This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62022CJ0178
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 30ής Απριλίου 2024.
Ποινικές διαδικασίες κατά Αγνώστων.
Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Απόρρητο των επικοινωνιών – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Άρθρα 7, 8 και 11 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση αρμόδιας εθνικής αρχής με την οποία ζητείται πρόσβαση στα δεδομένα αυτά με σκοπό τη δίωξη των αδικημάτων της διακεκριμένης κλοπής – Ορισμός της έννοιας του “σοβαρού αδικήματος” η δίωξη του οποίου μπορεί να δικαιολογήσει σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα – Αρμοδιότητα των κρατών μελών – Αρχή της αναλογικότητας – Έκταση του προηγούμενου δικαστικού ελέγχου επί των αιτημάτων πρόσβασης σε δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Υπόθεση C-178/22.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 30ής Απριλίου 2024.
Ποινικές διαδικασίες κατά Αγνώστων.
Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Απόρρητο των επικοινωνιών – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Άρθρα 7, 8 και 11 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση αρμόδιας εθνικής αρχής με την οποία ζητείται πρόσβαση στα δεδομένα αυτά με σκοπό τη δίωξη των αδικημάτων της διακεκριμένης κλοπής – Ορισμός της έννοιας του “σοβαρού αδικήματος” η δίωξη του οποίου μπορεί να δικαιολογήσει σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα – Αρμοδιότητα των κρατών μελών – Αρχή της αναλογικότητας – Έκταση του προηγούμενου δικαστικού ελέγχου επί των αιτημάτων πρόσβασης σε δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Υπόθεση C-178/22.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:371
Υπόθεση C‑178/22
Άγνωστοι
(αίτηση του Tribunale di Bolzano/Landesgericht Bozen
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 30ής Απριλίου 2024
«Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Απόρρητο των επικοινωνιών – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Άρθρα 7, 8 και 11 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση αρμόδιας εθνικής αρχής με την οποία ζητείται πρόσβαση στα δεδομένα αυτά με σκοπό τη δίωξη των αδικημάτων της διακεκριμένης κλοπής – Ορισμός της έννοιας του “σοβαρού αδικήματος” η δίωξη του οποίου μπορεί να δικαιολογήσει σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα – Αρμοδιότητα των κρατών μελών – Αρχή της αναλογικότητας – Έκταση του προηγούμενου δικαστικού ελέγχου επί των αιτημάτων πρόσβασης σε δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών»
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58 – Δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν την έκταση ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων – Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στις εθνικές αρχές να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα κίνησης και θέσης για τους σκοπούς της καταπολέμησης της βαριάς εγκληματικότητας – Πρόσβαση στα δεδομένα με σκοπό τη δίωξη των αδικημάτων της διακεκριμένης κλοπής – Σοβαρή επέμβαση στα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Διάρκεια της περιόδου πρόσβασης στα δεδομένα – Αίτηση πρόσβασης στα δεδομένα χρηστών υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που δεν είναι συνδρομητές των υπηρεσιών αυτών – Δεν ασκεί επιρροή
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7 και 8· οδηγία 2002/58 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136, άρθρα 2, στοιχείο αʹ, 5 § 1 και 15 § 1)
(βλ. σκέψεις 36, 39-41)
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58 – Δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν την έκταση ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων – Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στις εθνικές αρχές να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα κίνησης και θέσης για τους σκοπούς της καταπολέμησης της βαριάς εγκληματικότητας – Πρόσβαση στα δεδομένα με σκοπό τη δίωξη των αδικημάτων της διακεκριμένης κλοπής – Έννοια του όρου «σοβαρό αδίκημα» – Αρμοδιότητα των κρατών μελών να ορίζουν την έννοια αυτή – Όρια – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Εξακρίβωση στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου διενεργούμενου από δικαστήριο ή από ανεξάρτητη διοικητική αρχή – Έκταση του ελέγχου
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8, 11 και 52 § 1· οδηγία 2002/58 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136, άρθρο 15 § 1)
(βλ. σκέψεις 44-51, 54-63 και διατακτ.)
