Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009TJ0352

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση T-352/09

Novácke chemické závody a.s.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά του ανθρακασβεστίου και του μαγνησίου για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία εντός του ΕΟΧ, πλην της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Καθορισμός τιμών και κατανομή της αγοράς — Πρόστιμα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Αναλογικότητα — Ίση μεταχείριση — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων — Ικανότητα πληρωμής»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2012

  1. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Συνεκτίμηση των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού – Τήρηση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 37)

  2. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία – Περιεχόμενο – Προσαύξηση του προστίμου που επιβλήθηκε σε άλλες επιχειρήσεις στις οποίες δεν παρασχέθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις συναφώς – Αποκλείεται

    (Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

  3. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Εφαρμογή ίδιου ποσοστού για όλους τους μετέχοντες σε σύμπραξη – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 4, 19, 21 και 25)

  4. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου – Ειδική προσαύξηση για τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ιδιαίτερα μεγάλο κύκλο εργασιών – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 30)

  5. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση με ηγετικό ρόλο στην παράβαση – Έννοια – Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

  6. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Άγνοια του παράνομου χαρακτήρα σύμπραξης που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού – Παράβαση διαπραχθείσα εκ προθέσεως – Δεν εμπίπτει

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

  7. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παθητικός ή μιμητικός ρόλος της επιχειρήσεως – Περίσταση μη περιλαμβανόμενη στις νέες κατευθυντήριες γραμμές – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

  8. Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Χρήση, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, δηλώσεων επιχειρήσεως τις οποίες συνέλεξε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως για την επιείκεια – Παραβίαση της αρχής «ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί» ως προς την επιχείρηση αυτή – Δεν υφίσταται

    (Ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03 και 2006/C 298/11, σημείο 31)

  9. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως για την επιείκεια – Εμπίπτει – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 81 ΕΚ· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03 και 2006/C 210/02, σημείο 29)

  10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατευθυντήριες γραμμές εκδοθείσες από την Επιτροπή – Δυνατότητα της Επιτροπής να παρεκκλίνει από τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές – Όρια – Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Συνεκτίμηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μιας επιχειρήσεως, σε σχέση ιδίως με τον κίνδυνο το πρόστιμο να είναι δυσανάλογο

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 37)

  11. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβολή προστίμου σε μικρή ή μεσαία επιχείρηση – Πρόστιμο υψηλότερο, ως ποσοστό επί του κύκλου εργασιών, από το επιβληθέν σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν στην ίδια παράβαση – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

  12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέγιστο ύψος – Επιβολή προστίμου σε μικρή ή μεσαία επιχείρηση – Πρόστιμο το οποίο αντιπροσωπεύει ποσοστό που προσεγγίζει κατά πολύ το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της εν λόγω επιχειρήσεως – Ποσοστό ανώτερο από το επιβληθέν σε λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη – Παραβίαση, εξ αυτού του λόγου, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

  13. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως της ελλειμματικής οικονομικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως – Δεν υφίσταται – Πραγματική ικανότητα πληρωμών της επιχειρήσεως σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο – Συνεκτίμηση – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 35)

  14. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Επαρκής ένδειξη

    (Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

  15. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καταλληλότητα – Δικαστικός έλεγχος – Στοιχεία δυνάμενα να ληφθούν υπόψη από τον δικαστή της Ένωσης – Πληροφοριακά στοιχεία μη περιλαμβανόμενα στην απόφαση περί επιβολής προστίμου και μη απαιτούμενα προς αιτιολόγησή της – Εμπίπτουν

    (Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 και 31)

  16. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Σκοποί – Απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού – Παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, ΕΚ – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 3 § 1, στοιχείο ζʹ, ΕΚ)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 43-48)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 49-51, 55, 56)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 58-61)

  4.  Το σημείο 30 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση της Επιτροπής να αυξάνει το πρόστιμο που επιβάλλει σε επιχείρηση η οποία έχει ιδιαίτερα μεγάλο κύκλο εργασιών πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται η παράβαση.

    Συναφώς, μολονότι από το εν λόγω σημείο προκύπτει ότι μια τέτοια αύξηση ενδέχεται να είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο πρόστιμο αυτό, εντούτοις, δεν συνάγεται ότι, αντιστρόφως, το πρόστιμο που δεν αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης δεν θα παραγάγει επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι της εν λόγω επιχείρησης. Συγκεκριμένα, το πρόστιμο το οποίο καθορίζεται βάσει της μεθόδου που καθιερώνουν οι κατευθυντήριες γραμμές αντιπροσωπεύει, καταρχήν, σημαντικό ποσοστό της αξίας των πωλήσεων τις οποίες έχει πραγματοποιήσει η οικεία επιχείρηση στον τομέα που αφορά η παράβαση. Επομένως, εξαιτίας του προστίμου, τα οφέλη της εν λόγω επιχείρησης στον τομέα αυτόν θα μειωθούν σημαντικά, ενώ ενδέχεται να υποστεί και ζημίες. Ακόμη και αν ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η επιχείρηση στον τομέα αυτό αντιπροσωπεύει μικρό μόνο τμήμα του συνολικού κύκλου εργασιών της, δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί ότι η μείωση των κερδών που πραγματοποιούνται στον οικείο τομέα, και κατά μείζονα λόγο η μετατροπή τους σε ζημίες, θα έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα κατά το μέτρο που, καταρχήν, μια εμπορική επιχείρηση δραστηριοποιείται σε συγκεκριμένο τομέα με σκοπό την αποκόμιση κέρδους.

