This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61999CJ0340
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. ροδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Όρια - ροδήλως αλυσιτελή ερωτήματα και υποθετικά ερωτήματα που υποβάλλονται εντός πλαισίου που αποκλείει τη δυνατότητα να δοθεί χρήσιμη απάντηση - Ερωτήματα που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης
(Άρθρο 234 ΕΚ)
2. Ανταγωνισμός - Δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις στις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα - Επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος - Εθνική νομοθεσία που επιβάλλει ως προϋπόθεση της παροχής υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας από φορείς που δεν έχουν τη διαχείριση των καθολικών υπηρεσιών την καταβολή ταχυδρομικού τέλους - Χορήγηση των εσόδων από την καταβολή του εν λόγω τέλους στην επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί κατ' αποκλειστικότητα η παροχή της καθολικής υπηρεσίας - Δεν επιτρέπεται - Δικαιολόγηση - Υποχρέωση της εν λόγω επιχειρήσεως να διασφαλίσει την παροχή της καθολικής υπηρεσίας - Απόδειξη - Εθνικές διατάξεις περί διαδικασίας - ροϋποθέσεις εφαρμογής
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 86 και 90 (νυν άρθρα 82 ΕΚ και 86 ΕΚ)]
1. Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 234 ΕΚ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει.
Εντούτοις, το Δικαστήριο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οφείλει να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει. Δεν είναι δυνατόν να προβληθεί άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν.
Στο πλαίσιο αυτό, η νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ., όχι μόνο δεν απαγορεύει στο εθνικό δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, αλλά καθιστά το εθνικό δικαστήριο και μόνο αρμόδιο να εκτιμά αν η ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία, και, συνεπώς, να αποφασίζει να μην υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένο ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που ανέκυψε ενώπιόν του.
( βλ. σκέψεις 30-31, 35 )
2. Εφόσον υπάρχει ο κίνδυνος να επηρεαστεί αρνητικά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αντιβαίνει στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 82 ΕΚ και 86 ΕΚ) η νομοθεσία κράτους μέλους η οποία παρέχει σε επιχείρηση ιδιωτικού δικαίου την κατ' αποκλειστικότητα διαχείριση της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας και εξαρτά το δικαίωμα των άλλων επιχειρήσεων να παρέχουν υπηρεσία ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας που δεν περιλαμβάνεται στην καθολική υπηρεσία από την προϋπόθεση καταβολής στην επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η καθολική υπηρεσία ταχυδρομικού τέλους ίσου με το συνήθως οφειλόμενο τέλος γραμματοσημάνσεως, εκτός αν αποδεικνύεται ότι τα έσοδα από την καταβολή αυτή είναι αναγκαία για να μπορεί η εν λόγω επιχείρηση να παρέχει την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία υπό οικονομικώς αποδεκτούς όρους και, επιπλέον, ότι η επιχείρηση αυτή είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει το ίδιο τέλος, όταν παρέχει η ίδια υπηρεσία ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας που δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω καθολική υπηρεσία.
Η απόδειξη αυτή προσκομίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξης του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές ή αγωγές της εσωτερικής έννομης τάξης και δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη.
( βλ. σκέψη 63, διατακτ. 1-2 )