This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62007CJ0260
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Υπόθεση C-260/07
Pedro IV Servicios SL
κατά
Total España SA
(αίτηση του Audiencia Provincial de Barcelona για την έκδοση προδικαστικής απόφασης)
«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Άρθρο 81 EΚ — Συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων για αυτοκίνητα και άλλων καυσίμων — Απαλλαγή — Άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83 — Άρθρα 4, στοιχείο αʹ, και 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2790/1999 — Διάρκεια της αποκλειστικότητας — Καθορισμός της τιμής πώλησης στο κοινό»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 4ης Σεπτεμβρίου 2008 I ‐ 2440
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 2ας Απριλίου 2009 I ‐ 2464
Περίληψη της αποφάσεως
Προδικαστικά ερωτήματα – Υποβολή στο Δικαστήριο
(Άρθρο 234 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 104 § 3)
Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Απαλλαγή κατά κατηγορίες – Συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας – Κανονισμός 1984/83 – Σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και πρατηριούχου για την αποκλειστική διανομή καυσίμων – Μέγιστη διάρκεια – Εξαίρεση – Προϋποθέσεις
(Άρθρο 81 § 3, ΕΚ· κανονισμός 1984/83 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1582/97, άρθρο 12 § 2)
Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Απαλλαγή κατά κατηγορίες – Κάθετες συμφωνίες – Κανονισμός 2790/1999 – Καθορισμός της μέγιστης διάρκειας ισχύος της συμφωνίας περί αποκλειστικότητας – Εξαίρεση – Προϋποθέσεις
(Άρθρο 81 § 3, ΕΚ· κανονισμός 2790/1999 της Επιτροπής, άρθρο 5, στοιχείο αʹ)
Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Απαλλαγή κατά κατηγορίες – Συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας – Κανονισμός 1984/83 – Κάθετες συμφωνίες – Κανονισμός 2790/1999 – Καθορισμός της προτεινόμενης τιμής πώλησης στο κοινό – Προϋποθέσεις
(Κανονισμός 1984/83 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1582/97, και 2790/1999)
Το απαράδεκτο της αίτησης έκδοσης προδικαστικής απόφασης δεν μπορεί να διαπιστωθεί λόγω του ότι οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα απορρέουν από την ύπαρξη πάγιας νομολογίας, τόσο κοινοτικής όσο και εθνικής. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα συμπίπτουν επί της ουσίας με εκείνα που αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο προδικαστικής απόφασης σε ανάλογη υπόθεση, το στοιχείο αυτό δεν απαγορεύει σε ένα εθνικό δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα και δεν καθιστά το Δικαστήριο αναρμόδιο να αποφανθεί επί των ερωτημάτων αυτών. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, βάσει του άρθρου 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη η οποία θα περιέχει αναφορά στην προγενέστερη απόφαση ή στην επίμαχη νομολογία.
(βλ. σκέψη 31)
Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1984/83, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης [νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ] σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1582/97, κατά το οποίο η εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπει ο κανονισμός αυτός είναι δυνατή όταν πρόκειται περί σχετικής με πρατήριο καυσίμων συμφωνίας που αφορά περίοδο εκτέλεσης μεγαλύτερη των δέκα ετών, υπό την προϋπόθεση ότι ο προμηθευτής έχει εκμισθώσει το πρατήριο στον μεταπωλητή ή του έχει παραχωρήσει, de jure ή de facto, τη χρήση του, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, η διάταξη αυτή δεν απαιτούσε ο προμηθευτής να είναι κύριος του οικοπέδου στο οποίο κατασκεύασε το πρατήριο που εκμισθώνει στον μεταπωλητή. Συγκεκριμένα, οι επίμαχες διατάξεις είναι διατυπωμένες σαφώς και απεριφράστως, ενώ η προϋπόθεση να βρίσκονται στην κυριότητα του προμηθευτή τόσο το πρατήριο όσο και το οικόπεδο στο οποίο είναι εγκατεστημένο δεν περιλαμβάνεται ούτε στο κυρίως κείμενο του κανονισμού ούτε στο προοίμιό του.
(βλ. σκέψεις 44, 51-52, 60, διατακτ. 1)
Από τη διατύπωση του άρθρου 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2790/1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, προκύπτει ότι ο περιορισμός της διάρκειας της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού σε πέντε έτη που απαιτείται για την εφαρμογή της απαλλαγής ανά κατηγορία δεν ισχύει σε δύο περιπτώσεις, ήτοι, πρώτον, οσάκις ο προμηθευτής είναι κύριος τόσο του πρατηρίου που εκμισθώνει στον μεταπωλητή όσο και του οικοπέδου στο οποίο είναι εγκατεστημένο το πρατήριο και, δεύτερον, οσάκις ο προμηθευτής εκμισθώνει το οικόπεδο ή το πρατήριο σε τρίτους μη συνδεόμενους με τον μεταπωλητή με σκοπό τη σε μεταγενέστερο στάδιο υπεκμίσθωσή τους στον μεταπωλητή.
(βλ. σκέψεις 63-64, 69, διατακτ. 2)
Οι σχετικές με την τιμή πώλησης στο κοινό συμβατικές ρήτρες μπορούν να τύχουν απαλλαγής ανά κατηγορία βάσει του κανονισμού 1984/83, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης [νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ] σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1582/97, καθώς και του κανονισμού 2790/1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, αν ο προμηθευτής περιορίζεται στο να επιβάλει ανώτατη τιμή πώλησης ή να προτείνει τιμή πώλησης και αν, κατά συνέπεια, ο μεταπωλητής διαθέτει πραγματική δυνατότητα καθορισμού της τιμής πώλησης στο κοινό. Αντιθέτως, οι ρήτρες αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω απαλλαγών, αν οδηγούν, άμεσα ή με έμμεσους και συγκεκαλυμμένους τρόπους, στον καθορισμό τιμής πώλησης στο κοινό ή στην επιβολή ελάχιστης τιμής πώλησης εκ μέρους του προμηθευτή.
Όσον αφορά την προτεινόμενη τιμή πώλησης, ο τρόπος υπολογισμού είναι, συναφώς, άνευ σημασίας, εφόσον ο μεταπωλητής έχει περιθώριο να καθορίσει ελεύθερα την τιμή πώλησης. Ωστόσο, ο μεταπωλητής στερείται την ελευθερία αυτή στην περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής του επιβάλλει σταθερό περιθώριο κέρδους από το οποίο δεν μπορεί να αποκλίνει. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, πρώτον, να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων στο οικονομικό και νομικό πλαίσιό τους, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων της κύριας δίκης, αν η προτεινόμενη τιμή πώλησης στο κοινό ισοδυναμεί, στην πράξη, με πάγια ή ελάχιστη τιμή και, δεύτερον, να εξετάσει αν ο μεταπωλητής έχει πραγματική δυνατότητα να μειώσει αυτή την προτεινόμενη τιμή πώλησης. Το δικαστήριο αυτό οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν, στην πραγματικότητα, αυτή η τιμή πώλησης στο κοινό επιβλήθηκε εμμέσως ή με συγκεκαλυμμένα μέσα, όπως π.χ. με τον καθορισμό του σχετικού περιθωρίου του μεταπωλητή ή του ανώτατου ορίου των μειώσεων που μπορεί να χορηγήσει με βάση την προτεινόμενη τιμή, με απειλές, με εκφοβισμό, με προειδοποιήσεις, με κυρώσεις ή με μέτρα παρακίνησης.
(βλ. σκέψεις 78-80, 84, διατακτ. 3)