Dette dokument er et uddrag fra EUR-Lex
Dokument 62022CJ0431
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2023.
Scuola europea di Varese κατά PD, ως προσώπου ασκούντος τη γονική μέριμνα του NG, και LC, ως προσώπου ασκούντος τη γονική μέριμνα του NG.
Προδικαστική παραπομπή – Σύμβαση σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων – Άρθρο 27, παράγραφος 2 – Γενικός κανονισμός των ευρωπαϊκών σχολείων – Άρθρα 62, 66 και 67 – Προσβολή της απόφασης του συμβουλίου της τάξης περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη του κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – Έλλειψη δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων – Αποκλειστική αρμοδιότητα του οργάνου εκδίκασης προσφυγών των ευρωπαϊκών σχολείων – Αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Υπόθεση C-431/22.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2023.
Scuola europea di Varese κατά PD, ως προσώπου ασκούντος τη γονική μέριμνα του NG, και LC, ως προσώπου ασκούντος τη γονική μέριμνα του NG.
Προδικαστική παραπομπή – Σύμβαση σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων – Άρθρο 27, παράγραφος 2 – Γενικός κανονισμός των ευρωπαϊκών σχολείων – Άρθρα 62, 66 και 67 – Προσβολή της απόφασης του συμβουλίου της τάξης περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη του κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – Έλλειψη δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων – Αποκλειστική αρμοδιότητα του οργάνου εκδίκασης προσφυγών των ευρωπαϊκών σχολείων – Αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Υπόθεση C-431/22.
Samling af Afgørelser – Retten – afsnittet "Oplysninger om ikke-offentliggjorte afgørelser"
ECLI-indikator: ECLI:EU:C:2023:1021
Υπόθεση C‑431/22
Scuola europea di Varese
κατά
PD, ως προσώπου ασκούντος τη γονική μέριμνα του NG,
και
LC, ως προσώπου ασκούντος τη γονική μέριμνα του NG
(αίτηση του Corte suprema di cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2023
«Προδικαστική παραπομπή – Σύμβαση σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων – Άρθρο 27, παράγραφος 2 – Γενικός κανονισμός των ευρωπαϊκών σχολείων – Άρθρα 62, 66 και 67 – Προσβολή της απόφασης του συμβουλίου της τάξης περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη του κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – Έλλειψη δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων – Αποκλειστική αρμοδιότητα του οργάνου εκδίκασης προσφυγών των ευρωπαϊκών σχολείων – Αποτελεσματική δικαστική προστασία»
Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Έννοια της πράξης των θεσμικών οργάνων – Σύμβαση σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων – Εμπίπτει
(Άρθρα 267, εδ. 1, στοιχείο βʹ, και 352 ΣΛΕΕ· Σύμβαση σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων)
(βλ. σκέψεις 50, 51)
Διεθνείς συμφωνίες – Σύμβαση σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων – Αποκλειστική αρμοδιότητα του οργάνου εκδίκασης προσφυγών – Διαφορά σχετικά με τη νομιμότητα της απόφασης συμβουλίου της τάξης ευρωπαϊκού σχολείου περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη του κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – Εμπίπτει – Παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας – Δεν συντρέχει
[Σύμβαση σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων, άρθρο 27 § 2· γενικός κανονισμός των ευρωπαϊκών σχολείων (2014), άρθρα 61, 62, 66 και 67]
(βλ. σκέψεις 54, 56, 67, 68, 74, 75, 78, 82, 84, 85, 89, 97-99 και διατακτ.)
Σύνοψη
Σε γονείς που ενεργούσαν ως νόμιμοι εκπρόσωποι του ανήλικου γιου τους, ο οποίος ήταν τότε μαθητής της πέμπτης τάξης του κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Scuola europea di Varese (ευρωπαϊκού σχολείου του Βαρέζε, Ιταλία), κοινοποιήθηκε απόφαση του αρμόδιου συμβουλίου της τάξης περί μη εγκρίσεως της προαγωγής του γιου τους στην επόμενη τάξη. Οι γονείς άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (διοικητικού δικαστηρίου περιφέρειας Λομβαρδίας, Ιταλία) με αίτημα την ακύρωση της ως άνω αποφάσεως. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την προσφυγή.
