This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62009CJ0201
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμπράξεις που εμπίπτουν ratione materiae και ratione temporis στο νομικό καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ – Λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ – Διατήρηση ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής, ενεργούσας βάσει του κανονισμού 1/2003
(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)
2. Πράξεις των οργάνων – Διαχρονική εφαρμογή – Λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ – Απόφαση της Επιτροπής ληφθείσα εις βάρος μιας επιχειρήσεως μετά τη λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ και αφορώσα πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της λήξεως ισχύος της εν λόγω Συνθήκης – Αρχές της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Περιεχόμενο – Ευθύνη των επιχειρήσεων για τις αντίθετες στους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορές τους, στο πλαίσιο της μεταβάσεως από τις ρυθμίσεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ στις ρυθμίσεις της Συνθήκης ΕΚ – Ουσιαστικοί κανόνες – Διαδικαστικοί κανόνες
(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 23 § 2)
3. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές της – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο καθοριστικής επιρροής ασκούμενης από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών εταιριών που της ανήκουν κατά 100 %
(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)
4. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Εξαφάνιση των κρίσιμων για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας αποδεικτικών στοιχείων – Βάρος αποδείξεως
(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)
5. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή του δικαιώματος διώξεως – Αναστολή – Απόφαση της Επιτροπής αποτελούσα αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου – Περιεχόμενο
(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23, 25 §§ 3 και 6 και 26 § 2· γενική απόφαση 715/98, άρθρα 2, 3 και 4 § 2)
1. Σύμφωνα με μια κοινή αρχή των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, της οποίας η καταγωγή ανατρέχει στο ρωμαϊκό δίκαιο, σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας πρέπει να εξασφαλίζεται η συνέχεια των νομικών δομών, εκτός αν ο νομοθέτης εκφράσει αντίθετη βούληση. Η αρχή αυτή έχει εφαρμογή στις τροποποιήσεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.
Συναφώς, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης η μη επιβολή κυρώσεων επί συνιστωσών συμπαιγνία συμπεριφορών που απαγορεύονται από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης αυτής. Η διαδοχή των Συνθηκών ΕΚΑΧ, ΕΚ και ΛΕΕ εγγυάται, προς διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού, ότι για κάθε συμπεριφορά η οποία αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη από το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ πραγματική κατάσταση, είτε σημειώνεται πριν είτε μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ στις 23 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή εδύνατο και εξακολουθεί να δύναται να επιβάλει κυρώσεις.
Υπό τις συνθήκες αυτές, θα αντέβαινε στον σκοπό και στη συνοχή των Συνθηκών και θα ήταν ασυμβίβαστο προς τη συνέχεια της έννομης τάξεως της Ένωσης να μην έχει η Επιτροπή αρμοδιότητα να διασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ και εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης αυτής. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας τον κανονισμό 1/2003 υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην Επιτροπή να διαπιστώνει και να κολάζει, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τις συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ ratione materiae και ratione temporis.
(βλ. σκέψεις 62-66)
2. Η αρχή της ασφαλείας δικαίου επιβάλλει όπως η ρύθμιση της Ένωσης επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και όπως οι τελευταίοι έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους. Συναφώς, κατά το μέτρο που οι Συνθήκες προσδιορίζουν σαφώς τις παραβάσεις καθώς και τη φύση και τη σπουδαιότητα των κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν στις επιχειρήσεως λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, οι αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν έχουν ως σκοπό να εγγυώνται στις επιχειρήσεις ότι οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις των νομικών βάσεων και των δικονομικών διατάξεων θα τους παράσχουν τη δυνατότητα να διαφύγουν κάθε κύρωση για διαπραχθείσες στο παρελθόν παραβάσεις εκ μέρους τους.
Προκειμένου περί αποφάσεως της Επιτροπής η οποία αφορά νομική κατάσταση διαμορφωθείσα οριστικώς πριν τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ και η οποία εκδόθηκε κατά μιας επιχειρήσεως μετά τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποπίπτει σε πλάνη καταλήγοντας, αφενός, ότι η τήρηση των αρχών που διέπουν τη διαχρονική εφαρμογή του δικαίου καθώς και οι επιταγές που αφορούν τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου κανόνων του άρθρου 65, παράγραφοι 1 και 5, ΑΧ σε πραγματικά περιστατικά τα οποία επήλθαν πριν από τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ και τα οποία εμπίπτουν στο ratione materiae και ratione temporis πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης αυτής. Συναφώς, το άρθρο 65, παράγραφοι 1 και 5, ΑΧ προέβλεπε σαφή νομική βάση για την επιβολή κυρώσεως λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, οπότε μια επιμελής επιχείρηση ουδέποτε μπορούσε να αγνοεί τις συνέπειες της συμπεριφοράς της ούτε να βασίζεται στο ότι η μετάβαση από τις ρυθμίσεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ στις ρυθμίσεις της Συνθήκης ΕΚ θα είχε ως συνέπεια να διαφύγει κάθε κύρωση για τις διαπραχθείσες εκ μέρους της κατά το παρελθόν παραβάσεις του άρθρου 65 ΑΧ.
Όσον αφορά, αφετέρου, τις εφαρμοστέες δικονομικές διατάξεις, ορθώς το νυν Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή της διαδικασίας σύμφωνα με τα άρθρα 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξεως και εξουσιοδοτεί το θεσμικό όργανο της Ένωσης να εκδώσει την εν λόγω πράξη πρέπει να ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως και οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν κατά κανόνα εφαρμογή κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος τους.
