This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62022CJ0498
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 5ης Σεπτεμβρίου 2024.
Novo Banco SA - Sucursal en España κ.λπ. κατά C.F.O. κ.λπ.
Προδικαστική παραπομπή – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24/ΕΚ – Άρθρα 3 και 6 – Μέτρο εξυγίανσης ληφθέν έναντι πιστωτικού ιδρύματος – Μεταβίβαση των υποχρεώσεων και των ευθυνών του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος σε “μεταβατική τράπεζα” πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την καταβολή απαιτήσεως δικαιούχου έναντι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος – Αναμεταβίβαση στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα ορισμένων από τις εν λόγω υποχρεώσεις και ευθύνες – Δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της σχετικής διαδικασίας (lex concursus) – Αποτελέσματα μέτρου εξυγίανσης σε άλλα κράτη μέλη – Αμοιβαία αναγνώριση – Συνέπειες της παραβάσεως της υποχρέωσης δημοσιοποίησης του μέτρου εξυγίανσης – Άρθρα 17, 21, 38 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Προστασία του καταναλωτή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Καταχρηστικές ρήτρες – Αρχή της ασφάλειας δικαίου και αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Παθητική νομιμοποίηση της “μεταβατικής τράπεζας”.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-498/22 και C-499/22.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 5ης Σεπτεμβρίου 2024.
Novo Banco SA - Sucursal en España κ.λπ. κατά C.F.O. κ.λπ.
Προδικαστική παραπομπή – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24/ΕΚ – Άρθρα 3 και 6 – Μέτρο εξυγίανσης ληφθέν έναντι πιστωτικού ιδρύματος – Μεταβίβαση των υποχρεώσεων και των ευθυνών του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος σε “μεταβατική τράπεζα” πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την καταβολή απαιτήσεως δικαιούχου έναντι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος – Αναμεταβίβαση στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα ορισμένων από τις εν λόγω υποχρεώσεις και ευθύνες – Δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της σχετικής διαδικασίας (lex concursus) – Αποτελέσματα μέτρου εξυγίανσης σε άλλα κράτη μέλη – Αμοιβαία αναγνώριση – Συνέπειες της παραβάσεως της υποχρέωσης δημοσιοποίησης του μέτρου εξυγίανσης – Άρθρα 17, 21, 38 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Προστασία του καταναλωτή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Καταχρηστικές ρήτρες – Αρχή της ασφάλειας δικαίου και αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Παθητική νομιμοποίηση της “μεταβατικής τράπεζας”.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-498/22 και C-499/22.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:686
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑498/22 έως C‑500/22
Novo Banco SA – Sucursal en España
κατά
C.F.O
(αιτήσεις του Tribunal Supremo για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 5ης Σεπτεμβρίου 2024
«Προδικαστική παραπομπή – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24/ΕΚ – Άρθρα 3 και 6 – Μέτρο εξυγίανσης ληφθέν έναντι πιστωτικού ιδρύματος – Μεταβίβαση των υποχρεώσεων και των ευθυνών του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος σε “μεταβατική τράπεζα” πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την καταβολή απαιτήσεως δικαιούχου έναντι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος – Αναμεταβίβαση στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα ορισμένων από τις εν λόγω υποχρεώσεις και ευθύνες – Δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της σχετικής διαδικασίας (lex concursus) – Αποτελέσματα μέτρου εξυγίανσης σε άλλα κράτη μέλη – Αμοιβαία αναγνώριση – Συνέπειες της παραβάσεως της υποχρέωσης δημοσιοποίησης του μέτρου εξυγίανσης – Άρθρα 17, 21, 38 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Προστασία του καταναλωτή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Καταχρηστικές ρήτρες – Αρχή της ασφάλειας δικαίου και αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Παθητική νομιμοποίηση της “μεταβατικής τράπεζας”»
Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Πιστωτικά ιδρύματα – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24 – Μέτρο εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος ληφθέν στο κράτος μέλος καταγωγής – Μη δημοσίευση του εν λόγω μέτρου – Αναγνώριση, από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, των αποτελεσμάτων του εν λόγω μέτρου – Μέτρο με το οποίο μεταβιβάσθηκαν μερικώς οι υποχρεώσεις και ευθύνες του οικείου πιστωτικού ιδρύματος σε μεταβατική τράπεζα – Επιτρέπεται
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 21 § 2 και 47, πρώτο εδάφιο· οδηγία 2001/24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 4 και 16 και άρθρα 3 § 2 και 6)
