Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006TJ0343

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση T-343/06

Shell Petroleum NV κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ολλανδική αγορά της πίσσας οδοποιίας — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Καταλογισμόςτης παραβάσεως — Από κοινού έλεγχος — Πρόστιμα — Επιβαρυντικές περιστάσεις — Επιχείρηση που υποκινεί την παράβαση ή πρωτοστατεί σε αυτή — Υποτροπή — Διάρκεια της παραβάσεως — Δικαιώματα άμυνας — Πλήρης δικαιοδοσία — Συμπεριφορά της επιχειρήσεως κατά τη διοικητική διαδικασία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)

της 27ης Σεπτεμβρίου 2012

  1. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου – Δυνατότητα της Επιτροπής να στηρίξει το τεκμήριο σε πραγματικά στοιχεία που αποδεικνύουν την πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής – Δεν απαιτείται

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  2. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου – Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, της εταιρίας που επιδιώκει να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

  3. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου – Θυγατρική που ανήκει σε δύο μητρικές εταιρίες – Εξαφάνιση μιας εκ των μητρικών εταιριών κατά τη διοικητική διαδικασία – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  4. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου – Έμμεση κατοχή του κεφαλαίου της θυγατρικής – Όμιλος που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό εταιριών εκμεταλλεύσεως

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  5. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Έλεγχος της μητρικής εταιρίας επί της θυγατρικής – Συσχετισμός με την παράνομη συμπεριφορά της θυγατρικής – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  6. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Γνωστοποίηση των απαντήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων – Προϋποθέσεις – Όρια – Σχετικά σημεία της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως – Νομιμότητα

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημείο 27)

  7. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Μη συστηματική κοινοποίηση των απαντήσεων σε ανακοίνωση αιτιάσεων – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημεία 8 και 27)

  8. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Απάντηση σε ανακοίνωση αιτιάσεων – Έγγραφο που χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο – Υποχρέωση συστηματικής κοινοποιήσεως ολοκλήρου του εγγράφου αυτού – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημεία 8 και 27)

  9. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Έγγραφα χρήσιμα για την άμυνα – Εκτίμηση μόνον από την Επιτροπή – Δεν επιτρέπεται – Αρχή μη εφαρμοστέα ως προς τις απαντήσεις των εμπλεκομένων στην ανακοίνωση αιτιάσεων

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

  10. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων – Ενδεικτική σημασία

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημεία 8 και 27)

  11. Προσφυγή ακυρώσεως – Έλεγχος της νομιμότητας – Κριτήρια – Συνεκτίμηση μόνον των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης πράξεως

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

  12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Επαρκής ένδειξη – Μεταγενέστερη γνωστοποίηση ακριβέστερων στοιχείων, που συμπληρώνουν ήδη επαρκή αιτιολογία – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 253 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

  13. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Συνεκτίμηση παραλείψεως της επιχειρήσεως όσον αφορά τη συνεργασία της κατά τη διοικητική διαδικασία – Προσαύξηση του προστίμου – Προϋπόθεση

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 17, και 1/2003, άρθρα 18 §§ 2 και 3, 23 § 1, και 31)

  14. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση ή την υποκινεί – Απαραίτητη διάκριση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2, εδ. 3)

  15. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που υποκινεί την παράβαση – Έννοια – Απόδειξη στηριζόμενη σε ένα μόνο γεγονός – Επιτρέπεται – Προϋπόθεση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  16. Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Μαρτυρίες εργαζομένων της επιχειρήσεως που εμπλέκεται στην παράβαση – Παραδεκτό – Αποδεικτική αξία – Αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων

    (Άρθρο 81 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 68 έως 76)

  17. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ακροάσεις – Ακροάσεις ορισμένων προσώπων – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

  18. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση – Έννοια – Κριτήρια προσδιορισμού

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  19. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Συνεκτίμηση συμπληρωματικών στοιχείων που δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή στην απόφαση

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

  20. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Παρόμοιες παραβάσεις που διαπράχθηκαν διαδοχικά από δύο θυγατρικές της ίδιας μητρικής εταιρίας – Προγενέστερη απόφαση που δεν καταλογίζει στη μητρική εταιρία την παράβαση – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  21. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Συντελεστής προσαυξήσεως του βασικού ποσού του προστίμου – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  22. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Συνεκτίμηση στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γʹ, και 48 § 2)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 36-41)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 2, 54, 60)

  3.  Στον τομέα του ανταγωνισμού, εφόσον δύο εταιρίες κατέχουν από κοινού το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής, το γεγονός και μόνον ότι μία από τις δύο αυτές εταιρίες έχει παύσει να υφίσταται δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή του τεκμηρίου ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής, διότι δεν πρέπει οι επιχειρήσεις να αποφεύγουν τις κυρώσεις απλώς και μόνον επειδή μεταβλήθηκε η ταυτότητά τους λόγω αναδιαρθρώσεων, εκχωρήσεων ή άλλων νομικών ή οργανωτικών αλλαγών, διότι έτσι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ο σκοπός της καταστολής των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών και της αποτροπής της επανάληψής τους με την επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων.

