Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31971R1696

    Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1696/71 του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1971 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του λυκίσκου

    ΕΕ L 175 της 4.8.1971, p. 1–7 (DE, FR, IT, NL)
    Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I τόμος 1971(II) σ. 634 - 641

    Άλλες ειδικές εκδόσεις (DA, EL, ES, PT, FI, SV, CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2005; καταργήθηκε από 32005R1952

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1971/1696/oj

    31971R1696

    Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1696/71 του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1971 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του λυκίσκου

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 175 της 04/08/1971 σ. 0001 - 0007
    Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 3 τόμος 4 σ. 0005
    Δανική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1971(II) σ. 0569
    Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 3 τόμος 4 σ. 0005
    Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1971(II) σ. 0634
    Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 03 τόμος 7 σ. 0022
    Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 03 τόμος 5 σ. 0060
    Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 03 τόμος 5 σ. 0060


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 1696/71 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουλίου 1971 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του λυκίσκου

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως τα άρθρα 42, 43, 113, και 235,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    τη γνώμη της Συνελεύσεως(1),

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

    Εκτιμώντας:

    ότι η λειτουργία και η ανάπτυξη της κοινής αγοράς πρέπει να συνοδεύεται από τη δημιουργία κοινής γεωργικής πολιτικής και ότι αυτή πρέπει, ιδίως, να δημιουργεί κοινή οργάνωση αγορών που να μπορεί να λάβει διάφορες μορφές ανάλογα με τα προϊόντα-

    ότι η κοινοτική παραγωγή του λυκίσκου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην οικονομία ορισμένων περιοχών της Κοινότητος- ότι για ορισμένους παραγωγούς των περιοχών αυτών η παραγωγή αντιπροσωπεύει βασικό μέρος των εισοδημάτων τους-

    ότι όπως οι χυμοί και τα φυτικά εκχυλίσματα του λυκίσκου δεν αναφέρονται στο παράρτημα II της συνθήκης, τα προϊόντα αυτά εξαιρούνται από την εφαρμογή των γεωργικών διατάξεων αυτής της συνθήκης, ενώ ο λυκίσκος υπάγεται- ότι όμως, επειδή τα προϊόντα αυτά υποκαθιστούν κατά ένα μεγάλο μέρος τα μεν τα δε, η κατάσταση αυτή μπορεί να καταστήσει επισφαλή τα αποτελέσματα της κοινής γεωργικής πολιτικής, που ακολουθείται στον τομέα του λυκίσκου- ότι, για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να επεκταθούν στους χυμούς και στα φυτικά εκχυλίσματα του λυκίσκου, βάσει του άρθρου 113, τα μέτρα που αφορούν τις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες και, βάσει του άρθρου 235, οι κανόνες εμπορίας που θεσπίσθηκαν για το λυκίσκο-

    ότι οι διεθνείς συναλλαγές παρουσιάζουν εκ παραδόσεως μεγάλο ενδιαφέρον για τους παραγωγούς και αυτούς που χρησιμοποιούν το λυκίσκο στην Κοινότητα- ότι, βασικά, η αξιοποίηση της κοινοτικής παραγωγής γινόταν μέχρι τώρα βάσει της ανταγωνιστικότητός της στη διεθνή αγορά και της ελεύθερης ποιοτικής και ποσοτικής προσαρμογής της παραγωγής στις αγορές- ότι πρέπει, κατά συνέπεια, η κοινή οργάνωση αγοράς να μην επιφέρει βασικές τροποποιήσεις στην κατάσταση αυτή συμβάλλουσα ταυτοχρόνως με κατάλληλα μέτρα στην ποιοτική βελτίωση των προϊόντων και στην προστασία των παραγωγών από μία πιθανή υποβάθμιση του σημερινού τους βιοτικού επιπέδου-

    ότι πρέπει να ακολουθείται σε κοινοτικό επίπεδο πολιτική ποιότητος με την εφαρμογή διατάξεων σχετικών με την πιστοποίηση της ενδείξεως προελεύσεως, οι οποίες να συνοδεύονται από κανόνες που να απαγορεύουν κατ' αρχήν την εμπορία των προϊόντων για τα οποία δεν έχει χορηγηθεί το πιστοποιητικό ή, για τα εισαγόμενα προϊόντα, που δεν ανταποκρίνονται στα αντίστοιχα ελάχιστα ποιοτικά χαρακτηριστικά- ότι επί πλέον ενδείκνυται να προβλεφθεί ο καθορισμός ενός ποιοτικού υποδείγματος που να αποτελεί βάση αναφοράς στις εμπορικές συναλλαγές και να εξασφαλίζει ικανοποιητική διαφάνεια της αγοράς-