(βλ. σκέψεις 75, 76, 85, 96, 97, διατακτ. 1)
Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Πιστωτικά ιδρύματα – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24 – Εκκρεμοδικία – Αποτελέσματα μέτρων εξυγίανσης επί εκκρεμούς δίκης – Εφαρμογή του lex concursus – Εξαιρέσεις που προβλέπονται από την οδηγία
(Οδηγία 2001/24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 23 και 30 και άρθρα 2, 3 § 2 και 32)
(βλ. σκέψη 77)
Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Πιστωτικά ιδρύματα – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24 – Μέτρο εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος ληφθέν στο κράτος μέλος καταγωγής – Υποχρέωση δημοσίευσης – Προϋποθέσεις – Προσβολή δικαιωμάτων των τρίτων στο κράτος μέλος υποδοχής – Ύπαρξη μέσου έννομης προστασίας, στο κράτος μέλος καταγωγής, κατά της απόφασης η οποία διατάσσει το εν λόγω μέτρο – Συνέπειες της μη δημοσίευσης του μέτρου για τον καθορισμό της προθεσμίας για την άσκηση μέσου έννομης προστασίας
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· οδηγία 2001/24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3 §§ 1 και 2, 6 §§ 1 έως 5· οδηγία 2014/59, άρθρο 83 § 4)
(βλ. σκέψεις 78-80, 82-84, 88-93)
Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Πιστωτικά ιδρύματα – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24 – Μέτρο εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος ληφθέν στο κράτος μέλος καταγωγής – Μη δημοσίευση του εν λόγω μέτρου – Εφαρμογή των εθνικών κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης – Προϋποθέσεις – Τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Τήρηση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· οδηγία 2001/24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 6)
(βλ. σκέψεις 86, 87)
Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Πιστωτικά ιδρύματα – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24 – Μέτρο εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος ληφθέν στο κράτος μέλος καταγωγής – Αναγνώριση των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης στο κράτος μέλος υποδοχής – Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας – Δεν συντρέχει
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 21 § 2· οδηγία 2001/24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 2)
(βλ. σκέψη 94)
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως – Επίκληση από ιδιώτη έναντι μεταβατικής τράπεζας συσταθείσας στο πλαίσιο μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος – Δεν επιτρέπεται – Μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα ευρισκόμενο προσωρινώς υπό τον έλεγχο δημόσιας αρχής – Δεν ασκεί επιρροή
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, πρώτο εδάφιο· οδηγία 2001/24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 2)
(βλ. σκέψεις 101-104, διατακτ. 2)
Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος ληφθέντα στο κράτος μέλος καταγωγής κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/24 – Μέτρα τα οποία προβλέπουν τη σύσταση μεταβατικής τράπεζας – Μέτρα τα οποία προβλέπουν τη διατήρηση στο παθητικό του πιστωτικού ιδρύματος το οποίο αφορούν τα μέτρα αυτά της υποχρέωσης καταβολής των οφειλόμενων από προσυμβατική ή συμβατική ευθύνη ποσών – Αναγνώριση των αποτελεσμάτων τέτοιου μέτρου στο κράτος μέλος υποδοχής – Επιτρέπεται – Εξακριβώσεις στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 17, 38 και 52 § 1· οδηγία 2001/24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 2· οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)
(βλ. σκέψεις 109-132, 137-147, διατακτ. 3)
Σύνοψη
Eπιληφθέν αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) στο πλαίσιο τριών διαφορετικών υποθέσεων, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της ερμηνείας ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2001/24 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων ( 1 ), της οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές ( 2 ), του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ της Novo Banco SA – Sucursal en España (στο εξής: Novo Banco) και διαφόρων πελατών της, σχετικά με τον αντίκτυπο, επί διαφόρων συμβάσεων χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών, των μέτρων εξυγίανσης που ελήφθησαν, τα έτη 2014 και 2015, από την Banco de Portugal (Τράπεζα της Πορτογαλίας) έναντι της Banco Espíritu Santo SA (BES), πορτογαλικού πιστωτικού ιδρύματος, και του ισπανικού υποκαταστήματός της (στο εξής: BES Ισπανίας), το οποίο διαδέχθηκε η Novo Banco ως μεταβατική τράπεζα και στο οποίο μεταβιβάσθηκαν ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού, στοιχεία του παθητικού και μη περιουσιακά στοιχεία της BES.