    Εξάλλου, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει το τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της θυγατρικής όταν οι μητρικές εταιρίες είναι δύο, εφόσον πρόκειται για περίπτωση ανάλογη προς εκείνη στην οποία η θυγατρική ανήκει εξ ολοκλήρου σε μία μόνο μητρική εταιρία.

    (βλ. σκέψεις 44-45)

  4.  Στον τομέα του ανταγωνισμού, η ύπαρξη ενδιάμεσων εταιριών μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το ενδεχόμενο εφαρμογής του τεκμηρίου ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής που της ανήκει εξ ολοκλήρου. Εξάλλου, μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία ευθύνη για παράβαση της θυγατρικής ακόμη και όταν στον όμιλο υπάρχουν πολλές εταιρίες εκμεταλλεύσεως.

    (βλ. σκέψη 52)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 61)

  6.  Στο πλαίσιο διαδικασίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει γνώση, μέσω της ανακοινώσεως αιτιάσεων, των κρίσιμων στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας στην αρχή μόλις του σταδίου αυτού. Συνεπώς, η απάντηση των άλλων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, καταρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι διάδικοι. Πάντως, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα χωρίο απάντησης σε ανακοίνωση των αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση για να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις λοιπές εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις να εκφράσουν την άποψή τους επ’ αυτού του αποδεικτικού στοιχείου. Το ίδιο ισχύει και όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε ένα τέτοιο έγγραφο, προκειμένου να αποδείξει ότι μια από τις επιχειρήσεις αυτές υποκίνησε την παράβαση ή πρωτοστάτησε σε αυτή.

    Το περιεχόμενο του σημείου 27 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ και του κανονισμού 139/2004 του Συμβουλίου είναι σύμφωνο με τη νομολογία κατά την οποία, μολονότι οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν εν γένει πρόσβαση στις απαντήσεις άλλων ενδιαφερομένων στην ανακοίνωση αιτιάσεων, εντούτοις κάποιος ενδιαφερόμενος μπορεί να έχει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, εφόσον αυτά αποτελούν νέα, απαλλακτικά ή επιβαρυντικά, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται σε βάρος του με την ανακοίνωση αιτιάσεων.

    (βλ. σκέψεις 84-85)

  7.  Στον τομέα του ανταγωνισμού, η μη συστηματική γνωστοποίηση των απαντήσεων άλλων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν παραβιάζει την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει, κατά τη διοικητική διαδικασία, να γνωστοποιεί στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις όλα τα περιστατικά, τις περιστάσεις και τα έγγραφα στα οποία στηρίζεται, ώστε οι εν λόγω επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των περιστατικών, των περιστάσεων και των εγγράφων στα οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις της Επιτροπής.

    Η άρνηση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει έγγραφα μεταγενέστερα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος από μια εταιρία, στερείται νομιμότητας, προκειμένου περί εγγράφου απαλλακτικού χαρακτήρα, μόνον αν η εν λόγω εταιρία αποδείξει ότι η μη γνωστοποίηση του εγγράφου έχει ενδεχομένως επηρεάσει σε βάρος της την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 86, 88)

  8.  Στο πλαίσιο διαδικασίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, έγγραφο μεταγενέστερο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, το οποίο η Επιτροπή επικαλείται ως αποδεικτικό στοιχείο με την απόφασή της, δεν απαιτείται να γνωστοποιείται εξ ολοκλήρου στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή, προκειμένου να δώσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της επί του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου, υποχρεούται να της γνωστοποιήσει μόνον το κρίσιμο απόσπασμα του εγγράφου, καθώς και το πλαίσιό του, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για την κατανόησή του.

    (βλ. σκέψη 87)

  9.  Στο πλαίσιο διαδικασίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η αρχή κατά την οποία η Επιτροπή, η οποία κοινοποιεί τις αιτιάσεις και λαμβάνει την απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, δεν πρέπει να καθορίζει αποκλειστικά αυτή τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως αφορά τα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής. Συνεπώς, η αρχή αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις απαντήσεις των άλλων εμπλεκόμενων μερών στις αιτιάσεις που τους έχει απευθύνει η Επιτροπή.

    (βλ. σκέψη 89)

  10.  Στο πλαίσιο διαδικασίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις παλαιότερες αποφάσεις της, σχετικά με τη γνωστοποίηση του συνόλου των απαντήσεων σε ανακοίνωση αιτιάσεων, καθώς η νομιμότητα των αποφάσεών της κρίνεται μόνο βάσει των κανόνων στους οποίους υπόκειται αυτή, όπως είναι, ιδίως, ο κανονισμός 1/2003, ο κανονισμός 773/2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, και η ανακοίνωση της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ και του κανονισμού 139/2004, όπως αυτοί ερμηνεύονται από τον δικαστή της Ένωσης.

    (βλ. σκέψη 90)

  11.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 104)

  12.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 108-113, 258-259)

  13.  Ο έλεγχος της νομιμότητας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που διαθέτει ο δικαστής της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 17 παλαιότερα και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003 σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας, ο δικαστής δύναται, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή, προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση, και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Επομένως, ο έλεγχος που προβλέπουν οι Συνθήκες συνεπάγεται, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ο δικαστής της Ένωσης διενεργεί έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την επίδικη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό των προστίμων. Εξάλλου, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλει στον αποδέκτη της ανακοινώσεως αιτιάσεων να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει στη συνέχεια, κατά την ένδικη διαδικασία.