    ότι είναι αναγκαίο να υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για την κατάσταση και τις προοπτικές εξελίξεως της αγοράς στην Κοινότητα- ότι, για το σκοπό αυτό, το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής διατίθεται στα πλαίσια συμβάσεων που συνάπτονται πριν από τη συγκομιδή και μάλιστα για πολλά έτη μπορεί να διευκολύνει την πρόβλεψη της αναπτύξεως της αγοράς- ότι πρέπει γι' αυτό να προβλεφθεί η καταχώρηση του συνόλου των συμβάσεων παραδόσεως του λυκίσκου που παράγεται στην Κοινότητα- ότι πρέπει, εν τούτοις, οι πληροφορίες αυτές να καλύπτονται με στατιστικό απόρρητο, για να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η εξασφάλιση ότι δεν θα χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς και με τον τρόπο αυτό να επιτυγχάνονται ενδείξεις απόλυτα αντικειμενικές-

    ότι, για να εξασφαλισθεί ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο στο γεωργικό πληθυσμό και για να σταθεροποιηθούν οι αγορές και να εξασφαλισθούν λογικές τιμές κατά την παράδοση στους καταναλωτές, πρέπει να προωθηθεί η συγκέντρωση της προσφοράς και η από κοινού προσαρμογή, από τους γεωργούς, της παραγωγής στις απαιτήσεις της αγοράς-

    ότι, για το σκοπό αυτό, η ένωση των γεωργών σε οργανισμούς, που προβλέπουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται τα μέλη τους σε κοινές αρχές, ευνοεί την επίτευξη των στόχων του άρθρου 39 της συνθήκης- ότι οι στόχοι αυτοί είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν ιδίως, όχι μόνο με την ένωση των γεωργών σε ομάδες παραγωγών, αλλά επί πλέον με τη δημιουργία ενώσεων των ομάδων αυτών-

    ότι, προς αποφυγή κάθε διακρίσεως μεταξύ των παραγωγών καθώς και για την εξασφάλιση της ενότητος και της αποτελεσματικότητος της αναληφθείσης ενεργείας, πρέπει να προσδιορισθούν για το σύνολο της Κοινότητος οι όροι τους οποίους πρέπει να πληρούν οι ομάδες των παραγωγών και οι ενώσεις των ομάδων τους για να αναγνωρίζονται από τα Κράτη μέλη- ότι, για να επιτευχθεί η αποτελεσματική συγκέντρωση της προσφοράς, είναι ιδίως αναγκαίο, αφ' ενός, να αποδεικνύεται ότι οι ομάδες και οι ενώσεις των ομάδων έχουν επαρκή οικονομική επιφάνεια και αφ' ετέρου το σύνολο της παραγωγής των παραγωγών ή των ομάδων μελών να διατίθεται στην αγορά από την ομάδα ή από την ένωση, είτε απ' ευθείας, είτε από τους παραγωγούς σύμφωνα με κοινούς κανόνες-

    ότι πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις, ικανές να ευκολύνουν τη σύσταση και τη λειτουργία των ομάδων αυτών- ότι για το σκοπό αυτό πρέπει να επιτρέπεται στα Κράτη μέλη να τους χορηγούν ενισχύσεις για τμήμα των οποίων η Κοινότητα θα εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση- ότι πρέπει, εν τούτοις, να περιορίζεται το ποσό των ενισχύσεων αυτών και να τους προσδίδεται χαρακτήρας μεταβατικός και βαθμιαίος με σκοπό την προοδευτική αύξηση της οικονομικής ευθύνης των παραγωγών-

    ότι οι φυτείες λυκίσκου της Κοινότητος, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν ανάγκη προσαρμογής τόσο ως προς τις παραγόμενες ποικιλίες όσο και ως προς τις δυνατότητες της ορθολογικής οργανώσεως των εργασιών καλλιέργειας και συγκομιδής- ότι πρέπει να διευκολυνθεί για ένα χρονικό διάστημα η μετατροπή της ποικιλίας τους και η αναδιάρθωσή τους, με τη χορήγηση ειδικών ενισχύσεων στις ομάδες παραγωγών που αναλαμβάνουν δραστηριότητες αυτού του είδους-

