This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52000PC0271(02)
Amended proposal for a Council Directive extending the freedom to provide cross-border services to third-country nationals established within the Community
Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επέκταση της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στους υπηκόους τρίτου κράτους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας
Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επέκταση της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στους υπηκόους τρίτου κράτους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας
/* COM/2000/0271 τελικό - CNS 1999/0013 */
ΕΕ C 311E της 31.10.2000, p. 197–206
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επέκταση της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στους υπηκόους τρίτου κράτους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας /* COM/2000/0271 τελικό - CNS 1999/0013 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 311 E της 31/10/2000 σ. 0197 - 0206
Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την επέκταση της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στους υπηκόους τρίτου κράτους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας (υποβληθείσες από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ιστορικο Στις 27 Ιανουαρίου 1999, η Επιτροπή εξέδωσε δύο προτάσεις οδηγιών [1] και συγκεκριμένα [1] COM (1999) 3 τελικό της 27.1.1999. * την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους όρους απόσπασης των μισθωτών εργαζομένων υπηκόων τρίτου κράτους στο πλαίσιο παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών (η πρώτη πρόταση παρακάτω) [2], [2] ΕΕ C 67 της 10.3.1999, σελίδα 12. * την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επέκταση της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στους υπηκόους τρίτου κράτους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας (η δεύτερη πρόταση παρακάτω) [3]. [3] ΕΕ C 67 της 10.3.1999, σελίδα 17. Οι προτάσεις διαβιβάστηκαν στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στις 12 Φεβρουαρίου 1999. Στις 26 Μαΐου 1999, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με τις προτάσεις αυτές [4]. Όσον αφορά την πρώτη πρόταση, ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης. Όσον αφορά τη δεύτερη πρόταση, ζητήθηκε η γνώμη του από το Συμβούλιο στις 25 Ιανουαρίου 2000. [4] ΕΕ C 209 της 22.7.1999, σελίδα 5. Το Κοινοβούλιο ανέθεσε την εξέταση των δύο προτάσεων στην επιτροπή νομικών θεμάτων και εσωτερικής αγοράς (η οποία είναι υπεύθυνη για την έκθεση), καθώς και στην επιτροπή απασχόλησης και κοινωνικών υποθέσεων, στην επιτροπή ελευθεριών και δικαιωμάτων των πολιτών και στην επιτροπή προϋπολογισμού (επιτροπές που γνωμοδότησαν). Η επιτροπή νομικών θεμάτων και εσωτερικής αγοράς, αφού εξέτασε τις γνώμες των τριών άλλων επιτροπών (που εκδόθηκαν στις 23 Νοεμβρίου 1999, 29 Νοεμβρίου 1999 και 31 Μαρτίου 1999, αντίστοιχα) ψήφισε την έκθεσή της [5] στις 11 Ιανουαρίου του 2000. Το Κοινοβούλιο εξέδωσε τη γνωμοδότησή του κατά την ολομέλεια της 3ης Φεβρουαρίου 2000, εγκρίνοντας τις προτάσεις της Επιτροπής με την επιφύλαξη των τροπολογιών που επέφερε και καλώντας την, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ, να τροποποιήσει τις προτάσεις της αναλόγως. [5] Εκθέσεις του ΕΚ της 2ας Φεβρουαρίου 2000 (A5-0007/2000, και A5-0012/2000). 2. η τροποποιημενη προταση Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζει τους βασικούς προσανατολισμούς των προτάσεων της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης της αναγκαιότητας καθιέρωσης μιας "κάρτας παροχής υπηρεσιών - ΕΚ". Η υποστήριξη αφορά επίσης τις νομικές βάσεις που υπερασπίζεται η Επιτροπή, δεδομένου ότι οι προτάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. Οι προτεινόμενες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες, αφενός, είναι τεχνικού χαρακτήρα και, αφετέρου, έχουν στόχο να συμπληρώσουν το μηχανισμό χορήγησης της "κάρτας παροχής υπηρεσιών - ΕΚ". Η Επιτροπή δέχεται τις μισές τροπολογίες, ορισμένες με την επιφύλαξη της αναδιάρθρωσης και τροποποίησης ως προς τη διατύπωση, διατηρώντας το πνεύμα που επιθυμεί το Κοινοβούλιο και την απαραίτητη συνοχή των τροπολογιών μεταξύ των δύο προτάσεων. 3. η πρωτη προταση 3.1. Τροπολογίες που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή εν όλω ή εν μέρει 3.1.1. Οι αιτιολογικές σκέψεις Η έκτη αιτιολογική σκέψη τροποποιήθηκε για να συμπεριλάβει την τροπολογία 2, η οποία ενισχύει το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία της πρότασης εμπίπτουν στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Για συντακτικούς λόγους, η αρχική έκτη αιτιολογική σκέψη χωρίστηκε σε δύο αιτιολογικές σκέψεις (αριθ. 6 και αριθ. 6α). Οι τροποποιήσεις των άλλων αιτιολογικών σκέψεων αντιστοιχούν στις τροποποιήσεις των σχετικών άρθρων (βλ. παρακάτω). 