    Απόκειται, συνεπώς, στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εκτιμήσει αν το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παραβάσεως.

    Ωστόσο, προς διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 18, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να υποχρεώσει μια επιχείρηση να παράσχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με πραγματικά περιστατικά των οποίων μπορεί να λάβει γνώση και να της κοινοποιήσει, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υποχρεώνει την επιχείρηση να δώσει απαντήσεις από τις οποίες θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η Επιτροπή. Επομένως, η επιχείρηση προς την οποία η Επιτροπή απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, υπέχει υποχρέωση ενεργούς συνεργασίας, μπορεί δε να της επιβληθεί ειδικά, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, πρόστιμο έως το 1 % του κύκλου εργασιών της, αν παράσχει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, πληροφορία ανακριβή ή παραπλανητική. Κατά συνέπεια, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του τυχόν παράλειψη της επιχειρήσεως να συνεργαστεί και να προσαυξήσει, ως εκ τούτου, το πρόστιμο που έχει επιβληθεί λόγω παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση δεν έχει υποστεί κυρώσεις για την ίδια συμπεριφορά βάσει των διατάξεων του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

    Τούτο θα μπορούσε να συμβεί, π.χ., σε περίπτωση που μια επιχείρηση, σε απάντηση σχετικής αιτήσεως της Επιτροπής, παραλείψει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, να προσκομίσει κατά τη διοικητική διαδικασία στοιχεία καθοριστικής σημασίας για τον καθορισμό του προστίμου, τα οποία διέθετε ή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του τέτοια στοιχεία, εντούτοις η επιχείρηση που παρέθεσε τα στοιχεία αυτά μόνο κατά την ένδικη διαδικασία, θίγοντας έτσι τον σκοπό και την ομαλή διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να ληφθεί υπόψη το γεγονός αυτό κατά τον προσδιορισμό του ενδεδειγμένου προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο.

    (βλ. σκέψεις 116-119)

  14.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 140)

  15.  Για να χαρακτηρισθεί ως υποκινήτρια μιας συμπράξεως, μια επιχείρηση πρέπει να έχει εξωθήσει ή ενθαρρύνει άλλες επιχειρήσεις να συμπήξουν τη σύμπραξη ή να προσχωρήσουν σε αυτή. Αντιθέτως, δεν αρκεί η ως άνω επιχείρηση να συγκαταλέγεται απλώς μεταξύ των ιδρυτικών μελών της συμπράξεως. Ο χαρακτηρισμός αυτός πρέπει να επιφυλάσσεται για την επιχείρηση η οποία, ενδεχομένως, ανέλαβε την πρωτοβουλία, π.χ. προτείνοντας στην άλλη επιχείρηση τη δυνατότητα διαπράξεως συμπαιγνίας ή επιχειρώντας να πείσει την άλλη επιχείρηση να προσχωρήσει στην εν λόγω συμπαιγνία. Η Επιτροπή, πάντως, δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τη νομολογία της Ένωσης, να διαθέτει στοιχεία σχετικά με την υλοποίηση ή τη δημιουργία επουσιωδών πτυχών της συμπράξεως.

    Ο χαρακτηρισμός του υποκινητή σχετίζεται με το χρονικό σημείο της καταρτίσεως ή της διευρύνσεως μιας συμπράξεως, οπότε δεν αποκλείεται πλείονες επιχειρήσεις να έχουν ενεργήσει ταυτοχρόνως ως υποκινητές στο πλαίσιο μιας συμπράξεως.

    Εξάλλου, η Επιτροπή μπορεί, καταρχήν, να στηρίξει τον χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως υποκινήτριας μιας συμπράξεως σε ένα και μόνο γεγονός, υπό την προϋπόθεση ότι το μοναδικό αυτό στοιχείο αποδεικνύει με βεβαιότητα ότι η εν λόγω επιχείρηση παρακίνησε ή ενθάρρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπήξουν τη σύμπραξη ή να προσχωρήσουν σε αυτή.

    (βλ. σκέψεις 155-156)

  16.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 160-161)

  17.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 170-171)

  18.  Για να χαρακτηριστεί ως πρωτοστατούσα, η επιχείρηση πρέπει να αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για τη σύμπραξη ή να έχει ειδική και συγκεκριμένη ευθύνη ως προς τη λειτουργία της. Τούτο πρέπει να εξετάζεται σφαιρικά σε σχέση με το πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως. Ο χαρακτηρισμός αυτός δικαιολογείται από το γεγονός ότι η επιχείρηση, διά συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, έδωσε, χωρίς να υποχρεούται, σημαντική ώθηση στη σύμπραξη. Δικαιολογείται επίσης όταν διαπιστώνεται, βάσει συνόλου ενδείξεων, ότι η επιχείρηση είναι απολύτως αφοσιωμένη στην εξασφάλιση της σταθερότητας και της επιτυχίας της συμπράξεως.