    ότι, για να εξασφαλίζεται ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο στους παραγωγούς, πρέπει να προβλέπεται καθεστώς ενισχύσεως- ότι, για να διαπιστωθεί αν υπάρχει λόγος για την ενίσχυση αυτή, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλλει ετήσια μία έκθεση στο Συμβούλιο μετά το τέλος της συγκομιδής- ότι η ενίσχυση μπορεί να χορηγείται αν η εξέταση της εκθέσεως αυτής αποδεικνύει ότι η μέση απόδοση ανά εκτάριο ήταν ανεπαρκής, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση και την προβλεπόμενη τάση της αγοράς-

    ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα πρέπει να επιτρέπουν την πρόβλεψη καθεστώτος εισαγωγής που να συνεπάγεται μόνο την εφαρμογή του Κοινού Δασμολογίου- ότι αυτό εφαρμόζεται αυτοδικαίως δυνάμει της συνθήκης από την 1η Ιανουαρίου 1970-

    ότι το σύνολο των μέτρων αυτών επιτρέπει τη μη εφαρμογή οιουδήποτε ποσοτικού περιορισμού, στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητος- ότι ο μηχανισμός αυτός είναι δυνατό κατ' εξαίρεση να αποδειχθεί ανεπαρκής- ότι, για να μη μένει σε αυτές τις περιπτώσεις η κοινοτική αγορά απροστάτευτη στις διαταραχές που είναι δυνατό να προκύψουν, ενώ θα έχουν καταργηθεί τα εμπόδια κατά την εισαγωγή που υπήρχαν προηγουμένως, πρέπει να επιτρέπεται στην Κοινότητα να λαμβάνει ταχέως όλα τα αναγκαία μέτρα-

    ότι στο εσωτερικό εμπόριο της Κοινότητος, η είσπραξη κάθε δασμού ή φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος και η εφαρμογή κάθε ποσοτικού περιορισμού ή κάθε μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται αυτοδικαίως από 1ης Ιανουαρίου 1970, βάσει των διατάξεων της συνθήκης- ότι, τέλος, ελλείψει ελάχιστης τιμής την 31η Δεκεμβρίου 1969, η προσφυγή στο άρθρο 44 της συνθήκης αποκλείεται αυτοδικαίως από 1ης Ιανουαρίου 1970-

    ότι η αποτελεσματικότητα του συνόλου των μέτρων που διέπουν την κοινή οργάνωση αγοράς του λυκίσκου κινδυνεύει από τη χορήγηση ορισμένων ενισχύσεων από τα Κράτη μέλη- ότι πρέπει οι διατάξεις της συνθήκης, που επιτρέπουν την εκτίμηση των ενισχύσεων που είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, να εφαρμόζονται στον τομέα του λυκίσκου- ότι πρέπει, εν τούτοις, να προβλέπεται ένα μεταβατικό καθεστώς για τις εθνικές ενισχύσεις που χορηγούνται για πολυετείς συμβάσεις πριν από την έναρξη ισχύος της κοινής οργανώσεως αγοράς-

    ότι πρέπει να προβλέπεται η οικονομική υπευθυνότητα της Κοινότητος για τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται τα Κράτη μέλη λόγω υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τις κανονιστικές διατάξεις για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής-

    ότι η μετάβαση από το ισχύον καθεστώς στα Κράτη μέλη σε εκείνο που καθιερώνει ο παρών κανονισμός πρέπει να γίνει κάτω από τις καλύτερες συνθήκες- ότι είναι αναγκαίο, για το σκοπό αυτό, να ληφθούν μεταβατικά μέτρα-

    ότι η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του λυκίσκου πρέπει να λαμβάνει υπόψη, παράλληλα και με κατάλληλο τρόπο, τους στόχους που προβλέπονται στα άρθρα 39 και 110 της συνθήκης-

    ότι, για τη διευκόλυνση της εφαρμογής των σχεδιαζομένων διατάξεων, πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία που να καθιερώνει στενή συνεργασία μεταξύ των Κρατών μελών και της Επιτροπής στους κόλπους επιτροπής διαχειρίσεως,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    1. Συνιστάται στον τομέα του λυκίσκου κοινή οργάνωση αγοράς που διέπει τα ακόλουθα προϊόντα:

    "" ID="1">12.06> ID="2">Λυκίσκος (κώνοι και λουπουλίνη)">

    2. Οι κανόνες σχετικά με την εμπορία και τις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες εφαρμόζονται επί πλέον στα εξής προϊόντα:

    "" ID="1">13.03 A VI> ID="2">Χυμοί και φυτικά εκχυλίσματα λυκίσκου">

    3. Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    α) λυκίσκος: τα ξηρά άνθη, ονομαζόμενα και κώνοι του (θηλυκού) φυτού του αναρριχώμενου λυκίσκου (humulus lupulus)- τα άνθη αυτά, χρώματος πρασινοκίτρινου, σχήματος ωοειδούς φέρουν μίσχο και η μεγαλύτερη διάστασή τους κυμαίνεται γενικά από 2-5 εκατοστά-

    β) σκόνη λυκίσκου: το προϊόν που προέρχεται από το άλεσμα του λυκίσκου και που περιέχει όλα τα φυσικά συστατικά-

    γ) σκόνη λυκίσκου εμπλουτισμένη με λουπουλίνη: το προϊόν που προέρχεται από το άλεσμα του λυκίσκου μετά από τη μηχανική απομάκρυνση των φύλλων, των κοτσανιών, των κλαδιών κα των σπονδύλων-

    δ) εκχύλισμα λυκίσκου: το συμπυκνωμένο προϊόν που προέρχεται από την επενέργεια διαλυτικού στο λυκίσκο-

    ε) προϊόντα ανάμικτα λυκίσκου: η ανάμιξη δύο ή περισσοτέρων από τα προϊόντα που αναφέρονται ανωτέρω.

    ΤΙΤΛΟΣ I Εμπορία

    Άρθρο 2

    1. Τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, τα οποία συλλέγονται στην Κοινότητα, ή παρασκευάζονται από λυκίσκο που συλλέγεται στην Κοινότητα υπόκεινται σε διαδικασία πιστοποιήσεως ενδείξεως της προελεύσεως.

    2. Το πιστοποιητικό χορηγείται μόνο για τα προϊόντα:

    - που συλλέγονται στις αναγνωρισμένες περιοχές παραγωγής ή που παρασκευάζονται από προϊόντα αυτού του είδους-

    - που ανήκουν σε ποικιλίες, που αναφέρονται στον κοινοτικό πίνακα ποικιλιών ή παρασκευάζονται από προϊόντα αυτού του είδους-

    - που παρουσιάζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στα ελάχιστα όρια εμπορίας που ισχύουν σε ένα καθορισμένο στάδιο εμπορίας.

    3. Το Συμβούλιο, με πρόταση της Επιτροπής κατά τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 της συνθήκης, θεσπίζει για κάθε προϊόν τους γενικούς κανόνες της διαδικασίας πιστοποιήσεως της ενδείξεως προελεύσεως καθώς και την ημερομηνία της εφαρμογής τους.

    Άρθρο 3

    1. Κατά το μέτρο που τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 υπόκεινται σε διαδικασία πιστοποιήσεως της ενδείξεως προελεύσεως, μπορούν να τίθενται σε εμπορία ή να εξάγονται μόνο αν έχει χορηγηθεί το πιστοποιητικό.

    2. Δύνανται να αποφασίζονται μέτρα παρεκκλίσεως της προβλεπομένης στην παράγραφο 1 διατάξεως, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20:

    α) για την ικανοποίηση των εμπορικών απαιτήσεων ορισμένων τρίτων χωρών- ή

    β) για τα προϊόντα που προορίζονται για ιδιαίτερες χρήσεις.

    Τα μέτρα που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο πρέπει:

    - να μην επηρεάζουν την κανονική διάθεση την προϊόντων για τα οποία έχει χορηγηθεί το πιστοποιητικό ενδείξεως προελεύσεως-

    - και να διασφαλίζουν την αποφυγή κάθε συγχύσεως με τα προϊόντα αυτά.

    Άρθρο 4

    1. Για το λυκίσκο που συλλέγεται στην Κοινότητα καθορίζεται μια σταθερή ποιότητα σε σχέση με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και με αντικειμενικά κριτήρια.

    2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20.

    Άρθρο 5

    1. Τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, προελεύσεως τρίτων χωρών, δύνανται να εισάγονται μόνο εφ' όσον παρουσιάζουν ποιοτικά χαρακτηριστικά τουλάχιστον ισοδύναμα με τα ελάχιστα όρια εμπορίας που έχουν αποφασισθεί για τα ίδια προϊόντα που συγκομίζονται στην Κοινότητα ή που παρασκευάζονται από προϊόντα αυτού του είδους.

    2. Τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, συνοδευόμενα από μια βεβαίωση που εκδίδεται από τις αρχές της χώρας καταγωγής και η οποία αναγνωρίζεται ως ισοδύναμη με το πιστοποιητικό της ενδείξεως προελεύσεως, θεωρούνται ότι παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    3. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20.

