This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62004CJ0526
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Σχέδια ενισχύσεων — Απαγόρευση της θέσεως σε εφαρμογή πριν από την τελική απόφαση της Επιτροπής — Περιεχόμενο — Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων
(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)
2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως
(Άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)
1. Μέτρο ενισχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο τίθεται σε εφαρμογή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ είναι παράνομο. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εθνικές αρχές παραβλέπουν, ενδεχομένως, την απαγόρευση χορηγήσεως ενισχύσεων, να συνάγουν δε όλες τις συνέπειες, κατά το εθνικό τους δίκαιο, τόσο ως προς το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως όσο και ως προς την ανάκτηση των χρηματικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν.
Μολονότι οι υποκείμενοι σε φόρο δεν μπορούν να προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η απαλλαγή που απολαύουν άλλες επιχειρήσεις συνιστά κρατική ενίσχυση ώστε αυτοί να απαλλαγούν από τον εν λόγω φόρο ή να επιτύχουν την επιστροφή του, ωστόσο αυτό δεν ισχύει όταν πρόκειται για απαλλαγή ορισμένων επιχειρηματιών από φόρο γενικής ισχύος. Αντιθέτως, η κατάσταση διαφέρει όταν πρόκειται για φόρο ο οποίος επιβάλλεται σε μία μόνον από τις δύο κατηγορίες επιχειρηματιών που βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού. Στην περίπτωση αυτή της ασύμμετρης επιβολής φόρου, η ενίσχυση μπορεί στην πραγματικότητα να προκύπτει από το γεγονός ότι μια άλλη κατηγορία επιχειρηματιών με την οποία η φορολογούμενη κατηγορία βρίσκεται σε άμεση σχέση ανταγωνισμού, εν προκειμένω οι χονδρέμποροι, δεν υπόκειται στον εν λόγω φόρο.
Έτσι, σε σύστημα στο οποίο υφίστανται δύο άμεσα ανταγωνιστικά κυκλώματα πωλήσεως φαρμάκων, δηλαδή, αφενός, το κύκλωμα των χονδρεμπόρων και, αφετέρου, το κύκλωμα των φαρμακευτικών εργαστηρίων που πωλούν απευθείας, στο οποίο η μη υπαγωγή στον φόρο συνιστά ηθελημένο σκοπό, και μάλιστα τον κύριο σκοπό του εν λόγω φόρου, δεδομένου ότι η επιβολή του φόρου επί των άμεσων πωλήσεων αποσκοπεί ιδίως στην αποκατάσταση της ισορροπίας των συνθηκών του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κυκλωμάτων πωλήσεως φαρμάκων, οι οποίες έχουν στρεβλωθεί, σύμφωνα με τον νομοθέτη, λόγω της υπάρξεως υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας οι οποίες επιβάλλονται μόνο στους χονδρεμπόρους, η επιβολή του φόρου αυτού σε φαρμακευτικό εργαστήριο μπορεί να αποτελεί πράξη που ενέχει εφαρμογή μέτρου ενισχύσεως, και εναπόκειται, ενδεχομένως, στον εθνικό δικαστή να συναγάγει όλες τις συνέπειες, κατά το εθνικό του δίκαιο, όσον αφορά το κύρος της πράξεως αυτής, εφόσον η μη υπαγωγή στον φόρο επί των άμεσων πωλήσεων συνεπάγεται υπερβάλλουσα αντιστάθμιση υπέρ των χονδρεμπόρων, στον βαθμό που το πλεονέκτημα το οποίο αντλούν οι επιχειρηματίες αυτοί από τη μη υποβολή στον φόρο υπερβαίνει το επιπλέον κόστος που φέρουν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που τους επιβάλλονται.
Γι’ αυτό, σε μια τέτοια περίπτωση, στην οποία μέτρο ενισχύσεως είναι αυτός καθαυτός ο φόρος επί των άμεσων πωλήσεων και όχι μια οποιαδήποτε απαλλαγή η οποία μπορεί να διαχωριστεί από αυτόν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι φαρμακευτικό εργαστήριο, το οποίο οφείλει να καταβάλει εισφορά, δικαιούται να προβάλει τον ισχυρισμό ότι η μη υποβολή των χονδρεμπόρων στην ως άνω εισφορά συνιστά κρατική ενίσχυση ώστε να επιτύχει την επιστροφή του μέρους της εν λόγω εισφοράς που αντιστοιχεί στο οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο αποκόμισαν με μη νόμιμο τρόπο οι χονδρέμποροι. Αντιθέτως, η επιστροφή αυτή του φόρου αποτελεί μέτρο ιδιαιτέρως πρόσφορο για τη μείωση του αριθμού των επιχειρηματιών που βλάπτονται από το θεωρούμενο ως ενίσχυση μέτρο και, επομένως, για τον περιορισμό των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων. Η αναγνώριση σε επιχείρηση του δικαιώματος να προβάλει τον παράνομο χαρακτήρα του φόρου προκειμένου να διεκδικήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε ως φόρο δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η νομολογία του Δικαστηρίου σε θέματα επιβαρύνσεων υπέρ τρίτων.
(βλ. σκέψεις 29-30, 32-41, 46, 48, διατακτ. 1)
2. Ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα και να ρυθμίσει τις δικονομικές προϋποθέσεις ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία τα υποκείμενα δικαίου αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, στον βαθμό που οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα της εσωτερικής έννομης τάξεως και δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη.
Συναφώς, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την εφαρμογή κανόνων του εθνικού δικαίου που εξαρτούν την επιστροφή υποχρεωτικής εισφοράς, όπως ο φόρος επί των άμεσων πωλήσεων φαρμάκων που επιβάλλεται στη Γαλλία επί των φαρμακευτικών εργαστηρίων, από την απόδειξη, με την οποία βαρύνεται ο αιτών την επιστροφή, ότι το πλεονέκτημα που αντλούν οι χονδρέμποροι από τη μη υποβολή τους στην εισφορά αυτή υπερβαίνει το επιπλέον κόστος που συνεπάγεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που τους επιβάλλει η εθνική ρύθμιση και, ειδικότερα, ότι δεν πληρούται μία τουλάχιστον από τις ονομαζόμενες προϋποθέσεις Altmark.
Ωστόσο, για να εξασφαλισθεί ο σεβασμός της αρχής της αποτελεσματικότητας, ο εθνικός δικαστής, αν διαπιστώσει ότι το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως υπέρ των χονδρεμπόρων, και κατά συνέπεια της αποδείξεως ότι ο φόρος επί των άμεσων πωλήσεων έχει χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως, το φέρει φαρμακευτικό εργαστήριο και ότι αυτό μπορεί να καταστήσει τη διεξαγωγή της αποδείξεως αυτής αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή, ιδίως λόγω του ότι αφορά στοιχεία τα οποία το εργαστήριο αυτό δεν διαθέτει, έχει υποχρέωση να χρησιμοποιήσει όλα τα δικονομικά μέσα που του παρέχει το εθνικό δίκαιο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διαταγή διεξαγωγής των αναγκαίων αποδείξεων, συμπεριλαμβανομένης της προσκομίσεως από διάδικο ή τρίτον μιας πράξεως ή ενός στοιχείου.
(βλ. σκέψεις 51, 56-57, διατακτ. 2)