This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62004CJ0368
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Κανονισμός 659/1999 — Πεδίο εφαρμογής ratione temporis
(Κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου)
2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Αντίστοιχες αρμοδιότητες της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων — Ρόλος των εθνικών δικαστηρίων
(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 § 3 ΕΚ)
3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Σχέδια ενισχύσεων — Χορήγηση ενισχύσεως κατά παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ
(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 88 § 3 ΕΚ)
4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Τήρηση των κοινοτικών κανόνων — Ρόλος των εθνικών δικαστηρίων
1. Στο μέτρο που ο κανονισμός 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ], περιέχει κανόνες δικονομικής φύσεως, οι τελευταίοι εφαρμόζονται επί όλων των σχετικών με κρατικές ενισχύσεις διοικητικών διαδικασιών που ήσαν εκκρεμείς ενώπιον της Επιτροπής κατά το χρονικό σημείο που ο κανονισμός 659/1999 τέθηκε σε ισχύ, δηλαδή στις 16 Απριλίου 1999.
(βλ. σκέψη 34)
2. Η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων εναπόκειται, αφενός, στην Επιτροπή και, αφετέρου, στα εθνικά δικαστήρια τα οποία πληρούν συμπληρωματικούς και διακριτούς ρόλους.
Ενώ η εκτίμηση της συμβατότητας μέτρων ενισχύσεως με την κοινή αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, ενεργούσας υπό τον έλεγχο των κοινοτικών ένδικων οργάνων, τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως προηγούμενης γνωστοποιήσεως των κρατικών ενισχύσεων στην Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ
Στο πλαίσιο του ρόλου αυτού τα τελευταία οφείλουν επίσης να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το κοινοτικό συμφέρον.
Προκειμένου περί παρανόμου ενισχύσεως, ως χορηγηθείσας κατά παράβαση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως, υπό τη μορφή μερικής επιστροφής φόρου, δεν θα ήταν σύμφωνο προς το κοινοτικό συμφέρον να διαταχθεί τέτοια επιστροφή προς όφελος άλλων επιχειρήσεων αν μια τέτοια απόφαση είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του κύκλου των επωφελουμένων από την ενίσχυση, καθώς θα αυξάνονταν έτσι, αντί να εξαλείφονται, τα αποτελέσματα της ενισχύσεως αυτής.
Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μεριμνούν προκειμένου τα υπ’ αυτών χορηγούμενα μέτρα αποκαταστάσεως να μπορούν πράγματι να εξαλείφουν τα αποτελέσματα ενισχύσεως χορηγηθείσας κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και δεν πρέπει απλώς να επεκτείνουν την ενίσχυση σε ευρύτερη ομάδα δικαιούχων.
Εξάλλου, έστω και να υποτεθεί ότι οι αιτήσεις χορηγήσεως του παράνομου μέτρου ενισχύσεως, μπορούν να εξομοιωθούν προς αιτήσεις για μερική απαλλαγή από την καταβολή του εν λόγω φόρου, δεν μπορούν οι οφειλέτες υποχρεωτικής εισφοράς να προβάλλουν, προκειμένου να απαλλαγούν αυτοί από την καταβολή της εν λόγω εισφοράς το γεγονός ότι η απαλλαγή της οποίας τυγχάνουν άλλα πρόσωπα αποτελεί κρατική ενίσχυση.
Το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ έχει την έννοια ότι στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται η διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών έναντι τυχόν παραβιάσεως, εκ μέρους εθνικών αρχών, της απαγορεύσεως χορηγήσεως ενισχύσεων πριν από την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως που να τις επιτρέπει. Ενεργώντας έτσι, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το κοινοτικό συμφέρον, ενώ δεν πρέπει να υιοθετούν μέτρο που θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την διεύρυνση του κύκλου των δικαιούχων της ενισχύσεως.
(βλ. σκέψεις 36-38, 44, 48-51, 57-58 και διατακτ.)
3. Είναι παράνομο ένα μέτρο ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, που έχει εφαρμοστεί κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ
Για να μη θιγεί το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ και για να μη θιγούν τα συμφέροντα των πολιτών που τα εθνικά δικαστήρια έχουν ως αποστολή να διαφυλάσσουν, η απόφαση της Επιτροπής που κηρύσσει μια μη γνωστοποιηθείσα ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά δεν έχει ως συνέπεια την εκ των υστέρων νομιμοποίηση εκτελεστικών μέτρων που είναι ανίσχυρα λόγω του ότι ελήφθησαν κατά παράβαση της απαγορεύσεως της διατάξεως αυτής. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα κατέληγε στο να ευνοηθεί η μη τήρηση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους της εν λόγω διατάξεως, πράγμα που θα την στερούσε της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.
Πράγματι, αν, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ενισχύσεων, συμβατού ή μη με την κοινή αγορά, η μη τήρηση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ δεν συνεπαγόταν περισσότερους κινδύνους ή κυρώσεις απ’ όσο η τήρηση της ίδιας αυτής διατάξεως, τα κράτη μέλη θα παρακινούνταν σε πολύ μικρότερο βαθμό να προβαίνουν σε γνωστοποίηση και να αναμένουν απόφαση σχετικά με τη συμβατότητα, το ίδιο δε θα συνέβαινε και με την έκταση του ελέγχου της Επιτροπής.
Συναφώς, μικρή σημασία έχει αν σε απόφαση της Επιτροπής διευκρινίζεται ότι σ’ αυτήν περιλαμβάνεται και η εκτίμησή της για την επίμαχη ενίσχυση όσον αφορά περίοδο προγενέστερη της εκδόσεώς της.
Επίσης, μικρή σημασία έχει το αν μια αίτηση υποβλήθηκε πριν ή μετά την έκδοση της αποφάσεως που κήρυξε την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, εφόσον η αίτηση αυτή έχει σχέση με παράνομη κατάσταση προκύπτουσα από την έλλειψη γνωστοποιήσεως.
(βλ. σκέψεις 40-43, 55, 59 και διατακτ.)
4. Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να διασφαλίζουν στους πολίτες, που είναι σε θέση να προβάλλουν παράβαση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως κρατικών ενισχύσεων, ότι θα προκύψουν όλες οι σχετικές συνέπειες, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, τόσον όσον αφορά το κύρος των πράξεων που έχουν σχέση με την εφαρμογή των μέτρων ενισχύσεως όσο και όσον αφορά την ανάκτηση των χρηματοπιστωτικών ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί κατά παράβαση της διατάξεως αυτής ή τυχόν προσωρινά μέτρα.
Σύμφωνα με τις δυνατότητες του εθνικού δικαίου και τα μέσα ένδικης προστασίας που αυτό προβλέπει, τα εθνικά δικαστήρια δύνανται, ανάλογα με την περίπτωση, να ωθηθούν στο να διατάξουν την ανάκτηση, σε βάρος των επωφεληθέντων, μιας παράνομης ενισχύσεως, έστω και αν αυτή κηρύχθηκε μεταγενέστερα από την Επιτροπή συμβατή με την κοινή αγορά. Ομοίως, είναι δυνατό ένα εθνικό δικαστήριο να πρέπει να αποφανθεί επί αιτήματος αποκαταστάσεως ζημίας προκληθείσας λόγω του παρανόμου χαρακτήρα του μέτρου ενισχύσεως.
(βλ. σκέψεις 47, 56)