    Τούτο ισχύει και όταν αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση μετείχε στις συναντήσεις της συμπράξεως εξ ονόματος άλλης επιχειρήσεως, η οποία απουσίαζε, και την ενημέρωνε σχετικά με τα αποτελέσματα των συναντήσεων αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση επιτελεί κεντρικό ρόλο για τη λειτουργία της συμπράξεως, διοργανώνοντας π.χ. μεγάλο αριθμό συναντήσεων, συγκεντρώνοντας και διανέμοντας στοιχεία στο πλαίσιο της συμπράξεως, και διατυπώνοντας συχνά προτάσεις σχετικά με τη λειτουργία της συμπράξεως.

    Εξάλλου, το γεγονός ότι η επιχείρηση μεριμνά ενεργώς για την τήρηση των συμφωνιών που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της συμπράξεως αποτελεί καθοριστικής σημασίας ένδειξη για τον χαρακτηρισμό της ως πρωτοστατούσας.

    Αντιθέτως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση ασκεί πιέσεις ή και υπαγορεύει στους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη πώς πρέπει να ενεργήσουν δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε τον χαρακτηρισμό της ως πρωτοστατούσας στη σύμπραξη. Η θέση της επιχειρήσεως στην αγορά ή οι πόροι που αυτή διαθέτει επίσης δεν αποτελούν ενδείξεις ότι πρόκειται για επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση, έστω και αν αποτελούν μέρος του πλαισίου εντός του οποίου οι ενδείξεις αυτές πρέπει να εξετάζονται.

    Η Επιτροπή μπορεί να χαρακτηρίσει πλείονες επιχειρήσεις ως πρωτοστατούσες στην παράβαση.

    (βλ. σκέψεις 198-202)

  19.  Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας που αντλεί από το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, είναι αρμόδιο να εξετάζει τον πρόσφορο χαρακτήρα των προστίμων, λαμβάνοντας υπόψη του, μεταξύ άλλων, πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία δεν αναφέρονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή στην απόφαση της Επιτροπής.

    (βλ. σκέψη 220)

  20.  Δεδομένου ότι, κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης, οι εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, εφόσον δεν καθορίζουν αυτοτελώς τη συμπεριφορά τους στην αγορά, θεωρείται ότι αποτελούν οικονομική ενότητα και, επομένως, ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, οπότε η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο στη μητρική εταιρία για τις πρακτικές των εταιριών του ομίλου, η Επιτροπή μπορεί ορθώς να θεωρήσει ότι συντρέχει υποτροπή, εφόσον μία από τις θυγατρικές της μητρικής εταιρίας διαπράττει παράβαση παρόμοια με αυτή για την οποία είχε προηγουμένως τιμωρηθεί άλλη θυγατρική.

    Εξάλλου, εφόσον η Επιτροπή έχει την ευχέρεια, αλλά όχι και την υποχρέωση, να καταλογίσει την ευθύνη για μια παράβαση στη μητρική εταιρία το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε καταλογισμό τέτοιας ευθύνης με παλαιότερη απόφασή της δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της.

    Επομένως, σε περίπτωση που η θυγατρική που αποτέλεσε αντικείμενο παλαιότερης αποφάσεως και η θυγατρική που αποτελεί αντικείμενο νέας αποφάσεως της Επιτροπής ανήκουν εμμέσως κατά 100 % στις ίδιες μητρικές εταιρίες, το γεγονός ότι η Επιτροπή, με την παλαιότερη απόφασή της καταλόγισε την παράβαση στην πρώτη θυγατρική, αντί στις μητρικές εταιρίες, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της σχετικής με την υποτροπή νομολογίας στο πλαίσιο της νέας αποφάσεως. Εξάλλου, η εξαφάνιση μιας εκ των μητρικών εταιριών δεν επηρεάζει τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της επιχειρήσεως που εξακολουθεί να υφίσταται ως υπότροπης.

    Τέλος, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παραθέτει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η εν λόγω μητρική εταιρία όντως ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής που είχε υποπέσει στις παραβάσεις και είχε αποτελέσει αντικείμενο της παλαιότερης αποφάσεως, εφόσον η θυγατρική αυτή, κατά τον χρόνο διαπράξεως των παραβάσεων, ανήκε εξ ολοκλήρου από κοινού στις δύο προαναφερθείσες μητρικές εταιρίες.

    (βλ. σκέψεις 248, 250, 252-253, 255, 263)

  21.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 267-268)

  22.  Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει μεταξύ άλλων να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, πρέπει να κρίνεται παραδεκτός ο ισχυρισμός με τον οποίο αναπτύσσεται ένας λόγος που, άμεσα ή έμμεσα, προβλήθηκε προηγουμένως με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και ο οποίος συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν.

    Εξάλλου, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας τους, ο δικαστής μπορεί να δέχεται νέους λόγους ή επιχειρήματα, υπό τη διττή προϋπόθεση ότι αυτά είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς και δεν στηρίζονται σε λόγο σχετικό με έλλειψη νομιμότητας διαφορετικό από τους προβληθέντες με το δικόγραφο της προσφυγής.

