This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32022D0722
Council Decision (EU) 2022/722 of 5 April 2022 authorising Member States to sign, in the interest of the European Union, the Second Additional Protocol to the Convention on Cybercrime on enhanced co-operation and disclosure of electronic evidence
Απόφαση (ΕΕ) 2022/722 του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 2022 με την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να υπογράψουν, προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία και τη γνωστοποίηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων
Απόφαση (ΕΕ) 2022/722 του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 2022 με την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να υπογράψουν, προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία και τη γνωστοποίηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων
ST/6427/2022/INIT
ΕΕ L 134 της 11.5.2022, p. 15–20
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
11.5.2022 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 134/15 |
ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2022/722 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 5ης Απριλίου 2022
με την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να υπογράψουν, προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία και τη γνωστοποίηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 16 και το άρθρο 82 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 5,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Στις 6 Ιουνίου 2019, το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να συμμετάσχει, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις διαπραγματεύσεις σχετικά με δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο (CETS αριθ. 185) («Σύμβαση για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο»). |
(2) |
Το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία και τη γνωστοποίηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων («πρωτόκολλο») εγκρίθηκε από την Επιτροπή υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 17 Νοεμβρίου 2021 και προβλέπεται να ανοίξει προς υπογραφή στις 12 Μαΐου 2022. |
(3) |
Οι διατάξεις του πρωτοκόλλου εμπίπτουν σε τομέα που καλύπτεται, σε μεγάλο βαθμό, από κοινούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), συμπεριλαμβανομένων των πράξεων για τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες διασφαλίζουν ελάχιστα πρότυπα όσον αφορά τα δικονομικά δικαιώματα, καθώς και τις διασφαλίσεις προστασίας των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής. |
(4) |
Η Επιτροπή έχει επίσης υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για κανονισμό σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις και για οδηγία σχετικά με τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για τον ορισμό νόμιμων εκπροσώπων με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, βάσει των οποίων θεσπίζονται δεσμευτικές διασυνοριακές ευρωπαϊκές εντολές υποβολής και διατήρησης οι οποίες πρόκειται να απευθύνονται απευθείας σε εκπρόσωπο παρόχου υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος. |
(5) |
Μέσω της συμμετοχής της στις διαπραγματεύσεις για το πρωτόκολλο, η Επιτροπή διασφάλισε τη συμβατότητά του με τους σχετικούς κοινούς κανόνες της Ένωσης. |
(6) |
Ορισμένες επιφυλάξεις, δηλώσεις, ειδοποιήσεις και κοινοποιήσεις σχετικά με το πρωτόκολλο είναι απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστεί η συμβατότητα του πρωτοκόλλου με το δίκαιο και τις πολιτικές της Ένωσης. Άλλες είναι σημαντικές για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του πρωτοκόλλου από τα κράτη μέλη της Ένωσης που είναι συμβαλλόμενα μέρη στο πρωτόκολλο («κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη») στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη στο πρωτόκολλο («τρίτες χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη»), καθώς και της αποτελεσματικής εφαρμογής του πρωτοκόλλου. |
(7) |
Οι επιφυλάξεις, δηλώσεις, ειδοποιήσεις και κοινοποιήσεις για τις οποίες δίνονται κατευθύνσεις στα κράτη μέλη στο παράρτημα της παρούσας απόφασης δεν θίγουν τυχόν άλλες επιφυλάξεις ή δηλώσεις τις οποίες θα επιθυμούσαν να διατυπώσουν το καθένα από την πλευρά του, εφόσον το πρωτόκολλο το επιτρέπει. |
(8) |
Τα κράτη μέλη που δεν διατυπώνουν τις επιφυλάξεις και δεν προβαίνουν στις δηλώσεις, ειδοποιήσεις και κοινοποιήσεις σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας απόφασης κατά τον χρόνο της υπογραφής θα πρέπει να το πράξουν όταν θα καταθέσουν το οικείο έγγραφο κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης του πρωτοκόλλου. |
(9) |
Κατόπιν της υπογραφής και της κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης του πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη θα πρέπει, επιπλέον, να τηρήσουν τις υποδείξεις που καθορίζονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης. |
(10) |
Το πρωτόκολλο προβλέπει ταχείες διαδικασίες που βελτιώνουν τη διασυνοριακή πρόσβαση σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία και υψηλό επίπεδο διασφαλίσεων. Επομένως, η έναρξη ισχύος του θα συνεισφέρει στην καταπολέμηση του κυβερνοεγκλήματος και άλλων μορφών εγκληματικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς θα διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη και τρίτων χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη, θα διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων και θα αντιμετωπίσει ζητήματα σύγκρουσης νόμων. |
