Този документ е извадка от уебсайта EUR-Lex.
Документ 62017CJ0070
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 26ης Μαρτίου 2019.
Abanca Corporación Bancaria SA και Bankia SA κατά Alberto García Salamanca Santos κ.λπ.
Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρα 6 και 7 – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Ρήτρα πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου – Κήρυξη της ρήτρας εν μέρει καταχρηστικής – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση ρήτρας που χαρακτηρίζεται ως “καταχρηστική” – Υποκατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας από διάταξη του εθνικού δικαίου.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-70/17 και C-179/17.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 26ης Μαρτίου 2019.
Abanca Corporación Bancaria SA και Bankia SA κατά Alberto García Salamanca Santos κ.λπ.
Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρα 6 και 7 – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Ρήτρα πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου – Κήρυξη της ρήτρας εν μέρει καταχρηστικής – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση ρήτρας που χαρακτηρίζεται ως “καταχρηστική” – Υποκατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας από διάταξη του εθνικού δικαίου.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-70/17 και C-179/17.
Сборник съдебна практика — общ сборник — раздел „Информация относно непубликуваните решения“
Идентификатор ECLI: ECLI:EU:C:2019:250
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-70/17 και C-179/17
Abanca Corporación Bancaria SA κατά Alberto García Salamanca Santos
και
Bankia SA κατά Alfonso Antonio Lau Mendoza και Verónica Yuliana Rodríguez Ramírez
(αιτήσεις του Tribunal Supremo και του Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 26ης Μαρτίου 2019
«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρα 6 και 7 – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Ρήτρα πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου – Κήρυξη της ρήτρας εν μέρει καταχρηστικής – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση ρήτρας που χαρακτηρίζεται ως “καταχρηστική” – Υποκατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας από διάταξη του εθνικού δικαίου»
Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Κήρυξη της ρήτρας εν μέρει καταχρηστικής – Έκταση – Διατήρηση εν ισχύι του μη καταχρηστικού τμήματος της ρήτρας η οποία συνεπάγεται μεταβολή του περιεχομένου της – Δεν επιτρέπεται – Υποκατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας με διάταξη του εθνικού δικαίου από το εθνικό δικαστήριο – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις
(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 6 και 7)
(βλ. σκέψεις 48, 53, 54, 56-58, 60, 64 και διατακτ.)
Σύνοψη
Με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων Abanca Corporación Bancaria (C-70/17) και Bankia (C-179/17), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου ερμήνευσε τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 ( 1 ), σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές.
Οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούσαν αγωγές σχετικές με συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου συναφθείσες στην Ισπανία, οι οποίες περιείχαν ρήτρα που επέτρεπε την πρόωρη λήξη της συμβάσεως, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση μη καταβολής έστω και μίας μόνον μηνιαίας δόσεως.
Τα αιτούντα δικαστήρια ζήτησαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, κατ’ ουσίαν, εάν τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια, αφενός, ότι, οσάκις ρήτρα περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου κρίνεται καταχρηστική, είναι δυνατόν η ρήτρα αυτή, παρά ταύτα, να διατηρηθεί εν μέρει εν ισχύι, με την εξάλειψη των στοιχείων που την καθιστούν καταχρηστική και, αφετέρου, ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η κινηθείσα κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας αυτής διαδικασία εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου μπορεί, παρά ταύτα, να συνεχισθεί με την συμπληρωματική εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου, εφόσον η αδυναμία προσφυγής σ’ αυτή τη διαδικασία ενδέχεται να είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα των καταναλωτών.
Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια, κατ’ αρχάς, ότι αντιτίθενται στο να διατηρείται εν μέρει εν ισχύι μια ρήτρα περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία κρίθηκε καταχρηστική, διά της απαλοιφής των στοιχείων που την καθιστούν καταχρηστική, όταν μια τέτοια απαλοιφή θα κατέληγε σε αναθεώρηση του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας επηρεάζοντας την ουσία της. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ίδια αυτά άρθρα δεν αντιτίθενται στο να θεραπεύει το εθνικό δικαστήριο την ακυρότητα μιας τέτοιας καταχρηστικής ρήτρας, υποκαθιστώντας την με την τροποποιημένη νομοθετική διάταξη στην οποία βασίσθηκε η ρήτρα αυτή και η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών, υπό την προϋπόθεση ότι η επίμαχη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει σε περίπτωση καταργήσεως της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας και ότι αποδεικνύεται ότι η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της εκθέτει τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε βεβαίως ότι, οσάκις εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα εθνικού δικαίου που επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να συμπληρώσει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής. Εάν δηλαδή το εθνικό δικαστήριο είχε την εξουσία να αναθεωρεί το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε τέτοιες συμβάσεις, η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε ενδεχομένως δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια αυτή θα συνέτεινε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών στους καταναλωτές, στο μέτρο που οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμη και εάν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλισθεί το συμφέρον των εν λόγω επαγγελματιών.
Εντούτοις, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την κατάργηση καταχρηστικής ρήτρας, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν αντιτίθεται στην ακύρωση από τον εθνικό δικαστή, κατ’ εφαρμογήν των αρχών του δικαίου των συμβάσεων, της καταχρηστικής ρήτρας και στην υποκατάστασή της με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου σε περιπτώσεις στις οποίες η ακύρωση της καταχρηστικής ρήτρας θα υποχρέωνε τον εθνικό δικαστή να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, με αποτέλεσμα η ενέργεια αυτή να λειτουργεί ως τιμωρία του.
H υποκατάσταση αυτή δικαιολογείται πλήρως με γνώμονα τον σκοπό της οδηγίας 93/13. Ειδικότερα, συνάδει προς τον σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθόσον η διάταξη αυτή τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα, και όχι να ακυρώσει κάθε σύμβαση που περιέχει καταχρηστικές ρήτρες.
Εάν δεν επιτρεπόταν η εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου αντί καταχρηστικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, ο δικαστής όφειλε να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, τούτο θα συνεπαγόταν ενδεχομένως ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας που απορρέει από την ακύρωση της συμβάσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά μια δανειακή σύμβαση, τέτοια ακύρωση θα είχε κατ’ αρχήν ως συνέπεια να καταστεί αμέσως απαιτητό το υπολειπόμενο οφειλόμενο ποσό του δανείου, σε έκταση η οποία ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, θα λειτουργούσε περισσότερο ως τιμωρία του τελευταίου παρά του δανειστή ο οποίος, συνακόλουθα, δεν θα είχε κίνητρο να αποφεύγει την εισαγωγή τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις που προτείνει.
Για παρόμοιους λόγους, το Δικαστήριο κρίνει ότι, σε περίπτωση στην οποία σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την κατάργηση καταχρηστικής ρήτρας, της οποίας το γράμμα στηρίζεται σε νομοθετική διάταξη που εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν αντιτίθεται ούτε στο να εφαρμόζει ο εθνικός δικαστής, αντί της ρήτρας αυτής, την εν λόγω νομοθετική διάταξη αναφοράς, όπως αυτή τροποποιήθηκε μετά τη σύναψη της συμβάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί η ακυρότητα της συμβάσεως αυτής, στο μέτρο που η ακύρωση της συμβάσεως θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες.
Στα αιτούντα δικαστήρια εναπόκειται να εξακριβώσουν, σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου και με αντικειμενική προσέγγιση, εάν η κατάργηση των εν λόγω ρητρών θα είχε ως συνέπεια να μην μπορούν πλέον να εξακολουθούν να ισχύουν οι συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου.
Σε τέτοια περίπτωση, θα εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξετάσουν εάν η ακύρωση των επίμαχων στις κύριες δίκες συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων θα εξέθετε τους οικείους καταναλωτές σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες. Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, τέτοια ακύρωση θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις, ιδίως, όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τους οποίους οι τράπεζες μπορούν να ανακτήσουν, δικαστικώς, το συνολικό υπολειπόμενο ποσό του δανείου που οφείλουν οι καταναλωτές.
( 1 ) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).