτει από αυτές.

Άρθρο 9

Τελικές διατάξεις 1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1993. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν αυτές τις διατάξεις, οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 5 και ενόσω η μελλοντική οδηγία η σχετική με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τους κινδύνους της αγοράς δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή, οι αρμόδιες αρχές θα συμπεριλαμβάνουν στον ενοποιημένο έλεγχο τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που είναι κατά κύριο λόγο εκτεθειμένα στους κινδύνους της αγοράς, βάσει μεθόδων που θα καθορίσουν ανάλογα με τις ιδιομορφίες των κινδύνων αυτών.

3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα ο οποίος διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 10

1. Η οδηγία του Συμβουλίου 83/350/ΕΟΚ καταργείται από 1ης Ιανουαρίου 1993.

2. Στις κατωτέρω διατάξεις, οι όροι "οδηγία 83/350/ΕΟΚ" αντικαθίστανται από τους όρους "οδηγία 92/30/ΕΟΚ":

- άρθρο 5 της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ,

- άρθρο 12 παράγραφος 5, άρθρο 13 παράγραφος 3, άρθρο 15 παράγραφος 2 και άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο πέμπτη περίπτωση της οδηγίας 89/646/ΕΟΚ,

- άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ.

3. Στο άρθρο 1 σημείο 5 της οδηγίας 89/646/ΕΟΚ και στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, ο ορισμός των αρμόδιων αρχών τροποποιείται ως εξής:

"οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες, βάσει του νόμου ή κανονιστικών διατάξεων, να ελέγχουν τα πιστωτικά ιδρύματα."

Άρθρο 11

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Λουξεμβούργο, 6 Απριλίου 1992. Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Joao PINHEIRO

(1) ΕΕ αριθ. C 326 της 16. 2. 1991, σ. 106 και ΕΕ αριθ. C 94 της 13. 4. 1992. (2) ΕΕ αριθ. C 102 της 18. 4. 1991, σ. 19. (3) ΕΕ αριθ. L 193 της 18. 7. 1983, σ. 18. (4) ΕΕ αριθ. L 322 της 17. 12. 1977, σ. 30. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 89/646/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 386 της 30. 12. 1989, σ. 1). (5) ΕΕ αριθ. L 386 της 30. 12. 1989, σ. 1. (6) ΕΕ αριθ. L 372 της 31. 12. 1986, σ. 1. (7) ΕΕ αριθ. L 193 της 18. 7. 1983, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 90/605/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 317 της 16. 11. 1990, σ. 60). (8) ΕΕ αριθ. L 124 της 5. 5. 1989, σ. 16.

Top