Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017TJ0411

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 23ης Σεπτεμβρίου 2020.
Landesbank Baden-Württemberg κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.
Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές για το 2017 – Προσφυγή ακυρώσεως – Άμεσος και ατομικός επηρεασμός – Παραδεκτό – Ουσιώδεις τύποι – Κύρωση της αποφάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Ένσταση έλλειψης νομιμότητας – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης.
Υπόθεση T-411/17.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2020:435

Υπόθεση T‑411/17

Landesbank Baden-Württemberg

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα)
της 23ης Σεπτεμβρίου 2020

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές για το 2017 – Προσφυγή ακυρώσεως – Άμεσος και ατομικός επηρεασμός – Παραδεκτό – Ουσιώδεις τύποι – Κύρωση της αποφάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Ένσταση έλλειψης νομιμότητας – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης»

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Ενεργητική νομιμοποίηση – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Αποφάσεις του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Άμεσος και ατομικός επηρεασμός ιδρύματος που οφείλει τις εισφορές αυτές

    (Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 67 § 4 και 70 § 2)

    (βλ. σκέψεις 28, 29, 88, 91)

  2. Ένσταση έλλειψης νομιμότητας – Περιεχόμενο – Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί η ένσταση έλλειψης νομιμότητας – Πράξη γενικού χαρακτήρα στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη – Ανάγκη ύπαρξης νομικού δεσμού μεταξύ της προσβαλλόμενης πράξης και της επίμαχης πράξης γενικού χαρακτήρα

    (Άρθρα 263 και 277 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 31-34)

  3. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Έλλειψη κύρωσης μιας πράξης – Ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία – Λόγος αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος από τον δικαστή

    (Άρθρα 263 και 296 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 36, 37, 142)

  4. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Έλλειψη κύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης – Ανάγκη προβολής ζημίας ή άλλων πλημμελειών πέραν της έλλειψης κύρωσης – Δεν συντρέχει – Λόγος αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος από τον δικαστή

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 38-43)

  5. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Έλλειψη κύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης – Παράρτημα της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της – Ψηφιακό έγγραφο το οποίο δεν είναι υπογεγραμμένο και δεν συνδέεται άρρηκτα με το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 47, 48, 55)

  6. Πράξεις των θεσμικών οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Περιεχόμενο – Σχέση μεταξύ της υποχρέωσης αιτιολόγησης και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

    (Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 47)

    (βλ. σκέψεις 83-87, 89)

  7. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Περιεχόμενο – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Αδιαφάνεια του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών – Υπολογισμός στον οποίο χρησιμοποιούνται κατά τρόπο αλληλένδετο τα εμπιστευτικά στοιχεία των άλλων ιδρυμάτων – Παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης οφειλόμενη, όσον αφορά το μέρος του υπολογισμού που αφορά την προσαρμογή ανάλογα με το προφίλ κινδύνου, στην κατ’ ένσταση προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας των άρθρων 4 έως 7 και 9 και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

    (Άρθρα 296 και 277 ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 67 § 4 και 70 § 2· κανονισμός 2015/63 της Επιτροπής, άρθρα 4 έως 7 και 9 και παράρτημα I· οδηγία 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 103)

    (βλ. σκέψεις 92, 95, 100, 102, 106-110, 129, 140-143)

  8. Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Περιορισμός των αποτελεσμάτων από το Δικαστήριο – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Ανάγκη τροποποίησης του νομικού πλαισίου πριν από την έκδοση της νέας απόφασης – Διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης

    (Άρθρο 264, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 146-148)

Σύνοψη

Με την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Landesbank Baden-Württemberg κατά ΕΣΕ (T‑411/17), το Γενικό Δικαστήριο, σε πενταμελή σύνθεση, ακύρωσε την απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) ( 1 ) με την οποία καθορίστηκε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών για το έτος 2017 στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα Landesbank Baden-Württemberg, γερμανικό πιστωτικό ίδρυμα.

Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα της τραπεζικής ένωσης, σχετικά με τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, ο οποίος θεσπίστηκε με τον κανονισμό 806/2014 ( 2 ). Ειδικότερα, αφορά το ΕΤΕ το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό αυτόν ( 3 ). Το ΕΤΕ χρηματοδοτείται από τις εισφορές των ιδρυμάτων οι οποίες εισπράττονται σε εθνικό επίπεδο με τη μορφή, ιδίως, εκ των προτέρων εισφορών ( 4 ). Με απόφαση της 11ης Απριλίου 2017, το ΕΣΕ, βάσει του κανονισμού 806/2014, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για τον καθορισμό του ύψους των εκ των προτέρων εισφορών που έπρεπε να καταβάλουν τα ιδρύματα, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας, στο ΕΤΕ. Με πράξη επιβολής εισφοράς της 21ης Απριλίου 2017, η γερμανική αρχή εξυγίανσης ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφαση αυτή και της υπέδειξε το ποσό που έπρεπε να καταβάλει. Αμφισβητώντας από πολλές απόψεις την εν λόγω απόφαση, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μολονότι οι αποδέκτες των αποφάσεων του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ είναι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, οι αποφάσεις αυτές αφορούν, πέραν πάσης αμφιβολίας, άμεσα και ατομικά τα ιδρύματα που οφείλουν τις ως άνω εισφορές. Επομένως, η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης του ΕΣΕ.

Στη συνέχεια, αφού υπενθύμισε ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον λόγο δημοσίας τάξης που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου και ότι συνιστούν ιδίως τέτοια παράβαση η έλλειψη κύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης και η έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη μη τήρηση της απαίτησης περί κυρώσεως της προσβαλλομένης απόφασης.