Σύνοψη
Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε ο Giudice delle indagini preliminari presso il Tribunale di Bolzano (αρμόδιος για την προκαταρκτική έρευνα δικαστής του πρωτοδικείου Bolzano, Ιταλία), το τμήμα μείζονος συνθέσεως αποσαφηνίζει τίνος αρμοδιότητα είναι ο ορισμός της έννοιας του «σοβαρού αδικήματος» για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ( 1 ). Επιπλέον, αποφαίνεται επί της έκτασης του προηγούμενου εθνικού δικαστικού ελέγχου επί αιτημάτων πρόσβασης σε δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Κατόπιν δύο κλοπών κινητού τηλεφώνου, η Procura della Repubblica presso il Tribunale di Bolzano (εισαγγελία πρωτοδικών Bolzano, Ιταλία) άσκησε ισάριθμες ποινικές διώξεις κατά αγνώστων για τα αδικήματα της διακεκριμένης κλοπής. Προκειμένου να ταυτοποιηθούν οι δράστες των εν λόγω κλοπών, η εισαγγελία ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου ( 2 ), άδεια να λάβει από τις εταιρίες τηλεπικοινωνιών τα αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων των κλαπέντων τηλεφώνων.
Το αιτούν δικαστήριο, έχοντας αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η εθνική αυτή διάταξη, σύμφωνα με την οποία η στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών με την οποία τιμωρείται ορισμένο αδίκημα μπορεί να δικαιολογήσει την κοινοποίηση αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων στις δημόσιες αρχές, είναι συμβατή με την οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας αυτής.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Πρώτον, σε σχέση με τη φύση της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ( 3 ), η οποία προκαλείται από την πρόσβαση στα αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η επέμβαση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρή και ότι, κατά συνέπεια, τέτοια πρόσβαση μπορεί να παρασχεθεί μόνο στο πλαίσιο της καταπολέμησης της βαριάς εγκληματικότητας. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, όσον αφορά τη διαπίστωση σοβαρής επέμβασης στα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δεν ζητείται πρόσβαση στα δεδομένα των ιδιοκτητών των επίμαχων κινητών τηλεφώνων, αλλά στα δεδομένα των προσώπων που χρησιμοποίησαν τα τηλέφωνα αυτά μετά τη φερόμενη κλοπή τους. Πράγματι, από την οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ( 4 ) προκύπτει ότι η κατ’ αρχήν υποχρέωση διασφάλισης του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης αφορά τις επικοινωνίες που πραγματοποιούνται από τους χρήστες του δημόσιου δικτύου επικοινωνιών. Πλην όμως, η οδηγία ορίζει ως «χρήστη» κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδρομητής της εν λόγω υπηρεσίας.
Δεύτερον, σε σχέση με τον ορισμό της έννοιας του όρου «σοβαρό αδίκημα», το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στο μέτρο που η Ένωση δεν έχει νομοθετήσει συναφώς, η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη πρέπει να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης.
Συναφώς, σημειώνει ότι ο ορισμός των ποινικών αδικημάτων, των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων καθώς και των κυρώσεων αντανακλά τόσο την κοινωνική πραγματικότητα όσο και τις νομικές παραδόσεις, οι οποίες ποικίλλουν όχι μόνο μεταξύ των κρατών μελών αλλά και διαχρονικά. Συνεπώς, τόσο η εν λόγω κοινωνική πραγματικότητα και όσο και παραδόσεις έχουν αδιαμφισβήτητη σημασία για τον καθορισμό των σοβαρών αδικημάτων.
Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών και των σημαντικών διαφορών που υφίστανται μεταξύ των εθνικών νομικών συστημάτων στον τομέα του ποινικού δικαίου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν τα «σοβαρά αδικήματα».
Εντούτοις, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο ορισμός των «σοβαρών αδικημάτων» πρέπει να συνάδει με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ( 5 ), ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη ( 6 ). Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παραμορφώνουν την έννοια του «σοβαρού αδικήματος» και, κατ’ επέκταση, την έννοια της «βαριάς εγκληματικότητας», περιλαμβάνοντας σε αυτήν αδικήματα προδήλως μη σοβαρά υπό το πρίσμα των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στο οικείο κράτος μέλος. Προκειμένου, ακριβώς, να εξακριβωθεί ότι δεν υφίσταται τέτοιου είδους παραμόρφωση, είναι ουσιώδες, όταν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα, η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή.