    (βλ. σκέψεις 271-272)

Top

Υπόθεση T-343/06

Shell Petroleum NV κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ολλανδική αγορά της πίσσας οδοποιίας — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Καταλογισμόςτης παραβάσεως — Από κοινού έλεγχος — Πρόστιμα — Επιβαρυντικές περιστάσεις — Επιχείρηση που υποκινεί την παράβαση ή πρωτοστατεί σε αυτή — Υποτροπή — Διάρκεια της παραβάσεως — Δικαιώματα άμυνας — Πλήρης δικαιοδοσία — Συμπεριφορά της επιχειρήσεως κατά τη διοικητική διαδικασία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)της 27ης Σεπτεμβρίου 2012

  1. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου – Δυνατότητα της Επιτροπής να στηρίξει το τεκμήριο σε πραγματικά στοιχεία που αποδεικνύουν την πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής – Δεν απαιτείται

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  2. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου – Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, της εταιρίας που επιδιώκει να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

  3. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου – Θυγατρική που ανήκει σε δύο μητρικές εταιρίες – Εξαφάνιση μιας εκ των μητρικών εταιριών κατά τη διοικητική διαδικασία – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  4. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου – Έμμεση κατοχή του κεφαλαίου της θυγατρικής – Όμιλος που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό εταιριών εκμεταλλεύσεως

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  5. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Έλεγχος της μητρικής εταιρίας επί της θυγατρικής – Συσχετισμός με την παράνομη συμπεριφορά της θυγατρικής – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  6. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Γνωστοποίηση των απαντήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων – Προϋποθέσεις – Όρια – Σχετικά σημεία της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως – Νομιμότητα

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημείο 27)

  7. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Μη συστηματική κοινοποίηση των απαντήσεων σε ανακοίνωση αιτιάσεων – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημεία 8 και 27)

  8. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Απάντηση σε ανακοίνωση αιτιάσεων – Έγγραφο που χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο – Υποχρέωση συστηματικής κοινοποιήσεως ολοκλήρου του εγγράφου αυτού – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημεία 8 και 27)

  9. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Έγγραφα χρήσιμα για την άμυνα – Εκτίμηση μόνον από την Επιτροπή – Δεν επιτρέπεται – Αρχή μη εφαρμοστέα ως προς τις απαντήσεις των εμπλεκομένων στην ανακοίνωση αιτιάσεων

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

  10. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων – Ενδεικτική σημασία

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημεία 8 και 27)

  11. Προσφυγή ακυρώσεως – Έλεγχος της νομιμότητας – Κριτήρια – Συνεκτίμηση μόνον των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης πράξεως

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

  12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Επαρκής ένδειξη – Μεταγενέστερη γνωστοποίηση ακριβέστερων στοιχείων, που συμπληρώνουν ήδη επαρκή αιτιολογία – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 253 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

  13. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Συνεκτίμηση παραλείψεως της επιχειρήσεως όσον αφορά τη συνεργασία της κατά τη διοικητική διαδικασία – Προσαύξηση του προστίμου – Προϋπόθεση

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 17, και 1/2003, άρθρα 18 §§ 2 και 3, 23 § 1, και 31)

  14. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση ή την υποκινεί – Απαραίτητη διάκριση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2, εδ. 3)

  15. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που υποκινεί την παράβαση – Έννοια – Απόδειξη στηριζόμενη σε ένα μόνο γεγονός – Επιτρέπεται – Προϋπόθεση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  16. Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Μαρτυρίες εργαζομένων της επιχειρήσεως που εμπλέκεται στην παράβαση – Παραδεκτό – Αποδεικτική αξία – Αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων

    (Άρθρο 81 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 68 έως 76)

  17. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ακροάσεις – Ακροάσεις ορισμένων προσώπων – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

  18. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση – Έννοια – Κριτήρια προσδιορισμού

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  19. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Συνεκτίμηση συμπληρωματικών στοιχείων που δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή στην απόφαση

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

  20. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Παρόμοιες παραβάσεις που διαπράχθηκαν διαδοχικά από δύο θυγατρικές της ίδιας μητρικής εταιρίας – Προγενέστερη απόφαση που δεν καταλογίζει στη μητρική εταιρία την παράβαση – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  21. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Συντελεστής προσαυξήσεως του βασικού ποσού του προστίμου – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  22. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Συνεκτίμηση στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γʹ, και 48 § 2)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 36-41)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 2, 54, 60)

  3.  Στον τομέα του ανταγωνισμού, εφόσον δύο εταιρίες κατέχουν από κοινού το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής, το γεγονός και μόνον ότι μία από τις δύο αυτές εταιρίες έχει παύσει να υφίσταται δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή του τεκμηρίου ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής, διότι δεν πρέπει οι επιχειρήσεις να αποφεύγουν τις κυρώσεις απλώς και μόνον επειδή μεταβλήθηκε η ταυτότητά τους λόγω αναδιαρθρώσεων, εκχωρήσεων ή άλλων νομικών ή οργανωτικών αλλαγών, διότι έτσι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ο σκοπός της καταστολής των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών και της αποτροπής της επανάληψής τους με την επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων.

