This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62015CJ0518
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2018.
Ville de Nivelles κατά Rudy Matzak.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2 – Έννοιες των όρων “χρόνος εργασίας” και “περίοδος ανάπαυσης” – Άρθρο 17 – Παρεκκλίσεις – Πυροσβέστες – Χρόνος ετοιμότητας – Εφημερίες ετοιμότητας κατ’ οίκον.
Υπόθεση C-518/15.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2018.
Ville de Nivelles κατά Rudy Matzak.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2 – Έννοιες των όρων “χρόνος εργασίας” και “περίοδος ανάπαυσης” – Άρθρο 17 – Παρεκκλίσεις – Πυροσβέστες – Χρόνος ετοιμότητας – Εφημερίες ετοιμότητας κατ’ οίκον.
Υπόθεση C-518/15.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
Υπόθεση C‑518/15
Ville de Nivelles
κατά
Rudy Matzak
(αίτηση του cour du travail de Bruxelles
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2 – Έννοιες των όρων “χρόνος εργασίας” και “περίοδος ανάπαυσης” – Άρθρο 17 – Παρεκκλίσεις – Πυροσβέστες – Χρόνος ετοιμότητας – Εφημερίες ετοιμότητας κατ’ οίκον»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2018
Κοινωνική πολιτική–Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων–Οδηγία 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας–Έννοια του εργαζομένου–Εθελοντής πυροσβέστης που εντάχθηκε στη δημόσια πυροσβεστική υπηρεσία–Εμπίπτει–Προϋποθέσεις–Επαλήθευση από το εθνικό δικαστήριο
(Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)
Κοινωνική πολιτική–Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων–Οδηγία 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας–Παρεκκλίσεις–Πυροσβέστες που προσλαμβάνονται από τις δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες–Δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τους ορισμούς των εννοιών «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης»
(Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 17 § 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii)
Κοινωνική πολιτική–Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων–Οδηγία 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας–Ευνοϊκότερες εθνικές διατάξεις–Περιεχόμενο–Λιγότερο περιοριστικός ορισμός της εννοίας του «χρόνου εργασίας»–Αποκλείεται
(Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1, 2 και 15)
Κοινωνική πολιτική–Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων–Οδηγία 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας–Πεδίο εφαρμογής–Αποδοχές–Δεν εμπίπτουν–Υποχρέωση των κρατών μελών να καθορίζουν τις αποδοχές των περιόδων των κατ’ οίκον εφημεριών ετοιμότητας αναλόγως του προηγούμενου χαρακτηρισμού των περιόδων αυτών ως «χρόνου εργασίας» ή ως «περιόδου ανάπαυσης»–Δεν υφίσταται
(Άρθρο 153 § 5 ΣΛΕΕ· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2)
Κοινωνική πολιτική–Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων–Οδηγία 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας–Χρόνος εργασίας–Έννοια–Χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ’ οίκον στο πλαίσιο εφημερίας ετοιμότητας με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών, υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων–Εμπίπτει
(Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 28-31)
Το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες πυροσβεστών που προσλαμβάνονται από τις δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες, από το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 2, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων τις έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης».
(βλ. σκέψη 39, διατακτ. 1)
Το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν έναν λιγότερο περιοριστικό ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας» από αυτόν που διατυπώνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.
Κατά το γράμμα του άρθρου 15 της οδηγίας 2003/88, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται είναι αυτές οι οποίες είναι συγκρίσιμες με αυτές της οδηγίας 2003/88 σχετικά με την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.
Εν προκειμένω, οι τελευταίες αυτές διατάξεις μπορούν να είναι μόνον όσες, ως εκ της λειτουργίας και του αντικειμένου τους, αποσκοπούν στον καθορισμό ενός ελάχιστου επιπέδου προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των διατάξεων που εμπίπτουν στα κεφάλαια 2 και 3 της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, οι διατάξεις του κεφαλαίου 1 της εν λόγω οδηγίας, που περιλαμβάνει τα άρθρα 1 και 2, είναι άλλη φύσεως. Πράγματι, αυτές οι τελευταίες δεν καθορίζουν ελάχιστες περιόδους χρόνου αναπαύσεως ούτε αφορούν άλλες πτυχές της οργανώσεως του χρόνου εργασίας, αλλά διατυπώνουν τους αναγκαίους ορισμούς για την οριοθέτηση του αντικειμένου της οδηγίας 2003/88 καθώς και του πεδίου εφαρμογής της.
Ως εκ τούτου, από το γράμμα του άρθρου 15 της οδηγίας 2003/88, εξεταζόμενο υπό το φως του συστήματος που αυτή καθιερώνει, συνάγεται ότι η ευχέρεια η οποία προβλέπεται στο τελευταίο αυτό άρθρο δεν έχει εφαρμογή στον ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.
(βλ. σκέψεις 42-44, 47, διατακτ. 2)
Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις αποδοχές των περιόδων των κατ’ οίκον εφημεριών ετοιμότητας όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης αναλόγως του προηγούμενου χαρακτηρισμού των περιόδων αυτών ως «χρόνου εργασίας» ή ως «περιόδου ανάπαυσης».
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η οδηγία 2003/88 δεν ρυθμίζει το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό εκφεύγει, δυνάμει του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, της αρμοδιότητας της Ένωσης.
Ως εκ τούτου, μολονότι τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν τις αποδοχές των εργαζομένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 αναλόγως του ορισμού των εννοιών «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης» του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής, εντούτοις δεν είναι υποχρεωμένα να το πράξουν.
(βλ. σκέψεις 49, 50, 52, διατακτ. 3)
Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ’ οίκον στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών, υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων, πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας».
Πράγματι, εάν η έννοια του «χρόνου εργασίας» δεν κάλυπτε τις εφημερίες ετοιμότητας υπό το καθεστώς της φυσικής παρουσίας στον τόπο εργασίας θα διακυβευόταν ο σκοπός της οδηγίας 2003/88, που συνίσταται στην εξασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν ορισμένες ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως και κατάλληλα διαλείμματα από την εργασία (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap, C‑303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 49).
Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το καθοριστικό στοιχείο προκειμένου να κριθεί εάν συντρέχουν τα χαρακτηριστικά της έννοιας του «χρόνου εργασίας» της οδηγίας 2003/88 είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι φυσικά παρών στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο και να βρίσκεται εκεί στη διάθεσή του προκειμένου να μπορεί να παράσχει αμέσως τις προσήκουσες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης. Πράγματι, οι υποχρεώσεις αυτές, που συνεπάγονται αδυναμία των εργαζομένων να επιλέξουν τον τόπο παραμονής τους κατά τη διάρκεια των εφημεριών ετοιμότητας, πρέπει να θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην άσκηση των καθηκόντων τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 63, καθώς και διάταξη της 4ης Μαρτίου 2011, Grigore, C‑258/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:122, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος πραγματοποιεί εφημερίες υπό το καθεστώς της επιφυλακής που προβλέπει ότι πρέπει να υφίσταται διαρκώς δυνατότητα επικοινωνίας με αυτόν, χωρίς όμως να υποχρεούται να είναι παρών στον τόπο εργασίας. Πράγματι, μολονότι βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του, δεδομένου ότι πρέπει να υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μαζί του, στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος υπόκειται σε λιγότερους περιορισμούς ως προς τη διαχείριση του χρόνου του και μπορεί να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντά του. Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον ο χρόνος της πραγματικής παροχής υπηρεσιών πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας» υπό την έννοια της οδηγίας 2003/88 (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(βλ. σκέψεις 58-60, 66, διατακτ. 4)