EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0574

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Ιουνίου 2018.
Grupo Norte Facility SA κατά Angel Manuel Moreira Gómez.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Έννοια των “συνθηκών απασχόλησης” – Συγκρισιμότητα των καταστάσεων – Δικαιολόγηση – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” – Αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για αντικειμενική αιτία – Καταβολή χαμηλότερης αποζημιώσεως κατά τη λήξη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo (αναπληρώσεως).
Υπόθεση C-574/16.

Court reports – general

Υπόθεση C –574/16

Grupo Norte Facility SA

κατά

Angel Manuel Moreira Gómez

(αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Galicia
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Έννοια των “συνθηκών απασχόλησης” – Συγκρισιμότητα των καταστάσεων – Δικαιολόγηση – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” – Αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για αντικειμενική αιτία – Καταβολή χαμηλότερης αποζημιώσεως κατά τη λήξη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo (αναπληρώσεως)»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 5ης Ιουνίου 2018

  1. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Συνθήκες απασχόλησης – Έννοια – Αποζημίωση που καταβάλλεται σε εργαζόμενο λόγω λύσεως της συμβάσεώς του – Εμπίπτει

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 1)

  2. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση – Έννοια – Αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για αντικειμενική αιτία – Καταβολή χαμηλότερης αποζημιώσεως κατά τη λήξη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo (αναπληρώσεως) – Επιτρέπεται

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρες 3, σημείο 1, και 4, σημείο 1)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 41-45)

  2.  Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αποζημίωση που καταβάλλεται στους εργαζομένους που απασχολούνται βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθεισών με σκοπό την κάλυψη του χρόνου εργασίας τον οποίο αφήνει ακάλυπτο ένας μερικώς συνταξιοδοτούμενος εργαζόμενος, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση relevo (αναπληρώσεως), κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές, είναι χαμηλότερη από την αποζημίωση που χορηγείται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους για αντικειμενική αιτία.

    Ειδικότερα, από τον διαλαμβανόμενο στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορισμό της έννοιας της «συμβάσεως ορισμένου χρόνου» προκύπτει ότι τέτοιου είδους σύμβαση παύει να παράγει τα αποτελέσματά της για το μέλλον κατά την επέλευση του καθορισθέντος γι’ αυτήν χρονικού σημείου λήξεως, το δε σημείο αυτό μπορεί να συνίσταται στην ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου, στην επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος ή, όπως εν προκειμένω, στην παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας. Συνεπώς, οι αντισυμβαλλόμενοι μιας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου γνωρίζουν, από της συνάψεώς της, την ημερομηνία ή το γεγονός που επιφέρει τη λήξη της. Το χρονικό αυτό σημείο λήξεως περιορίζει τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, χωρίς οι αντισυμβαλλόμενοι να χρειάζεται να δηλώσουν συναφώς τη βούλησή τους μετά τη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως.

    Αντιθέτως, η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για μία από τις αιτίες του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα, με πρωτοβουλία του εργοδότη, είναι απόρροια της επελεύσεως γεγονότων τα οποία δεν προβλέπονταν κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως αυτής και τα οποία διαταράσσουν την κανονική εξέλιξη της σχέσεως εργασίας. Όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως, που υπενθυμίζονται στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, και όπως τόνισε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών της, ακριβώς προκειμένου να αντισταθμιστεί ο απρόβλεπτος αυτός χαρακτήρας της λύσεως της σχέσεως εργασίας για τέτοιου είδους αιτία και, ως εκ τούτου, η ματαίωση των ευλόγων προσδοκιών που ο εργαζόμενος μπορούσε να τρέφει κατά το χρονικό αυτό σημείο όσον αφορά τη σταθερότητα της εν λόγω σχέσεως, το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα επιτάσσει στην περίπτωση αυτή την καταβολή στον εν λόγω απολυόμενο εργαζόμενο αποζημιώσεως ίσης με είκοσι ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας.

    Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ισπανικό δίκαιο δεν επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου απ’ ό,τι στους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα προβλέπει υπέρ του εργαζομένου νόμιμη αποζημίωση ίση με είκοσι ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας στην επιχείρηση, ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση εργασίας του είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι ο διαφορετικός σκοπός των αποζημιώσεων αντιστοίχως του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, και του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα, η καταβολή των οποίων εντάσσεται σε πλαίσια θεμελιωδώς διαφορετικά, συνιστά αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί την επίμαχη διαφορετική μεταχείριση.

    (βλ. σκέψεις 57-61 και διατακτ.)

Top