This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61998TJ0197
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 23ης Μαρτίου 2000
Υπόθεοη Τ-197/98
Charlotte Rudolph
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Υπάλληλοι — Προθεσμία υποβολής διοικητικής ενστάσεως — Κοινοποίηση της αποφάσεως — Γλώσσες — Ακύρωση της προηγηθείσας της προσλήψεως ιατρικής εξετάσεως λόγω ψευδούς δηλώσεως»
Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II-241
Αντικείμενο:
Προσφυγή — αγωγή με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 17ης Νοεμβρίου 1997 περί ακυρώσεως της προηγηθείσας της προσλήψεως ιατρικής εξετάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας (στο εξής: προσφεύγουσα) και υποβολής της σε νέα εξέταση σωματικής ικανότητας, καθώς και της αποφάσεως της Επιτροπής της 7ης Δεκεμβρίου 1998 περί ακυρώσεως των αποφάσεων της 3ης Ιουλίου και 14ης Δεκεμβρίου 1995 περί προσλήψεως της προσφεύγουσας ως υπαλλήλου και, αφετέρου, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη.
Απόφαση:
Ακυρώνεται η απόφαση της Επιτροπής της 17ης Νοεμβρίου 1997 περί ακυρώσεως της προηγηθείσας της προσλήψεως ιατρικής εξετάσεως της προσφεύγουσας και υποβολής της σε νέα ιατρική εξέταση σωματικής ικανότητας. Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στην προσφεύγουσα τα ποσά που αντιστοιχούν στους οφειλόμενους μισθούς πλέον τόκων υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο 5,5 % από την ημερομηνία διακοπής της μισθοδοσίας της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στην προσφεύγουσα 5000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη. Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά. Η προσφεύγουσα φέρει το 10 % των δικαστικών της εξόδων. Η Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και το 90 % των εξόδων της προσφεύγουσας.
Περίληψη
Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Χαρακτήρας δημοσίας τάξεως
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)
Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προθεσμίες – Έναρξη – Κοινοποίηση – Έννοια – Απόφαση απευθυνθείσα προς υπάλληλο συνταγμένη σε γλώσσα που ο υπάλληλος δεν κατανοεί καλώς – Αποκλείεται
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 3)
Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Υποχρεωτικός χαρακτήρας – Απόφαση με την οποία ο υπάλληλος απομακρύνεται από τη θέση του – Πράξη βεβαιωτική της αποφάσεως ακυρώσεως της προηγηθείσας της προσλήψεως ιατρικής εξετάσεως – Δεν είναι
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 2)
Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ιατρική εξέταση – Υποχρέωση του υποψηφίου να απαντήσει στις ερωτήσεις που του τίθενται – Όρια
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 33)
Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ιατρική εξέταση – Εκτίμηση ιατρικής φύσεως – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο
Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αντικείμενο – Διαταγή προς τη διοίκηση – Απαράδεκτο – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Αίτηση πληρωμής – Παραδεκτό
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)
Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως που δεν εξασφαλίζει επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης – Εσφαλμένη κατηγορία για δόλια συμπεριφορά κατά την προηγηθείσα της προσλήψεως ιατρική εξέταση
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)
Οι προθεσμίες διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως και δεν επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των διαδίκων ή του δικαστή. Συνεπώς, το γεγονός ότι το εναγόμενο όργανο δεν προέβαλε το εκπρόθεσμο της ενστάσεως κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής δεν στερεί τη διοίκηση από τη δυνατότητα να προβάλει, κατά την ένδικη διαδικασία, ένσταση απαραδέκτου ούτε απαλλάσσει το Πρωτοδικείο από την υποχρέωση του να ελέγχει την τήρηση των προθεσμιών που τάσσει ο ΚΥΚ.