Στην υπόθεση C‑498/22, ο ενάγων ζήτησε, αφενός, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της λεγόμενης ρήτρας «κατώτατου επιτοκίου» που περιεχόταν σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου την οποία είχε αρχικώς συνάψει με την BES Ισπανίας και, εν συνεχεία, μεταβιβάσθηκε στη Novo Banco συνεπεία των μέτρων εξυγίανσης, εκτιμώντας ότι η εν λόγω ρήτρα ήταν καταχρηστική, και, αφετέρου, να του επιστραφούν τα ποσά που ο ίδιος είχε καταβάλει αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας. Στην υπόθεση C‑499/22, οι ενάγοντες ζήτησαν την ακύρωση των χρηματοπιστωτικών συμβάσεών τους, την επιστροφή των ποσών που εισπράχθηκαν από κάθε μέρος και την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν μέσω της απόκτησης των χρηματοοικονομικών προϊόντων, λόγω ελαττώματος της βούλησης που συνδεόταν με την πλημμελή πληροφόρηση που τους παρέσχε η BES Ισπανίας. Εντούτοις, η Novo Banco αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι η μεταβίβαση αφορούσε όλα τα στοιχεία του παθητικού της BES Ισπανίας και ιδίως τις απαιτήσεις και τις αποζημιώσεις που συνδέονταν με τη ζητηθείσα ακύρωση συγκεκριμένων ρητρών συμβάσεων δανείων που είχαν συναφθεί από την τελευταία. Στην υπόθεση C‑500/22, η ενάγουσα ζήτησε από τη Novo Banco, πέραν της επιστροφής της ονομαστικής αξίας ομολόγου με προτεραιότητα εξόφλησης το οποίο είχε λήξει, την καταβολή ομολογιακών αποδόσεων για το εν λόγω ομόλογο το οποίο είχε αγοράσει από την BES και το οποίο είχε μεταβιβαστεί στη Novo Banco λόγω των ληφθέντων εν έτει 2014 μέτρων εξυγίανσης. Η Novo Banco θεώρησε, ωστόσο, ότι το 2015 η Τράπεζα της Πορτογαλίας είχε «αναμεταβιβάσει» στην BES τα συνδεόμενα με το ίδιο ομόλογο στοιχεία του παθητικού και, επομένως, είχε κάθε δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή.
Επισημαίνοντας ότι τα μέτρα εξυγίανσης που ελήφθησαν έναντι της BES εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης και ότι δεν δημοσιεύθηκαν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2001/24, ενώ πρόκειται για μέτρα που ενδέχεται να θίξουν τα συμφέροντα τρίτων και, ιδίως, να τους εμποδίσουν να ασκήσουν μέσο έννομης προστασίας κατά των μέτρων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, ως προς τη συμβατότητα της υποχρέωσης αναγνώρισης, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των εν λόγω μέτρων εξυγίανσης με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας, την αρχή της ασφάλειας δικαίου καθώς και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εν συνεχεία, διερωτάται ως προς το εάν η αναγνώριση των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των πελατών της Novo Banco. Τέλος, στην υπόθεση C‑498/22, διερωτάται εάν η «κατάτμηση» της συμβατικής σχέσης η οποία συνδέει τον καταναλωτή με τη Novo Banco και η οποία απορρέει από τα επίμαχα μέτρα εξυγίανσης έχει ως αποτέλεσμα να επωμίζεται ο καταναλωτής, κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τις χρηματικής φύσεως συνέπειες της ρήτρας «κατώτατου επιτοκίου», η οποία κρίθηκε δικαστικώς καταχρηστική. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο πλείονα προδικαστικά ερωτήματα.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Πρώτον, όσον αφορά το ερώτημα εάν το δίκαιο της Ένωσης ( 3 ) αντιτίθεται, ελλείψει της δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/24, στην αναγνώριση, από δικαστήριο κράτους μέλους διάφορου του κράτους μέλους καταγωγής, των αποτελεσμάτων μέτρου εξυγίανσης το οποίο ελήφθη, προτού επιληφθεί σχετικώς το εν λόγω δικαστήριο, έναντι πιστωτικού ιδρύματος και με το οποίο μεταβιβάσθηκαν μερικώς οι υποχρεώσεις και ευθύνες του τελευταίου σε μεταβατική τράπεζα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας, τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται κατ’ αρχήν σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής και παράγουν όλα τους τα αποτελέσματα σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Ένωση χωρίς άλλες διατυπώσεις. Ωσαύτως, η οδηγία 2001/24 βασίζεται στις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας και θέτει ως αρχή την αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξυγίανσης και των αποτελεσμάτων τους. Όσον αφορά την υποχρέωση δημοσίευσης των μέτρων εξυγίανσης ( 4 ), αυτή υπόκειται στην πλήρωση δύο σωρευτικών προϋποθέσεων. Αφενός, τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα δικαιώματα τρίτων στο κράτος μέλος υποδοχής και, αφετέρου, πρέπει να προβλέπεται στο κράτος μέλος καταγωγής μέσο έννομης προστασίας κατά της αποφάσεως η οποία διατάσσει τα εν λόγω μέτρα ( 5 ).