    Εξάλλου, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει το τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της θυγατρικής όταν οι μητρικές εταιρίες είναι δύο, εφόσον πρόκειται για περίπτωση ανάλογη προς εκείνη στην οποία η θυγατρική ανήκει εξ ολοκλήρου σε μία μόνο μητρική εταιρία.

    (βλ. σκέψεις 44-45)

  4.  Στον τομέα του ανταγωνισμού, η ύπαρξη ενδιάμεσων εταιριών μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το ενδεχόμενο εφαρμογής του τεκμηρίου ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής που της ανήκει εξ ολοκλήρου. Εξάλλου, μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία ευθύνη για παράβαση της θυγατρικής ακόμη και όταν στον όμιλο υπάρχουν πολλές εταιρίες εκμεταλλεύσεως.

    (βλ. σκέψη 52)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 61)

  6.  Στο πλαίσιο διαδικασίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει γνώση, μέσω της ανακοινώσεως αιτιάσεων, των κρίσιμων στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας στην αρχή μόλις του σταδίου αυτού. Συνεπώς, η απάντηση των άλλων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, καταρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι διάδικοι. Πάντως, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα χωρίο απάντησης σε ανακοίνωση των αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση για να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις λοιπές εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις να εκφράσουν την άποψή τους επ’ αυτού του αποδεικτικού στοιχείου. Το ίδιο ισχύει και όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε ένα τέτοιο έγγραφο, προκειμένου να αποδείξει ότι μια από τις επιχειρήσεις αυτές υποκίνησε την παράβαση ή πρωτοστάτησε σε αυτή.

    Το περιεχόμενο του σημείου 27 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ και του κανονισμού 139/2004 του Συμβουλίου είναι σύμφωνο με τη νομολογία κατά την οποία, μολονότι οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν εν γένει πρόσβαση στις απαντήσεις άλλων ενδιαφερομένων στην ανακοίνωση αιτιάσεων, εντούτοις κάποιος ενδιαφερόμενος μπορεί να έχει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, εφόσον αυτά αποτελούν νέα, απαλλακτικά ή επιβαρυντικά, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται σε βάρος του με την ανακοίνωση αιτιάσεων.

    (βλ. σκέψεις 84-85)

  7.  Στον τομέα του ανταγωνισμού, η μη συστηματική γνωστοποίηση των απαντήσεων άλλων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν παραβιάζει την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει, κατά τη διοικητική διαδικασία, να γνωστοποιεί στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις όλα τα περιστατικά, τις περιστάσεις και τα έγγραφα στα οποία στηρίζεται, ώστε οι εν λόγω επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των περιστατικών, των περιστάσεων και των εγγράφων στα οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις της Επιτροπής.

    Η άρνηση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει έγγραφα μεταγενέστερα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος από μια εταιρία, στερείται νομιμότητας, προκειμένου περί εγγράφου απαλλακτικού χαρακτήρα, μόνον αν η εν λόγω εταιρία αποδείξει ότι η μη γνωστοποίηση του εγγράφου έχει ενδεχομένως επηρεάσει σε βάρος της την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 86, 88)

  8.  Στο πλαίσιο διαδικασίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, έγγραφο μεταγενέστερο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, το οποίο η Επιτροπή επικαλείται ως αποδεικτικό στοιχείο με την απόφασή της, δεν απαιτείται να γνωστοποιείται εξ ολοκλήρου στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή, προκειμένου να δώσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της επί του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου, υποχρεούται να της γνωστοποιήσει μόνον το κρίσιμο απόσπασμα του εγγράφου, καθώς και το πλαίσιό του, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για την κατανόησή του.

    (βλ. σκέψη 87)

  9.  Στο πλαίσιο διαδικασίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η αρχή κατά την οποία η Επιτροπή, η οποία κοινοποιεί τις αιτιάσεις και λαμβάνει την απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, δεν πρέπει να καθορίζει αποκλειστικά αυτή τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως αφορά τα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής. Συνεπώς, η αρχή αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις απαντήσεις των άλλων εμπλεκόμενων μερών στις αιτιάσεις που τους έχει απευθύνει η Επιτροπή.

    (βλ. σκέψη 89)

  10.  Στο πλαίσιο διαδικασίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις παλαιότερες αποφάσεις της, σχετικά με τη γνωστοποίηση του συνόλου των απαντήσεων σε ανακοίνωση αιτιάσεων, καθώς η νομιμότητα των αποφάσεών της κρίνεται μόνο βάσει των κανόνων στους οποίους υπόκειται αυτή, όπως είναι, ιδίως, ο κανονισμός 1/2003, ο κανονισμός 773/2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, και η ανακοίνωση της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ και του κανονισμού 139/2004, όπως αυτοί ερμηνεύονται από τον δικαστή της Ένωσης.

    (βλ. σκέψη 90)

  11.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 104)

  12.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 108-113, 258-259)

  13.  Ο έλεγχος της νομιμότητας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που διαθέτει ο δικαστής της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 17 παλαιότερα και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003 σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας, ο δικαστής δύναται, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή, προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση, και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Επομένως, ο έλεγχος που προβλέπουν οι Συνθήκες συνεπάγεται, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ο δικαστής της Ένωσης διενεργεί έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την επίδικη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό των προστίμων. Εξάλλου, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλει στον αποδέκτη της ανακοινώσεως αιτιάσεων να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει στη συνέχεια, κατά την ένδικη διαδικασία.

