This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62007CJ0322
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-322/07 P, C-327/07 P και C-338/07 P
Papierfabrik August Koehler AG κ.λπ.
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Αιτήσεις αναιρέσεως — Συμπράξεις — Αγορά του αυτογραφικού χαρτιού — Διάσταση μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας — Συνέπειες — Αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων — Συμμετοχή στην παράβαση — Διάρκεια της παραβάσεως — Κανονισμός 17 — Άρθρο 15, παράγραφος 2 — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως — Αρχή της αναλογικότητας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εύλογη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 2ας Απριλίου 2009 I ‐ 7196
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 3ης Σεπτεμβρίου 2009 I ‐ 7250
Περίληψη της αποφάσεως
Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 1)
Αίτηση αναιρέσεως – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων
(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)
Αίτηση αναιρέσεως – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Απόφαση του Πρωτοδικείου περί του καθορισμού προστίμου στον τομέα του ανταγωνισμού
(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)
Διαδικασία – Διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας – Εύλογη προθεσμία – Προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί επιβολής κυρώσεων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως
Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως προστίμων ή χρηματικών ποινών, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, που πρέπει να τηρείται, ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα. Η αρχή αυτή απαιτεί ιδίως ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση, στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, πρέπει να περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας.
Η αρχή αυτή αποκλείει να θεωρηθεί ως σύννομη απόφαση με την οποία η Επιτροπή επιβάλλει σε επιχείρηση πρόστιμο στον τομέα του ανταγωνισμού χωρίς να της έχει προηγουμένως ανακοινώσει τις αιτιάσεις που της προσάπτονται.
Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της, η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται προς αυτό. Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει επίσης να αναφέρει υπό ποία ιδιότητα προσάπτονται σε επιχείρηση τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά.
Πρέπει να ακυρωθεί απόφαση της Επιτροπής αναγνωρίζουσα την ευθύνη της μητρικής εταιρίας λόγω, αφενός, της άμεσης συμμετοχής της στις δραστηριότητες της συμπράξεως και, αφετέρου, της συμμετοχής μιας από τις θυγατρικές της στη σύμπραξη, ενώ, βάσει της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η μητρική εταιρία δεν μπόρεσε να λάβει γνώση της αιτιάσεως που αντλείται από την άμεση συμμετοχή της στην παράβαση, ούτε καν τα πραγματικά περιστατικά που θεώρησε ως αποδεδειγμένα η Επιτροπή στην απόφαση αυτή προς στήριξη της εν λόγω αιτιάσεως. Το γεγονός ότι η τελική απόφαση δέχθηκε την ευθύνη της προαναφερθείσας εταιρίας για τη συμμετοχή της ως μητρικής εταιρίας, πέραν της προσωπικής συμμετοχής της μητρικής αυτής εταιρίας, δεν αποκλείει το ότι η εν λόγω απόφαση μπορεί να στηρίχθηκε σε συμπεριφορές ως προς τις οποίες η εν λόγω εταιρία δεν μπορούσε να διασφαλίσει την άμυνά της. Στην περίπτωση αυτή, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφόσον δεν άντλησε καμία έννομη συνέπεια από τη διαπίστωση ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της μητρικής εταιρίας.
(βλ. σκέψεις 34, 36-39, 41, 44-45, 48)
Στην αναιρετική διαδικασία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που θεώρησε αποδεδειγμένα το Πρωτοδικείο προς στήριξη των πραγματικών αυτών περιστατικών. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων είναι νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει αλλοίωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών.
Η αλλοίωση των ενώπιον του Πρωτοδικείου υποβληθέντων πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των στοιχείων αυτών.
(βλ. σκέψεις 52-53, 75)
Η Επιτροπή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Η μέθοδος αυτή, της οποίας το περίγραμμα δίνουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, έχει διάφορα στοιχεία ευελιξίας τα οποία δίνουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί τη διακριτική της εξουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, στο Δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν το Πρωτοδικείο εκτίμησε ορθώς την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως.
Το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν υπερβαίνει την εξουσία της εκτιμήσεως, προβαίνοντας σε διάκριση μεταξύ των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων αναλόγως της σχετικής σημασίας τους στην επίμαχη αγορά, λαμβάνοντας ως βάση για τη διάκριση αυτή τον κύκλο εργασιών που αντλείται από την πώληση του προϊόντος στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα, η μέθοδος αυτή σκοπεί να μην καθορίζονται τα πρόστιμα βάσει απλού υπολογισμού επί του ολικού κύκλου εργασιών κάθε επιχειρήσεως και έτσι δεν οδηγεί σε άνιση μεταχείριση.
(βλ. σκέψεις 112-113, 116-117)
Στο πλαίσιο αναιρέσεως αποφάσεως του Πρωτοδικείου σε θέματα προστίμων για παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, ο έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο, αφενός, να εξεταστεί σε ποιο μέτρο το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη, με σωστό από νομικής απόψεως τρόπο, όλους τους ουσιώδεις παράγοντες για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το φως των άρθρων 81 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 15 του κανονισμού 17, και, αφετέρου, να εξακριβωθεί αν το Πρωτοδικείο απάντησε επαρκώς κατά νόμο στο σύνολο των επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος για την εξαφάνιση ή μείωση του προστίμου.
Στο πλαίσιο αυτό, επιχείρημα που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι παραδεκτό.
(βλ. σκέψεις 125, 128)
Η γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για ευθυδικία, αρχή που θεσπίζει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, και ιδίως για δίκη εντός εύλογης προθεσμίας, έχει εφαρμογή στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής επιβάλλουσας σε επιχείρηση πρόστιμα λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού.
Ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε υπόθεση και ειδικότερα τα διακυβευόμενα με τη δίκη συμφέροντα του διαδίκου, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών.
Ο κατάλογος των κριτηρίων αυτών δεν είναι εξαντλητικός και η εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας δεν επιβάλλει συστηματική εξέταση των περιστάσεων της υποθέσεως ενόψει καθενός κριτηρίου όταν η διάρκεια της διαδικασίας παρίσταται δικαιολογημένη ενόψει ενός μόνον κριτηρίου. Έτσι, η πολυπλοκότητα της υποθέσεως μπορεί να γίνει δεκτή προς δικαιολόγηση προθεσμίας η οποία κατ’ αρχάς είναι πολύ μεγάλη.
Όταν απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμων σε πλείονες επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού αποτελεί το αντικείμενο πολλών προσφυγών ακυρώσεως, σε διάφορες γλώσσες διαδικασίας, με τις οποίες αμφισβητείται η πλειονότητα των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την απόφαση και οδηγούν σε παρέμβαση, το Πρωτοδικείο καλείται να εξετάσει παράλληλα τις προσφυγές αυτές και να διεξαγάγει εμπεριστατωμένη αποδεικτική διαδικασία, τηρώντας τις γλωσσικές απαιτήσεις που επιβάλλουν οι δικονομικοί κανόνες. Λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υποθέσεως αυτής, διάρκεια πέντε ετών από της καταθέσεως των δικογράφων της προσφυγής μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως δικαιολογείται και, επομένως, δεν υπερβαίνει τις συνδεόμενες με την τήρηση εύλογης προθεσμίας απαιτήσεις.
(βλ. σκέψεις 143-149)