Το Δικαστήριο εκτιμά ότι σκοπός του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2001/24 είναι να ρυθμίσει την ενημέρωση των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος το οποίο αφορούν τα μέτρα εξυγίανσης, προκειμένου αυτοί να είναι σε θέση να κάνουν χρήση, στο κράτος μέλος καταγωγής, του δικαιώματός τους να προσφύγουν κατά των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσονται τα μέτρα εξυγίανσης του ιδρύματος αυτού, τηρουμένης της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών ( 6 ). Δεδομένου ότι τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τα μέτρα δημοσιοποίησης που προβλέπει το άρθρο 6 ( 7 ), η μη δημοσίευση των μέτρων εξυγίανσης που έχουν ληφθεί στο κράτος μέλος καταγωγής δεν θίγει τις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας καθώς και της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποτελεσμάτων των μέτρων αυτών στο κράτος μέλος υποδοχής. Επομένως, η μη δημοσίευση των μέτρων εξυγίανσης δεν συνεπάγεται ότι τα μέτρα αυτά καθίστανται ανίσχυρα ή ότι δεν παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος υποδοχής.
Εντούτοις, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τους δικονομικούς κανόνες της διαδικασίας που αποσκοπεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, τηρουμένων της αρχής της ισοδυναμίας, της αρχής της αποτελεσματικότητας και του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη.
Σκοπός της δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2001/24 είναι να διασφαλισθεί, στο κράτος μέλος καταγωγής, η προστασία του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να προσφύγουν κατά των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσονται μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος, ιδίως δε του δικαιώματος των πιστωτών του ιδρύματος αυτού που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής. Επομένως, όταν τα μέτρα εξυγίανσης δεν έχουν δημοσιευθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης, το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής πρέπει να παρέχει στα πρόσωπα των οποίων τα δικαιώματα που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης θίγονται από τέτοια μέτρα και τα οποία διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής τη δυνατότητα να ασκήσουν μέσο έννομης προστασίας κατά των μέτρων αυτών εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία αρχίζει από το χρονικό σημείο που τους κοινοποιήθηκαν τα μέτρα αυτά, που έλαβαν γνώση αυτών ή που όφειλαν ευλόγως να έχουν λάβει γνώση αυτών.
Όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ούτε υποστηρίζεται ούτε αποδεικνύεται ότι η αναγνώριση των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, εφαρμόζεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την ιθαγένεια του πολίτη. Τέλος, όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, υπενθυμίζει ότι η αρχή αυτή επιτάσσει να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς και να μπορεί η εφαρμογή τους να προβλεφθεί από τους πολίτες, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/24, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να διασφαλίζει την αναγνώριση στο έδαφός του των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης που έχουν ληφθεί στο κράτος μέλος καταγωγής, παρά το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά δεν έχουν δημοσιευθεί κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία. Αφ’ ης στιγμής τα μέτρα αυτά είχαν αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων μέτρων δημοσιότητας κατά το χρονικό σημείο που οι πελάτες της Novo Banco άσκησαν τις αντίστοιχες αγωγές τους ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων, οι πελάτες αυτοί διέθεταν όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να λάβουν, εν πλήρη επιγνώσει της καταστάσεως, απόφαση σχετικά με την άσκηση των αγωγών αυτών καθώς και προκειμένου να προσδιορίσουν με βεβαιότητα την οντότητα κατά της οποίας έπρεπε να στραφούν.