    Επομένως, όταν μια επιχείρηση δεν επικαλείται συγκεκριμένα στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η Επιτροπή όφειλε εν προκειμένω να έχει κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, αλλά στοιχεία που συνιστούν αόριστες παραπομπές στον φερόμενο ως σημαντικό συνολικό κύκλο εργασιών ορισμένων μετεχόντων στη σύμπραξη, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί για τον λόγο αυτό να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας.

    (βλ. σκέψεις 62-64)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 76-80)

  6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 84-89)

  7.  Το σημείο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει τη διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου αναλόγως ορισμένων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, οι οποίες είναι ιδιάζουσες για κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση. Το σημείο αυτό καταρτίζει, ειδικότερα, ένα μη εξαντλητικό κατάλογο ελαφρυντικών περιστάσεων που δύνανται να ληφθούν υπόψη. Ωστόσο, ο αποκλειστικά παθητικός ή μιμητικός ρόλος μιας επιχείρησης στη διάπραξη της παραβάσεως δεν απαριθμείται στον μη εξαντλητικό αυτό κατάλογο, παρά το γεγονός ότι προβλεπόταν ρητώς ως ελαφρυντική περίσταση από την παράγραφο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

    Συναφώς, μολονότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες που η ίδια επιβάλλει στον εαυτό της, αντιθέτως, έχει την εξουσία να τροποποιεί και να αντικαθιστά τους κανόνες αυτούς. Σε μια περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των νέων κανόνων, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν συνεκτίμησε ελαφρυντική περίσταση μη προβλεπόμενη από τους νέους κανόνες, για τον λόγο και μόνον ότι προβλεπόταν από τους παλαιούς. Συγκεκριμένα, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή είχε θεωρήσει, κατά την πρακτική που ακολουθούσε προηγουμένως για τη λήψη των αποφάσεών της, ότι ορισμένα στοιχεία συνιστούσαν ελαφρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση του προστίμου δεν συνεπάγεται ότι είναι υποχρεωμένη να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της.

    Γεγονός παραμένει ωστόσο ότι η απαρίθμηση του σημείου 29 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή δεν είναι εξαντλητική. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν περιλαμβάνουν μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων τον παθητικό ρόλο μιας επιχείρησης που μετέσχε σε παράβαση δεν εμποδίζει τη συνεκτίμηση του γεγονότος αυτού, εφόσον είναι ικανό να αποδείξει ότι η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της εν λόγω επιχείρησης στην παράβαση είναι ελάσσονος σημασίας.

    (βλ. σκέψεις 92-94)

  8.  Η συνεργασία βάσει της ανακοίνωσης του 2002 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) έχει αμιγώς εκούσιο χαρακτήρα ως προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση ουδόλως υποχρεούται να παράσχει στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη σύμπραξης. Επομένως, ο βαθμός συνεργασίας που επιθυμεί να επιδείξει η επιχείρηση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας εμπίπτει στην ελεύθερη επιλογή της και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλεται από την εν λόγω ανακοίνωση.

    Επιπλέον, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης του 2006 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ), υπό το πρίσμα του σημείου της 31, μια επιχείρηση η οποία αποφασίζει να υποβάλει δήλωση με σκοπό να της χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου έχει επίγνωση του γεγονότος ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η μείωση θα της χορηγηθεί μόνον αν πληρούνται, κατά την Επιτροπή, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση, η εν λόγω δήλωση θα αποτελέσει εν πάση περιπτώσει στοιχείο του φακέλου δυνάμενο να προβληθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, ακόμη και κατά του συντάκτη της.

    Επομένως, έχοντας επιλέξει ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση να υποβάλει τέτοια δήλωση, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται την αρχή «ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί» δυνάμει της οποίας, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει σε μια επιχείρηση την υποχρέωση να δώσει απαντήσεις από τις οποίες το θεσμικό αυτό όργανο θα μπορούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, το υποστατό της οποίας οφείλει να αποδεικνύει η ίδια η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, μια επιχείρηση η οποία υποβάλλει αίτηση επιείκειας αυτοβούλως και χωρίς να έχει σχετική υποχρέωση, δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε στην αίτηση επιείκειας με τα έγγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    (βλ. σκέψεις 110-113)

  9.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 114, 115)

  10.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 135-148)

  11.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 158-160)

  12.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 161-164)

  13.  Η Επιτροπή δεν είναι καταρχήν υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα συνεπαγόταν αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς.

