Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62024CJ0038

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 11ης Σεπτεμβρίου 2025.
G.L. κατά AB SpA.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία – Άρθρα 2, 5 και 7 – Άρθρα 21, 24 και 26 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Άρθρο 1 – Άρθρο 2, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Έμμεση διάκριση – Διαφορετική μεταχείριση εργαζομένου ο οποίος δεν είναι ο ίδιος άτομο με αναπηρία, αλλά φροντίζει το πάσχον από αναπηρία τέκνο του – Άρθρο 5 – Υποχρέωση του εργοδότη να προβαίνει σε εύλογες προσαρμογές.
Υπόθεση C-38/24.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2025:690

Υπόθεση C‑38/24 [Bervidi] ( i )

G. L.

κατά

AB SpA

(αίτηση του Corte suprema di cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 11ης Σεπτεμβρίου 2025

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία – Άρθρα 2, 5 και 7 – Άρθρα 21, 24 και 26 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Άρθρο 1 – Άρθρο 2, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Έμμεση διάκριση – Διαφορετική μεταχείριση εργαζομένου ο οποίος δεν είναι ο ίδιος άτομο με αναπηρία, αλλά φροντίζει το πάσχον από αναπηρία τέκνο του – Άρθρο 5 – Υποχρέωση του εργοδότη να προβαίνει σε εύλογες προσαρμογές»

  1. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Πεδίο εφαρμογής – Εργασιακές συνθήκες και όροι απασχολήσεως – Έννοια – Προσαρμογή των ωραρίων εργασίας – Εμπίπτει

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1, στοιχεία αʹ και βʹ)

    (βλ. σκέψεις 41-44)

  2. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των έμμεσων διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Περιεχόμενο – Δυσμενής διάκριση εις βάρος εργαζομένου που φροντίζει το πάσχον από αναπηρία τέκνο του – Εμπίπτει

    (Άρθρο 13 ΕΚ· άρθρο 19 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 21, 24 και 26· Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, άρθρα 2, 5 και 7· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 12 και άρθρα 1 και 2 §§ 1 και 2, στοιχεία αʹ και βʹ)

    (βλ. σκέψεις 48-58, 61-66, διατακτ.1)

  3. Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Κατοχύρωση τόσο από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ίδια έννοια και εμβέλεια – Το επίπεδο προστασίας που διασφαλίζει ο Χάρτης δεν πρέπει να παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που κατοχυρώνεται στην εν λόγω Σύμβαση

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 21 § 1, και 52 § 3)

    (βλ. σκέψη 59)

  4. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Εύλογες προσαρμογές για τον φροντιστή τέκνου πάσχοντος από αναπηρία – Έννοια – Ανατοποθέτηση σε άλλη θέση εργασίας – Εμπίπτει – Προϋπόθεση – Δεν υφίσταται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 24 και 26· Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, άρθρα 2 και 7 § 1· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 21 και άρθρα 2 § 2, στοιχείο βʹ, και 5)

    (βλ. σκέψεις 70-80, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία), το Δικαστήριο αναπτύσσει τη νομολογία του σχετικά με την έννοια της «διακρίσεως εξ αντανακλάσεως» λόγω αναπηρίας, κατά την οδηγία 2000/78 ( 1 ), διευκρινίζοντας τόσο το περιεχόμενο της εν λόγω έννοιας όσο και τις υποχρεώσεις που υπέχει ο εργοδότης προκειμένου να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της ισότητας των εργαζομένων και της απαγορεύσεως των έμμεσων διακρίσεων, στην περίπτωση εργαζομένου ο οποίος φροντίζει το πάσχον από αναπηρία τέκνο του.

Η G. L. εργαζόταν στην εταιρία AB με την ιδιότητα της «υπαλλήλου σταθμού», ήταν δε επιφορτισμένη με την επιτήρηση και τον έλεγχο σταθμού του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου.

Ζήτησε επανειλημμένως από την εταιρία AB να την τοποθετήσει μόνιμα σε θέση εργασίας με σταθερά ωράρια, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να ασχολείται με τη φροντίδα του ανήλικου υιού της, ο οποίος πάσχει από βαρεία αναπηρία και πρέπει να ακολουθεί πρόγραμμα φροντίδας σε καθορισμένη ώρα.