Συνακόλουθα, το δίκαιο της Ένωσης ( 8 ) δεν αντιτίθεται, ελλείψει της δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/24, στην αναγνώριση, από δικαστήριο κράτους μέλους διάφορου του κράτους μέλους καταγωγής, των αποτελεσμάτων μέτρου εξυγίανσης το οποίο ελήφθη, προτού επιληφθεί σχετικώς το εν λόγω δικαστήριο, έναντι πιστωτικού ιδρύματος και με το οποίο μεταβιβάσθηκαν μερικώς οι υποχρεώσεις και ευθύνες του τελευταίου σε μεταβατική τράπεζα.
Δεύτερον, το Δικαστήριο εξετάζει εάν το δίκαιο της Ένωσης ( 9 ) αντιτίθεται στην αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων μέτρου εξυγίανσης το οποίο ελήφθη στο κράτος μέλος καταγωγής έναντι πιστωτικού ιδρύματος και με το οποίο μεταβιβάσθηκαν μερικώς οι υποχρεώσεις και ευθύνες του τελευταίου σε μεταβατική τράπεζα, ελεγχόμενη από δημόσια αρχή που εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, όταν οι πελάτες της μεταβατικής τράπεζας ισχυρίζονται ότι είχαν θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η μεταβατική τράπεζα είχε, μεταγενέστερα, επίσης αναλάβει το παθητικό που αντιστοιχούσε στο σύνολο των υποχρεώσεων και ευθυνών του πιστωτικού ιδρύματος έναντι των πελατών αυτών ( 10 ).
Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, καθόσον η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης οι οποίες πρέπει να τηρούνται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και από τα κράτη μέλη όταν τα τελευταία εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής αυτής έχουν, συνεπώς, όλοι οι ιδιώτες στους οποίους διοικητική αρχή δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς τους συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Εντούτοις, το δικαίωμα ιδιώτη να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή εκτείνεται, στο δίκαιο της Ένωσης, μόνον έναντι συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που του παρασχέθηκαν από δημόσια αρχή.
Εν προκειμένω, η Novo Banco συστάθηκε υπό τη μορφή πιστωτικού ιδρύματος ιδιωτικού δικαίου, δραστηριοποιούμενου στην ανταγωνιστική αγορά τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και στερούμενου κάθε εξουσίας που εκφεύγει του κοινού δικαίου προς εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως διοικητική αρχή η οποία εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης και, συνεπώς, ο ιδιώτης δεν δύναται να επικαλεστεί, εν προκειμένω, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Κατά συνέπεια, οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι μεταβατικής τράπεζας, η οποία συστάθηκε ως οργανισμός ιδιωτικού δικαίου, χωρίς κανένα προνόμιο που να εκφεύγει του κοινού δικαίου, στο πλαίσιο μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος του οποίου οι ιδιώτες αυτοί ήταν αρχικώς πελάτες, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη της μεταβατικής αυτής τράπεζας για προσυμβατικές και συμβατικές υποχρεώσεις συνδεόμενες με τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί σε προγενέστερο χρόνο με το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα ( 11 ). Το γεγονός και μόνον ότι το πιστωτικό ίδρυμα τελούσε προσωρινά, ενόψει της ιδιωτικοποιήσεώς του, υπό τον έλεγχο δημόσιας αρχής δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το ίδρυμα αυτό, το οποίο δραστηριοποιείται στην ανταγωνιστική αγορά τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εξομοιώνεται με εθνική διοικητική αρχή.
