Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0286

Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής

Υπόθεση C–286/13 P

Dole Food Company Inc.

και

Dole Fresh Fruit Europe Europe, πρώην Dole Germany OHG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά μπανανών — Συντονισμός για τον καθορισμό των τιμών αναφοράς — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εκ των υστέρων αιτιολόγηση — Καθυστερημένη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων — Δικαιώματα άμυνας — Αρχή της ισότητας των όπλων — Αρχές που διέπουν την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών — Παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών — Εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων — Διάρθρωση της αγοράς — Υποχρέωση της Επιτροπής να διευκρινίσει τα στοιχεία των ανταλλαγών πληροφοριών που συνιστούν εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού — Βάρος αποδείξεως — Υπολογισμός του προστίμου — Συνυπολογισμός των πωλήσεων θυγατρικών που δεν εμπλέκονται στην παράβαση — Διπλός υπολογισμός πωλήσεων των ίδιων μπανανών»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 19ης Μαρτίου 2015

  1. Ένδικη διαδικασία – Προσκόμιση αποδείξεων – Προθεσμία – Εκπρόθεσμη κατάθεση αποδεικτικών στοιχείων – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 1)

  2. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα συνημμένα στο δικόγραφο – Απαράδεκτο

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21 και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ)

  3. Αναίρεση – Λόγοι – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσον ήταν αναγκαίο να συμπληρωθούν τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του – Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 64)

  4. Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη μια έμμεση αιτιολογία – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 81)

  5. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως

    (Άρθρο 253 ΕΚ)

  6. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Περιεχόμενο και σκοπός μιας συμπράξεως καθώς και οικονομικό και νομικό πλαίσιο αυτής – Διάκριση μεταξύ παραβάσεων εξ αντικειμένου και παραβάσεων εκ του αποτελέσματος – Πρόθεση των συμβαλλομένων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό – Μη απαραίτητο κριτήριο – Παράβαση εξ αντικειμένου – Αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΕ)

  7. Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση εκάστης επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά – Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Αντικείμενο ή αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Τεκμήριο – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΕ)

  8. Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Αντικείμενο ή αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Απουσία επιπτώσεων για τον ανταγωνισμό στην αγορά – Έλλειψη άμεσης σχέσης μεταξύ της εναρμονισμένης πρακτικής και των τιμών καταναλωτή – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  9. Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Απαιτείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά – Τεκμήριο περί υπάρξεως της συνάφειας αυτής – Τεκμήριο η ανατροπή του οποίου βαρύνει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση – Αποδείξεις

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  10. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  11. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Συνεκτίμηση του μεγέθους και του συνόλου των διαθέσιμων πόρων της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται πρόστιμο

    (Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 23/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

  12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή – Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου – Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων – Κριτήρια – Πωλήσεις σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση

    (Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 23/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 44)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 50)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 58)

  4.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 83)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 93, 94)

  6.  Σε θέματα συμπεριφοράς αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, που εμπίπτει στο άρθρο 81 ΕΚ, ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό ώστε να μην απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Έτσι, ορισμένες μορφές συμπαιγνίας, όπως αυτές που οδηγούν στον οριζόντιο καθορισμό των τιμών από συμπράξεις, μπορεί να λογίζονται ως δυνάμενες να έχουν τέτοια δυσμενή αποτελέσματα ειδικότερα επί των τιμών, της ποσότητας ή της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών ώστε, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, να παρέλκει η απόδειξη ότι έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα στην αγορά. Αν από την ανάλυση του περιεχομένου μιας μορφής συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων δεν προκύψει ότι αυτός είναι αρκούντως επιζήμιος για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά του και, για να προσδιοριστεί αν η συμπεριφορά αυτή περιλαμβάνεται σ’ αυτές που αναφέρει το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε, είτε περιορίστηκε, είτε νοθεύτηκε αισθητά.

    Για να εκτιμηθεί αν μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, ώστε να εκληφθεί ως εξ αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να κρίνεται ιδίως με βάση το αντικείμενό της, τους σκοπούς που επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Κατά την εκτίμηση των ανωτέρω παραμέτρων, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το είδος των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών.