(βλ. σκέψεις 67-70, 73-75)
3. Ο όρος «επιχείρηση» καλύπτει κάθε οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τη διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς της. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει αφενός ότι, στο πλαίσιο αυτό, η επιχείρηση πρέπει να νοείται ως οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και αφετέρου ότι, όταν μια τέτοια οικονομική ενότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, η παράβαση της καταλογίζεται σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης.
Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των περί ανταγωνισμού κανόνων, αφενός, η εν λόγω μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής αυτής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της.
Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής αυτής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική της προστίμου, εκτός αν η εν λόγω μητρική, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να λάβει υπόψη και άλλες περιστάσεις, όπως είναι η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, χωρίς ωστόσο να θέσει όρους για την εφαρμογή του προαναφερθέντος τεκμηρίου.
(βλ. σκέψεις 95-99)
4. Η επιχείρηση η οποία υποστηρίζει ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας είχε συνέπειες για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας φέρει το βάρος επαρκούς κατά νόμον αποδείξεως του ότι, συνεπεία της εν λόγω υπερβολικής διάρκειας, δυσχεράνθηκε η άμυνά της κατά των ισχυρισμών της Επιτροπής.
Συνεπώς, μια επιμελής επιχείρηση, αποδέκτρια αποφάσεως της Επιτροπής την οποία έχει προσβάλει και έχουσα την ιδιότητα του διαδίκου σε μια πρώτη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, θα έπρεπε να διατηρήσει τα αναγκαία για την άμυνά της έγγραφα. Άλλως, θα έπρεπε να παραθέσει εμπεριστατωμένα, αν όχι τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που εξαφανίσθηκαν, τουλάχιστον τα περιστατικά, τα γεγονότα ή τις καταστάσεις τα οποία την εμπόδισαν, κατά το υπό εξέταση διάστημα, να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση επιμελείας που υπέχει και τα οποία είχαν ως συνέπεια την προβαλλόμενη εξαφάνιση των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία αναφέρεται. Πράγματι, μόνον εξετάζοντας τέτοιου είδους συγκεκριμένες ενδείξεις μπορεί ο δικαστής της Ένωσης να εκτιμήσει αν η επιχείρηση απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι αντιμετώπισε τις δυσχέρειες τις οποίες προέβαλε, προκειμένου να αμυνθεί κατά των ισχυρισμών της Επιτροπής, λόγω της υπερβολικά μακράς διαρκείας της διοικητικής διαδικασίας, ή αν, αντιθέτως, οι εν λόγω δυσχέρειες οφείλονται σε εκ μέρους της παράβαση των υποχρεώσεων επιμελείας τις οποίες υπέχει.
(βλ. σκέψεις 118, 120-122)
5. Την αναστολή της παραγραφής δικαιολογεί ακριβώς το γεγονός ότι εκκρεμεί προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου. Αν ο αποδέκτης μιας αποφάσεως της Επιτροπής επιβάλλουσας πρόστιμο λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού αποφασίσει να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, ο δικαστής της Ένωσης επιλαμβάνεται μόνο των στοιχείων της αποφάσεως που αφορούν τον προσφεύγοντα. Αντιθέτως, τα στοιχεία που αφορούν άλλους αποδέκτες και τα οποία δεν προσβλήθηκαν δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της διαφοράς την οποία ο δικαστής της Ένωσης καλείται να επιλύσει.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της γενικής αποφάσεως 715/78, περί της παραγραφής σε θέματα διώξεως και εκτελέσεως στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και κατά το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή της εκτελέσεως των ποινών αρχίζει να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία η απόφαση της Επιτροπής καθίσταται απρόσβλητη. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η προθεσμία αυτή τρέχει, συνεπώς, ιδίως από της εκπνοής της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως που αποφαίνεται επί της παραβάσεως και του προστίμου, εφόσον δεν έχει ασκηθεί προσφυγή. Εντεύθεν προκύπτει, αφενός, ότι, έναντι των επιχειρήσεων που δεν έχουν ασκήσει προσφυγή κατά τελικής αποφάσεως της Επιτροπής η οποία τους επιβάλλει πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 65 ΑΧ ή του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003, η απόφαση αυτή καθίσταται απρόσβλητη και, αφετέρου, ότι ο τελικός χαρακτήρας της ανωτέρω αποφάσεως συνεπάγεται την έναρξη ως προς τις επιχειρήσεις αυτές της προθεσμίας εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως, την οποία προβλέπουν το άρθρο 4 της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 26 του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, έναντι των επιχειρήσεων αυτών, η άσκηση προσφυγής εκ μέρους άλλης επιχειρήσεως κατά της ίδιας τελικής αποφάσεως δεν μπορεί να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Επιπλέον, τόσο το γράμμα του άρθρου 3 της αποφάσεως 715/78 και του άρθρου 25, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 όσο και οι σκοποί τους οποίους επιδιώκουν τα άρθρα αυτά καλύπτουν συγχρόνως τις προσφυγές που ασκούνται κατά των πράξεων του άρθρου 2 της αποφάσεως 715/78 και του άρθρου 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 οι οποίες υπόκεινται σε προσφυγή, καθώς και τις προσφυγές κατά της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το άρθρο 3 της αποφάσεως 715/78 και το άρθρο 25, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 ουδόλως διακρίνουν μεταξύ των αποφάσεων που έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, δεν υπάρχει λόγος να προσδοθεί erga omnes αποτέλεσμα στις προσφυγές που ασκούνται κατά των υποκειμένων σε προσφυγή πράξεων του άρθρου 2 της αποφάσεως 715/78 και του άρθρου 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003.
(βλ. σκέψεις 141-147)