Τρίτον και τελευταίον, το Δικαστήριο απαντά στο ερώτημα εάν το άρθρο 17 του Χάρτη και η αρχή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθενται στην αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος καταγωγής κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/24 και τα οποία προβλέπουν τη σύσταση μεταβατικής τράπεζας και τη διατήρηση στο παθητικό της τράπεζας έναντι της οποίας ελήφθησαν τα μέτρα αυτά της υποχρέωσης καταβολής των οφειλόμενων από προσυμβατική ή συμβατική ευθύνη ποσών ( 12 ). Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει επίσης ως προς τη συμβατότητα μιας τέτοιας αναγνώρισης με το άρθρο 38 του Χάρτη ( 13 ) καθώς και με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ( 14 ).
Όσον αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, το Δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι η προστασία την οποία παρέχει η διάταξη αυτή αφορά περιουσιακά δικαιώματα εκ των οποίων απορρέει μια δεδομένη νομική θέση βάσει της οποίας ασκούνται αυτοτελώς τα εν λόγω δικαιώματα από και υπέρ του φορέα τους. Μετοχές ή ομόλογα διαπραγματεύσιμα στις κεφαλαιαγορές ενδέχεται να συνιστούν τέτοια δικαιώματα δυνάμενα να τύχουν της προστασίας την οποία εγγυάται το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη. Συναφώς, η επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση στην υπόθεση C‑498/22 και το επίμαχο στην κύρια δίκη ομόλογο στην υπόθεση C‑500/22 έχουν περιουσιακή αξία, λόγω της οποίας οι κάτοχοί τους μπορούν να ισχυρισθούν ότι έχουν «θεμιτή προσδοκία» να αποκτήσουν τη δυνατότητα να απολαύσουν πραγματικά ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας, και, επομένως, μπορούν να τύχουν της προστασίας την οποία εγγυάται το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη. Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση στην υπόθεση C‑499/22, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν η απαίτηση αυτή πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις και, ειδικότερα, αν η εθνική νομολογία που καθιερώνει, έναντι πιστωτικού ιδρύματος, προσυμβατική υποχρέωση γνωστοποίησης πληροφοριών είναι επαρκώς εδραιωμένη ώστε το πρόσωπο που επικαλείται την παράβαση μιας τέτοιας υποχρεώσεως να μπορεί να έχει «θεμιτή προσδοκία» ότι θα αποκτήσει τη δυνατότητα να απολαύσει πραγματικά τη συγκεκριμένη απαίτηση.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, αφετέρου, ότι, κατά τη νομολογία του, η λήψη, από το κράτος μέλος καταγωγής, μέτρων εξυγίανσης τα οποία προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού ενός πιστωτικού ιδρύματος σε μεταβατική τράπεζα, συνιστά ρύθμιση της χρήσης των αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη, δυνάμενη να προσβάλει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος, όπως οι ομολογιούχοι, των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν μεταβιβασθεί στη μεταβατική τράπεζα. Ωσαύτως, το Δικαστήριο εξακριβώνει εάν, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων τις οποίες θέτει η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, τα αποτελέσματα, στο κράτος μέλος υποδοχής, των μέτρων εξυγίανσης δυνάμει των οποίων οι επίμαχες απαιτήσεις ενεγράφησαν στο παθητικό της BES Ισπανίας προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας και είναι αναλογικά, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του σκοπού γενικού συμφέροντος στον οποίο ανταποκρίνονται τα μέτρα εξυγίανσης και η αναγνώριση των αποτελεσμάτων τους και τον οποίο επίσης επιδιώκει η Ένωση, ήτοι τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, και ειδικότερα της ζώνης του ευρώ, καθώς και την αποτροπή συστημικού κινδύνου.
Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι τα επίμαχα μέτρα εξυγίανσης εμπίπτουν στο άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24. Το Δικαστήριο διαπιστώνει επίσης ότι οι πιστωτές στις υποθέσεις των κύριων δικών ήταν σε θέση να αναμένουν ότι ορισμένες ευθύνες, όπως αυτή που απορρέει από τον πλημμελή χαρακτήρα της επίμαχης στην υπόθεση C‑499/22 προσυμβατικής ενημέρωσης εκ μέρους της BES Ισπανίας, ή ορισμένες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, όπως αυτές που αποτελούν το αντικείμενο των διαφορών στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑500/22, δεν θα μεταβιβάζονταν στην οικεία μεταβατική τράπεζα ( 15 ).