    Επιπλέον, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει το ενδεχόμενο ένα μέτρο λαμβανόμενο από αρχή της Ένωσης να προκαλέσει την πτώχευση ή την εκκαθάριση επιχείρησης. Συγκεκριμένα, η εκκαθάριση επιχείρησης με την υπό εξέταση νομική της μορφή, μολονότι μπορεί να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίων, των μετόχων ή των κατόχων μεριδίων, εντούτοις δεν συνεπάγεται ότι τα προσωπικά, υλικά και άυλα στοιχεία της επιχείρησης χάνουν και αυτά την αξία τους.

    Με τη θέσπιση του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δεν επέβαλε στον εαυτό της υποχρέωση που προσκρούει προς τις ανωτέρω αρχές. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το εν λόγω σημείο δεν μνημονεύει την πτώχευση επιχείρησης, αλλά αφορά μια κατάσταση, επελθούσα «σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο», κατά την οποία η επιβολή προστίμου «θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της».

    Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι η επιβολή προστίμου για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού ενδέχεται να προκαλέσει πτώχευση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης δεν αρκεί, όσον αφορά την εφαρμογή του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών. Συγκεκριμένα, μολονότι η πτώχευση επιχείρησης θίγει τα οικονομικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων κυρίων ή μετόχων, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την εξαφάνιση της οικείας επιχείρησης. Η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται είτε, σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης της κηρυχθείσας σε πτώχευση εταιρίας, ως νομικό πρόσωπο που ασκεί την εκμετάλλευση της επιχείρησης, είτε, σε περίπτωση ολικής εξαγοράς από μια άλλη οντότητα των στοιχείων του ενεργητικού της και, κατά συνέπεια, της επιχείρησης, ως οντότητας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Η ολική αυτή εξαγορά μπορεί να είναι αποτέλεσμα είτε εκούσιας αγοράς είτε αναγκαστικής εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της πτωχεύσασας εταιρίας, με εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης.

    Ως εκ τούτου, το σημείο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών έχει την έννοια, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της παραπομπής στην ολική απώλεια της αξίας του ενεργητικού της οικείας εταιρίας, ότι αφορά την κατάσταση κατά την οποία είναι απίθανη, αν όχι αδύνατη, η εξαγορά της επιχείρησης, ή τουλάχιστον των στοιχείων του ενεργητικού της. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της πτωχεύσασας επιχείρησης προσφέρονται προς πώληση ένα προς ένα και είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα ευρεθεί ενδιαφερόμενος αγοραστής ή ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα πωληθούν σε κατά πολύ μειωμένη τιμή, οπότε είναι θεμιτό να γίνεται λόγος, όπως στο σημείο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών, για ολική απώλεια της αξίας τους.

    Εκτός αυτού, η εφαρμογή του εν λόγω σημείου των κατευθυντηρίων γραμμών απαιτεί επίσης, σύμφωνα με το γράμμα του, την ύπαρξη «συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου». Το πλαίσιο αυτό μπορεί να το διαμορφώνουν οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η πληρωμή του προστίμου, ιδίως δε όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση των οικονομικών κλάδων από τους οποίους προμηθεύεται και τους οποίους προμηθεύει η σχετική επιχείρηση.

    (βλ. σκέψεις 186-190, 192)

  14.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 203, 204, 207)

  15.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 212)

  16.  Προβλέποντας τη θέσπιση καθεστώτος που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, ΕΚ απαιτεί, κατά μείζονα λόγο, τη μη εξάλειψη του ανταγωνισμού. Αυτή η απαίτηση είναι τόσο ουσιώδης, ώστε χωρίς αυτή πολυάριθμες διατάξεις της Συνθήκης δεν θα είχαν αντικείμενο. Επομένως, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που επιτρέπει η Συνθήκη υπό ορισμένες προϋποθέσεις, για λόγους που απορρέουν από την ανάγκη συμβιβασμού των διαφόρων επιδιωκόμενων σκοπών, έχουν ως όριο την ανωτέρω απαίτηση, η υπέρβαση δε του ορίου αυτού θα ενείχε τον κίνδυνο να θιγούν οι σκοποί της κοινής αγοράς από την κάμψη της λειτουργίας του ανταγωνισμού.

    Εντούτοις, οι εκτιμήσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο επιβολής κύρωσης σε επιχείρηση η οποία παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού μέσω συμμετοχής της σε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή σε εναρμονισμένη πρακτική που έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

    Η επιβολή κυρώσεων από την Επιτροπή, εφόσον διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, αποτελεί μέσο επιτεύξεως ακριβώς του σκοπού που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, ΕΚ και σαφώς δεν μπορεί να θεωρείται ότι συνιστά παράβαση της διάταξης αυτής.

    (βλ. σκέψεις 235-237)

Top