    Επιπλέον, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό του περιοριστικού χαρακτήρα μιας μορφής συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων, ουδόλως απαγορεύεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να τη λαμβάνουν υπόψη.

    (βλ. σκέψεις 113, 115–118)

  7.  Όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών, τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας, τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας εναρμονισμένης πρακτικής, πρέπει να νοούνται υπό το φως της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις σχετικές προς τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτόνομα την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά.

    Μολονότι αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εντούτοις αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις συνήθεις συνθήκες της εν λόγω αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, του μεγέθους και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της εν λόγω αγοράς.

    Συγκεκριμένα, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται δυνητικώς στους κανόνες περί ανταγωνισμού όταν μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού τυχόν ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμενη να εξαλείψει τις αβεβαιότητες που διακατέχουν τους ενδιαφερομένους ως προς την ημερομηνία, το εύρος και τις λεπτομέρειες της προσαρμογής στην αγορά την οποία οι οικείες επιχειρήσεις πρόκειται να θέσουν σε εφαρμογή.

    (βλ. σκέψεις 119–122)

  8.  Σε θέματα δικαίου της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, μία εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μολονότι δεν συνδέεται ευθέως με τις τιμές καταναλωτή. Συγκεκριμένα, το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ αποκλείει την ερμηνεία ότι απαγορεύονται μόνον οι εναρμονισμένες πρακτικές που επηρεάζουν άμεσα τις τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΕΚ, μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, εφόσον συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής».

    Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού που περιλαμβάνει η Συνθήκη, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών αλλά και της διαρθρώσεως της αγοράς και κατ’ επέκταση του ίδιου του ανταγωνισμού. Επομένως, η διαπίστωση ότι μια εναρμονισμένη πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση της υπάρξεως άμεσου δεσμού μεταξύ αυτής και των τιμών καταναλωτή.

    (βλ. σκέψεις 123–125)

  9.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 126, 127)

  10.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 140)

  11.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 142–145)

  12.  Όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, εντούτοις περιορίζει την άσκηση της δυνατότητας αυτής θεσπίζοντας αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία η Επιτροπή πρέπει να συμμορφώνεται. Συγκεκριμένα, αφενός, υπάρχει ένα αριθμητικά προσδιορίσιμο και απόλυτο ανώτατο όριο σε σχέση με το ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε μια επιχείρηση και, ως εκ τούτου, το ανώτατο ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε ορισμένη επιχείρηση είναι εκ των προτέρων προσδιορίσιμο. Αφετέρου, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας οριοθετείται από τους κανόνες συμπεριφοράς με τους οποίους η Επιτροπή αυτοδεσμεύθηκε μέσω της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

    Συναφώς, όσον αφορά το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών της για τον υπολογισμό των προστίμων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, σχετικά με τον συνυπολογισμό από την Επιτροπή της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποίησε η οικεία επιχείρηση με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση, το σημείο αυτό έχει σκοπό να προσδιορίσει ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του επιβαλλόμενου σε επιχείρηση προστίμου ένα ποσό που αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, μολονότι η έννοια της αξίας των πωλήσεων περί της οποίας γίνεται λόγος στο σημείο 13 δεν μπορεί, ασφαλώς, να επεκτείνεται κατά τρόπον ώστε να καλύψει τις πωλήσεις της οικείας επιχειρήσεως οι οποίες δεν εμπίπτουν ευθέως ή εμμέσως στο πεδίο εφαρμογής της προσαπτόμενης συμπράξεως, εντούτοις, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η διάταξη αυτή θα θιγόταν αν η ως άνω έννοια έπρεπε να νοηθεί ως αφορώσα μόνον τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιείται αποκλειστικά με τις πωλήσεις οι οποίες αποδεικνύεται ότι όντως επηρεάστηκαν από την εν λόγω σύμπραξη. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών από τις πωλήσεις προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως συνιστά την καλύτερη ένδειξη περί της οικονομικής σημασίας της παραβάσεως αυτής.

    (βλ. σκέψεις 146–149)

Top

Υπόθεση C–286/13 P

Dole Food Company Inc.