    Απόκειται, συνεπώς, στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εκτιμήσει αν το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παραβάσεως.

    Ωστόσο, προς διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 18, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να υποχρεώσει μια επιχείρηση να παράσχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με πραγματικά περιστατικά των οποίων μπορεί να λάβει γνώση και να της κοινοποιήσει, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υποχρεώνει την επιχείρηση να δώσει απαντήσεις από τις οποίες θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η Επιτροπή. Επομένως, η επιχείρηση προς την οποία η Επιτροπή απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, υπέχει υποχρέωση ενεργούς συνεργασίας, μπορεί δε να της επιβληθεί ειδικά, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, πρόστιμο έως το 1 % του κύκλου εργασιών της, αν παράσχει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, πληροφορία ανακριβή ή παραπλανητική. Κατά συνέπεια, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του τυχόν παράλειψη της επιχειρήσεως να συνεργαστεί και να προσαυξήσει, ως εκ τούτου, το πρόστιμο που έχει επιβληθεί λόγω παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση δεν έχει υποστεί κυρώσεις για την ίδια συμπεριφορά βάσει των διατάξεων του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

    Τούτο θα μπορούσε να συμβεί, π.χ., σε περίπτωση που μια επιχείρηση, σε απάντηση σχετικής αιτήσεως της Επιτροπής, παραλείψει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, να προσκομίσει κατά τη διοικητική διαδικασία στοιχεία καθοριστικής σημασίας για τον καθορισμό του προστίμου, τα οποία διέθετε ή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του τέτοια στοιχεία, εντούτοις η επιχείρηση που παρέθεσε τα στοιχεία αυτά μόνο κατά την ένδικη διαδικασία, θίγοντας έτσι τον σκοπό και την ομαλή διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να ληφθεί υπόψη το γεγονός αυτό κατά τον προσδιορισμό του ενδεδειγμένου προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο.

    (βλ. σκέψεις 116-119)

  14.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 140)

  15.  Για να χαρακτηρισθεί ως υποκινήτρια μιας συμπράξεως, μια επιχείρηση πρέπει να έχει εξωθήσει ή ενθαρρύνει άλλες επιχειρήσεις να συμπήξουν τη σύμπραξη ή να προσχωρήσουν σε αυτή. Αντιθέτως, δεν αρκεί η ως άνω επιχείρηση να συγκαταλέγεται απλώς μεταξύ των ιδρυτικών μελών της συμπράξεως. Ο χαρακτηρισμός αυτός πρέπει να επιφυλάσσεται για την επιχείρηση η οποία, ενδεχομένως, ανέλαβε την πρωτοβουλία, π.χ. προτείνοντας στην άλλη επιχείρηση τη δυνατότητα διαπράξεως συμπαιγνίας ή επιχειρώντας να πείσει την άλλη επιχείρηση να προσχωρήσει στην εν λόγω συμπαιγνία. Η Επιτροπή, πάντως, δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τη νομολογία της Ένωσης, να διαθέτει στοιχεία σχετικά με την υλοποίηση ή τη δημιουργία επουσιωδών πτυχών της συμπράξεως.

    Ο χαρακτηρισμός του υποκινητή σχετίζεται με το χρονικό σημείο της καταρτίσεως ή της διευρύνσεως μιας συμπράξεως, οπότε δεν αποκλείεται πλείονες επιχειρήσεις να έχουν ενεργήσει ταυτοχρόνως ως υποκινητές στο πλαίσιο μιας συμπράξεως.

    Εξάλλου, η Επιτροπή μπορεί, καταρχήν, να στηρίξει τον χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως υποκινήτριας μιας συμπράξεως σε ένα και μόνο γεγονός, υπό την προϋπόθεση ότι το μοναδικό αυτό στοιχείο αποδεικνύει με βεβαιότητα ότι η εν λόγω επιχείρηση παρακίνησε ή ενθάρρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπήξουν τη σύμπραξη ή να προσχωρήσουν σε αυτή.

    (βλ. σκέψεις 155-156)

  16.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 160-161)

  17.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 170-171)

  18.  Για να χαρακτηριστεί ως πρωτοστατούσα, η επιχείρηση πρέπει να αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για τη σύμπραξη ή να έχει ειδική και συγκεκριμένη ευθύνη ως προς τη λειτουργία της. Τούτο πρέπει να εξετάζεται σφαιρικά σε σχέση με το πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως. Ο χαρακτηρισμός αυτός δικαιολογείται από το γεγονός ότι η επιχείρηση, διά συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, έδωσε, χωρίς να υποχρεούται, σημαντική ώθηση στη σύμπραξη. Δικαιολογείται επίσης όταν διαπιστώνεται, βάσει συνόλου ενδείξεων, ότι η επιχείρηση είναι απολύτως αφοσιωμένη στην εξασφάλιση της σταθερότητας και της επιτυχίας της συμπράξεως.