3.1.2. Τα άρθρα Άρθρο 2, παράγραφος 1 Η νέα έκδοση λαμβάνει υπόψη της τις τροπολογίες 7, 9 και 10. Το Κοινοβούλιο ζητεί να μην γίνεται παραπομπή στην οδηγία 96/71/ΕΚ για τον ορισμό της "απόσπασης του εργαζομένου". Επιπροσθέτως, εισάγεται αυξημένη ευελιξία για το καθεστώς της κάρτας παροχής υπηρεσιών: ο φορέας παροχής υπηρεσιών μπορεί να ζητήσει μία κάρτα ισχύουσα όχι μόνο για ολόκληρη της Κοινότητα, αλλά επίσης για ένα ή ορισμένα κράτη μέλη. Άρθρο 2, παράγραφος 1α Κατ' αρχάς, διασαφηνίζεται ρητώς σε ποιες περιπτώσεις ένας φορέας παροχής υπηρεσιών μπορεί να αποσπάσει έναν εργαζόμενο. το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω φορέας ελέγχει έτσι, κατά τη χορήγηση της κάρτας, ότι δεν πρόκειται για επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης που διαθέτει τον εργαζόμενο σε χρήστρια επιχείρηση. Έτσι, οι τροπολογίες 7 και 8 ενσωματώνονται με τρόπο ώστε το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω φορέας παροχής υπηρεσιών να εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή του καθεστώτος της κάρτας και η αναγνώριση της κάρτας από τα άλλα κράτη μέλη να υπόκειται σε σαφείς κανόνες. Επιπλέον, η Επιτροπή συμπεριέλαβε στοιχεία της τροπολογίας 10, όπως: * η προϋπόθεση της "συνήθους κατοικίας", εκφράζοντάς την ως νόμιμη κατοικία για 12 ή περισσότερους μήνες και διευκρινίζοντας τον αποκλεισμό των υπηκόων τρίτων χωρών των οποίων η διαμονή είναι απλώς ανεκτή, αλλά όχι νόμιμη. * οι τροπολογίες συντακτικής φύσης όσον αφορά την κάλυψη κατά των κινδύνων επαγγελματικής ασθένειας και εργατικού ατυχήματος. Άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3 Οι διατάξεις αυτές λαμβάνουν υπόψη της τροπολογία 11 η οποία προτείνει τη στενότερη σύνδεση της διάρκειας της τακτικής απασχόλησης πριν από τη χορήγηση της κάρτας με τη διάρκεια ισχύος της κάρτας. Εξ άλλου, διασαφηνίζεται ο ορισμός της "τακτικής απασχόλησης". Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τουλάχιστον τρεις μήνες τακτικής απασχόλησης πριν να μπορέσει να εκδοθεί η κάρτα (τροπολογία 11). Η διάρκεια αυτή θα μπορούσε να παράσχει τη δυνατότητα πρόσληψης υπηκόων ενός τρίτου κράτους στη χώρα καταγωγής τους για να αποσπαστούν σχεδόν αμέσως σε άλλα κράτη μέλη. Έτσι, διατηρείται η πρόταση που προβλέπει διάρκεια 6 μηνών. Άρθρο 2, παράγραφος 3α Σε συνέχεια της τροπολογίας 10, θα πρέπει να διασαφηνιστούν οι συνέπειες σε περίπτωση που παύουν πλέον να ισχύουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της κάρτας, π.χ. καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ του φορέα παροχής υπηρεσιών και του αποσπώμενου εργαζόμενου. Επομένως, η τροπολογία 10 υιοθετείται. Άρθρο 2, παράγραφος 4 Σε συνέχεια της τροπολογίας 10, η Επιτροπή δέχεται να καθορίσει τις υποχρεώσεις του φορέα παροχής υπηρεσιών όταν παύει να ισχύει η κάρτα. Ως προς αυτό, προτείνει μια λύση για όλες τις περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης της κανονικής λήξης της διάρκειας ισχύος της κάρτας. Άρθρο 2, παράγραφος 5 (και 8η αιτιολογική σκέψη) Οι τροποποιήσεις ενσωματώνουν το πρώτο μέρος της τροπολογίας 15 που αφορά τη σχέση μεταξύ του κράτους μέλους το οποίο εκδίδει την κάρτα, του φορέα παροχής υπηρεσιών και του αποσπώμενου εργαζόμενου όταν καταγγέλλεται μια σύμβαση εργασίας. Το δεύτερο μέρος της τροπολογίας 15 αφορά τη σχέση μεταξύ των ενδιαφερόμενων ατόμων και του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών. ως εκ τούτου, ενσωματώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3 της τροποποιημένης πρότασης (βλ. παρακάτω). Άρθρο 3, παράγραφος 1 Η προσθήκη ενσωματώνει την τροπολογία 16. Ωστόσο, κρίνεται αναγκαίο να αντικατασταθεί η απαίτηση ενός απλού αντίγραφου μιας δήλωσης του φορέα παροχής υπηρεσιών που διαβιβάζεται στις αρχές του κράτους μέλους παροχής με την προϋπόθεση ρητής βεβαίωσης. Άρθρο 3, παράγραφος 3 (και 9η αιτιολογική σκέψη) Η προσθήκη διασαφηνίζει τις υποχρεώσεις του φορέα παροχής υπηρεσιών έναντι του κράτους μέλους υποδοχής όταν καταγγέλλεται η σύμβαση εργασίας (βλ. παραπάνω, άρθρο 2, παράγραφος 5). Άρθρο 5α (και αιτιολογική σκέψη 13α) Στην τροπολογία 14, το Κοινοβούλιο εκφράζει την επιθυμία του να δημιουργηθεί μια νέα συμβουλευτική επιτροπή η οποία θα επικουρεί την επιτροπή για την έκδοση του κανονισμού εφαρμογής, καθώς και να ληφθούν υπόψη τα νέα δικαιώματα του Κοινοβουλίου μετά την έκδοση της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των αρμοδιοτήτων εκτέλεσης που ανατίθενται στην Επιτροπή. Το πρώτο σημείο δεν υιοθετείται. Η πρόταση προβλέπει την έγκριση ενός μόνο εκτελεστικού μέτρου. Η δημιουργία μιας νέας επιτροπής θεωρείται υπερβολική. Αντίθετα, το νέο άρθρο 5α εξασφαλίζει την τήρηση των νέων δικαιωμάτων του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της συναπόφασης, μετά τη νέα απόφαση 1999/468/ΕΚ και ιδίως το άρθρο της 8. 3.2. Τροπολογίες που απορρίφθηκαν από την Επιτροπή 3.2.1. Η ονομασία της κάρτας Σύμφωνα με την τροπολογία 1, η ονομασία θα πρέπει να είναι: «κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΕ». Όμως, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα έγγραφο που εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο το οποίο είναι δεσμευτικό για τα άτομα και τις αρχές των κρατών μελών, η συνθήκη ΕΚ δεν το επιτρέπει. 3.2.2. Οι αιτιολογικές σκέψεις Η τροπολογία 4 αποσκοπεί στη διαγραφή της αιτιολόγησης ενός προσωρινού τίτλου διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, στη 10η αιτιολογική σκέψη, ενώ το αντίστοιχο άρθρο δεν διαγράφεται. Επίσης, η τροπολογία 6 που αφορά τη 15η αιτιολογική σκέψη προβλέπει μια διασαφήνιση σχετικά με τους πιθανούς εκ των υστέρων ελέγχους στο κράτος μέλος υποδοχής, η οποία δεν είναι σκόπιμη. Αυτό δεν είναι αποδεκτό. 