Το ευρωπαϊκό σχολείο του Βαρέζε υπέβαλε ενώπιον της Ολομέλειας του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, αίτηση προκαταρκτικής επίλυσης του ζητήματος δικαιοδοσίας ( 1 ), ζητώντας να αναγνωριστεί η έλλειψη δικαιοδοσίας των ιταλικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της επίδικης διαφοράς. Κατά το ευρωπαϊκό σχολείο του Βαρέζε, η διαφορά αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οργάνου εκδίκασης προσφυγών των ευρωπαϊκών σχολείων (στο εξής: όργανο εκδίκασης προσφυγών), δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 27 της Σύμβασης σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων (στο εξής: ΣΚΕΣ) ( 2 ) και του άρθρου 67, παράγραφος 1, του γενικού κανονισμού των ευρωπαϊκών σχολείων που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: ΓΚΕΣ του 2014) ( 3 ). Οι γονείς, καθώς και ο εισαγγελέας, θεωρούν, αντιθέτως, ότι τα ιταλικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της επίδικης διαφοράς, καθόσον, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 2, της ΣΚΕΣ, το όργανο εκδίκασης προσφυγών έχει αποκλειστική αρμοδιότητα μόνον επί βλαπτικών πράξεων που προέρχονται από το ανώτατο συμβούλιο ή από το διοικητικό συμβούλιο ενός σχολείου.
Καλούμενο να αποφανθεί επί του προκριματικού ζητήματος της δικαιοδοσίας των ιταλικών δικαστηρίων, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι είχε αποφανθεί υπέρ της δικαιοδοσίας των ιταλικών δικαστηρίων, υπό περιστάσεις ανάλογες εκείνων της υπό κρίση διαφοράς ( 4 ). Ειδικότερα, είχε κρίνει ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα του οργάνου εκδίκασης προσφυγών κάλυπτε μόνον τις βλαπτικές πράξεις που προέρχονται από το ανώτατο συμβούλιο ή από το διοικητικό συμβούλιο ενός ευρωπαϊκού σχολείου και όχι τις πράξεις που εκδίδονται από το συμβούλιο της τάξης ενός ευρωπαϊκού σχολείου ( 5 ). Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πάντως, ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, ο τότε εφαρμοστέος ΓΚΕΣ προέβλεπε μόνο τη δυνατότητα ασκήσεως, σε περιορισμένες περιπτώσεις, προσφυγής, εντός του πλαισίου των ευρωπαϊκών σχολείων και αμιγώς διοικητικής φύσεως, κατά των αποφάσεων των συμβουλίων των τάξεων περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη, χωρίς να προβλέπει ακόμη τη δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής ενώπιον του οργάνου εκδίκασης προσφυγών κατά των αποφάσεων αυτών.
Ωστόσο, κατά το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός ότι η δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής θεσπίστηκε, εν τω μεταξύ, με τον ΓΚEΣ του 2005 και, στη συνέχεια, επιβεβαιώθηκε με το άρθρο 67 του ΓΚEΣ του 2014 θα μπορούσε να δικαιολογήσει πλέον την αναγνώριση αποκλειστικής αρμοδιότητας του οργάνου εκδίκασης προσφυγών για τέτοιου είδους διαφορές. Κατά το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια προσέγγιση φαίνεται ότι μπορεί να βρει έρεισμα, μεταξύ άλλων, στα διδάγματα που αντλούνται από την απόφαση Oberto και O’Leary ( 6 ), με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε, με βάση τους κανόνες της Συμβάσεως της Βιέννης ( 7 ), ότι νομίμως είχε ανατεθεί αποκλειστική αρμοδιότητα στο όργανο εκδίκασης προσφυγών για προσφυγές κατά πράξεως διευθυντή ευρωπαϊκού σχολείου βλαπτικής για εκπαιδευτικό του σχολείου αυτού. Κατά το αιτούν δικαστήριο, σημασία μπορούν να έχουν επίσης στο πλαίσιο αυτό και διάφορα έγγραφα που προσκόμισε το ευρωπαϊκό σχολείο του Βαρέζε και, ειδικότερα, πλείονες αποφάσεις με τις οποίες το όργανο εκδίκασης προσφυγών έκρινε επί διαφορών σχετικά με αποφάσεις συμβουλίων των τάξεων περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη, διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πάγια δικαιοδοτική πρακτική από το χρονικό σημείο κατά το οποίο του ανατέθηκε η αρμοδιότητα για την εκδίκαση τέτοιων διαφορών με τον ΓΚΕΣ του 2005.
Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, κρίνοντας ότι οι διαφορές που υφίστανται ως προς τα πραγματικά περιστατικά μεταξύ της υποθέσεως Oberto και O’Leary και της υπό κρίση υποθέσεως δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της ΣΚΕΣ είναι τόσο προφανής ώστε να μην καταλείπει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία.
Με την απόφασή του το Δικαστήριο κρίνει ότι το όργανο εκδίκασης προσφυγών έχει αποκλειστική αρμοδιότητα σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, εφόσον εξαντληθούν οι δυνατότητες της διοικητικής οδού που προβλέπονται από τον ΓΚΕΣ του 2014, επί οποιασδήποτε διαφοράς σχετικά με τη νομιμότητα απόφασης συμβουλίου της τάξης ευρωπαϊκού σχολείου περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη του κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ( 8 ).
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το σύστημα των ευρωπαϊκών σχολείων αποτελεί «sui generis» σύστημα, με το οποίο υλοποιείται, μέσω διεθνούς συμφωνίας, μια μορφή συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ευρωπαϊκά σχολεία συνιστούν διεθνή οργανισμό ο οποίος, παρά τους λειτουργικούς δεσμούς που διατηρεί με την Ένωση, παραμένει τυπικώς διακριτός από αυτή και τα κράτη μέλη της. Επομένως, η ΣΚΕΣ, μολονότι αποτελεί, όσον αφορά την Ένωση, πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, διέπεται επιπλέον και από το διεθνές δίκαιο και, ειδικότερα, από απόψεως ερμηνείας της, από το διεθνές δίκαιο των συνθηκών. Το διεθνές δίκαιο των συνθηκών κωδικοποιήθηκε, κατ’ ουσίαν, με τη Σύμβαση της Βιέννης της οποίας οι κανόνες εφαρμόζονται επί συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ των κρατών μελών και διεθνούς οργανισμού, όπως είναι η ΣΚΕΣ, στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί αποτελούν έκφραση του εθιμικού γενικού διεθνούς δικαίου. Κατά συνέπεια, η ΣΚΕΣ πρέπει να ερμηνευθεί βάσει των εν λόγω κανόνων και, ιδιαιτέρως, σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 31 της Σύμβασης της Βιέννης, το οποίο εκφράζει το διεθνές εθιμικό δίκαιο.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει το γράμμα του άρθρου 27, παράγραφος 2, της ΣΚΕΣ, καθώς και το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων του ΓΚΕΣ του 2014 ( 9 ), και, εν συνεχεία, εξετάζει αν, κατά τρόπο ανάλογο προς όσα έκρινε με την απόφαση Oberto και O’Leary όσον αφορά τις αποφάσεις του διευθυντή ευρωπαϊκού σχολείου, είναι δυνατή, βάσει των κανόνων του άρθρου 31 της Σύμβασης της Βιέννης, ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της ΣΚΕΣ υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να έχει το όργανο εκδίκασης προσφυγών, δυνάμει των διατάξεων του ΓΚΕΣ του 2014, αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση προσφυγών κατά αποφάσεων περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή ευρωπαϊκού σχολείου στην επόμενη τάξη, μολονότι οι αποφάσεις αυτές δεν προέρχονται από το ανώτατο συμβούλιο ή το διοικητικό συμβούλιο του σχολείου, αλλά από συμβούλιο της τάξης.
Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βιέννης ορίζει ότι η συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται συμφώνως προς τη συνήθη έννοια που δίδεται στους όρους της, στο σύνολό τους, και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της. Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι, μολονότι δεν γίνεται ρητή μνεία των πράξεων των συμβουλίων της τάξης στο άρθρο 27, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της ΣΚΕΣ, εντούτοις από το συνολικό κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και τους σκοπούς που επιδιώκει η ΣΚΕΣ μπορεί να συναχθεί ότι η διεύρυνση της αρμοδιότητας του οργάνου εκδίκασης προσφυγών με τις διατάξεις του ΓΚΕΣ του 2014 δεν παραβιάζει την εν λόγω διάταξη της ΣΚΕΣ.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι από το άρθρο 31, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, της Σύμβασης της Βιέννης προκύπτει ότι, για τους σκοπούς ερμηνείας συνθήκης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μαζί με το σύνολο της συνθήκης, αφενός, κάθε μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ των μερών που αφορά την ερμηνεία της συνθήκης ή την εφαρμογή των διατάξεών της και, αφετέρου, κάθε μεταγενέστερη πρακτική που ακολουθείται από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά την εφαρμογή της συνθήκης, η οποία συνιστά συμφωνία αυτών όσον αφορά την ερμηνεία της.