(βλ. σκέψη 41)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 7 Ιουνίου 1991, Τ-14/91, Weyrich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-235, σκέψεις 40 έως 42· ΠΕΚ, 25 Σεπτεμβρίου 1991, Τ-54/90, Lacroix κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, ο. ΙΙ-749, σκέψεις 24 και 25· ΠΕΚ, 17 Οκτωβρίου 1991, Τ-129/89, Offerniann κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-855, σκέψη 34· ΠΕΚ, 23 Απριλίου 1996, Τ-113/95, Mancini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-185 και ΙΙ-543, σκέψη 20
Για να θεωρηθεί μια απόφαση νομοτύπως κοινοποιηθείσα, κατά την έννοια των διατάξεων του ΚΥΚ, και να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία υποβολής ενστάσεως, πρέπει να έχει γνωστοποιηθεί στον αποδέκτη της ο οποίος να είναι σε θέση να λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου της.
Η κοινοποίηση αποφάσεως σε γλώσσα την οποία ο αποδέκτης δεν κατέχει δεν συνάδει προς το καθήκον αρωγής που βαρύνει τα θεσμικά όργανα έναντι των υπαλλήλων τους και δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί επαρκής ώστε να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία υποβολής ενστάσεως.
(βλ. σκέψεις 44 και 46)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Ιουνίου 1976, 5/76, Jänsch κατά Επιτροπής, Συλλογή 1976, σ. 1027, σκέψη 10· ΠΕΚ, 8 Ιουνίου 1993, Τ-50/92, Fiorani κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-555, σκέψη 16· ΠΕΚ, 9 Ιουνίου 1994, Τ-94/92, Χ κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. Ι-Α-149 και ΙΙ-481, σκέψη 24· ΠΕΚ, 3 Ιουνίου 1997, Τ-106/95, Η κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. Ι-Α-133 και ΙΙ-403, σκέψεις 31 και 35
Κάθε προσφυγής υπαλλήλου κατά του οργάνου στο οποίο ανήκει πρέπει να προηγείται διοικητική ένσταση η οποία να αποτέλεσε αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως. Προσφυγή που ασκήθηκε πριν λήξει αυτή η προηγούμενη διοικητική διαδικασία είναι, λόγω του πρόωρου χαρακτήρα της, απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση με την οποία ο υπάλληλος απομακρύνεται από τη θέση του βεβαιώνει απλώς και μόνον, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά, προηγούμενη απόφαση περί ακυρώσεως της προηγηθείσας της προσλήψεως ιατρικής εξετάσεως του ενδιαφερομένου. Συγκεκριμένα, η δεύτερη απόφαση περιέχει προφανώς νέο στοιχείο σε σχέση με την πρώτη, καθόσον απομακρύνει τον ενδιαφερόμενο από τη θέση του.
(βλ. σκέψεις 53 έως 55)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 10 Δεκεμβρίου 1980, 23/80, Grasselli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 451, σκέψη 18- ΔΕΚ, 23 Σεπτεμβρίου 1986, 130/86, Du Besset κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 2619, σκέψη 7· ΠΕΚ, 20 Ιουνίου 1990, Τ-47/89 και Τ-82/89, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-231, σκέψη 32· ΠΕΚ, 4 Δεκεμβρίου 1991, Τ-78/91, Moat κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1387, σκέψη 3· ΠΕΚ, 3 Μαρτίου 1994, Τ-82/92, Cortes Jimenez κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. Ι-Α-69 και ΙΙ-237, σκέψη 14
Το ερωτηματολόγιο που δίδεται στον υποψήφιο πριν από την ιατρική εξέταση κατά την πρόσληψη συνιστά σημαντικό στοιχείο για την εκτίμηση του ιατρού-συμβούλου που πρέπει να αποφανθεί σχετικά με τη σωματική ικανότητα του υποψηφίου να εργαστεί στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση. Επομένως, πρέπει να συμπληρώνεται με ειλικρίνεια και πληρότητα, ελλείψει των οποίων η προηγηθείσα της προσλήψεως ιατρική εξέταση είναι παράτυπη και μπορεί να ακυρωθεί από το οικείο όργανο. Ο υποψήφιος πάντως δεν οφείλει να αναφέρει ενοχλήσεις που δεν τον έχουν αναγκάσει να επισκεφθεί ιατρό και να ακολουθήσει κάποια θεραπεία ή, στην περίπτωση που επισκέφθηκε ιατρό ο οποίος δεν διέγνωσε κάτι, να προβεί ο ίδιος σε διάγνωση προκειμένου να συμπληρώσει τον αντίστοιχο τίτλο του ερωτηματολογίου. Ένας υποψήφιος για πρόσληΨη θεωρείται ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της προηγηθείσας της προσλήτρεως ιατρικής εξετάσεως, εφόσον απάντησε με ειλικρίνεια και πληρότητα στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου καθώς και σε αυτές που του έθεσε, ενδεχομένως, ο επιφορτισμένος με την εν λόγω εξέταση ιατρός-σύμβουλος.