    ΤΙΤΛΟΣ II Συμβάσεις παραδόσεως

    Άρθρο 6

    1. Κάθε σύμβαση για την παράδοση λυκίσκου που έχει παραχθεί στην Κοινότητα, που συνήφθη μεταξύ ενός παραγωγού ή ενωμένων παραγωγών αφ' ενός, και ενός αγοραστού αφ' ετέρου, καταχωρείται από τους οργανισμούς που ορίζονται για το σκοπό αυτό από κάθε Κράτος μέλος παραγωγό.

    2. Οι συμβάσεις για την παράδοση καθορισμένων ποσοτήτων σε τιμές συμφωνημένες για περίοδο που καλύπτει μία ή περισσότερες συγκομιδές και που συνάπτονται πριν από την 1η Αυγούστου του έτους της πρώτης συγκομιδής ονομάζονται "εκ των προτέρων συναπτόμενες συμβάσεις" που αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστής καταχωρήσεως.

    3. Τα Κράτη μέλη ανακοινώνουν περιοδικά στην Επιτροπή τις στατιστικές πληροφορίες που αφορούν τις καταχωρήσεις των συμβάσεων.

    4. Τα στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενο της καταχωρήσεως μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

    5. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου αποφασίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20.

    ΤΙΤΛΟΣ III Ομάδες παραγωγών

    Άρθρο 7

    1. Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού νοείται ως "αναγνωρισμένη ομάδα παραγωγών", ομάδα παραγωγών λυκίσκου που συστήνεται με πρωτοβουλία των παραγωγών με σκοπό ιδίως:

    α) να προσαρμόσουν από κοινού την παραγωγή τους στις απαιτήσεις της αγοράς,

    β) να βελτιώσουν την παραγωγή με τη μετατροπή των ποικιλιών και με την αναδιάρθρωση των φυτειών,

    γ) να προωθήσουν την ορθολογική οργάνωση και τη μηχανοποίηση των εργασιών καλλιεργείας και συγκομιδής με σκοπό τη βελτίωση της αποδόσεως της παραγωγής,

    και που έχει αναγνωρισθεί από ένα Κράτος μέλος δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 3.

    2. Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού νοείται ως "αναγνωρισμένη ένωση" η ένωση αναγνωρισμένων ομάδων παραγωγών που επιδιώκει τους ίδιους στόχους με τις ομάδες αυτές και που έχει αναγνωρισθεί από ένα Κράτος μέλος δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 3.

    3. Τα Κράτη μέλη αναγνωρίζουν τις ομάδες παραγωγών και τις ενώσεις τους κατόπιν σχετικής αιτήσεως εφ' όσον πληρούν τους εξής γενικούς όρους:

    α) εφαρμόζουν τους κοινούς κανόνες παραγωγής και διαθέσεως στην αγορά (πρώτο στάδιο εμπορίας)-

    β) συμπεριλαμβάνουν στο καταστατικό τους την υποχρέωση για τους παραγωγούς μέλη των ομάδων και για τις αναγνωρισμένες ομάδες παραγωγών, μελών της ενώσεως:

    - είτε να διαθέτουν στην αγορά το σύνολο της παραγωγής για την οποία έχουν προσχωρήσει στην ομάδα ή στην ένωση βάσει των κανόνων της εισφοράς και της διαθέσεως στην αγορά που θεσπίζονται και ελέγχονται αντιστοίχως από την ομάδα ή την ένωση,

    - είτε να διαθέτουν στην αγορά το σύνολο εκείνης της παραγωγής τους που αποτέλεσε το αντικείμενο της αναγνωρίσεως, αντιστοίχως από την ομάδα ή την ένωση, είτε στο όνομα ή για λογαριασμό των μελών, είτε για λογαριασμό των μελών, είτε στο όνομα και για λογαριασμό της ομάδος ή της ενώσεως.

    Όσον αφορά τις ομάδες παραγωγών, η υποχρέωση αυτή δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα:

    - για τα οποία οι παραγωγοί έχουν συνάψει συμβάσεις πωλήσεως ή τα οποία υπεσχέθησαν πριν προσχωρήσουν στην ομάδα, εφ' όσον η ομάδα αυτή έχει ενημερωθεί, πριν από την προσχώρηση, για την έκταση και τη διάρκεια των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί κατ' αυτόν τον τρόπο και τις έχει εγκρίνει,

    - που οι παραγωγοί δύνανται, μετά την προσχώρησή τους και κατόπιν ρητής εγκρίσεως της ομάδος, να αποκλείσουν μέσω της ομάδος αυτής τη διάθεση στην αγορά-