3.2.3. Τα άρθρα Άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο Ορισμένα τμήματα της τροπολογίας 10 γίνονται δεκτά από την Επιτροπή (βλ. παραπάνω). Ωστόσο, η τροπολογία αυτή προβλέπει ως προϋποθέσεις χορήγησης της κάρτας, * τη νομιμότητα της κατάστασης του προς απόσπαση μισθωτού στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών, η οποία πρέπει να έχει διάρκεια που να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της κάρτας κατά 3 μήνες. * έναν αυτεπάγγελτο έλεγχο του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τα ενδεχόμενα προβλήματα δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, που καλύπτονται από την οδηγία 64/221/ΕΟΚ, στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, * και, ταυτόχρονα, ένα δικαίωμα αντίταξης των άλλων κρατών μελών σε κάθε προϋπόθεση χορήγησης της κάρτας (συμπεριλαμβανομένων των προαναφερθεισών). Δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό είναι απεριόριστο μέσα στο χρόνο, θα μπορούσε να ασκηθεί πριν και μετά τη χορήγηση της κάρτας. Αντίθετα, η Επιτροπή προτείνει : * η διάρκεια του νόμιμου καθεστώτος του υπηκόου τρίτης χώρας στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών να μην υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της κάρτας. * το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών και κατοικεί ο προς απόσπαση μισθωτός να πιστοποιεί τη νομιμότητα της κατάστασης στο έδαφος του. η εξέταση αυτή θα γίνεται υπό ακόμη πιο ακριβείς όρους, σύμφωνα με αυτή την τροποποιημένη πρόταση. * το κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών να αναγνωρίζει την κάρτα, αλλά να μπορεί να επιβάλλει στο φορέα παροχής υπηρεσιών να γνωστοποιεί, πριν από την απόσπαση, στις αρχές του εν λόγω κράτους, στοιχεία σχετικά με την παροχή υπηρεσιών και το προς απόσπαση πρόσωπο. Αυτό προτείνεται προκειμένου να επιτραπεί στο εν λόγω κράτος να ελέγχει, γενικά, τη μετακίνηση των προσώπων στην επικράτειά του, όποια και αν είναι η κατάσταση των εσωτερικών συνόρων της Κοινότητας και, ενδεχομένως, να παρεκκλίνουν από την οδηγία για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, που καλύπτονται από την οδηγία 64/221/ΕΟΚ. Η απόρριψη αυτών των πτυχών της τροπολογίας 10 δεν αιτιολογείται από την ουσία αλλά μάλλον από τα προτεινόμενα μέσα. Η Επιτροπή είναι απολύτως σύμφωνη να δοθεί κάποιος ρόλος στα κράτη μέλη, κυρίως στα πλαίσια των προβληματισμών τους σχετικά με τη δημόσια τάξη. Ωστόσο, οι υποδείξεις του Κοινοβουλίου δεν είναι εφαρμόσιμες για τις αρμόδιες αρχές και τα ενδιαφερόμενα άτομα. Η συμφωνία του Κοινοβουλίου σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ αποδεικνύει σαφώς ότι η άποψή του δεν διαφέρει από αυτή της Επιτροπής όσον αφορά την ουσία. Εξάλλου, η προαναφερθείσα διάρκεια των 3 συμπληρωματικών μηνών θα κατέληγε σε μία κατάσταση όπου ο υπήκοος τρίτης χώρας θα είχε de facto μια περίοδο 3 μηνών για να επιστρέψει στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών ενώ θα έπρεπε να επιστρέψει αμέσως με τη λήξη της παροχής υπηρεσιών σε ένα άλλο κράτος μέλος. Η επιστροφή του εξασφαλίζεται κυρίως με τον κανόνα της εκ νέου αποδοχής που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της πρότασης. Άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο Η τροπολογία 13 πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά την προσθήκη για τη "φύση της δραστηριότητας". Δεν προκύπτει ούτε από το κείμενο της τροπολογίας ούτε από την αιτιολόγηση που έδωσε το Κοινοβούλιο αν η διευκρίνιση αυτή θα πρέπει να αφορά τη δραστηριότητα του φορέα παροχής υπηρεσιών ή του αποσπώμενου μισθωτού. Άρθρο 3, παράγραφος 3 (και 9η αιτιολογική σκέψη) Οι τροπολογίες 3 και 17 αποσκοπούν στον περιορισμό των δυνατοτήτων ενός κράτους μέλους υποδοχής να επιβάλλει στο φορέα παροχής υπηρεσιών την υποχρέωση να γνωστοποιεί την απόσπαση ενός μισθωτού εργαζόμενου υπηκόου ενός τρίτου κράτους πριν από την είσοδό του, εφόσον ο εργαζόμενος αυτός δεν έχει στην κατοχή του ισχύουσα κάρτα. Οι τροπολογίες αυτές δεν γίνονται δεκτές διότι θα είχαν ως αποτέλεσμα μια απόσπαση να γίνεται πιο εύκολα ελλείψει της κάρτας και το κράτος μέλος υποδοχής να μην έχει δικαίωμα ελέγχου της νομιμότητας της κατάστασης στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών. Επιπλέον, ο στόχος της πρότασης οδηγίας είναι να καθιερωθεί συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο του καθεστώτος της κάρτας παροχής υπηρεσιών και να μην εξεταστούν άλλες καταστάσεις που παρουσιάζονται όταν ο φορέας παροχής υπηρεσιών δεν επιθυμεί να κάνει χρήση του καθεστώτος της κάρτας. Άρθρο 4 Σε ένα νέο άρθρο 4, παράγραφος 2α προτείνεται να εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου οι διατάξεις της οδηγίας 96/71/ΕΚ, της 16.12.1996, σχετικά με την απόσπαση των εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Όπως έχει ήδη βεβαιώσει η Επιτροπή στην αρχική της πρόταση, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται ήδη στους υπηκόους τρίτων χωρών που είναι αποσπασμένοι στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η τροπολογία 18 δεν είναι αναγκαία. Άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 3 Η τροπολογία 19 προβλέπει μέτρα συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών που βασίζονται κυρίως στην αρχή ότι δεν είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί παροχή υπηρεσιών, δεδομένου ότι το τελευταίο αυτό είναι επίσης υπεύθυνο για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Αυτό εντάσσεται στις θέσεις που υποστηρίζονται ήδη στις τροπολογίες 10 και 17 (βλ. παραπάνω). Η τροπολογία 19 δεν γίνεται επομένως δεκτή για τους ίδιους λόγους με αυτούς που αναφέρονται παραπάνω. Ο ρόλος των εν λόγω αρχών είναι σημαντικός για την ορθή εφαρμογή της οδηγίας. 