Στο ως άνω πλαίσιο, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η θέσπιση, από το ανώτατο συμβούλιο, των άρθρων 62, 66 και 67 του ΓΚΕΣ του 2014 και προηγουμένως των αντίστοιχων διατάξεων του ΓΚΕΣ του 2005, καθώς και η αδιάλειπτη έκτοτε εφαρμογή τους τόσο από τον γενικό γραμματέα όσο και από το όργανο εκδίκασης προσφυγών, χωρίς αμφισβήτηση εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών στη ΣΚΕΣ της θέσπισης και της εφαρμογής τους, είναι ικανές να πιστοποιήσουν την ύπαρξη αν όχι μεταγενέστερης συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών που αφορά την ερμηνεία της ΣΚΕΣ ή την εφαρμογή των διατάξεών της, κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της Σύμβασης της Βιέννης, τουλάχιστον πρακτικής η οποία συνιστά συμφωνία των συμβαλλομένων μερών όσον αφορά την ερμηνεία της ΣΚΕΣ, κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της Σύμβασης της Βιέννης. Πράγματι, η έλλειψη αμφισβητήσεων εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών στη ΣΚΕΣ ως προς την ανωτέρω αδιάλειπτη εφαρμογή πρέπει να θεωρηθεί ως συμπεριφορά που δηλώνει τη σιωπηρή συναίνεσή τους για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και, συνεπώς, ως τέτοια πρακτική. Μια τέτοια συμφωνία και/η πρακτική μπορούν να υπερισχύσουν του γράμματος του άρθρου 27, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της ΣΚΕΣ. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής της οι αποφάσεις των συμβουλίων της τάξης των ευρωπαϊκών σχολείων περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη.
Το Δικαστήριο συνάγει από τα ανωτέρω ότι το όργανο εκδίκασης προσφυγών έχει, δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 1, του ΓΚΕΣ του 2014, αποκλειστική αρμοδιότητα σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, αφού εξαντληθούν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 62, παράγραφος 1, του γενικού αυτού κανονισμού δυνατότητες διοικητικής προσφυγής, να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε διαφοράς σχετικής με την απόφαση συμβουλίου της τάξης ευρωπαϊκού σχολείου περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη του κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι η αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα δεν παραβιάζει το άρθρο 27, παράγραφος 2, της ΣΚΕΣ.
Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ανωτέρω ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων της ΣΚΕΣ και του ΓΚΕΣ του 2014 δεν θίγει το δικαίωμα των ενδιαφερομένων σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Όσον αφορά τη ΣΚΕΣ, οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης πρέπει να διέπουν την ερμηνεία της Σύμβασης αυτής και συγχρόνως να λαμβάνονται δεόντως υπόψη και να τηρούνται από τα όργανα που αυτή ιδρύει, όταν αυτά ασκούν τις αρμοδιότητες που απορρέουν από τους προβλεπόμενους στη Σύμβαση κανόνες και εκδίδουν πράξεις κατ’ εφαρμογήν των διατάξεών της. Όπως προκύπτει από αποφάσεις του οργάνου εκδίκασης προσφυγών τις οποίες προσκόμισε το ευρωπαϊκό σχολείο του Βαρέζε, οι διατάξεις του άρθρου 62, παράγραφος 1, του ΓΚΕΣ του 2014 αφορούν μεν τη διοικητική προσφυγή ενώπιον του γενικού γραμματέα, αλλά καθορίζουν, κατά συνέπεια, και την έκταση της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας του οργάνου εκδίκασης προσφυγών σε περίπτωση προσφυγής που ασκούν οι νόμιμοι εκπρόσωποι του μαθητή κατά της απόφασης με την οποία ο γενικός γραμματέας απέρριψε την ενώπιόν του αρχικώς ασκηθείσα διοικητική προσφυγή.