Συναφώς, διαπίστωσε ότι εν προκειμένω η απαίτηση αυτή δεν τηρήθηκε, διότι το ΕΣΕ δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την κύρωση του παραρτήματος της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο περιλαμβάνει τα ποσά των εκ των προτέρων εισφορών και αποτελεί, επομένως, ουσιώδες στοιχείο της απόφασης αυτής. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι, δεδομένου ότι το εν λόγω παράρτημα ήταν ψηφιακό έγγραφο, η υπογραφή του μπορούσε να είναι μόνον ηλεκτρονική. Ωστόσο το ΕΣΕ δεν προσκόμισε κανένα κείμενο του παραρτήματος που να φέρει τέτοια υπογραφή, μολονότι το παράρτημα ουδόλως συνδέεται άρρηκτα με το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο είχε υπογραφεί ιδιοχείρως από την πρόεδρο του ΕΣΕ. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε το ΕΣΕ προκειμένου να αποδείξει την κύρωση του παραρτήματος με άλλα μέσα.

Αφού δέχθηκε τον λόγο ακυρώσεως που αντλούνταν από τη μη τήρηση της απαίτησης περί κυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει από κοινού και να αποφανθεί επί των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ένσταση έλλειψης νομιμότητας ορισμένων διατάξεων του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ( 5 ).

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιείχε, πέραν των γενικών εξηγήσεων που περιλαμβάνονταν στο κείμενό της, σχεδόν κανένα στοιχείο σχετικά με τον υπολογισμό της εισφοράς της προσφεύγουσας. Όσον αφορά το άλλο έγγραφο αναφοράς, σχετικά με τις λεπτομέρειες του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, ακόμη και αν υποτεθεί ότι προερχόταν πράγματι από το ΕΣΕ, δεν περιείχε κανένα επαρκές στοιχείο για τον έλεγχο του ακριβούς ύψους της εισφοράς της προσφεύγουσας. Το Γενικό Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε τον προβληθέντα από το ΕΣΕ εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που αφορούσαν τα λοιπά ιδρύματα και τα οποία ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό της εν λόγω εισφοράς. Επισήμανε όμως ότι ο υπολογισμός της εισφοράς, στο μέτρο που λάμβανε υπόψη κατά τρόπο αλληλένδετο τα ως άνω στοιχεία, ήταν εγγενώς αδιαφανής. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι η εφαρμοσθείσα μέθοδος υπολογισμού θίγει τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να αμφισβητήσει λυσιτελώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας στη νομολογία κατά την οποία η υποχρέωση αιτιολόγησης ισχύει για κάθε πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και υπενθυμίζοντας ότι η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ελλιπή αιτιολόγηση ούτε μπορεί να ερμηνευθεί τόσο διασταλτικά ώστε να καθιστά άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την υποχρέωση αιτιολόγησης, διαπίστωσε ότι η αιτιολογία που παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα δεν της παρέχει τη δυνατότητα να επαληθεύσει το ποσό της εισφοράς της, το οποίο ωστόσο αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον την αφορά. Η αιτιολογία αυτή περιάγει την προσφεύγουσα σε θέση στην οποία δεν μπορεί να γνωρίζει αν το επίμαχο ποσό υπολογίστηκε ορθώς ή αν πρέπει να το αμφισβητήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς ωστόσο να δύναται, όπως οφείλει να πράξει στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής, να προσδιορίσει σε σχέση με το εν λόγω ποσό τα αμφισβητούμενα στοιχεία της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατυπώσει τις σχετικές αιτιάσεις και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία μπορεί να συνίστανται σε σοβαρές ενδείξεις, πρόσφορες να αποδείξουν το βάσιμο των αιτιάσεών της.

Τέλος, όσον αφορά την ένσταση έλλειψης νομιμότητας που προέβαλε η προσφεύγουσα σε σχέση με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη μέθοδο υπολογισμού, λαμβάνοντας υπόψη το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθόσον η μέθοδος υπολογισμού βασιζόταν στον κανονισμό 806/2014 και στην οδηγία 2014/59 ( 6 ) κατά των οποίων δεν προβλήθηκε ένσταση έλλειψης νομιμότητας. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας είναι αδιαφανής και, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να ελέγξει την ακρίβειά του προκύπτει, τουλάχιστον εν μέρει, από τη μέθοδο υπολογισμού που όρισε η ίδια η Επιτροπή στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, χωρίς τούτο να της έχει επιβληθεί από τον νομοθέτη. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης οφειλόταν, όσον αφορά το σκέλος του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς που αφορά την προσαρμογή ανάλογα με το προφίλ κινδύνου, στην έλλειψη νομιμότητας ορισμένων διατάξεων ( 7 ) του εν λόγω κανονισμού.

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η απαίτηση αρκούντως σαφούς αιτιολογίας των πράξεων, την οποία καθιερώνει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης, την τήρηση των οποίων οφείλει να διασφαλίζει ο δικαστής, εν ανάγκη εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως λόγο που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, και δεδομένου ότι, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, η προσφεύγουσα δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να ελέγξει την ακρίβεια της εισφοράς της, το ΕΣΕ δεν μπορεί να θεραπεύσει μια τέτοια παράβαση με την επίκληση ρύθμισης του παραγώγου δικαίου.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει επίσης να ακυρωθεί λόγω παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης και λόγω προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.


( 1 ) Απόφαση της εκτελεστικής συνόδου του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 11ης Απριλίου 2017, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το έτος 2017 (SRB/ES/SRF/2017/05).

( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).

( 3 ) Άρθρο 67, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

( 4 ) Άρθρο 67, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014.

( 5 ) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).

( 6 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190).

( 7 ) Άρθρα 4 έως 7 και 9, καθώς και παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

Top