4. η δευτερη προταση 4.1. Τροπολογίες που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή εν όλω ή εν μέρει 4.1.1. Άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο a), άρθρο 2, παράγραφος 2 και αιτιολογική σκέψη 5α Το Κοινοβούλιο θέλησε να αποκλείσει τους εργαζόμενους που ονομάζονται "ψευδοαπασχολούμενοι", δηλαδή τους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι, σύμφωνα με παράδοση ή ειδική νομοθεσία σε πολλά κράτη μέλη δεν έχουν παρά μόνο τυπικά καθεστώς αυτοαπασχολούμενου αλλά, ουσιαστικά, θα έπρεπε να θεωρούνται ως μισθωτοί που εργάζονται με σχέση εξάρτησης και υπαγωγής για μια επιχείρηση, δεδομένων των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους. Η Επιτροπή δέχεται την ανάγκη διασαφήνισης προκειμένου να αποφεύγονται ενδεχόμενοι κίνδυνοι κατάχρησης σχετικά με τους "πραγματικούς αποδέκτες" της παρούσας οδηγίας. Όμως, δεν είναι υπέρ της λύσης που προβλέπεται από τις τροπολογίες 9 και 15. Αυτές θα παρείχαν δικαίωμα αντίταξης στα κράτη μέλη στα οποία θα πραγματοποιούνταν παροχή υπηρεσιών. το δικαίωμα αυτό θα θεσπιζόταν ώστε να μπορούν να παρεκκλίνουν από την οδηγία "σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όταν η δραστηριότητα του φορέα παροχής υπηρεσιών αποκλίνει ουσιαστικά από τις εθνικές διατάξεις που ισχύουν για το θέμα αυτό". Η λύση που προτείνεται από το Κοινοβούλιο στερείται διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, τόσο για τους δικαιούχους της παρούσας οδηγίας που δεν θα γνώριζαν την πραγματική αξία της κάρτας αν εκδοθεί, όσο και για τις αρχές των κρατών μελών που καλούνται να αναγνωρίσουν την κάρτα. Είναι μάλλον προτιμότερο να διασαφηνιστεί ο ορισμός του φορέα παροχής υπηρεσιών που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1. Η διασαφήνιση αυτή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, ουσιαστικά όλα τα κράτη μέλη θεωρούν ότι ένας μισθωτός εργαζόμενος έχει σχέσεις μόνο με μία επιχείρηση, σχέσεις των οποίων ο βαθμός εξάρτησης και υπαγωγής προσδιορίζει αν πρόκειται ή όχι για μισθωτή δραστηριότητα. Όμως, αν ένας αυτοαπασχολούμενος έχει σχέσεις, μέσα στο χρόνο, με περισσότερες από μία επιχειρήσεις, δεν δικαιολογούνται πλέον ενδεχόμενες αμφιβολίες όσον αφορά το καθεστώς αυτοαπασχολούμενου. Η Επιτροπή προτείνει, επομένως, η διατήρηση της κύριας εγκατάστασης να απαιτεί συμβατικές σχέσεις με τουλάχιστον δύο αποδέκτες υπηρεσιών για χρονικό διάστημα 12 μηνών (βλέπε άρθρο 1, παράγραφο 3, στοιχείο α) και ένας υπήκοος τρίτης χώρας να μην μπορεί να αποκτήσει κάρτα παροχής υπηρεσιών ελλείψει συνεχών δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος όπου έχει την κύρια εγκατάστασή του (βλ. άρθρο 2, παράγραφος 2). Η νέα αιτιολογική σκέψη 5α εξηγεί τους συναφείς λόγους. 4.1.2. Κοινά σημεία με την πρώτη οδηγία Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που ισχύουν για την πρώτη οδηγία, ενσωματώνονται οι τροπολογίες στα ακόλουθα άρθρα: - Άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο β) σχετικά με τη διαμονή (τροπολογία 7). - Άρθρο 2, παράγραφος 1, 2ο εδάφιο. παράγραφος 1α, και παράγραφος 2α και β (τροπολογία 9 εν μέρει). - Άρθρο 2, παράγραφος 3, 1ο εδάφιο (τροπολογία 9 εν μέρει και τροπολογία 10), συμπεριλαμβανομένης της φύσης της δραστηριότητας του φορέα παροχής υπηρεσιών, που προστίθεται ως στοιχείο το οποίο πρέπει να εμφαίνεται στην κάρτα παροχής υπηρεσιών. - Άρθρο 3, παράγραφος 1, επιλέγοντας μια λύση σε συνάρτηση με την πρώτη οδηγία (τροπολογία 12). - Άρθρο 5α όσον αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης του Κοινοβουλίου (τροπολογία 11 εν μέρει). 4.2. Τροπολογίες που απορρίφθηκαν από την Επιτροπή 4.2.1. Τροπολογίες αποδεκτές για την πρώτη οδηγία, αλλά όχι για τη δεύτερη οδηγία Το Κοινοβούλιο πρότεινε όμοιες τροπολογίες για την πρώτη και τη δεύτερη οδηγία αν και δεν υπάρχουν λόγοι για την ενσωμάτωσή τους στη δεύτερη : Αιτιολογική σκέψη 7 (τροπολογία 2) : Η εξάλειψη των ανασφαλειών δικαίου προτάθηκε επίσης ως στόχος της δεύτερης οδηγίας αν και το μέτρο αυτό δεν εντάσσεται στην παρούσα κατάσταση, αλλά προβλέπει τη δημιουργία νέων δικαιωμάτων για μια συγκεκριμένη κατηγορία υπηκόων τρίτων χωρών. Άρθρο 5α, παράγραφος 2: Οι τροπολογίες 4 και 11 προβλέπουν μια διαδικασία για την έγκριση του εκτελεστικού μέτρου που είναι ίδια με αυτή της πρώτης οδηγίας. Όμως, δεδομένου ότι η έκδοση της δεύτερης οδηγίας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου, ένα εκτελεστικό μέτρο δεν θίγει τη διαδικασία συναπόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης. Επομένως, τα δικαιώματα του Συμβουλίου σχετικά με τη συναπόφαση δεν επηρεάζονται διότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 8 της απόφασης 1999/468/ΕΚ. 4.2.2. Απόρριψη τροπολογιών για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εξηγήθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης οδηγίας Στο μέτρο που η Επιτροπή δεν μπόρεσε να δεχθεί τις τροπολογίες που παρουσιάστηκαν ήδη για την πρώτη οδηγία, δεν είναι σε θέση να δεχθεί ούτε ουσιαστικά ίδιες τροπολογίες για τη δεύτερη οδηγία. Έτσι, παραπέμπει στους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο της πρώτης οδηγίας. Αφορούν, πιο συγκεκριμένα, την ονομασία της κάρτας (τροπολογία 1), το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο (το μέρος που δεν γίνεται δεκτό της τροπολογίας 9), το άρθρο 3, παράγραφος 3 και τη 10η αιτιολογική σκέψη (τροπολογίες 3 και 14), καθώς και το άρθρο 5 (τροπολογία 16). 