This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62006CJ0231
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως — Οδηγία 79/7
(Οδηγία 79/7 του Συμβουλίου)
2. Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου
(Άρθρο 10 ΕΚ)
1. Η οδηγία 79/7, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν απαγορεύει σε ένα κράτος μέλος, όταν θεσπίζει νομοθετική ρύθμιση έχουσα ως σκοπό να παράσχει σε πρόσωπα ορισμένου φύλου, τα οποία αρχικώς υπέστησαν δυσμενή διάκριση, τη δυνατότητα να επωφεληθούν, για όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο λαμβάνουν σύνταξη, από το ισχύον για πρόσωπα του ετέρου φύλου συνταξιοδοτικό καθεστώς, να εξαρτήσει μια τέτοια υπαγωγή από την καταβολή εισφορών τακτοποίησης που συνίστανται στη διαφορά μεταξύ των εισφορών οι οποίες καταβλήθηκαν από τα πρόσωπα που υπέστησαν αρχικώς δυσμενή διάκριση, κατά τη χρονική περίοδο κατά την οποία αυτή έλαβε χώρα, και των υψηλότερων εισφορών που καταβλήθηκαν από την άλλη κατηγορία προσώπων κατά την ίδια χρονική περίοδο, πλέον τόκων προς αντιστάθμιση της μειώσεως της αξίας του χρήματος.
Ωστόσο, κάθε μέτρο που λαμβάνεται από κράτος μέλος προς συμμόρφωση με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, όπως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, πρέπει να είναι αποτελεσματικό. Συναφώς, η εν λόγω οδηγία απαγορεύει στο εν λόγω κράτος μέλος να επιβάλει καταβολή εισφορών τακτοποίησης προσαυξημένων με τόκους πέραν εκείνων που προορίζονται να αντισταθμίσουν τη μείωση της αξίας του χρήματος. Η οδηγία αυτή απαγορεύει επίσης την επιβολή εφάπαξ καταβολής όταν ο όρος αυτός καθιστά τον σκοπούμενο διακανονισμό πρακτικώς αδύνατο ή υπέρμετρα δυσχερή. Τούτο ισχύει ιδίως όταν το καταβλητέο ποσό υπερβαίνει την ετήσια σύνταξη του ενδιαφερομένου.
(βλ. σκέψεις 27-28, 35, διατακτ. 1)
2. Κατόπιν αποφάσεως επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως από την οποία προκύπτει η ασυμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο, εναπόκειται στις αρχές του οικείου κράτους μέλους να λάβουν τα κατάλληλα γενικά ή ειδικά μέτρα για να διασφαλίσουν την τήρηση του κοινοτικού δικαίου, μεριμνώντας ιδίως ώστε το εθνικό δίκαιο να εναρμονισθεί προς το κοινοτικό το συντομότερο δυνατόν και να καταστούν πλήρως αποτελεσματικά τα δικαιώματα που αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο.
Εφόσον διαπιστώνεται η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως αντιβαίνουσας στο κοινοτικό δίκαιο, για όσο διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόζει καμία διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που να εισάγει διακρίσεις, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξάλειψη της διατάξεως αυτής εκ μέρους του νομοθέτη, και να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας που βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση το ίδιο καθεστώς με εκείνο που ισχύει για τα πρόσωπα της άλλης κατηγορίας.
(βλ. σκέψη 41, δαιτακτ. 2)