Όσον αφορά, τέλος, τη συμβατότητα των μέτρων αυτών με το δικαίωμα των καταναλωτών να απολαύουν υψηλό επίπεδο προστασίας, όπως εγγυάται το άρθρο 38 του Χάρτη και η οδηγία 93/13, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές. Προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόζουν τις καταχρηστικές ρήτρες, ώστε αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής έχει αντίρρηση. Συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα και, επομένως, δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή. Εντούτοις, η προστασία του καταναλωτή δεν είναι απόλυτη. Συνακόλουθα, καίτοι υφίσταται σαφές δημόσιο συμφέρον για τη διασφάλιση, σε ολόκληρη την Ένωση, ισχυρής και συνεπούς προστασίας των μετόχων και των πιστωτών, εντούτοις, το συμφέρον αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέχει σε κάθε περίπτωση του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην αποτροπή συστημικού κινδύνου.
Εν προκειμένω, η προστασία του καταναλωτή από τη χρήση καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με επαγγελματία, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου να παραβλέπεται η κατανομή των περιουσιακών ευθυνών μεταξύ του πτωχεύσαντος πιστωτικού ιδρύματος και της μεταβατικής τράπεζας, όπως η κατανομή αυτή καθορίσθηκε με τα μέτρα εξυγίανσης που έλαβε το κράτος μέλος καταγωγής. Πράγματι, αν η παρεχόμενη από την οδηγία 93/13 προστασία επέτρεπε σε κάθε καταναλωτή του κράτους μέλους υποδοχής, πιστωτή του πτωχεύσαντος πιστωτικού ιδρύματος, να ανατρέψει την αναγνώριση των μέτρων με τα οποία αποφασίσθηκε από το κράτος μέλος καταγωγής η κατανομή των περιουσιακών ευθυνών μεταξύ του ιδρύματος αυτού και της μεταβατικής τράπεζας, η παρέμβαση των δημοσίων αρχών του κράτους μέλους αυτού θα κινδύνευε να στερηθεί πρακτικής αποτελεσματικότητας στο σύνολο των κρατών μελών στα οποία το πτωχεύσαν πιστωτικό ίδρυμα έχει υποκαταστήματα.
Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 38 του Χάρτη, καθώς και το άρθρο 17 του Χάρτη και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατ’ αρχήν, δεν αντιτίθενται στην αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος καταγωγής κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/24 και τα οποία προβλέπουν τη σύσταση μεταβατικής τράπεζας και τη διατήρηση στο παθητικό του πιστωτικού ιδρύματος έναντι του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα αυτά της υποχρέωσης καταβολής των οφειλόμενων από προσυμβατική ή συμβατική ευθύνη ποσών.
( 1 ) Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2001, L 125, σ. 15).
( 2 ) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).
( 3 ) Ειδικότερα, πρόκειται για το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 21, παράγραφος 2, και του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
( 4 ) Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/24, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής απόκειται η δημοσίευση του αποσπάσματος, του αντικειμένου και της νομικής βάσης της ληφθείσας απόφασης, της προθεσμίας ασκήσεως μέσων έννομης προστασίας, και δη μίας ευκόλως κατανοητής ένδειξης της ημερομηνίας λήξεως των προθεσμιών αυτών, καθώς και της ακριβούς διεύθυνσης των διοικητικών ή δικαστικών αρχών που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί του μέσου έννομης προστασίας.
( 5 ) Άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2001/24.
( 6 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2001/24.
( 7 ) Άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/24.
( 8 ) Άρθρο 3, παράγραφος 2, και άρθρο 6 της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 21, παράγραφος 2, και του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
( 9 ) Ειδικότερα, πρόκειται για το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
( 10 ) Πρόκειται για τα δεύτερα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22.
( 11 ) Το Δικαστήριο συνάγει το συμπέρασμα αυτό από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
( 12 ) Πρόκειται για τα τρίτα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22 καθώς και για το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑500/22.
( 13 ) Στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22.
( 14 ) Στην υπόθεση C‑498/22. Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, «[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες».
( 15 ) Στην υπόθεση C‑500/22, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αναδρομική μεταβολή της ταυτότητας του οφειλέτη της επίμαχης απαιτήσεως μπορεί ευλόγως να δικαιολογηθεί βάσει του σκοπού γενικού συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και στην αποτροπή συστημικού κινδύνου, αλλά ότι εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υποθέσεως αυτής.