4.2.3. Απόρριψη άλλων τροπολογιών Οι τροπολογίες 5, 6 και 7 προβλέπουν τροποποιήσεις καθαρά συντακτικής φύσης για το άρθρο 1. Δεδομένου ότι, ως προς αυτό, το περιεχόμενο της αρχικής πρότασης είναι σαφές, η Επιτροπή δεν βλέπει λόγους που να δικαιολογούν τροποποίηση της πρότασής της. 1999/0013 (CNS) Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την επέκταση της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στους υπηκόους τρίτου κράτους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 49, παράγραφος 2, την πρόταση της Επιτροπής [6], [6] ΕΕ C 67 της 10.3.1999, σελίδα 17. τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [7], [7] Γνώμη που εκδόθηκε στις 3.2.2000 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα). τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [8], [8] ΕΕ C 209 της 22.7.1999, σελίδα 5. Εκτιμώντας τα εξής: (1) , Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ) της συνθήκης, η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, μεταξύ των κρατών μελών, συνιστά έναν από τους στόχους της Κοινότητας. η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών δύναται να επεκταθεί στους αυτοαπασχολούμενους που δεν είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά υπήκοοι τρίτου κράτους νομίμως εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας. (2) Η εν λόγω επέκταση προβλέπεται από τη συνθήκη εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια. δεν δικαιολογείται υπήκοος τρίτου κράτους που διατηρεί συνεχή και πραγματικό δεσμό με την οικονομία ενός κράτους μέλους να μην μπορεί να επωφεληθεί από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών παρά μόνον αν συστήσει εταιρεία κατά την έννοια του άρθρου 48 της συνθήκης, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι που είναι υπήκοοι τρίτου κράτους δεν απολαύουν αυτού του δικαιώματος ως φυσικά πρόσωπα. (3) Οι μισθωτοί εργαζόμενοι υπήκοοι τρίτου κράτους μπορούν να αποσπώνται, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι των οποίων οι δραστηριότητες προσθέτουν ιδιαίτερη αξία στην οικονομία κράτους μέλους δεν επιτρέπεται να ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς. η επέκταση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στους αυτοαπασχολούμενους υπηκόους τρίτου κράτους δεν συνεπάγεται αυτομάτως την εφαρμογή των εθνικών μηχανισμών που προβλέπουν ορισμένη κοινωνική προστασία για τα εν λόγω πρόσωπα, ισοδύναμη με την κοινωνική προστασία των μισθωτών. (4) Είναι, επομένως, ενδεδειγμένο να προβλεφθεί αυτή η επέκταση τώρα που η Κοινότητα, με την οδηγία .../.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [9], αποσαφηνίζει τους όρους απόσπασης των μισθωτών εργαζομένων υπηκόων τρίτου κράτους στο πλαίσιο παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών. ενόψει του άρθρου 51 παράγραφος 1, της συνθήκης, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δύναται να επεκταθεί στις υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών μόνον με ειδική πράξη δυνάμει των διατάξεων της συνθήκης σχετικά με την κοινή πολιτική μεταφορών. [9] ΕΕ L ... (5) Ο αυτοαπασχολούμενος υπήκοος τρίτου κράτους δεν απολαύει του δικαιώματος εγκατάστασης στο κράτος μέλος όπου παρέχει τις υπηρεσίες του. η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει, εξάλλου, τα δικαιώματα που είναι ήδη αναγνωρισμένα σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο ή δυνάμει διεθνών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που καθιερώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κυρίως σε ό,τι αφορά το σεβασμό της οικογενειακής ζωής. (5α) Ο αυτοαπασχολούμενος υπήκοος τρίτου κράτους δεν μπορεί να επωφελείται από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών παρά μόνο αν διατηρεί την κύρια εγκατάστασή του σ' ένα κράτος μέλος και αν έχει νόμιμη κατοικία για διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών. είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ποιος επωφελείται από την οδηγία όταν η δραστηριότητα ενός υπηκόου τρίτου κράτους προκαλεί αμφιβολίες όσον αφορά τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της. (6) Ο προσωρινός χαρακτήρας της παροχής υπηρεσιών πρέπει να αξιολογείται όχι μόνο σε συνάρτηση με τη διάρκεια της παροχής, αλλά εξίσου σε συνάρτηση με τη συχνότητα, την περιοδικότητα ή τη συνέχειά της. τούτο δεν αναιρεί τη δυνατότητα ενός φορέα παροχής υπηρεσιών να αποκτήσει κάποια υποδομή στο βαθμό που είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της παροχής. (7) Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών συνεπάγεται τη χορήγηση του δικαιώματος εισόδου και διαμονής στην επικράτεια του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η παροχή. ελλείψει ενιαίων εθνικών εγγράφων που να καλύπτουν τις πτυχές που συνδέονται με τη μετακίνηση, η «κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ» συνιστά το μέσο που διευκολύνει την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών ενόψει των υφιστάμενων ή ενδεχόμενων μετακινήσεων στο πλαίσιο των τακτικών δραστηριοτήτων. πρέπει να εναπόκειται στο φορέα παροχής υπηρεσιών να αποφασίσει αν θα ζητήσει τη χορήγηση της «κάρτας παροχής υπηρεσιών - ΕΚ». η παρούσα οδηγία δεν θίγει ούτε τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Κοινότητα και τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών [10]. η κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ πρέπει να περιλαμβάνει μόνο τα δεδομένα που είναι αναγκαία για την τήρηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [11]. [10] ΕΕ L 336 της 23.12.1994, σελίδα 190. [11] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σελίδα 31. (8) Το κράτος μέλος που εκδίδει την κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους προβληματισμούς που εκφράζονται σχετικά με τη δημόσια τάξη στο πλαίσιο της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, βεβαιώνοντας τη νομιμότητα της κατάστασης του εργαζόμενου στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών. το έγγραφο αυτό πρέπει να διασφαλίζει ότι η κύρια δραστηριότητα του αυτοαπασχολούμενου εργαζόμενου θα πραγματοποιείται στο κράτος μέλος εγκατάστασής του. το εν λόγω έγγραφο πρέπει, συνεπώς, να διασφαλίζεται από τον κίνδυνο πλαστογράφησής του. ως εκ τούτου, δεν είναι πλέον απαραίτητη η απαίτηση θεώρησης εισόδου. (9) Η κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο αυτοαπασχολούμενος πρέπει να παρέχει ως εκ τούτου την απαραίτητη εγγύηση ώστε κάθε άλλο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιείται παροχή υπηρεσιών να αποδέχεται την είσοδο και τη διαμονή του προσώπου για τους σκοπούς μίας ή περισσοτέρων παροχών υπηρεσιών, δηλαδή τη διαμονή καθ' όλη τη διάρκεια και επ' ευκαιρία της ολοκλήρωσης της παροχής. η εγγύηση αυτή συνεπάγεται την υποχρέωση να μην θεωρείται η απόσπαση ως διακοπή της διαμονής και της αρχικώς εγκεκριμένης αυτοαπασχόλησης και, ιδίως, το να γίνεται το οικείο πρόσωπο ξανά αποδεκτό σε κάθε περίπτωση. το κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται η παροχή δεν πρέπει πλέον να μπορεί να επιβάλλει τις δικές του απαιτήσεις σε ό,τι αφορά την είσοδο, τη διαμονή και την πρόσβαση σε ανεξάρτητη δραστηριότητα. (10) Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει την υποχρέωση να γνωστοποιείται, πριν από την είσοδο του υπό εξέταση φορέα παροχής υπηρεσιών στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους η παρουσία του και η παροχή ή οι παροχές υπηρεσιών που αιτιολογούν την μετακίνησή του. η υποχρέωση υποβολής προαπαιτούμενης δήλωσης πρέπει να παρέχει στο εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να λάβει, σε συγκεκριμένη περίπτωση, τα απαραίτητα μέτρα για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας στο πλαίσιο που καθορίζει η παρούσα οδηγία. κάθε κράτος μέλος στο οποίο παρέχονται υπηρεσίες πρέπει να μπορεί επίσης να επιβάλλει την υποχρέωση να αποκτάται, μετά την είσοδο, ένας προσωρινός τίτλος διαμονής όταν η παροχή υπηρεσιών για την οποία μετακινείται ο αυτοαπασχολούμενος υπερβαίνει τους έξι μήνες σε μια περίοδο δώδεκα μηνών. η διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής δύναται να περιορίζεται στη διάρκεια ισχύος της κάρτας παροχής υπηρεσιών - ΕΚ όταν το συγκεκριμένο κράτος μέλος προτίθεται να χορηγήσει τίτλο διαμονής σύμφωνα με τους δικούς του μηχανισμούς για διαμονή που υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες. (11) Η πρακτική αποτελεσματικότητα της επέκτασης επιβάλλει επίσης την ίση μεταχείριση μεταξύ υπηκόων τρίτων κρατών και πολιτών της Ένωσης ως φορέων παροχής υπηρεσιών σε ό,τι αφορά την αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που έχουν αποκτηθεί στο εσωτερικό της Κοινότητας. η εν λόγω ίση μεταχείριση πρέπει να περιορίζεται στην παροχή υπηρεσιών. δεν πρέπει να περιλαμβάνει διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που αποκτήθηκαν σε τρίτο κράτος και απλώς αναγνωρίζονται σ' ένα κράτος μέλος. (12) Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να παρέχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση στους αυτοαπασχολούμενους που είναι εγκατεστημένοι εκτός Κοινότητας σε σχέση με εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας. τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την παρούσα οδηγία για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. το πεδίο εφαρμογής της παρέκκλισης αυτής πρέπει να καθορίζεται έναντι των υπό εξέταση φορέων παροχής υπηρεσιών υπηκόων τρίτων κρατών, βάσει του συντονισμού που προβλέπεται από την οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη μετακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας [12], όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 75/35/ΕΟΚ [13]. [12] ΕΕ 56 της 4.4.1964, σελίδα 850. [13] ΕΕ L 14 της 20.1.1975, σελίδα 14. (13) Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η στενή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. είναι χρήσιμο οι αρχές των κρατών μελών να εγκρίνουν μια κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ ενιαίου τύπου. αρμόζει να ανατεθεί αρμοδιότητα για την καθιέρωση του εν λόγω προτύπου και άλλων όρων σχετικά με την κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ στην Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/95, του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1995, ο οποίος καθιερώνει θεώρηση ενιαίου τύπου [14]. [14] ΕΕ L 164 της 14.7.1995, σελίδα 1. (13α) Δεδομένου ότι τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας είναι γενικά, κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [15], τα μέτρα αυτά πρέπει να εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης. [15] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σελίδα 