This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62023TJ0024
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2024.
UF κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Καταγγελία της συμβάσεως – Άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ – Κλονισμός της σχέσεως εμπιστοσύνης – Μη αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά.
Υπόθεση T-24/23.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2024.
UF κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Καταγγελία της συμβάσεως – Άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ – Κλονισμός της σχέσεως εμπιστοσύνης – Μη αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά.
Υπόθεση T-24/23.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2024:293
(Υπόθεση T‑24/23)
UF
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2024
«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Καταγγελία της συμβάσεως – Άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ – Κλονισμός της σχέσεως εμπιστοσύνης – Μη αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά»
Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Υπάλληλος με καθήκον τη φύλαξη μελών της Επιτροπής – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Καταγγελία με προειδοποίηση – Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από τον κλονισμό της σχέσεως εμπιστοσύνης – Υποχρέωση κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας – Δεν υφίσταται
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, και 49 § 1)
(βλ. σκέψεις 53-57)
Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Υπάλληλος με καθήκον τη φύλαξη μελών της Επιτροπής – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από τον κλονισμό της σχέσεως εμπιστοσύνης – Δικαστικός έλεγχος – Όρια
(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2, στοιχείο γʹ, και 47, στοιχείο γʹ, σημείο i)
(βλ. σκέψη 58)
Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Υπάλληλος με καθήκον τη φύλαξη μελών της Επιτροπής – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από τον κλονισμό της σχέσεως εμπιστοσύνης – Απόφαση περί απολύσεως – Υποχρέωση αποδείξεως του υποστατού των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών – Περιεχόμενο – Μη τήρηση – Συνέπειες
(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2, στοιχείο γʹ, και 47, στοιχείο γʹ, σημείο i)
(βλ. σκέψεις 64-70)
Σύνοψη
Επιληφθέν προσφυγής του UF, υπαλλήλου με καθήκον τη φύλαξη μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου περί καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας αορίστου χρόνου ως εκτάκτου υπαλλήλου.
Με την αφορμή αυτή, το Γενικό Δικαστήριο παρέχει ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις των θεσμικών οργάνων, ιδίως όσον αφορά την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο αποφάσεως περί καταγγελίας, λόγω κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης, συμβάσεως μεταξύ του θεσμικού οργάνου και εκτάκτου υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ).
Εν προκειμένω, κατόπιν των καταγγελιών που έλαβε από την ιατρική υπηρεσία σχετικά με τη φερόμενη ως ανάρμοστη συμπεριφορά του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια δύο ιολογικών εξετάσεων αλυσιδωτής αντιδράσεως πολυμεράσης, των λεγόμενων «PCR», στις οποίες έπρεπε να υποβληθεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του, η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) κατήγγειλε τη σύμβασή του λόγω κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης, με προειδοποίηση πέντε μηνών. Ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία όμως απορρίφθηκε από την ΑΣΣΠΑ. Κατόπιν αυτού, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ζητώντας, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και, αφετέρου, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ΑΣΣΠΑ είχε, κατ’ αρχήν, την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ, πριν από τη λήξη της και με προειδοποίηση ενός μηνός για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες, χωρίς να χρειάζεται να κινήσει πειθαρχική διαδικασία.
Πράγματι, λόγω της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η ΑΣΣΠΑ σε περίπτωση πταίσματος δυνάμενου να δικαιολογήσει την απόλυση εκτάκτου υπαλλήλου, τίποτε δεν την υποχρεώνει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του υπαλλήλου αυτού αντί να κάνει χρήση της δυνατότητας μονομερούς καταγγελίας της συμβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, του ΚΛΠ. Μόνο στην περίπτωση που η ΑΣΣΠΑ προτίθεται να απολύσει έκτακτο υπάλληλο χωρίς προειδοποίηση, σε περίπτωση σοβαρής παραβάσεως των υποχρεώσεών του, πρέπει να κινηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο παράρτημα IX του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους εκτάκτους υπαλλήλους.
Εν προκειμένω, η καταγγελία της συμβάσεως του προσφεύγοντος, της οποίας προηγήθηκε προειδοποίηση, αιτιολογήθηκε με τον κλονισμό της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος, λόγω της εν γένει συμπεριφοράς η οποία του καταλογίσθηκε κατά τις εν λόγω εξετάσεις PCR, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ, και όχι κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 49, παράγραφος 1, του ΚΛΠ. Συναφώς, μολονότι δεν απόκειται στην ΑΣΣΠΑ να υποκαταστήσει με τη δική της εκτίμηση την εκτίμηση του ιεραρχικώς ανωτέρου του προσφεύγοντος ως προς το υποστατό του κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης, εντούτοις η ΑΣΣΠΑ οφείλει, κατ’ αρχάς, να ελέγξει αν πράγματι προβάλλεται έλλειψη ή διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης, εν συνεχεία, να εξετάσει την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών και, τέλος, να βεβαιωθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας του, το αίτημα καταγγελίας δεν πάσχει λόγω προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ακόμη λόγω καταχρήσεως εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ΑΣΣΠΑ μπορεί ιδίως να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων του ενδιαφερομένου, ότι ιδιαίτερες περιστάσεις δικαιολογούν το ενδεχόμενο λήψεως άλλων μέτρων πλην της απολύσεως, για παράδειγμα την ανάθεση στον ενδιαφερόμενο άλλων καθηκόντων εντός της Επιτροπής.
Προσέτι, στην περίπτωση όπου το θεσμικό όργανο που αποφασίζει να καταγγείλει τη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου παραπέμπει, συγκεκριμένα, σε ορισμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία ανάγεται η απόφαση περί απολύσεως για λόγους απώλειας της εμπιστοσύνης, ο δικαστής οφείλει να ελέγξει κατά πόσον τα πραγματικά αυτά περιστατικά είναι ακριβή. Ειδικότερα, στο μέτρο που το θεσμικό όργανο διευκρινίζει τους λόγους που οδήγησαν στην απώλεια της εμπιστοσύνης αναφερόμενο σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ο δικαστής οφείλει να ελέγξει ότι οι λόγοι αυτοί στηρίζονται σε ακριβή πραγματικά περιστατικά. Ο δικαστής, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν υποκαθιστά την αρμόδια αρχή στην εκτίμησή της ότι έχει αποδειχθεί η απώλεια εμπιστοσύνης, αλλά περιορίζεται απλώς να ελέγξει αν είναι όντως ακριβή τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ρητώς αναφέρεται το θεσμικό όργανο ως δικαιολογητική βάση της αποφάσεώς του.
Συναφώς, αφού εξέτασε τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της ΑΣΣΠΑ ήταν παράνομη, καθόσον εκτίμησε ότι είχε επαρκώς διαφωτισθεί από τις καταθέσεις των νοσοκόμων που διενήργησαν τις δύο επίμαχες εξετάσεις PCR, οι οποίοι παρουσιάζουν μια εκδοχή των πραγματικών περιστατικών την οποίαν αμφισβητεί ο προσφεύγων, και αρνήθηκε να προβεί, διεξάγοντας ενδεχομένως διοικητική έρευνα, σε έλεγχο των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση βάσει άλλων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία, ωστόσο, ήσαν διαθέσιμα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος ότι τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την απόφαση δεν αποδείχθηκαν. Απορρίπτει, ωστόσο, το αίτημα αποζημιώσεως, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν κατόρθωσε να αποδείξει, όπως όφειλε, ότι η ηθική βλάβη την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, να αποκατασταθεί.