Η εταιρία AB δεν δέχθηκε τα αιτήματα της G. L. Προέβη, πάντως, σε ορισμένες προσωρινού χαρακτήρα προσαρμογές των όρων εργασίας της G. L., όπως ήταν ο καθορισμός σταθερού τόπου εργασίας και το προνομιακό καθεστώς ωραρίου σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους σταθμού.

Στις 5 Μαρτίου 2019 η G. L. άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale di Roma (πρωτοδικείου Ρώμης, Ιταλία), ζητώντας να διαπιστωθεί ότι η άρνηση του εργοδότη της να δεχθεί την αίτησή της περί μόνιμης προσαρμογής των όρων εργασίας της ενείχε δυσμενή διάκριση. Δεδομένου ότι η αγωγή της απορρίφθηκε, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, η G. L. άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

Το αιτούν δικαστήριο, παραπέμποντας στις αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση Coleman ( 2 ), αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα όσον αφορά το ζήτημα αν εργαζόμενος που δεν είναι ο ίδιος άτομο με αναπηρία δύναται να επικαλεσθεί ενώπιον της δικαιοσύνης την προστασία έναντι των έμμεσων διακρίσεων λόγω αναπηρίας, βάσει της οδηγίας 2000/78, λόγω της φροντίδας που παρέχει στο πάσχον από αναπηρία τέκνο του. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινισθεί αν ο εργοδότης ενός τέτοιου προσώπου υποχρεούται να προβεί, έναντι του συγκεκριμένου εργαζομένου, σε εύλογες προσαρμογές, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78, προκειμένου να αρθεί η δυσμενής διάκριση.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Κατά πρώτον, το Δικαστήριο εκτιμά, υπό το πρίσμα, ιδίως, της αποφάσεως Coleman, ότι η προβλεπόμενη από την οδηγία 2000/78 απαγόρευση των διακρίσεων αφορά και την «εξ αντανακλάσεως» έμμεση διάκριση λόγω αναπηρίας. Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη απαγόρευση τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση εργαζομένου ο οποίος δεν είναι ο ίδιος άτομο με αναπηρία, αλλά υφίσταται τέτοια διάκριση λόγω της βοήθειας την οποία παρέχει στο πάσχον από αναπηρία τέκνο του ώστε αυτό να μπορεί να λαμβάνει την ουσιώδη φροντίδα που απαιτεί η κατάστασή του.

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου στηρίζεται επίσης στη διαπίστωση ότι η οδηγία 2000/78 αποσκοπεί, όσον αφορά την απασχόληση και την εργασία, στην καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεως λόγω αναπηρίας. Πράγματι, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που κατοχυρώνεται με την εν λόγω οδηγία δεν έχει εφαρμογή επί συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων, αλλά εφαρμόζεται σε σχέση με τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο της 1.

Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 και κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, απαγορεύεται «κάθε διάκριση», άμεση ή έμμεση, λόγω αναπηρίας, κατά δε το γράμμα του άρθρου 13 ΕΚ, ήτοι της διατάξεως που αποτέλεσε τη νομική βάση της οδηγίας 2000/78, απονεμόταν στην Ένωση, όπως απονέμεται και βάσει του άρθρου 19 ΣΛΕΕ το οποίο την αντικατέστησε, αρμοδιότητα να λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την καταπολέμηση κάθε διακρίσεως λόγω, μεταξύ άλλων, αναπηρίας.

Επιπροσθέτως, η οδηγία 2000/78 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 21, 24 και 26 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη, αφορά και την έμμεση διάκριση «εξ αντανακλάσεως» λόγω αναπηρίας. Πράγματι, η αρχή αυτή απαγορεύει «κάθε διάκριση» λόγω, μεταξύ άλλων, αναπηρίας, διασφαλίζοντας ως εκ τούτου ευρύ πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης θεμελιώδους εγγυήσεως.

Επιπλέον, το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τις ίδιες εγγυήσεις με εκείνες οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ( 3 ) και οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ως ελάχιστο όριο προστασίας.

