Šis dokuments ir izvilkums no tīmekļa vietnes EUR-Lex.
Dokuments 62020TJ0370
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 24ης Νοεμβρίου 2021.
KL κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Κατάσταση της υγείας – Ικανότητα προς εργασία – Αδικαιολόγητη απουσία – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννοια της αναπηρίας – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματικές διαφορές – Αναδρομική καταβολή συντάξεως αναπηρίας – Αγωγή αποζημιώσεως.
Υπόθεση T-370/20.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 24ης Νοεμβρίου 2021.
KL κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Κατάσταση της υγείας – Ικανότητα προς εργασία – Αδικαιολόγητη απουσία – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννοια της αναπηρίας – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματικές διαφορές – Αναδρομική καταβολή συντάξεως αναπηρίας – Αγωγή αποζημιώσεως.
Υπόθεση T-370/20.
Krājums – vispārīgi – Sadaļa “Informācija par nepublicētiem lēmumiem”
Eiropas judikatūras identifikators (ECLI): ECLI:EU:T:2021:822
Υπόθεση T-370/20
KL
κατά
Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 24ης Νοεμβρίου 2021
«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Κατάσταση της υγείας – Ικανότητα προς εργασία – Αδικαιολόγητη απουσία – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννοια της αναπηρίας – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματικές διαφορές – Αναδρομική καταβολή συντάξεως αναπηρίας – Αγωγή αποζημιώσεως»
Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Αναπηρία – Έννοια – Εκτίμηση σε σχέση με τα καθήκοντα που ασκούνται στην Τράπεζα
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 78· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 14)
(βλ. σκέψεις 83-89, 100)
Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Αναπηρία – Επιτροπή αναπηρίας – Αρμοδιότητα – Εκτίμηση της ικανότητας υπαλλήλου προς εργασία εκτός της Τράπεζας – Δεν εμπίπτει
(βλ. σκέψεις 90-93)
Υπαλληλικές προσφυγές – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματικές διαφορές – Έννοια – Αγωγή με αίτημα την αναδρομική καταβολή σύνταξης αναπηρίας – Εμπίπτει
(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)
(βλ. σκέψεις 109-113, 117-124)
Σύνοψη
Ο προσφεύγων, KL, απασχολείται στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Μετά από διάφορες περιόδους απουσίας του προσφεύγοντος, η ΕΤΕπ έθεσε σε εφαρμογή τη διαδικασία ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας, δεδομένου ότι, έως ότου η επιτροπή αυτή διατυπώσει τη γνώμη της, ο προσφεύγων θεωρούνταν ως ευρισκόμενος σε ολική προσωρινή ανικανότητα. Αφού αξιολόγησε την κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος, η επιτροπή αναπηρίας κατέληξε ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει καθήκοντα εντός της ΕΤΕπ, αλλά ήταν ακόμη ικανός να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στη γενική αγορά εργασίας. Κατά συνέπεια, η ΕΤΕπ έλαβε δύο αποφάσεις με τις οποίες ο προσφεύγων κρίθηκε ικανός να εργασθεί και ευρισκόμενος σε αδικαιολόγητη απουσία από την ημερομηνία κατά την οποία τον είχε καλέσει να επιστρέψει στην εργασία του. Κατόπιν της αποτυχίας της διαδικασίας συμβιβασμού, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά των δύο αυτών αποφάσεων και κατά της αποφάσεως του Προέδρου της ΕΤΕπ που διατηρεί σε ισχύ τις αποφάσεις αυτές (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις).
Το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή και ακυρώνει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο ορίζει ότι η έννοια της αναπηρίας που περιλαμβάνεται στις διατάξεις που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του κανονισμού του προσωπικού της ΕΤΕπ πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ΕΤΕπ και όχι σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας. Το Γενικό Δικαστήριο εφαρμόζει επίσης την «πλήρη δικαιοδοσία» που του αναγνωρίζει το άρθρο 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) για τις «χρηματικές διαφορές», το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους υπαλλήλους της ΕΤΕπ. Επιπλέον, οριοθετεί το περιεχόμενο των δύο αυτών εννοιών.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το παραδεκτό των εγγράφων που συνιστούν τη γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ένα έγγραφο δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη για τον λόγο ότι η ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτό δεν είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων εξετάστηκε από την επιτροπή αυτή.
Εν συνεχεία, όσον αφορά την έννοια της αναπηρίας, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται σε κατ’ αναλογίαν ερμηνεία των άρθρων 78 και 5 του ΚΥΚ, καθώς και στο άρθρο 51-1 του μεταβατικού κανονισμού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στα μέλη του προσωπικού της ΕΤΕπ, από το οποίο προκύπτει ότι υπάλληλος ο οποίος κρίθηκε ανάπηρος εντός της ΕΤΕπ μπορεί να ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα εκτός του οργανισμού αυτού, εφόσον το σύνολο των διαφόρων εισοδημάτων του δεν υπερβαίνει τις καθαρές αποδοχές που ελάμβανε όταν εργαζόταν στην ΕΤΕπ.