(11) |
Το πρωτόκολλο προβλέπει κατάλληλες διασφαλίσεις σύμφωνα με τις απαιτήσεις για τις διεθνείς διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2). Επομένως, η έναρξη ισχύος του θα συμβάλει στην προώθηση των ενωσιακών προτύπων προστασίας των δεδομένων σε παγκόσμιο επίπεδο, θα διευκολύνει την κυκλοφορία δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη και τρίτων χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη και θα διασφαλίσει τη συμμόρφωση των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη με τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει των ενωσιακών κανόνων για την προστασία των δεδομένων. |
(12) |
Επιπλέον, η ταχεία έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου θα επιβεβαιώσει τη θέση της σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο ως του βασικού πολυμερούς πλαισίου για την καταπολέμηση του κυβερνοεγκλήματος. |
(13) |
Η Ένωση δεν μπορεί να υπογράψει το πρωτόκολλο, δεδομένου ότι μόνο κράτη μπορούν να είναι συμβαλλόμενα μέρη του. |
(14) |
Συνεπώς, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να υπογράψουν το πρωτόκολλο, ενεργώντας από κοινού προς το συμφέρον της Ένωσης. |
(15) |
Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να υπογράψουν το πρωτόκολλο κατά την τελετή υπογραφής ή το συντομότερο δυνατόν κατόπιν αυτής. |
(16) |
Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), ο οποίος γνωμοδότησε στις 21 Ιανουαρίου 2022. |
(17) |
Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. |
(18) |
Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στη εφαρμογή της. |
(19) |
Οι αυθεντικές εκδόσεις του πρωτοκόλλου είναι η αγγλική και η γαλλική έκδοση του κειμένου, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 17 Νοεμβρίου 2021, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:
Άρθρο 1
Επιτρέπεται στα κράτη μέλη να υπογράψουν, προς το συμφέρον της Ένωσης, το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία και τη γνωστοποίηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων («πρωτόκολλο») (4).
Άρθρο 2
1. Κατά την υπογραφή του πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη δύνανται να διατυπώσουν τις επιφυλάξεις και να προβούν στις δηλώσεις, ειδοποιήσεις ή κοινοποιήσεις σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 3 του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.
2. Τα κράτη μέλη που υπογράφουν το πρωτόκολλο και δεν διατυπώνουν τις επιφυλάξεις ούτε προβαίνουν στις δηλώσεις, ειδοποιήσεις ή κοινοποιήσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατά την υπογραφή του πρωτοκόλλου το πράττουν όταν καταθέτουν το οικείο έγγραφο κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης του πρωτοκόλλου.
3. Κατόπιν της υπογραφής και της κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης του πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη, επιπλέον, τηρούν τις υποδείξεις που καθορίζονται στο τμήμα 4 του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.
Άρθρο 3
Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.
Άρθρο 4
Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 5
Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Λουξεμβούργο, 5 Απριλίου 2022.
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
B. LE MAIRE
(1) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
(2) Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).
(3) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).
(4) Το κείμενο του πρωτοκόλλου θα δημοσιευθεί μαζί με την απόφαση για τη σύναψή του.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Το παρόν παράρτημα καθορίζει τις επιφυλάξεις, δηλώσεις, ειδοποιήσεις, κοινοποιήσεις και υποδείξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2.
1. Επιφυλάξεις
Δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να δηλώσει ότι κάνει χρήση μίας ή περισσότερων εκ των επιφυλάξεων που προβλέπονται σε ορισμένα άρθρα του πρωτοκόλλου.
Δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 9 στοιχείο α του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει το άρθρο 7 (Γνωστοποίηση πληροφοριών για συνδρομητές). Τα κράτη μέλη αποφεύγουν να διατυπώσουν την εν λόγω επιφύλαξη.
Δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 9 στοιχείο β του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων του εν λόγω άρθρου, να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει το άρθρο 7 σε ορισμένα είδη αριθμών πρόσβασης. Τα κράτη μέλη δύνανται να διατυπώσουν την επιφύλαξη αυτή, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά αριθμούς πρόσβασης πέραν εκείνων που είναι αναγκαίοι αποκλειστικά για τον σκοπό της ταυτοποίησης του χρήστη.
Δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 13 του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει το άρθρο 8 (Εφαρμογή εντολών από άλλο συμβαλλόμενο μέρος για ταχεία υποβολή πληροφοριών συνδρομητή και δεδομένων κίνησης) σε δεδομένα κίνησης. Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να αποφύγουν να διατυπώσουν την επιφύλαξη αυτή.
Όταν το άρθρο 19 παράγραφος 1 παρέχει τη βάση για άλλες επιφυλάξεις, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εξετάζουν και να διατυπώνουν τέτοιες επιφυλάξεις.
2. Δηλώσεις
Δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να προβεί στις δηλώσεις ορισμένων άρθρων του πρωτοκόλλου.
Δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 στοιχείο β του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται, όσον αφορά εντολές που εκδίδονται προς παρόχους υπηρεσιών στο έδαφός του, να προβεί στην ακόλουθη δήλωση:
« Η εντολή βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 πρέπει να εκδίδεται από εισαγγελέα, ή υπό την εποπτεία του, ή από άλλη δικαστική αρχή ή, άλλως, να εκδίδεται στο πλαίσιο ανεξάρτητης εποπτείας. ».
Τα κράτη μέλη, όσον αφορά εντολές που εκδίδονται προς παρόχους υπηρεσιών στο έδαφός τους, προβαίνουν στη δήλωση που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του παρόντος τμήματος.
Δυνάμει του άρθρου 9 (Ταχεία γνωστοποίηση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστών σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης) παράγραφος 1 στοιχείο β του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να δηλώσει ότι δεν θα εκτελεί αιτήματα βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο α με τα οποία ζητείται μόνο η γνωστοποίηση πληροφοριών για συνδρομητές. Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να αποφύγουν να προβούν σε μια τέτοια δήλωση.
Όταν το άρθρο 19 παράγραφος 2 παρέχει τη βάση για άλλες δηλώσεις, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εξετάζουν και να προβαίνουν σε τέτοιες δηλώσεις.
3. Δηλώσεις, ειδοποιήσεις ή κοινοποιήσεις
Δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος οφείλει να προβαίνει σε τυχόν δηλώσεις, ειδοποιήσεις ή κοινοποιήσεις ορισμένων άρθρων του πρωτοκόλλου σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται σε αυτά.
Δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 5 στοιχείο α του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να ειδοποιεί τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι, όταν εκδίδεται εντολή δυνάμει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου σε πάροχο υπηρεσιών στο έδαφός του, το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος απαιτεί, σε κάθε περίπτωση ή σε σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις, την ταυτόχρονη γνωστοποίηση της εντολής, συμπληρωματικές πληροφορίες και σύνοψη των πραγματικών περιστατικών που σχετίζονται με την έρευνα ή τη διαδικασία. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη, προβαίνουν στην ακόλουθη ειδοποίηση στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης:
« Όταν εκδίδεται εντολή βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 προς πάροχο υπηρεσιών στο έδαφος [το όνομα του κράτους μέλους], [το όνομα του κράτους μέλους] απαιτεί σε κάθε περίπτωση ταυτόχρονη γνωστοποίηση της εντολής, των συμπληρωματικών πληροφοριών και μιας σύνοψης των πραγματικών περιστατικών που σχετίζονται με την έρευνα ή τη δίωξη. ».
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 5 στοιχείο ε του πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη αναθέτουν σε μία μόνο αρμόδια αρχή την αρμοδιότητα παραλαβής ειδοποιήσεων βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 5 στοιχείο α του πρωτοκόλλου και εκτέλεσης των ενεργειών που περιγράφονται στο άρθρο 7 παράγραφος 5 στοιχεία β, γ και δ του πρωτοκόλλου και, όταν απευθύνουν στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης την ειδοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο α του πρωτοκόλλου, κοινοποιούν τα στοιχεία επικοινωνίας της εν λόγω αρχής στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να δηλώσει ότι απαιτούνται πρόσθετες συνοδευτικές πληροφορίες για την εκτέλεση των εντολών της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη προβαίνουν στην ακόλουθη δήλωση:
« Απαιτούνται πρόσθετες συνοδευτικές πληροφορίες για την εκτέλεση εντολών βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1. Οι ζητούμενες πρόσθετες συνοδευτικές πληροφορίες εξαρτώνται από τις περιστάσεις της εντολής και τη σχετική έρευνα ή δίωξη. ».
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 10 στοιχεία α και β του πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη κοινοποιούν και επικαιροποιούν τα στοιχεία επικοινωνίας των αρχών στις οποίες ανατίθεται η υποβολή εντολών σύμφωνα με το άρθρο 8, καθώς και των αρχών στις οποίες ανατίθεται η παραλαβή εντολών σύμφωνα με το άρθρο 8, αντίστοιχα. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (1), σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, περιλαμβάνουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εντός των ορίων της άσκησης των αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται στα άρθρα 22, 23 και 25 του εν λόγω κανονισμού, μεταξύ των αρχών που κοινοποιούνται βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 10 στοιχεία α και β του πρωτοκόλλου, και το πράττουν με συντονισμένο τρόπο.
Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη προβαίνουν στην ακόλουθη δήλωση:
« Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 10, [το όνομα του κράτους μέλους], ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχει στην ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ορίζει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως αρμόδια αρχή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, όπως προβλέπεται στα άρθρα 22, 23 και 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. ».
Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 7 στοιχείο γ του πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης την αρχή ή τις αρχές που πρέπει να ειδοποιούνται βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 7 του πρωτοκόλλου, για τους σκοπούς του κεφαλαίου ΙΙ τμήμα 2 του πρωτοκόλλου, σχετικά με περιστατικά ασφάλειας.
Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 10 στοιχείο β του πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης την αρχή ή τις αρχές που παρέχουν έγκριση για τους σκοπούς του κεφαλαίου ΙΙ τμήμα 2 του πρωτοκόλλου, όσον αφορά τις περαιτέρω διαβιβάσεις δεδομένων που παρελήφθησαν βάσει του πρωτοκόλλου σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό.
Όταν το άρθρο 19 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου παρέχει τη βάση για άλλες δηλώσεις, ειδοποιήσεις ή κοινοποιήσεις, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εξετάζουν και να προβαίνουν σε τέτοιες δηλώσεις, ειδοποιήσεις ή κοινοποιήσεις.
4. Άλλες υποδείξεις
Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 διασφαλίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται στα άρθρα 22, 23 και 25 του εν λόγω κανονισμού, να επιδιώκει συνεργασία στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου κατά τον ίδιο τρόπο με τους εθνικούς εισαγγελείς των εν λόγω κρατών μελών.
Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 7, ιδίως όσον αφορά ορισμένα είδη αριθμών πρόσβασης, τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλλουν την εντολή του εν λόγω άρθρου σε έλεγχο από εισαγγελέα ή άλλη δικαστική αρχή όταν η αρμόδια αρχή τους λαμβάνει ταυτόχρονη γνωστοποίηση της εντολής πριν από τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που έχει ζητήσει ο πάροχος.
Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 11 στοιχείο γ του πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τη διαβίβαση δεδομένων για τους σκοπούς του πρωτοκόλλου, το παραλαμβάνον συμβαλλόμενο μέρος ενημερώνεται ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους πλαίσιο, απαιτείται η επίδοση προσωπικής ειδοποίησης στο φυσικό πρόσωπο του οποίου τα δεδομένα διαβιβάζονται.
Όσον αφορά τις διεθνείς διαβιβάσεις βάσει της Συμφωνίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την προστασία των πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων (2) («συμφωνία-πλαίσιο), τα κράτη μέλη, για τους σκοπούς του άρθρου 14 παράγραφος 1 στοιχείο β του πρωτοκόλλου, ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών ότι η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται στις αμοιβαίες διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του πρωτοκόλλου μεταξύ αρμόδιων αρχών. Εντούτοις, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ότι η συμφωνία-πλαίσιο θα πρέπει να συμπληρώνεται από πρόσθετες διασφαλίσεις οι οποίες να συνεκτιμούν τις ιδιαίτερες απαιτήσεις που ενέχει η διαβίβαση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων απευθείας από παρόχους υπηρεσιών και όχι μεταξύ αρχών, όπως προβλέπεται στο πρωτόκολλο. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη προβαίνουν στην ακόλουθη κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών:
« Για τους σκοπούς του άρθρου 14 παράγραφος 1 στοιχείο β του δεύτερου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο («πρωτόκολλο»), [το όνομα του κράτους μέλους] κρίνει ότι η Συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την προστασία των πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων («συμφωνία-πλαίσιο») εφαρμόζεται στις αμοιβαίες διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του πρωτοκόλλου μεταξύ αρμόδιων αρχών. Όσον αφορά διαβιβάσεις μεταξύ παρόχων υπηρεσιών και αρχών βάσει του πρωτοκόλλου, η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται μόνο σε συνδυασμό με επιπλέον, ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία καλύπτει τις ιδιαίτερες απαιτήσεις που ενέχει η διαβίβαση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων απευθείας από παρόχους υπηρεσιών και όχι μεταξύ αρχών. Εάν δεν υπάρχει τέτοια ειδική συμφωνία διαβίβασης, οι διαβιβάσεις αυτές είναι δυνατόν να πραγματοποιούνται βάσει του πρωτοκόλλου· σε αυτήν δε την περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παράγραφοι 2 έως 15 του πρωτοκόλλου.».
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εφαρμόζουν το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο γ του πρωτοκόλλου μόνο εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση επάρκειας δυνάμει του άρθρου 45 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) ή του άρθρου 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) για τη σχετική τρίτη χώρα, η οποία απόφαση καλύπτει τις αντίστοιχες διαβιβάσεις δεδομένων, είτε βάσει άλλης συμφωνίας η οποία εξασφαλίζει επαρκείς εγγυήσεις προστασίας των δεδομένων δυνάμει του άρθρου 46 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή του άρθρου 37 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.
(1) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).
(2) ΕΕ L 336 της 10.12.2016, σ. 3.
(3) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
(4) Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).