This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62008CJ0171
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Απόδειξη της παραβάσεως – Η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως
(Άρθρο 226 ΕΚ)
2. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Αντικείμενο της διαφοράς – Προσδιορίζεται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία
(Άρθρο 226 ΕΚ)
3. Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα υπέρ του Δημοσίου προνόμια στη διαχείριση ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων
(Άρθρα 56 § 1 ΕΚ και 58 ΕΚ)
1. Όταν η Επιτροπή δεν έχει επισυνάψει στο δικόγραφο της προσφυγής το πλήρες κείμενο της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας κατά της οποίας στρέφεται προσφυγή λόγω παραβάσεως, αλλά αναπαρήγαγε και επεξήγησε επανειλημμένως το περιεχόμενο των διατάξεων της εν λόγω νομοθεσίας, στην οποία στήριξε την προσφυγή της λόγω παραβάσεως, και, κατόπιν ρητής αιτήσεώς του, διαπιστώθηκε το ουσία βάσιμο των αιτιάσεων της Επιτροπής όσον αφορά το περιεχόμενο των διατάξεων της εν λόγω νομοθεσίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή στηρίχτηκε απλώς σε εικασίες, χωρίς να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι αναγκαία, προκειμένου να εκτιμήσει το Δικαστήριο την προσαπτόμενη στο οικείο κράτος μέλος παράβαση. Συνεπώς, τέτοιου είδους προσφυγή είναι παραδεκτή.
(βλ. σκέψεις 20, 22-24)
2. Το αντικείμενο προσφυγής παραβάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 226 ΕΚ, καθορίζεται από την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, οπότε η προσφυγή πρέπει να στηρίζεται στους ίδιους με την αιτιολογημένη γνώμη λόγους και ισχυρισμούς. Ωστόσο, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να σημαίνει ότι επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση να υπάρχει σύμπτωση μεταξύ της διατυπώσεως των αιτιάσεων στο έγγραφο οχλήσεως, του διατακτικού της αιτιολογημένης γνώμης και των αιτημάτων της προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς, όπως ορίστηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, δεν διευρύνθηκε ούτε μεταβλήθηκε. Το γεγονός ότι η Επιτροπή, με το δικόγραφο της προσφυγής της, περιέγραψε με λεπτομερή τρόπο τις αιτιάσεις που είχε ήδη διατυπώσει πιο γενικά με το έγγραφο οχλήσεως και την αιτιολογημένη γνώμη, αναφέροντας άλλα ειδικά δικαιώματα κράτους μέλους σε ιδιωτικοποιημένη επιχείρηση, δεν μετέβαλε το αντικείμενο της προβαλλόμενης παραβάσεως ούτε έχει συνεπώς επίπτωση επί του εύρους της διαφοράς.
(βλ. σκέψεις 25-26, 29)
3. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΕΚ κράτος μέλος που διατηρεί σε εταιρία διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου, η οποία συστάθηκε μετά τη συγχώνευση διαφόρων αμιγώς δημοσίων επιχειρήσεων, ειδικά δικαιώματα του δημοσίου και άλλων δημόσιων φορέων, τα οποία απορρέουν από προνομιούχες μετοχές («golden shares») του Δημοσίου στην εν λόγω εταιρία, τα οποία απορρέουν από προνομιούχες μετοχές («golden shares») του Δημοσίου στην εν λόγω εταιρία, ειδικά δικαιώματα σχετικά με την εκλογή του ενός τρίτου του συνολικού αριθμού των διοικητών, την εκλογή καθορισμένου αριθμού μελών της εκτελεστικής επιτροπής, τα οποία επιλέγονται μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου, τον διορισμό τουλάχιστον ενός των διοικητών που εκλέγονται για να ασχοληθούν ειδικώς με ορισμένα διοικητικά θέματα, την έγκριση των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως σχετικά με:
– τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων χρήσεως,
– την τροποποίηση του καταστατικού και οι αυξήσεις του κεφαλαίου,
– τον περιορισμό ή την κατάργηση του δικαιώματος προτιμήσεως,
– τον καθορισμό των όρων των αυξήσεων κεφαλαίου,
– την έκδοση ομολογιών ή άλλων χρεογράφων και τον προσδιορισμό της αξίας αυτών των οποίων την έκδοση μπορεί να επιτρέψει το διοικητικό συμβούλιο, καθώς και τον περιορισμό ή την κατάργηση του δικαιώματος προτιμήσεως κατά την έκδοση ομολογιών μετατρέψιμων σε μετοχές και τον εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου καθορισμό των όρων των εκδόσεων ομολογιών του είδους αυτού,
– τη μεταφορά της έδρας οπουδήποτε αλλού στην εθνική επικράτεια,
– την έγκριση της απόκτησης αριθμού κοινών μετοχών που υπερβαίνει το 10 % του εταιρικού κεφαλαίου από μετόχους που ασκούν δραστηριότητα ανταγωνιστική προς τις δραστηριότητες που ασκούνται από εταιρίες που ελέγχονται από την εταιρία αυτή
καθώς και τις αποφάσεις σχετικά με την έγκριση των γενικών στόχων και των γενικών αρχών της πολιτικής της εταιρίας αυτής καθώς και τον καθορισμό των γενικών αρχών της πολιτικής στον τομέα της αποκτήσεως συμμετοχών σε εταιρίες ή ομίλους, των εξαγορών και των μεταβιβάσεων, στην περίπτωση κατά την οποία απαιτείται η εκ των προτέρων εξουσιοδότηση από τη γενική συνέλευση.
Ειδικότερα, η κατοχή των προνομιούχων αυτών μετοχών από το Δημόσιο, στον βαθμό που παρέχει στο εν λόγω κράτος τη δυνατότητα να ασκεί επιρροή επί της διαχειρίσεως της εταιρίας, η οποία δεν δικαιολογείται από το μέγεθος της συμμετοχής της στην εταιρία, ενδέχεται να αποθαρρύνει τους επενδυτές άλλων κρατών μελών να προβούν σε άμεσες επενδύσεις στην εταιρία αυτή, επειδή δεν θα μπορούν να συμβάλλουν στη διαχείριση και τον έλεγχο της εταιρίας ανάλογα με την αξία των μετοχών τους.
Ομοίως, η παροχή των ειδικών μετοχών ενδέχεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά όσον αφορά τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου στην εταιρία, καθότι τυχόν άρνηση του οικείου κράτους να εγκρίνει μια σημαντική απόφαση, την οποία παρουσιάζουν τα όργανα της συγκεκριμένης εταιρίας ως ανταποκρινόμενη στο συμφέρον της, είναι πράγματι ικανή να επηρεάσει αρνητικά την αξία των μετοχών της εν λόγω εταιρίας και, ως εκ τούτου, την ελκυστικότητα των επενδύσεων σε τέτοιες μετοχές.
Όσον αφορά τις επιτρεπόμενες κατά το άρθρο 58 ΕΚ παρεκκλίσεις, οι απαιτήσεις της δημόσιας ασφάλειας, ιδίως, ως παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, ώστε το περιεχόμενό τους να μην μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος, χωρίς τον έλεγχο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να προβάλλεται μόνο σε περίπτωση πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.
Τέλος, όσον αφορά την αναλογικότητα του επίμαχου περιορισμού, η αβεβαιότητα που οφείλεται στο γεγονός ότι ούτε ο εθνικός νόμος ούτε το καταστατικό της εταιρίας καθορίζουν κριτήρια όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω ειδικές εξουσίες είναι δυνατό να ασκηθούν, συνιστά σοβαρό περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, καθόσον παρέχει στις εθνικές αρχές, όσον αφορά την άσκηση τέτοιων δικαιωμάτων, τόσο ευρεία διακριτική ευχέρεια, ώστε η ευχέρεια αυτή να μην μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς
(βλ. σκέψεις 6-7, 60-61, 72-78 και διατακτ.)