This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62007CJ0014
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Υπόθεση C-14/07
Ingenieurbüro Michael Weiss und Partner GbR
κατά
Industrie- und Handelskammer Berlin
(αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 1348/2000 — Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων — Έλλειψη μεταφράσεως των συνημμένων της πράξεως — Συνέπειες»
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak της 29ης Νοεμβρίου 2007 I - 3371
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2008 I - 3401
Περίληψη της αποφάσεως
Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός 1348/2000 – Εισαγωγικό δικόγραφο – Έννοια
(Κανονισμός 1348/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1)
Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός 1348/2000 – Κοινοποίηση πράξεως που έχει συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από την επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής
(Κανονισμός 1348/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1)
Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός 1348/2000 – Κοινοποίηση πράξεως που έχει συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από την επίσημη γλώσσα του κράτους παραλαβής
(Κανονισμός 1348/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο β΄)
Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός 1348/2000 – Κοινοποίηση πράξεως που έχει συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από την επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής
(Κανονισμός 1348/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1)
Η έννοια της «επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως» του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1348/2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, ερμηνεύεται, όταν η πράξη αυτή συνιστά εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ως αφορώσα το ή τα έγγραφα των οποίων η έγκαιρη επίδοση ή κοινοποίηση στον εναγόμενο παρέχει σε αυτόν τη δυνατότητα να επικαλεστεί τα δικαιώματά του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας στο κράτος προελεύσεως. Το έγγραφο αυτό πρέπει να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό, με βεβαιότητα, τουλάχιστον του αντικειμένου και των λόγων της αγωγής καθώς και της κλήσεως προς εμφάνιση ενώπιον δικαστηρίου ή, ανάλογα με τη φύση της εκκρεμούς διαδικασίας, της δυνατότητας ασκήσεως ενδίκου μέσου ενώπιον δικαστηρίου. Έγγραφα τα οποία επιτελούν αποκλειστικά αποδεικτική λειτουργία και δεν είναι απαραίτητα για την κατανόηση του αντικειμένου και των λόγων της αγωγής δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου κατά την έννοια του κανονισμού αυτού.
(βλ. σκέψη 73)
Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1348/2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι ο παραλήπτης εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, το οποίο πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί, δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παραλαβή του στην περίπτωση που το έγγραφο αυτό συνοδεύεται από συνημμένα που συνίστανται σε αποδεικτικά έγγραφα τα οποία δεν έχουν συνταχθεί στη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε γλώσσα του κράτους μέλους προελεύσεως την οποία ο παραλήπτης κατανοεί, αλλά τα οποία επιτελούν αποκλειστικώς αποδεικτική λειτουργία και δεν είναι απαραίτητα για την κατανόηση του αντικειμένου και των λόγων της αγωγής, υπό τον όρον ότι το έγγραφο αυτό παρέχει στον παραλήπτη τη δυνατότητα να επικαλεστεί τα δικαιώματά του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας εντός του κράτους μέλους προελεύσεως.
Συγκεκριμένα, αφενός, από την εξέταση διαφόρων διατάξεων των συμβάσεων της Χάγης του 1965, των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε και της συμβάσεως της 26ης Μαΐου 1997 για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, των κανονισμών 1348/2000 και 44/2001 καθώς και των ανακοινώσεων των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1348/2000, προκύπτει ότι η μετάφραση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, η οποία πραγματοποιείται με τη φροντίδα του ενάγοντος, δεν θεωρείται ως στοιχείο απαραίτητο για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας του εναγομένου, ο οποίος πρέπει απλώς να διαθέτει επαρκή προθεσμία που να του παρέχει τη δυνατότητα να μεταφράσει το έγγραφο και να οργανώσει την άμυνά του.
Αφετέρου, από την αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου προκύπτει ότι η εν λόγω πράξη πρέπει να περιέχει το ή τα έγγραφα, εφόσον συνδέονται άρρηκτα με αυτή, που παρέχουν τη δυνατότητα στον εναγόμενο να λάβει γνώση του αντικειμένου και των λόγων επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή, καθώς και της υπάρξεως ένδικης διαδικασίας, στη διάρκεια της οποίας μπορεί να προβάλει τα δικαιώματά του. Αντίθετα, έγγραφα που επιτελούν αποκλειστικά αποδεικτική λειτουργία, η οποία διαφέρει του σκοπού αυτής καθαυτήν της επίδοσης ή της κοινοποίησης, και δεν συνδέονται άρρηκτα με την αγωγή, στο μέτρο που δεν είναι απαραίτητα για την κατανόηση του αντικειμένου και των λόγων της αγωγής, δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να ελέγξει αν το περιεχόμενο του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου αρκεί ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η δυνατότητα να επικαλεστεί τα δικαιώματά του ή αν ο αποστολέας οφείλει να μεριμνήσει για τη μετάφραση ενός απαραίτητου συνημμένου.
(βλ. σκέψεις 52, 56, 64-65, 69, 75, 78, διατακτ. 1)
Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1348/2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ο παραλήπτης ενός επιδοτέου ή κοινοποιητέου εγγράφου συμφώνησε, με σύμβαση που συνήψε με τον ενάγοντα στο πλαίσιο της ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ότι η αλληλογραφία θα συντάσσεται στη γλώσσα του κράτους μέλους προελεύσεως δεν αποτελεί τεκμήριο γνώσεως της γλώσσας, αλλά ένδειξη την οποία ο δικαστής οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όταν εξετάζει αν ο παραλήπτης κατανοεί τη γλώσσα του κράτους μέλους προελεύσεως ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει τα δικαιώματά του.
(βλ. σκέψη 88, διατακτ. 2)
Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1348/2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι ο παραλήπτης επιδοτέου ή κοινοποιητέου εισαγωγικού της δίκης εγγράφου δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επικαλεστεί τη διάταξη αυτή για να αρνηθεί την παραλαβή των συνημμένων ενός εγγράφου τα οποία δεν έχουν συνταχθεί στη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε γλώσσα του κράτους μέλους προελεύσεως την οποία ο παραλήπτης κατανοεί, όταν, στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, συνήψε σύμβαση με την οποία συμφώνησε ότι η αλληλογραφία θα συντάσσεται στη γλώσσα του κράτους μέλους προελεύσεως, τα δε συνημμένα, αφενός, αφορούν την εν λόγω αλληλογραφία και, αφετέρου, έχουν συνταχθεί στη γλώσσα που συμφωνήθηκε.
Συγκεκριμένα, η μετάφραση των συνημμένων ενδέχεται να απαιτείται όταν το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, το οποίο έχει μεταφραστεί, δεν αρκεί για την κατανόηση του αντικειμένου και των λόγων της αγωγής και για την παροχή στον εναγόμενο της δυνατότητας να επικαλεστεί τα δικαιώματά του. Εντούτοις, δεν απαιτείται μετάφραση όταν από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο παραλήπτης του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου γνωρίζει το περιεχόμενο των εν λόγω συνημμένων. Αυτό συμβαίνει όταν ο παραλήπτης είναι ο συντάκτης τους, ή όταν θεωρείται δεδομένο ότι κατανοεί το περιεχόμενό τους, διότι, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, συνήψε σύμβαση με την οποία συμφώνησε ότι η αλληλογραφία θα συντάσσεται στη γλώσσα του κράτους μέλους προελεύσεως, τα δε συνημμένα αφορούν την εν λόγω αλληλογραφία και έχουν συνταχθεί στη γλώσσα που συμφωνήθηκε.
(βλ. σκέψεις 90-92, διατακτ. 3)