23. (14) Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν ποιοι υπήκοοι τρίτων κρατών γίνονται δεκτοί προκειμένου να εργαστούν ως αυτοαπασχολούμενοι, με ποιες προϋποθέσεις αυτή η αποδοχή πρέπει να παρατείνεται, καθώς και ποια επαγγελματική δραστηριότητα είναι νομοθετικώς κατοχυρωμένη ή όχι. (15) Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5, τρίτο εδάφιο της Συνθήκης ΕΚ, η παρούσα οδηγία περιορίζεται σε εκείνο που είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. επιτρέπει στα κράτη μέλη να διενεργούν τους δικούς τους ελέγχους, ώστε να μπορούν να διαπιστώνουν αν ένας υπήκοος τρίτου κράτους παρέχει, προσωρινώς, διασυνοριακή υπηρεσία ή εργάζεται, σε μόνιμη βάση, ως αυτοαπασχολούμενος στην επικράτεια ενός κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο έχει την κύρια εγκατάστασή του. περιορίζεται μόνο στην απόσπαση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και η οποία γίνεται για λόγους παροχής υπηρεσιών σε ένα άλλο κράτος μέλος, καθώς και στην αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που αποκτήθηκαν στο εσωτερικό της Κοινότητας. (16) Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίζουν ένα σύστημα ενδεδειγμένων κυρώσεων. (17) Το αργότερο τέσσερα χρόνια μετά την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, η Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει τους όρους εφαρμογής της ώστε να προτείνει τις τυχόν απαραίτητες τροποποιήσεις, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υπήκοοι τρίτου κράτους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας να απολαύουν της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. 2. Η παρούσα οδηγία δεν αφορά του υπηκόους τρίτων κρατών ως αποδέκτες των διασυνοριακών υπηρεσιών και τις παροχές υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών. 3. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως φορέας παροχής υπηρεσιών νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος, στο κράτος μέλος εγκατάστασης, α) έχει δημιουργήσει, νομοτύπως, την κύρια εγκατάστασή του από την οποία διατηρεί ως αυτοαπασχολούμενος πραγματικό και συνεχή δεσμό με την οικονομία του συγκεκριμένου κράτους. Θεωρείται ως διατήρηση πραγματικού και συνεχούς δεσμού η παροχή υπηρεσιών για διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών έναντι αμοιβής εκ μέρους τουλάχιστον δύο αποδεκτών υπηρεσιών που ασκούν δραστηριότητες σ' αυτό το κράτος. β) κατοικεί στο εν λόγω κράτος, σύμφωνα με τη εθνική νομοθεσία του, για διάστημα 12 ή περισσότερων μηνών, με εξαίρεση τα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν μόνο έγγραφα που βεβαιώνουν ότι η παρουσία τους επιτρέπεται εν αναμονή της απομάκρυνσής τους. γ) δεν εργάζεται παράλληλα ως μισθωτός. Άρθρο 2 1. Όταν ο φορέας παροχής υπηρεσιών προτίθεται να μετακινηθεί και να διαμείνει ως φορέας παροχής υπηρεσιών, στο πλαίσιο των τακτικών δραστηριοτήτων του, σε ένα, περισσότερα ή όλα τα άλλα κράτη μέλη, το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος υποχρεούται να του χορηγήσει, με αίτησή του, ένα έγγραφο αποκαλούμενο «κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ». 1α. Η κάρτα εκδίδεται μόνο αν ο εν λόγω φορέας παροχής υπηρεσιών προσκομίσει αποδείξεις α) ότι πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 3. β) ότι είναι ασφαλισμένος, κατά των κινδύνων επαγγελματικής ασθένειας και εργατικού ατυχήματος επ' ευκαιρία μετακίνησης για λόγους παροχής υπηρεσιών στο ή στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, από τον οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ή από μια ιδιωτική ασφάλεια. 2. Η κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ έχει διάρκεια ισχύος που καλύπτει το διάστημα κατά το οποίο ο εν λόγω φορέας παροχής υπηρεσιών εξακολουθεί να κατοικεί στο κράτος όπου είναι εγκατεστημένος, με εξαίρεση τα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν μόνο έγγραφα που βεβαιώνουν ότι η παρουσία τους επιτρέπεται εν αναμονή της απομάκρυνσής τους, και συνεχίζει να παρέχει υπηρεσίες έναντι αμοιβής εκ μέρους των αποδεκτών υπηρεσιών σ' αυτό το κράτος. Η διάρκεια ισχύος δεν μπορεί, οπωσδήποτε, να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες. 2α. Η κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ μπορεί να ανανεωθεί μόνο αν συντρέχουν εκ νέου οι προϋποθέσεις χορήγησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 1α και 2. 2β. Η ισχύς της κάρτας παροχής υπηρεσιών - ΕΚ λήγει εφόσον παύει να συντρέχει μια από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 1α και 2 λόγω γεγονότων που συμβαίνουν μετά τη χορήγηση της κάρτας. 3. Η κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ συνιστά αυτοτελές έγγραφο, δικαιούχος του οποίου είναι ο φορέας παροχής υπηρεσιών. Αν η κάρτα παύσει να ισχύει, το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω φορέας παροχής υπηρεσιών του επιβάλλει να την επιστρέψει αμέσως στις αρμόδιες αρχές του. Η κάρτα περιέχει τα ακόλουθα: α) τα στοιχεία του φορέα παροχής υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της φύσης των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος. β) τη διάρκεια ισχύος της. γ) την εκδίδουσα αρχή και το εκδίδον κράτος μέλος. δ) το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη για τα οποία ισχύει. Οι ακριβείς όροι ως προς τα προαναφερόμενα στοιχεία, το ενιαίο πρότυπο του προς έκδοση εγγράφου και οι τεχνικές προδιαγραφές που αποτρέπουν την πλαστογράφησή του αποφασίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 5α, παράγραφος 2. 