    Τούτο ισχύει και όταν αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση μετείχε στις συναντήσεις της συμπράξεως εξ ονόματος άλλης επιχειρήσεως, η οποία απουσίαζε, και την ενημέρωνε σχετικά με τα αποτελέσματα των συναντήσεων αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση επιτελεί κεντρικό ρόλο για τη λειτουργία της συμπράξεως, διοργανώνοντας π.χ. μεγάλο αριθμό συναντήσεων, συγκεντρώνοντας και διανέμοντας στοιχεία στο πλαίσιο της συμπράξεως, και διατυπώνοντας συχνά προτάσεις σχετικά με τη λειτουργία της συμπράξεως.

    Εξάλλου, το γεγονός ότι η επιχείρηση μεριμνά ενεργώς για την τήρηση των συμφωνιών που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της συμπράξεως αποτελεί καθοριστικής σημασίας ένδειξη για τον χαρακτηρισμό της ως πρωτοστατούσας.

    Αντιθέτως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση ασκεί πιέσεις ή και υπαγορεύει στους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη πώς πρέπει να ενεργήσουν δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε τον χαρακτηρισμό της ως πρωτοστατούσας στη σύμπραξη. Η θέση της επιχειρήσεως στην αγορά ή οι πόροι που αυτή διαθέτει επίσης δεν αποτελούν ενδείξεις ότι πρόκειται για επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση, έστω και αν αποτελούν μέρος του πλαισίου εντός του οποίου οι ενδείξεις αυτές πρέπει να εξετάζονται.

    Η Επιτροπή μπορεί να χαρακτηρίσει πλείονες επιχειρήσεις ως πρωτοστατούσες στην παράβαση.

    (βλ. σκέψεις 198-202)

  19.  Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας που αντλεί από το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, είναι αρμόδιο να εξετάζει τον πρόσφορο χαρακτήρα των προστίμων, λαμβάνοντας υπόψη του, μεταξύ άλλων, πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία δεν αναφέρονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή στην απόφαση της Επιτροπής.

    (βλ. σκέψη 220)

  20.  Δεδομένου ότι, κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης, οι εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, εφόσον δεν καθορίζουν αυτοτελώς τη συμπεριφορά τους στην αγορά, θεωρείται ότι αποτελούν οικονομική ενότητα και, επομένως, ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, οπότε η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο στη μητρική εταιρία για τις πρακτικές των εταιριών του ομίλου, η Επιτροπή μπορεί ορθώς να θεωρήσει ότι συντρέχει υποτροπή, εφόσον μία από τις θυγατρικές της μητρικής εταιρίας διαπράττει παράβαση παρόμοια με αυτή για την οποία είχε προηγουμένως τιμωρηθεί άλλη θυγατρική.

    Εξάλλου, εφόσον η Επιτροπή έχει την ευχέρεια, αλλά όχι και την υποχρέωση, να καταλογίσει την ευθύνη για μια παράβαση στη μητρική εταιρία το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε καταλογισμό τέτοιας ευθύνης με παλαιότερη απόφασή της δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της.

    Επομένως, σε περίπτωση που η θυγατρική που αποτέλεσε αντικείμενο παλαιότερης αποφάσεως και η θυγατρική που αποτελεί αντικείμενο νέας αποφάσεως της Επιτροπής ανήκουν εμμέσως κατά 100 % στις ίδιες μητρικές εταιρίες, το γεγονός ότι η Επιτροπή, με την παλαιότερη απόφασή της καταλόγισε την παράβαση στην πρώτη θυγατρική, αντί στις μητρικές εταιρίες, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της σχετικής με την υποτροπή νομολογίας στο πλαίσιο της νέας αποφάσεως. Εξάλλου, η εξαφάνιση μιας εκ των μητρικών εταιριών δεν επηρεάζει τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της επιχειρήσεως που εξακολουθεί να υφίσταται ως υπότροπης.

    Τέλος, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παραθέτει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η εν λόγω μητρική εταιρία όντως ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής που είχε υποπέσει στις παραβάσεις και είχε αποτελέσει αντικείμενο της παλαιότερης αποφάσεως, εφόσον η θυγατρική αυτή, κατά τον χρόνο διαπράξεως των παραβάσεων, ανήκε εξ ολοκλήρου από κοινού στις δύο προαναφερθείσες μητρικές εταιρίες.

    (βλ. σκέψεις 248, 250, 252-253, 255, 263)

  21.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 267-268)

  22.  Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει μεταξύ άλλων να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, πρέπει να κρίνεται παραδεκτός ο ισχυρισμός με τον οποίο αναπτύσσεται ένας λόγος που, άμεσα ή έμμεσα, προβλήθηκε προηγουμένως με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και ο οποίος συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν.

    Εξάλλου, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας τους, ο δικαστής μπορεί να δέχεται νέους λόγους ή επιχειρήματα, υπό τη διττή προϋπόθεση ότι αυτά είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς και δεν στηρίζονται σε λόγο σχετικό με έλλειψη νομιμότητας διαφορετικό από τους προβληθέντες με το δικόγραφο της προσφυγής.

    (βλ. σκέψεις 271-272)

Top