    γ) αποδεικνύεται ότι έχουν επαρκή οικονομική επιφάνεια-

    δ) αποκλείουν για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους κάθε διάκριση μεταξύ των παραγωγών ή ομάδων της Κοινότητος βασισμένη ιδίως στην ιθαγένεια ή στον τόπο εγκαταστάσεώς τους-

    ε) συμπεριλαμβάνουν στο καταστατικό τους διατάξεις που αποβλέπουν στην εξασφάλιση ότι τα μέλη μιας ομάδας ή μιας ενώσεως, που θα ήθελαν να αποποιηθούν την ιδιότητα του μέλους, να δύνανται να το κάνουν μόνο:

    - μετά από περίοδο τριετίας από της προσχωρήσεως στην ομάδα ή στην ένωση,

    - και υπό τον όρο να προειδοποιηθεί η ομάδα ή η ένωση τουλάχιστον δώδεκα μήνες πριν από την αποχώρησή τους-

    στ) έχουν την αναγκαία ικανότητα δικαίου με τους όρους που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, για να προβαίνουν στις συναφείς με την αποστολή τους πράξεις-

    ζ) προβλέπουν στο καταστατικό τους την υποχρέωση να κρατούν ξεχωριστά λογιστικά στοιχεία για τις δραστηριότητες που αποτελούν το αντικείμενο αναγνωρίσεώς τους.

    4. Αρμόδιο για την αναγνώριση των ομάδων παραγωγών και των ενώσεών τους είναι το Κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου η ομάδα παραγωγών ή η ένωση έχουν την έδρα τους, σύμφωνα με το καταστατικό.

    5. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και ιδίως εκείνες που αφορούν τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 3 υπό α) και γ) καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20.

    Άρθρο 8

    Τα Κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν ενισχύσεις στις αναγνωρισμένες ομάδες παραγωγών, κατά τη διάρκεια των τριών ετών από της αναγνωρίσεώς τους, για να ενθαρρύνουν τη σύστασή τους και να διευκολύνουν τη λειτουργία τους. Το ποσό των ενισχύσεων αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο έτος, αντίστοιχα 3%, 2% και 10% της αξίας των προϊόντων που είναι αναγνωρισμένα και τίθενται σε εμπορία. Οι ενισχύσεις αυτές δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους το 60%, κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους το 40%, κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους το 20% των εξόδων διαχειρίσεως της ομάδος παραγωγών. Η αξία των εμπορευσίμων προϊόντων καθορίζεται κατ' αποκοπή, για κάθε έτος, με βάση:

    - τη μέση εμπορεύσιμη παραγωγή των προσχωρούντων παραγωγών, κατά τα τελευταία τρία ημερολογιακά έτη που προηγούνται της προσχωρήσεώς τους,

    - τις μέσες τιμές στην παραγωγή που επιτυγχάνονται από τους παραγωγούς αυτούς κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

    Άρθρο 9

    Τα Κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν στις ομάδες παραγωγών, για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1975, ενισχύσεις μέχρι 1500 λογιστικές μονάδες κατ' ανώτατο όριο ανά εκτάριο, προοριζόμενες για τη μετατροπή των ποικιλιών και για την αναδιάρθρωση των φυτειών που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, υπό β).

    Άρθρο 10

    1. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 της συνθήκης, θεσπίζει τους γενικούς κανόνες εφαρμογής των άρθρων 8 και 9.

    2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 8 και 9 καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20.

    ΤΙΤΛΟΣ IV Ενίσχυση στους παραγωγούς

    Άρθρο 11

    Κάθε έτος πριν από την 30ή Απριλίου, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο μια έκθεση σχετική με την κατάσταση της παραγωγής και εμπορίας του λυκίσκου.

    Η έκθεση αυτή λαμβάνει υπόψη ιδίως την εξέλιξη των τιμών, των φυτειών, της παραγωγής και των αναγκών.

    Άρθρο 12

    1. Συνιστάται καθεστώς ενισχύσεως για το λυκίσκο που παράγεται στην Κοινότητα.

    2. Δύναται να χορηγείται ενίσχυση στους παραγωγούς με σκοπό την πραγματοποίηση ικανοποιητικού εισοδήματος.

    3. Το ποσό της ενισχύσεως αυτής ανά εκτάριο, που διαφέρει σε σχέση με τις ποικιλίες, καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη:

    α) το μέσο έσοδο που πραγματοποιήθηκε συγκρινόμενο με τα μέσα έσοδα που πραγματοποιήθηκαν για τις προηγούμενες καλλιέργειες-

    β) από την κατάσταση και την προβλεπόμενη τάση της αγοράς στην Κοινότητα-

    γ) από την εξέλιξη της εξωτερικής αγοράς καθώς και από τις τιμές στις διεθνείς συναλλαγές.