Τρίτον και τελευταίον, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν ο ορισμός που δίδεται, κατά την εθνική διάταξη, στα «σοβαρά αδικήματα» είναι υπερβολικά ευρύς, το Δικαστήριο επισημαίνει, κατά πρώτον, ότι ορισμός σύμφωνα με τον οποίο τα «σοβαρά αδικήματα», για τη δίωξη των οποίων μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση, είναι τα αδικήματα για τα οποία η μέγιστη στερητική της ελευθερίας ποινή είναι ίση τουλάχιστον με τη διάρκεια που ορίζει ο νόμος, στηρίζεται σε αντικειμενικό κριτήριο.
Κατά δεύτερον, υπογραμμίζει, εντούτοις, ότι ο ορισμός που δίδεται, κατά το εθνικό δίκαιο, στα «σοβαρά αδικήματα» δεν πρέπει να είναι τόσο ευρύς ώστε η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά να καθίσταται ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Επομένως, ο ορισμός αυτός δεν μπορεί να καλύπτει τη συντριπτική πλειονότητα των ποινικών αδικημάτων, όπερ θα συνέβαινε εάν το όριο καθοριζόταν σε υπερβολικά χαμηλό επίπεδο. Ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι υπερβολικά χαμηλό, στο πλαίσιο αυτό, ένα όριο που καθορίζεται με αναφορά σε στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τριών ετών.
Τούτου δοθέντος, εφόσον ο ορισμός των «σοβαρών αδικημάτων» καθορίζεται με αναφορά όχι σε ελάχιστη αλλά σε μέγιστη ποινή, το Δικαστήριο δεν αποκλείει να μπορεί να ζητηθεί πρόσβαση σε δεδομένα, η οποία συνιστά σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα, με σκοπό τη δίωξη αδικημάτων που, στην πραγματικότητα, δεν εμπίπτουν στη βαριά εγκληματικότητα.
Εντούτοις, δεν είναι κατ’ ανάγκην αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας ο καθορισμός ορίου πέραν του οποίου η επαπειλούμενη για ορισμένο αδίκημα μεγίστη στερητική της ελευθερίας ποινή δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως σοβαρού αδικήματος.
Αφενός, τούτο φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση της επίμαχης εθνικής διάταξης, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή φαίνεται να καλύπτει, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις στις οποίες η πρόσβαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρή επέμβαση, διότι δεν αφορά ένα σύνολο δεδομένων από το οποίο να μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων.
Αφετέρου, το δικαστήριο ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που παρεμβαίνει στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί ή να περιορίσει την πρόσβαση όταν διαπιστώνει ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα είναι σοβαρή ενώ είναι πρόδηλο ότι το επίμαχο αδίκημα δεν εμπίπτει πράγματι στη βαριά εγκληματικότητα.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο ή η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο αυτό πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των έννομων συμφερόντων που συνδέονται με τις ανάγκες της ποινικής έρευνας και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο ή η εν λόγω οντότητα πρέπει να μπορεί να αποκλείσει την πρόσβαση όταν αυτή ζητείται στο πλαίσιο ποινικής δίωξης για αδίκημα μη προδήλως σοβαρό.
Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη, δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη κατά την οποία ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να επιτρέψει την πρόσβαση σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης όταν αυτή ζητείται για τη διερεύνηση αδικημάτων τα οποία τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, υπό τον όρο όμως ότι ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την πρόσβαση, εάν αυτή ζητείται στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με αδίκημα μη προδήλως σοβαρό, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στο οικείο κράτος μέλος.
( 1 ) Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία [της] ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11) (στο εξής: οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες).
( 2 ) Ήτοι, του άρθρου 132, παράγραφος 3, του decreto legislativo n. 196 - Codice in materia di protezione dei dati personali, recante disposizioni per l’adeguamento dell’ordinamento nazionale al regolamento (UE) n. 2016/679 del Parlamento europeo e del Consiglio, del 27 aprile 2016, relativo alla protezione delle persone fisiche con riguardo al trattamento dei dati personali, nonché alla libera circolazione di tali dati e che abroga la direttiva 95/46/CE [νομοθετικού διατάγματος 196, περί θεσπίσεως κώδικα στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, περί διατάξεων προσαρμογής του εθνικού δικαίου στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27 Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ], της 30ής Ιουνίου 2003 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 174, της 29ης Ιουλίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης.
( 3 ) Τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.
( 4 ) Άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.
( 5 ) Άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.
( 6 ) Άρθρα 7, 8, και 11 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.