EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TO0200

Περίληψη της διατάξεως

ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΝ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

της 28ης Νοεμβρίου 2003

Υπόθεση Τ-200/03 R

V

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ασφαλιστικά μέτρα — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Απόλυση λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας — Επείγον»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   II-1549

Αντικείμενο:

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2003, περί απολύσεως της προσφεύγουσας λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας.

Απόφαση:

Η αίτηση απορρίπτεται. Το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

  1. Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Σειρά εξετάσεως και τρόπος διαπιστώσεως – Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων – Προσωρινός χαρακτήρας του μέτρου

    (Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ' Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

  2. Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Βάρος αποδείξεως – Αποκλειστικώς χρηματική ζημία

    (Άρθρο 242 ΕΚ' Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 §§ 1 και 2)

  3. Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Ηθική βλάβη μη δυνάμενη να αποκατασταθεί αποτελεσματικότερα διά των ασφαλιστικών μέτρων απ' ό,τι διά της κύριας δίκης – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 242 ΕΚ Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

  1.  Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ότι με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζονται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και οι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη του αιτούμενου προσωρινού μέτρου. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν σωρευτικώς και η αίτηση αναστολής εκτελέσεως είναι απορριπτέα αν λείπει μία από αυτές. Ο αρμόδιος επί των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

    Το αιτούμενο μέτρο πρέπει να είναι προσωρινό, υπό την έννοια ότι δεν προδικάζει τα επίδικα νομικά ή πραγματικά ζητήματα ούτε εξουδετερώνει εκ των προτέρων τις συνέπειες της αποφάσεως που θα εκδοθεί αργότερα επί της κύριας δίκης.

    Στο πλαίσιο της συνολικής εξετάσεως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόιρει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο εξακριβώσεως της συνδρομής των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, δεδομένου ότι κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένη μέθοδο αναλύσείος του αν υφίσταται ανάγκη να διατάξει προσωρινά μέτρα.

    (βλ. σκέψης 37 έως 39)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Ιουλίου 1995. C-149/95 Ρ(R), Κπιτροπή κατά Atlantic Container Line κλπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 22· ΛΕΚ, 14 Οκτωβρίου 1996, C-268/96 Ρ (R), SCK και ΕΝ Κ κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-4971, σκέψη 30· ΔΕΚ, 23 Φεβρουαρίου 2001, Λυοτρία κατά Συμβουλίου, C-445/00 R, Συλλογή 2001, σ. Ι-1461, σκέψη 73· ΠΕΚ, 9 Αυγούστου 2001, Τ 120/01 R, De Nicola κατά ETE. Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. Ι-Α-171 και ΙΙ-783. σκέψη 13

  2.  Σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι να εξασφαλιστεί η αποκατάιπαση ζημίας, αλλά να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της αποφάσεως επί της ουσίας. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματα τους πριν την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας δίκης.

    Στον διάδικο που ζητεί την αναστολή εκτελέσεως απόκειται να αποδείξει ότι θα υποιπεί τέτοια ζημία μέχρι την ολοκλήρωση της κύριας δίκης.

    Η χρηματική ζημία δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δυνάμενη να αποκατασταθεί δυσχερώς, καθόσον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αποκαταστάσεως.

    Ωστόσο, στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων απόκειται να εξετάσει, με γνώμονα τα συγκεκριμένα περιστατικά κάθε υποθέσεως, αν η άμεση εκτέλεση της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναστολή εκτελέσεως μπορεί να προκαλέσει στην αιτούσα σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη, η οποία δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με ακύρωση της επίδικης αποφάσεως με το πέρας της κύριας δίκης.

    (βλ. σκέψεις 51, 52, 54 και 56)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 3 Ιουλίου 1984, 141/84 R, De Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 2575, σκέψη 4· ΔΕΚ, 25 Μαρτίου 1999, C-65/99 Ρ(R), Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-1857, σκέψη 62· ΠΕΚ, 10 Φεβρουαρίου 1999, Τ-211/95 R, Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, α Ι-Α-15 και ΙΙ-57, σκέψη 36· ΠΕΚ, 10 Σεπτεμβρίου 1999, Τ-173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. Ι-Α-155 και ΙΙ-811, σκέψη 25· ΠΕΚ, 7 Μαίου 2002, Τ-306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2387, σκέψη 92

  3.  Οι επιπτώσεις στην ψυχολογική κατάσταση ενός υπαλλήλου λόγω εκτελέσεως της αποφάσεως περί λύσεως της σχέσεως εργασίας του με το κοινοτικό όργανο αποτελούν, καταρχήν, αναπόφευκτη και άμεση συνέπεια της αποφάσεως αυτής η δε ενδεχόμενη αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως δεν μπορεί να αποκαταστήσει τέτοιου είδους ηθική βλάβη με αποτελεσματικότερο τρόπο απ' ό,τι η ενδεχόμενη μελλοντική ακύρωση της αποφάσεως αυτής στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης.

    (βλ. σκέψη 62)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 14 Αυγούστου 2002, Τ-198/02 R, Ν κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. Ι-Α-145 και ΙΙ-763, σκέψη 53

Top