    4. Σε περίπτωση που η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 11 εμφανίζει κίνδυνο δημιουργίας διαρθρωτικών πλεονασμάτων ή διαρθρωτικής δυσχέρειας εφοδιασμού της Κοινοτικής αγοράς του λυκίσκου, η χορήγηση της ενισχύσεως είναι δυνατό να περιορισθεί σε ένα ποσό που αντιστοιχεί σε ορισμένη έκταση, με βάση το μέσο όρο της καλλιεργηθείσης εκτάσεως κατά τη διάρκεια των τριών ετών που προηγούνται του υπό εξέταση έτους.

    5. Το ποσό της ενισχύσεως που ισχύει για τις εκτάσεις τις σχετικές με τη συγκομιδή του προηγουμένου ημερολογιακού έτους προσδιορίζεται, πριν από την 30ή Ιουνίου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 της συνθήκης.

    Άρθρο 13

    1. Η ενίσχυση χορηγείται στους παραγωγούς για τις εκτάσεις που έχουν καταχωρηθεί και στις οποίες έχει γίνει η συγκομιδή.

    Τα Κράτη μέλη υποδεικνύουν τους οργανισμούς που έχουν την ικανότητα να προβαίνουν, για κάθε παραγωγό, στην καταχώρηση των εκτάσεων που προορίζονται για την καλλιέργεια του λυκίσκου και που είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο και την ενημέρωση της καταχωρήσεως αυτής.

    2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τα Κράτη μέλη μπορούν να θεωρούν μια αναγνωρισμένη ομάδα παραγωγών ως ένα μόνο παραγωγό.

    3. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 της συνθήκης, θεσπίζει τους γενικούς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

    4. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20.

    ΤΙΤΛΟΣ V Καθεστώς συναλλαγών με τρίτες χώρες

    Άρθρο 14

    Εκτός αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή παρεκκλίσεως, που αποφασίζεται από το Συμβούλιο προτάσει της Επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 της συνθήκης, απαγορεύονται στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες:

    α) η είσπραξη κάθε φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό-

    β) η εφαρμογή κάθε ποσοτικού περιορισμού ή μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος.

    Άρθρο 15

    1. Εφ' όσον, στην Κοινότητα, η αγορά των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 υφίσταται ή κινδυνεύει να υποστεί, λόγω των εισαγωγών και εξαγωγών, σοβαρές διαταραχές ικανές να θέσουν σε κίνδυνο τους στόχους του άρθρου 39 της συνθήκης, δύνανται να εφαρμόζονται στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες κατάλληλα μέτρα μέχρις ότου εκλείψει η διαταραχή ή ο κίνδυνος διαταραχής.

    Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 της συνθήκης, καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσης παραγράφου και προσδιορίζει τις περιπτώσεις και τα όρια, μέσα στα οποία τα Κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν συντηρητικά μέτρα.

    2. Αν προκύψει κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως ενός Κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, αποφασίζει για τα αναγκαία μέτρα που ανακοινώνονται στα Κράτη μέλη και τα οποία είναι αμέσου εφαρμογής. Αν η Επιτροπή έχει επιληφθεί μιας αιτήσεως ενός Κράτους μέλους, τότε αποφασίζει σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη λήψη της αιτήσεως.

    3. Κάθε Κράτος μέλος μπορεί να φέρει ενώπιον του Συμβουλίου τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή, σε προθεσμία τριών εργασίμων ημερών από της ανακοινώσεως. Το Συμβούλιο συγκαλείται αμελλητί. Μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 της συνθήκης, να τροποποιήσει ή να ακυρώσει τα μέτρα αυτά.

    ΤΙΤΛΟΣ VI Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 16

    Με την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα άρθρα 92, 93, και 94 της συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1.

    Εν τούτοις, η ενίσχυση που χορηγείται από ένα Κράτος μέλος στους παραγωγούς λυκίσκου μπορεί να διατηρείται κατά τη διάρκεια της ισχύος των συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού, εφ' όσον η ενίσχυση αυτή υπερβαίνει το ποσό της κοινοτικής ενισχύσεως η οποία αναφέρεται στο άρθρο 12. Η ενισχυση αυτή δεν είναι ανανεώσιμη.