Πλην όμως, μια ένδικη προσφυγή, ακόμα και όταν οριοθετείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, εφόσον ως «παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την τηρητέα διαδικασία για την προαγωγή στην επόμενη τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 62, παράγραφος 1, του ΓΚΕΣ του 2014, νοείται ευρέως η παράβαση κάθε κανόνα, τόσο αυστηρώς διαδικαστικού όσο και ουσιαστικού, ο οποίος πρέπει υποχρεωτικώς να τηρείται κατά τη λήψη αποφάσεων εκ μέρους των συμβουλίων των τάξεων. Μεταξύ των κανόνων αυτών περιλαμβάνονται οι εφαρμοστέες γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης των οποίων την τήρηση πρέπει, κατά συνέπεια, να διασφαλίζει το όργανο εκδίκασης προσφυγών όταν επιλαμβάνεται προσφυγής που αφορά απόφαση του συμβουλίου της τάξης περί μη εγκρίσεως της προαγωγής μαθητή στην επόμενη τάξη.
Όσον αφορά την έκταση του ελέγχου που ασκεί το όργανο εκδίκασης προσφυγών επί της αιτιολογίας μιας τέτοιας απόφασης του συμβουλίου της τάξης, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιτάσσει, μεταξύ άλλων, ότι, με την επιφύλαξη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που είναι εγγενές στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων του συμβουλίου της τάξης, ο έλεγχος αυτός πρέπει να αφορά, τουλάχιστον, τη διακρίβωση περί του ότι δεν υφίσταται υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.
( 1 ) Βάσει του άρθρου 41 του ιταλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, κατά το οποίο: «Εφόσον η υπόθεση δεν έχει κριθεί επί της ουσίας σε πρώτο βαθμό, οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί να ζητήσει ενώπιον της ολομέλειας του [Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου)] την επίλυση ζητημάτων δικαιοδοσίας [...]».
( 2 ) Σύμβαση σχετικά με το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων, που συνήφθη στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1994 μεταξύ των κρατών μελών και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1994, L 212, σ. 3). Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της ΣΚΕΣ, «[τ]ο όργανο εκδίκασης προσφυγών έχει αποκλειστική αρμοδιότητα σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, εφόσον εξαντληθούν οι δυνατότητες της διοικητικής οδού, επί οποιασδήποτε διαφοράς σχετικής με την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης στα πρόσωπα τα οποία αυτή αφορά, εκτός του διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού, σχετικά με τη νομιμότητα πράξεως βασιζόμενης στη σύμβαση ή σε κανόνες θεσπιζόμενους δυνάμει αυτής, η οποία στρέφεται εναντίον τους και προέρχεται από το ανώτατο συμβούλιο ή το διοικητικό συμβούλιο ενός σχολείου στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί βάσει της παρούσας σύμβασης». Στο άρθρο 27, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της ΣΚΕΣ ορίζεται ότι οι όροι και οι λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του οργάνου εκδίκασης προσφυγών καθορίζονται, ανάλογα με την περίπτωση, στους κανόνες υπηρεσιακής κατάστασης του διδακτικού προσωπικού ή στο καθεστώς που εφαρμόζεται στα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η διδασκαλία συγκεκριμένων μαθημάτων ή στον γενικό κανονισμό των ευρωπαϊκών σχολείων.
( 3 ) Γενικός κανονισμός των ευρωπαϊκών σχολείων, υπ’ αριθ. 2014-03-D‑14-fr-11. Κατά το άρθρο 67, παράγραφος 1, του ΓΚΕΣ του 2014, «[κ]ατά των ρητών ή σιωπηρών διοικητικών αποφάσεων επί των προβλεπόμενων στο προηγούμενο άρθρο προσφυγών μπορεί να ασκηθεί ένδικη προσφυγή από τους νόμιμους εκπροσώπους των μαθητών τους οποίους αφορά άμεσα η επίδικη απόφαση, ενώπιον του οργάνου εκδίκασης προσφυγών του άρθρου 27 της [ΣΚEΣ]».
( 4 ) Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία), απόφαση της 15ης Μαρτίου 1999, ECLI:IT:CASS:1999:138CIV.
( 5 ) Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 6, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 27, παράγραφοι 1, 2 και 7, της ΣΚΕΣ.
( 6 ) Απόφαση της 11ης Μαρτίου 2015, Oberto και O’Leary (C‑464/13 και C‑465/13, EU:C:2015:163, στο εξής: απόφαση Oberto και O’Leary).
( 7 ) Σύμβαση της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331).
( 8 ) Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 27, παράγραφος 2, της ΣΚΕΣ και των άρθρων 61, 62, 66 και 67 του ΓΚΕΣ του 2014.
( 9 ) Άρθρο 61, A, παράγραφος 1, άρθρο 62, παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 66, παράγραφοι 1 και 5, και άρθρο 67, παράγραφος 1, του ΓΚΕΣ του 2014.