EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0016

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση C-16/06 P

Les Éditions Albert René Sàrl

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Άρθρα 8 και 63 — Λεκτικό σήμα MOBILIX — Ανακοπή του δικαιούχου του κοινοτικού και εθνικού λεκτικού σήματος OBELIX — Μερική απόρριψη της ανακοπής — Reformatio in pejus — Θεωρία της “εξουδετερώσεως” — Τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς — Έγγραφα επισυναφθέντα στο δικόγραφο της ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής ως νέα απόδειξη»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak της 29ης Νοεμβρίου 2007   I ‐ 10058

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2008   I ‐ 10093

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή – Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου – Έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών

    (Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 63)

  2. Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωριστεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες – Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα

    (Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο β’)

  3. Αναίρεση – Λόγοι – Πεπλανημένη εκτίμηση πραγματικών και αποδεικτικών στοιχείων – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών και αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πριν της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους

    (Άρθρο 225 § 1, ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

  4. Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωριστεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες – Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα

    (Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο β’)

  5. Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωριστεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες – Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα

    (Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο β’)

  6. Αναίρεση – Λόγοι – Επανάληψη απλώς και μόνον των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου – Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο – Απαράδεκτο

    (Άρθρο 225 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ’)

  7. Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή – Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου – Έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών

    (Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα 61 § 2, 62 § 2, 63, 74 § 2 και 76)

  1.  Εντός των ορίων του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, όπως το έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο, το Πρωτοδικείο μπορεί να προβεί σε πλήρη έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εξετάζοντας, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την ορθότητα του εκ μέρους τους νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς ή αν η εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων που τέθηκαν υπόψη των τμημάτων αυτών είναι πεπλανημένη. Επομένως, εφόσον η αναιρεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών ως προς τον κίνδυνο συγχύσεως, δυνάμει της αρχής της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ των συνεκτιμωμένων παραγόντων, και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων και των καλυπτομένων προϊόντων και υπηρεσιών, το Πρωτοδικείο είχε την αρμοδιότητα να εξετάσει την ορθότητα της εκτιμήσεως στην οποία κατέληξε το τμήμα προσφυγών αναφορικά με την ομοιότητα των συγκρουομένων σημείων. Πράγματι, όταν καλείται να εξετάσει τη νομιμότητα αποφάσεως τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο δεν δεσμεύεται από την πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους αυτού του τμήματος, καθόσον η εκτίμηση αυτή αποτελεί μέρος των συμπερασμάτων των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    (βλ. σκέψεις 39, 47-48)

  2.  Ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος και, ιδίως, η φήμη αυτού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν η ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτουν τα δύο σήματα είναι αρκετή ώστε να δημιουργείται κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα.

    Εντούτοις, προκειμένου να εκτιμηθεί το ταυτόσημο ή η ομοιότητα των σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει, όπως ορθώς υπενθύμισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ αυτών των προϊόντων ή αυτών των υπηρεσιών. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται, ιδίως, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους.

    Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συγκρίνοντας τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες, χωρίς να λαμβάνει, στο πλαίσιο αυτό, ως δεδομένο ότι τα συγκρουόμενα σήματα είναι ταυτόσημα και ότι το προγενέστερο σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα.

    (βλ. σκέψεις 64-65, 67)

  3.  Σύμφωνα με τα άρθρα 225, παράγραφος 1, ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Πράγματι, το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία και να αξιολογεί τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη του ενδεχομένου παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας αναιρέσεως. Μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει προδήλως να προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

    (βλ. σκέψεις 68-69)

  4.  Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, συνεπάγεται ότι οι εννοιολογικές διαφορές μεταξύ δύο σημάτων ενδέχεται να εξουδετερώνουν τις ακουστικές και οπτικές ομοιότητές τους, εφόσον ένα τουλάχιστον από τα σημεία αυτά έχει, υπό το πρίσμα του οικείου κοινού, σαφή και καθορισμένη σημασία, την οποία δύναται απευθείας να αντιλαμβάνεται το κοινό αυτό.

    (βλ. σκέψη 98)

  5.  Μόνον, όμως, στην περίπτωση κατά την οποία η ανακοπή στηρίζεται επί της υπάρξεως πολλών σημάτων τα οποία, λόγω των κοινών χαρακτηριστικών τους μπορούν να θεωρηθούν ως ανήκοντα στην ίδια «οικογένεια» ή «σειρά» σημάτων, πρέπει, προς εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 49/94, για το κοινοτικό σήμα, να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι προκειμένου περί «οικογένειας» ή «σειράς» σημάτων, ένας τέτοιος κίνδυνος προκύπτει από το ενδεχόμενο να παραπλανηθεί ο καταναλωτής ως προς την προέλευση ή την καταγωγή των προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζονται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και να θεωρήσει, πεπλανημένως, ότι το σήμα αυτό ανήκει στην εν λόγω οικογένεια ή σειρά σημάτων.

    (βλ. σκέψη 101)

  6.  Βεβαίως, καθόσον αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η διαδικασία αναιρέσεως θα καθίστατο εν μέρει άνευ νοήματος.

    Εντούτοις, από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    (βλ. σκέψεις 110-111)

  7.  Σκοπός της ενώπιόν του Πρωτοδικείου προσφυγής είναι ο έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) κατά την έννοια του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν οι διάδικοι ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ δεν μπορούν πλέον να τα επικαλεστούν στο στάδιο της ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής.

    Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να επανεξετάζει πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Πράγματι, η νομιμότητα αποφάσεως τμήματος προσφυγών πρέπει να εκτιμάται με βάση τα στοιχεία που το ΓΕΕΑ είχε στη διάθεσή του κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του.

    Συναφώς, από τα άρθρα 61, παράγραφος 2, και 76 του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι, για την εξέταση της ουσίας της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί, το τμήμα προσφυγών καλεί τους διαδίκους, όσο συχνά χρειάζεται, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των κοινοποιήσεων που τους απευθύνει και μπορεί, επίσης, να αποφασίζει τη διεξαγωγή αποδείξεων, όπως για παράδειγμα την προσκόμιση πραγματικών ή αποδεικτικών στοιχείων. Το άρθρο 62, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 διευκρινίζει ότι, αν το τμήμα προσφυγών αναπέμψει την υπόθεση για εκδίκαση στο όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το όργανο αυτό δεσμεύεται από το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών «στο μέτρο που τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως είναι όμοια». Με τις διατάξεις αυτές επιβεβαιώνεται η δυνατότητα προβολής νέων πραγματικών περιστατικών κατά τα διάφορα στάδια της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας. Συνεπώς, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είχε αρκετές δυνατότητες προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον του ΓΕΕΑ.

    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά τα οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν προσκόμισαν εγκαίρως. Εντούτοις, αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν προσκομίστηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν προσκομίστηκαν εν πάση περιπτώσει εγκαίρως και δεν μπορούν να αποτελέσουν κριτήριο ελέγχου της νομιμότητας της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών.

    (βλ. σκέψεις 136-141, 143)

Top