    Άρθρο 17

    1. Οι κανονιστικές διατάξεις περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής εφαρμόζονται στην αγορά των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, από την ημερομηνία θέσεως σε εφαρμογή του καθεστώτος που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό.

    2. Τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 8 και 9 αποτελούν μία κοινή δράση κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής(2).

    3. Το ΕΓΤΠΕ, τμήμα προσανατολισμού, αποδίδει στα Κράτη μέλη το 25% των επιλεξίμων δαπανών που πραγματοποίησαν για τις ενέργειες που προβλέπονται στο άρθρο 8 και 50% των επιλεξίμων δαπανών που πραγματοποίησαν για τις ενέργειες που προβλέπονται στο άρθρο 9.

    4. Οι αιτήσεις αποδόσεως αφορούν τις δαπάνες που γίνονται κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους και υποβάλλονται στην Επιτροπή πριν από την 30ή Ιουνίου του επομένου έτους.

    5. Το προβλεπόμενο ολικό κόστος σε βάρος του ΕΓΤΠΕ από την κοινή δραστηριότητα ανέρχεται σε 1,6 εκατομμύρια λογιστικές μονάδες.

    6. Η διάρκεια για την πραγματοποίηση της δραστηριότητος που αναφέρεται στο άρθρο 8 περιορίζεται για περίοδο δέκα ετών, που υπολογίζεται από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    7. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 3 καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70.

    Άρθρο 18

    Τα Κράτη μέλη και η Επιτροπή ανακοινώνουν αμοιβαία τα αναγκαία στοιχεία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Οι λεπτομέρειες ανακοινώσεως και διαδόσεως των στοιχείων αυτών καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20.

    Άρθρο 19

    1. Συνιστάται Επιτροπή Διαχειρίσεως Λυκίσκου, εφ' εξής καλουμένη "επιτροπή", που αποτελείται από αντιπροσώπους των Κρατών μελών και προεδρεύεται από αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

    2. Στην επιτροπή, οι ψήφοι των Κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

    Άρθρο 20

    1. Σε περίπτωση αναφοράς στη διαδικασία που καθορίζεται στο παρόν άρθρο, η επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της, είτε κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας είτε κατόπιν αιτήσεως του αντιπροσώπου Κράτους μέλους.

    2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει σχέδιο για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για τα μέτρα αυτά εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος σε συνάρτηση με τον επείγοντα χαρακτήρα των προς εξέταση θεμάτων. Η απόφαση λαμβάνεται κατά πλειοψηφία δώδεκα ψήφων.

    3. Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα τα οποία είναι αμέσου εφαρμογής. Εν τούτοις, αν αυτά δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη που διατύπωσε η επιτροπή, τα μέτρα αυτά ανακοινώνονται αμέσως από την Επιτροπή στο Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να αναβάλει το πολύ για ένα μήνα από της ανακοινώσεως αυτής, την εφαρμογή των αποφασιζομένων μέτρων.

    Το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 της συνθήκης, μπορεί να λάβει διαφορετική απόφαση εντός προθεσμίας ενός μηνός.

    Άρθρο 21

    Η επιτροπή μπορεί να εξετάσει κάθε άλλο θέμα που υποβάλλεται από τον πρόεδρό της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε μετά από αίτηση του αντιπροσώπου Κράτους μέλους.

    Άρθρο 22

    Ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη, παράλληλα και με κατάλληλο τρόπο, οι στόχοι που προβλέπονται στα άρθρα 39 και 110 της συνθήκης.

    Άρθρο 23

    Σε περίπτωση που θα ήταν αναγκαία η λήψη μεταβατικών μέτρων για τη διευκόλυνση την μεταβάσεως από το ισχύον καθεστώς στα Κράτη μέλη σε εκείνο που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό, ιδίως στην περίπτωση που η εφαρμογή του νέου καθεστώτος στην προβλεπόμενη ημερομηνία θα προσέκρουε σε πολλές δυσκολίες, τα μέτρα αυτά αποφασίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20. Παραμένουν σε εφαρμογή το αργότερο μέχρι την 31η Ιουλίου 1972.

    Άρθρο 24

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Οι διατάξεις των άρθρων 11, 12 και 13 εφαρμόζονται για πρώτη φορά για την εσοδεία του 1971.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

    Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 26 Ιουλίου 1971.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    A. MORO

    (1) ΕΕ αριθ. Α 66 της 1.7.1971, σ. 28.

    (2) EΕ αριθ. Ν 94 της 28.4.1970, σ. 13.

    Top