(βλ. σκέψεις 77, 82 και 83)
Μολονότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση μια γνωμάτευση που αφορά ειδικώς ιατρικής φύσεως ζητήματα, σ' αυτόν εναπόκειται, στο πλαίοιο του δικαστικού ελέγχου που ασκεί, να εξετάσει αν η απόφαση της ΑΔΑ ερείδεται επί αιτιολογημένης ιατρικής γνωματεύσεως, με την οποία αποδεικνύεται λογική σχέση μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνει και του συμπεράσματος στο οποίο καταλήγει.
(βλ. σκέψη 86)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1984, 189/82, Seiler κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 229, σκέψη 15· ΠΕΚ, 14 Απριλίου 1994, Τ-10/93, Α κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, ο. Ι-Α-119 και ΙΙ-387, σκέψη 61
Το Πρωτοδικείο είναι αναρμόδιο να απαγγέλλει διαταγές στο πλαίσιο του έλεγχου της νομιμότητας βάσει του άρθρου 91 του ΚΥΚ και δεν μπορεί, επομένως, να υποχρεώσει ένα θεσμικό όργανο να επαναφέρει έναν υπάλληλο στα καθήκοντά του. Ωστόσο, όταν πρόκειται για χρηματική διαφορά για την οποία ο κοινοτικός δικαστής έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη φράση, του ΚΥΚ, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αιτημάτων χρηματικής φύσεως σχετικά με την έντοκη καταβολή των οφειλομένων μισθών του ενδιαφερομένου.
(βλ. σκέψεις 33 και 92)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1993, Τ-15/93, Vienne κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-1327, σκέψεις 41 και 42· ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1994, Τ-588/93, G κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, ο. Ι-Α-277 και ΙΙ-875, σκέψη 26· ΠΕΚ, 8 Ιουλίου 1998, Τ-130/96, Aquilino κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-351 και ΙΙ-1017, σκέψεις 41 και 42
Η ακύρωση μιας προσβαλλομένης από τον υπάλληλο πράξεως της διοικήσεως αποτελεί, αυτή καθαυτή, πρόσφορη ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης την οποία ενδεχομένως υπέστη ο υπάλληλος, εκτός αν η παράνομη πράξη της διοικήσεως περιέχει προσβλητική για τον υπάλληλο κρίση ως προς τις ικανότητες ή τη συμπεριφορά του.
Μπορούν να θεωρηθούν ως προσβλητικές, ικανές να προκαλέσουν ηθική βλάβη που δεν ικανοποιείται πλήρως με την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, κρίσεις με τις οποίες η ΑΔΑ, προσάπτοντας στον ενδιαφερόμενο παράλειψη δηλώσεως, κατά την προηγηθείσα της προσλήψεως ιατρική εξέταση, στοιχείων του ιατρικού του ιστορικού, τη σημασία των οποίων για την κατάρτιση της ιατρικής γνωματεύσεως ως προς τη σωματική του ικανότητα ο ενδιαφερόμενος δεν μπορούσε να αγνοεί, αμφισβητεί την καλή του πίστη και διαπιστώνει κατηγορηματικά τη δόλια συμπεριφορά του.
(βλ. σκέψη 98)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 1990, C-343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-225, σκέψεις 25 έως 29, ΠΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1995, Τ-60/94, Pierrat κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. Ι-Α-23 και ΙΙ-77, σκέψη 62