Επιπλέον, οι επιτροπές αναπηρίας που συνέστησε η ΕΤΕπ αποτελούν όργανα της Τράπεζας και, επομένως, δεν διαθέτουν, από νομικής απόψεως, την αρμοδιότητα να εκτιμούν την ικανότητα του προσφεύγοντος να ασκεί επαγγελματικά καθήκοντα εκτός του οργανισμού αυτού. Πράγματι, οι εν λόγω επιτροπές έχουν, από νομικής απόψεως, την αρμοδιότητα να αποφαίνονται επί της ικανότητας του προσωπικού της ΕΤΕπ να εργάζεται εντός του θεσμικού οργάνου. Για να κριθεί η ικανότητα των προσώπων αυτών να εργαστούν εκτός ΕΤΕπ, εναπόκειται σε επιτροπές συσταθείσες από άλλα όργανα ή εθνικές αρχές να εξετάσουν τον ενδιαφερόμενο.
Αποφαινόμενη επί της ικανότητας του προσφεύγοντος να ασκεί δραστηριότητες στη γενική αγορά εργασίας, η επιτροπή αναπηρίας σφετερίστηκε την αρμοδιότητα των επιτροπών αυτών, δημιουργώντας έτσι κίνδυνο αντιφάσεως μεταξύ της εκ μέρους της εκτιμήσεως της ικανότητας του προσφεύγοντος να εργαστεί στη γενική αγορά εργασίας και των εκτιμήσεων που θα μπορούσαν να εκφράσουν στη συνέχεια επιτροπές αναπηρίας συσταθείσες από άλλα όργανα ή εθνικές αρχές.
Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η έννοια της αναπηρίας, κατά το άρθρο 46-1 του μεταβατικού κανονισμού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στα μέλη του προσωπικού της ΕΤΕπ και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΤΕπ, οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση του κανονισμού του προσωπικού της ΕΤΕπ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά τον υπάλληλο της ΕΤΕπ ο οποίος έχει κριθεί από επιτροπή αναπηρίας συσταθείσα από την ΕΤΕπ ως ανίκανος να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του ή αντίστοιχα καθήκοντα εντός του οργανισμού αυτού.
Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στις διαφορές μεταξύ της ΕΤΕπ και των υπαλλήλων της πρέπει να εφαρμόζεται ο κανόνας του άρθρου 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ. Η διάταξη αυτή απονέμει στο Γενικό Δικαστήριο, στις χρηματικές διαφορές, πλήρη δικαιοδοσία στο πλαίσιο της οποίας το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει την εξουσία, όπου κρίνεται σκόπιμο, να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως τον καθού στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για τη ζημία που προκλήθηκε από πταίσμα του και, στην περίπτωση αυτή, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, κατά δίκαιη κρίση τη ζημία που προκλήθηκε.
Η πλήρης δικαιοδοσία αναθέτει στον δικαστή της Ένωσης την αποστολή, μεταξύ άλλων, να επιλύει πλήρως τις διαφορές των οποίων επιλαμβάνεται και να διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ακυρωτικών αποφάσεων που εκδίδει στις υπαλληλικές υποθέσεις. Κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, ο δικαστής της Ένωσης δεν απευθύνει διαταγές στα οικεία θεσμικά όργανα ή οργανισμούς, αλλά έχει, εν ανάγκη, την αρμοδιότητα να τα υποκαθιστά για να λαμβάνει τις αποφάσεις των οποίων η λήψη αποτελεί αναγκαστική συνέπεια των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει κατόπιν της νομικής εκτιμήσεως της διαφοράς.
Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι συνιστούν «χρηματικές διαφορές» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής όχι μόνον οι αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν οι υπάλληλοι κατά θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, αλλά και όλες οι διαφορές στις οποίες υπάλληλος ζητεί από ένα τέτοιο όργανο ή οργανισμό να του καταβάλει ποσό το οποίο εκτιμά ότι του οφείλεται δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης πράξεως που διέπει τις εργασιακές τους σχέσεις.
Εν προκειμένω, η διαφορά έχει χρηματικό χαρακτήρα εφόσον ο προσφεύγων ζητεί από τον δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί επί της νομιμότητας της αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως του καθεστώτος του «ανάπηρου» προσώπου και να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να του καταβάλει χρηματικό ποσό. Πράγματι, η απόφαση να θεωρηθεί ο προσφεύγων ως «μη ανάπηρος» έχει άμεσες συνέπειες επί της συνέχειας της καταστάσεως του ενδιαφερομένου ως υπαλλήλου της ΕΤΕπ και, επομένως, επί των αποδοχών και των χρηματικών του δικαιωμάτων.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, για την έκδοση της νέας αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η κατάσταση αναπηρίας του προσφεύγοντος, η ΕΤΕπ διαθέτει μόνο δέσμια αρμοδιότητα, που την υποχρεώνει να συναγάγει τις διοικητικές συνέπειες της απόφασης της επιτροπής αναπηρίας.
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεώνει την ΕΤΕπ να καταβάλει στον προσφεύγοντα σύνταξη αναπηρίας. Απορρίπτει, εντούτοις, το αίτημά του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει ότι η βλάβη αυτή δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, συνοδευόμενη από την υποχρέωση της ΕΤΕπ να του καταβάλει το σύνολο των χρηματικών παροχών τις οποίες στερήθηκε λόγω του αποτελέσματος των ακυρωθεισών αποφάσεων.