και

Dole Fresh Fruit Europe Europe, πρώην Dole Germany OHG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά μπανανών — Συντονισμός για τον καθορισμό των τιμών αναφοράς — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εκ των υστέρων αιτιολόγηση — Καθυστερημένη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων — Δικαιώματα άμυνας — Αρχή της ισότητας των όπλων — Αρχές που διέπουν την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών — Παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών — Εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων — Διάρθρωση της αγοράς — Υποχρέωση της Επιτροπής να διευκρινίσει τα στοιχεία των ανταλλαγών πληροφοριών που συνιστούν εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού — Βάρος αποδείξεως — Υπολογισμός του προστίμου — Συνυπολογισμός των πωλήσεων θυγατρικών που δεν εμπλέκονται στην παράβαση — Διπλός υπολογισμός πωλήσεων των ίδιων μπανανών»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 19ης Μαρτίου 2015

  1. Ένδικη διαδικασία — Προσκόμιση αποδείξεων — Προθεσμία — Εκπρόθεσμη κατάθεση αποδεικτικών στοιχείων — Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 1)

  2. Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα συνημμένα στο δικόγραφο — Απαράδεκτο

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21 και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ)

  3. Αναίρεση — Λόγοι — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσον ήταν αναγκαίο να συμπληρωθούν τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του — Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 64)

  4. Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη μια έμμεση αιτιολογία — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 81)

  5. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως

    (Άρθρο 253 ΕΚ)

  6. Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Περιεχόμενο και σκοπός μιας συμπράξεως καθώς και οικονομικό και νομικό πλαίσιο αυτής — Διάκριση μεταξύ παραβάσεων εξ αντικειμένου και παραβάσεων εκ του αποτελέσματος — Πρόθεση των συμβαλλομένων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό — Μη απαραίτητο κριτήριο — Παράβαση εξ αντικειμένου — Αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό — Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΕ)

  7. Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση εκάστης επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά — Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών — Αντικείμενο ή αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Τεκμήριο — Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΕ)

  8. Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Αντικείμενο ή αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Απουσία επιπτώσεων για τον ανταγωνισμό στην αγορά — Έλλειψη άμεσης σχέσης μεταξύ της εναρμονισμένης πρακτικής και των τιμών καταναλωτή — Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  9. Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Απαιτείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά — Τεκμήριο περί υπάρξεως της συνάφειας αυτής — Τεκμήριο η ανατροπή του οποίου βαρύνει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση — Αποδείξεις

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  10. Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  11. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Αποτρεπτικός χαρακτήρας — Συνεκτίμηση του μεγέθους και του συνόλου των διαθέσιμων πόρων της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται πρόστιμο

    (Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 23/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

  12. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου — Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων — Κριτήρια — Πωλήσεις σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση

    (Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 23/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 44)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 50)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 58)

  4.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 83)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 93, 94)

  6.  Σε θέματα συμπεριφοράς αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, που εμπίπτει στο άρθρο 81 ΕΚ, ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό ώστε να μην απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Έτσι, ορισμένες μορφές συμπαιγνίας, όπως αυτές που οδηγούν στον οριζόντιο καθορισμό των τιμών από συμπράξεις, μπορεί να λογίζονται ως δυνάμενες να έχουν τέτοια δυσμενή αποτελέσματα ειδικότερα επί των τιμών, της ποσότητας ή της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών ώστε, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, να παρέλκει η απόδειξη ότι έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα στην αγορά. Αν από την ανάλυση του περιεχομένου μιας μορφής συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων δεν προκύψει ότι αυτός είναι αρκούντως επιζήμιος για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά του και, για να προσδιοριστεί αν η συμπεριφορά αυτή περιλαμβάνεται σ’ αυτές που αναφέρει το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε, είτε περιορίστηκε, είτε νοθεύτηκε αισθητά.

    Για να εκτιμηθεί αν μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, ώστε να εκληφθεί ως εξ αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να κρίνεται ιδίως με βάση το αντικείμενό της, τους σκοπούς που επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Κατά την εκτίμηση των ανωτέρω παραμέτρων, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το είδος των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών.