Εξάλλου, δυνάμει της Συμβάσεως του ΟΗΕ ( 4 ), η οποία μπορεί, όπως και ο Χάρτης, να χρησιμεύσει για την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78, τα συμβαλλόμενα κράτη απαγορεύουν «κάθε διάκριση» λόγω αναπηρίας. Εγγυώνται στα άτομα με αναπηρία ισότιμη και αποτελεσματική νομική προστασία από «κάθε μορφής διάκριση» και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εγγυηθούν ότι τα παιδιά με αναπηρία απολαύουν πλήρως όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε ισότιμη βάση με τα άλλα παιδιά, ενώ για κάθε μέτρο που αφορά παιδιά με αναπηρία πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το υπέρτερο συμφέρον των εν λόγω παιδιών.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο εξετάζει αν, προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή εύλογες προσαρμογές, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας, όσον αφορά εργαζόμενο που, όπως εν προκειμένω, δεν είναι ο ίδιος άτομο με αναπηρία, αλλά παρέχει στο πάσχον από αναπηρία τέκνο του τη βοήθεια η οποία καθιστά δυνατό να λαμβάνει το τέκνο την ουσιώδη φροντίδα που απαιτεί η κατάστασή του.

Προκειμένου να δοθεί σύμφωνη με τον Χάρτη ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι από τα άρθρα 24 και 26 του Χάρτη προκύπτει, αφενός, ότι τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους και, αφετέρου, ότι η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να επωφελούνται μέτρων που τους εξασφαλίζουν την αυτονομία, την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο.

Επιπλέον, οι κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως του ΟΗΕ εύλογες διευκολύνσεις δεν αφορούν μόνον τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία στον χώρο εργασίας τους, αλλά πρέπει, κατά περίπτωση, να αναγνωρίζονται και στον εργαζόμενο που παρέχει τη βοήθεια η οποία καθιστά δυνατή την εκ μέρους του ατόμου με αναπηρία λήψη της ουσιώδους φροντίδας που απαιτεί η κατάστασή του. Επίσης, από το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του ΟΗΕ προκύπτει ότι ο εργαζόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρέχει στο πάσχον από αναπηρία τέκνο του την αναγκαία φροντίδα, στοιχείο που συνεπάγεται την υποχρέωση του εργοδότη να προσαρμόζει τους όρους εργασίας του συγκεκριμένου εργαζομένου.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, εάν δεν υφίστατο τέτοια υποχρέωση, η απαγόρευση των έμμεσων διακρίσεων «εξ αντανακλάσεως» θα στερούνταν σε μεγάλο βαθμό την πρακτική αποτελεσματικότητά της.

Συνεπώς, ένας εργοδότης υποχρεούται να προβαίνει σε εύλογες προσαρμογές, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, έναντι εργαζομένου ο οποίος, χωρίς να είναι ο ίδιος άτομο με αναπηρία, παρέχει στο πάσχον από αναπηρία τέκνο του τη βοήθεια η οποία καθιστά δυνατό να λαμβάνει το τέκνο την ουσιώδη φροντίδα που απαιτεί η κατάστασή του, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω προσαρμογές δεν επιβάλλουν στον εργοδότη δυσανάλογη επιβάρυνση. Όσον αφορά τα είδη των εύλογων προσαρμογών στις οποίες απαιτείται να προβεί ο εργοδότης ενός τέτοιου φροντιστή, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η μείωση του χρόνου εργασίας ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η ανατοποθέτηση σε άλλη θέση εργασίας μπορεί να αποτελεί ένα από τα μέτρα προσαρμογής που διαλαμβάνονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78. Για να κριθεί αν τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη, πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη το οικονομικό και άλλο κόστος που επιφέρουν, το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχειρήσεως και η διαθεσιμότητα δημοσίων πόρων ή οιασδήποτε άλλης ενισχύσεως.


( i ) Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

( 1 ) Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

( 2 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Coleman (C‑303/06, στο εξής: απόφαση Coleman, EU:C:2008:415). Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η οδηγία 2000/78 και, ειδικότερα, τα άρθρα της 1 και 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, έχουν την έννοια ότι η προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις απαγόρευση των άμεσων διακρίσεως δεν αφορά μόνον τα πρόσωπα εκείνα που είναι τα ίδια άτομα με αναπηρία (σκέψη 56 και διατακτικό 1).

( 3 ) Σύμβαση η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

( 4 ) Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 13 Δεκεμβρίου 2006 και τέθηκε σε ισχύ στις 3 Μαΐου 2008 (στο εξής: Σύμβαση του ΟΗΕ).

Top