4. Το κράτος μέλος που εκδίδει την κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ δεν δύναται να θεωρήσει την μετακίνηση για λόγους παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος ως διακοπή της διαμονής ή της ανεξάρτητης δραστηριότητας του φορέα παροχής υπηρεσιών στην επικράτειά του. Το κράτος μέλος που εκδίδει την κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ δεν δύναται να αρνηθεί την εκ νέου αποδοχή του φορέα παροχής υπηρεσιών στην επικράτειά του δυνάμει εθνικών κανονιστικών διατάξεων, ανεξάρτητα από τους λόγους της άρνησης. Άρθρο 3 1. Κάθε κράτος μέλος στο οποίο παρέχονται υπηρεσίες αποδέχεται την είσοδο και τη διαμονή του αυτοαπασχολούμενου για τους σκοπούς μίας ή περισσοτέρων παροχών υπηρεσιών, αν το εν λόγω πρόσωπο έχει στην κατοχή του κάρτα παροχής υπηρεσιών - ΕΚ, ταυτότητα ή διαβατήριο σε ισχύ κατά τη διάρκεια παροχής των υπηρεσιών, καθώς και βεβαίωση του φορέα παροχής υπηρεσιών ο οποίος του αναθέτει την εκτέλεση συγκεκριμένης παροχής υπηρεσιών, στην οποία αναφέρεται η προβλεπόμενη διάρκεια διαμονής. 2. Κάθε κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται παροχή υπηρεσιών δεν δύναται να επιβάλλει στο φορέα παροχής υπηρεσιών: α) θεώρηση εισόδου ή εξόδου, β) τίτλο ή άδεια διαμονής εκτός εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, γ) οιαδήποτε άδεια για την παροχή υπηρεσιών, όπως άδεια εργασίας, ταυτότητα αλλοδαπού εμπόρου ή επαγγελματική ταυτότητα, δ) ούτε άλλους όρους ισοδύναμους με τους αναφερόμενους υπό στοιχεία α), β) και γ). 3. Κάθε κράτος μέλος στο οποίο παρέχονται υπηρεσίες δύναται να επιβάλλει στον φορέα παροχής υπηρεσιών την υποχρέωση να γνωστοποιεί την παρουσία του, την προβλεπόμενη διάρκειά της και την παροχή ή τις παροχές υπηρεσιών που αιτιολογούν τη μετακίνησή του, πριν από την είσοδό του στην επικράτεια του εν λόγω κράτους. Αν η συνολική διάρκεια της εν λόγω παροχής ή παροχών υπηρεσιών υπερβαίνει τους έξι μήνες σε περίοδο δώδεκα μηνών, το κράτος μέλος χορηγεί, μετά την είσοδο του φορέα παροχής, έναν προσωρινό τίτλο διαμονής με τον οποίο πιστοποιεί την αποδοχή της διαμονής. 4. Για να διευκολύνει την παροχή υπηρεσιών, κάθε κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται η παροχή διασφαλίζει την ίση μεταχείριση μεταξύ υπηκόων τρίτων κρατών και πολιτών της Ένωσης ως φορέων παροχής υπηρεσιών σε ό,τι αφορά την αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που ο υπό εξέταση φορέας παροχής υπηρεσιών απέκτησε στο εσωτερικό της Κοινότητας με σκοπό να ασκήσει τη σχετική δραστηριότητα, και τα οποία χορηγήθηκαν από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους. Άρθρο 4 1. Τα κράτη μέλη δεν παρέχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση στους αυτοαπασχολούμενους που είναι εγκατεστημένοι εκτός Κοινότητας σε σχέση με εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την παρούσα οδηγία μόνο για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. στην περίπτωση αυτή, η οδηγία 64/221/ΕΟΚ εφαρμόζεται αναλόγως. Άρθρο 5 1. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση της κάρτας παροχής υπηρεσιών - ΕΚ και του προσωρινού τίτλου διαμονής, καθώς και για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τις οποίες γνωστοποιούν στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη. Λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να απλουστεύουν στο μέγιστο βαθμό τις διατυπώσεις, τις προθεσμίες και τις διαδικασίες απόκτησης των εν λόγω τίτλων που χορηγούνται δωρεάν ή αντί καταβολής ποσού που δεν υπερβαίνει τα δικαιώματα και τέλη που απαιτούνται για τη χορήγηση των ταυτοτήτων στους ημεδαπούς. 2. Τα κράτη μέλη καθιερώνουν συνεργασία μεταξύ των δημοσίων διοικητικών υπηρεσιών που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, είναι αρμόδιες για τα θέματα που αφορούν την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας. Η συνεργασία συνίσταται ιδίως στην απάντηση κάθε αιτιολογημένης αίτησης για πληροφόρηση. Παρέχεται δωρεάν και το ταχύτερο δυνατό. Άρθρο 5α 1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1683/95. 2. Όταν γίνεται μνεία της παραγράφου αυτής, εφαρμόζεται η διαδικασία της διαχειριστικής επιτροπής που καθορίζεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της εν λόγω απόφασης. 3. Το διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες. Άρθρο 6 Τα κράτη μέλη καθορίζουν το καθεστώς των κυρώσεων που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παραβίασης των εθνικών διατάξεων που τίθενται σε ισχύ κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να διασφαλίζουν την επιβολή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις μεν διατάξεις το αργότερο κατά την ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 8, τις δε σχετικές μεταγενέστερες τροποποιήσεις το συντομότερο δυνατό. Άρθρο 7 Το αργότερο τέσσερα έτη μετά την προθεσμία που καθορίζεται στο άρθρο 8, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη και προτείνει τις τυχόν απαραίτητες τροποποιήσεις. Άρθρο 8 Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2002 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη. Άρθρο 9 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 10 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, [...] Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος [...]