    Επιπλέον, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό του περιοριστικού χαρακτήρα μιας μορφής συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων, ουδόλως απαγορεύεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να τη λαμβάνουν υπόψη.

    (βλ. σκέψεις 113, 115–118)

  7.  Όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών, τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας, τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας εναρμονισμένης πρακτικής, πρέπει να νοούνται υπό το φως της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις σχετικές προς τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτόνομα την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά.

    Μολονότι αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εντούτοις αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις συνήθεις συνθήκες της εν λόγω αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, του μεγέθους και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της εν λόγω αγοράς.

    Συγκεκριμένα, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται δυνητικώς στους κανόνες περί ανταγωνισμού όταν μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού τυχόν ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμενη να εξαλείψει τις αβεβαιότητες που διακατέχουν τους ενδιαφερομένους ως προς την ημερομηνία, το εύρος και τις λεπτομέρειες της προσαρμογής στην αγορά την οποία οι οικείες επιχειρήσεις πρόκειται να θέσουν σε εφαρμογή.

    (βλ. σκέψεις 119–122)

  8.  Σε θέματα δικαίου της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, μία εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μολονότι δεν συνδέεται ευθέως με τις τιμές καταναλωτή. Συγκεκριμένα, το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ αποκλείει την ερμηνεία ότι απαγορεύονται μόνον οι εναρμονισμένες πρακτικές που επηρεάζουν άμεσα τις τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΕΚ, μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, εφόσον συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής».

    Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού που περιλαμβάνει η Συνθήκη, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών αλλά και της διαρθρώσεως της αγοράς και κατ’ επέκταση του ίδιου του ανταγωνισμού. Επομένως, η διαπίστωση ότι μια εναρμονισμένη πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση της υπάρξεως άμεσου δεσμού μεταξύ αυτής και των τιμών καταναλωτή.

    (βλ. σκέψεις 123–125)

  9.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 126, 127)

  10.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 140)

  11.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 142–145)

  12.  Όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, εντούτοις περιορίζει την άσκηση της δυνατότητας αυτής θεσπίζοντας αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία η Επιτροπή πρέπει να συμμορφώνεται. Συγκεκριμένα, αφενός, υπάρχει ένα αριθμητικά προσδιορίσιμο και απόλυτο ανώτατο όριο σε σχέση με το ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε μια επιχείρηση και, ως εκ τούτου, το ανώτατο ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε ορισμένη επιχείρηση είναι εκ των προτέρων προσδιορίσιμο. Αφετέρου, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας οριοθετείται από τους κανόνες συμπεριφοράς με τους οποίους η Επιτροπή αυτοδεσμεύθηκε μέσω της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

    Συναφώς, όσον αφορά το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών της για τον υπολογισμό των προστίμων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, σχετικά με τον συνυπολογισμό από την Επιτροπή της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποίησε η οικεία επιχείρηση με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση, το σημείο αυτό έχει σκοπό να προσδιορίσει ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του επιβαλλόμενου σε επιχείρηση προστίμου ένα ποσό που αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, μολονότι η έννοια της αξίας των πωλήσεων περί της οποίας γίνεται λόγος στο σημείο 13 δεν μπορεί, ασφαλώς, να επεκτείνεται κατά τρόπον ώστε να καλύψει τις πωλήσεις της οικείας επιχειρήσεως οι οποίες δεν εμπίπτουν ευθέως ή εμμέσως στο πεδίο εφαρμογής της προσαπτόμενης συμπράξεως, εντούτοις, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η διάταξη αυτή θα θιγόταν αν η ως άνω έννοια έπρεπε να νοηθεί ως αφορώσα μόνον τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιείται αποκλειστικά με τις πωλήσεις οι οποίες αποδεικνύεται ότι όντως επηρεάστηκαν από την εν λόγω σύμπραξη. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών από τις πωλήσεις προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως συνιστά την καλύτερη ένδειξη περί της οικονομικής σημασίας της παραβάσεως αυτής.

    (βλ. σκέψεις 146–149)

Top