EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31991R3830

Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3830/91 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων αυτών, όσον αφορά τον τρόπο προσαρμογής των αποδοχών

ΕΕ L 361 της 31.12.1991, p. 1–6 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 30/06/2001

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1991/3830/oj

31991R3830

Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3830/91 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων αυτών, όσον αφορά τον τρόπο προσαρμογής των αποδοχών

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 361 της 31/12/1991 σ. 0001 - 0006
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 2 σ. 0149
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 2 σ. 0149


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 3830/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων αυτών, όσον αφορά τον τρόπο προσαρμογής των αποδοχών

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 24 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής που υποβλήθκε μετά από γνώμη της Επιτροπής του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

τη γνώμη του Δικαστηρίου,

Έχοντας λάβει γνώση της έκθεσης της επιτροπής συνεννόησης η οποία συνεστήθη με την απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981,

Εκτιμώντας:

ότι το Συμβούλιο, εν συνεχεία των αποφάσεών του της 20ής Μαρτίου 1972 και της 26ης Ιουνίου 1976, καθόρισε, με την απόφαση 81/1061/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ (2), τους όρους που διέπουν τις προσαρμογές των αποδοχών των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, για την περίοδο δέκα ετών-

ότι, κατ' αυτόν τον τρόπο, κατέστη δυνατόν να εξασφαλιστεί, μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, σχέση κοινωνικών εταίρων που στοχεύει στην αποφυγή συγκρούσεων, όσον αφορά τις προσαρμογές των αποδοχών-

ότι, λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας αυτής, πρέπει να επιβεβαιωθεί και να διασαφηνιστεί, διά της κανονιστικής οδού, ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο εφαρμόζει, μετά από πρόταση της Επιτροπής, τα άρθρα 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προκειμένου να διατηρηθεί αυτή η σχέση, μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού-

ότι πρέπει να επιβεβαιωθεί εκ νέου η αρχή της παράλληλης ανοδικής και καθοδικής εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων και των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-

ότι η εφαρμογή της αρχής του παραλληλισμού απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις του κόστους ζωής οι οποίες πράγματι επιβαρύνουν τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-

ότι, πάντως, υπό την αιγίδα της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πρόκειται να γίνει ανάλυση των υπαρχόντων προβλημάτων, για να βελτιωθεί η συγκρισιμότητα των δεικτών των τιμών, προκειμένου να επιταχυνθεί ο εξορθολογισμός της μεθόδου κατάρτισης των εν λόγω δεικτών-

ότι, στα πλαίσια αυτά, κρίθηκε σκόπιμο η ετήσια προσαρμογή να πραγματοποιείται βάσει του κοινού δείκτη που προβλέπεται στο άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σταθμισμένου έτσι ώστε να ενσωματώνει σε ποσοστό 25 % το βελγικό δείκτη (συνιστώσα της πρωτεύουσας των Βρυξελλών)-

ότι η αρχή του παραλληλισμού επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική και κοινωνική κατάσταση στον ίδιο βαθμό όπως και στα κράτη μέλη στα οποία ελήφθη υπόψη για τους εθνικούς δημοσίους υπαλλήλους, σε αποφάσεις σχετικά με τις προσαρμογές των μισθών-

ότι πρέπει να καθορισθούν με τη μεγαλύτερη ακρίβεια οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται στις αποδοχές των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που υπηρετούν στους διάφορους τόπους τοποθέτησης, προκειμένου να τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας της αγοραστικής δύναμης-

ότι, για να τηρούνται οι αρχές του παραλληλισμού και της ισοδυναμίας της αγοραστικής δύναμης, πρέπει να διασαφηνιστεί η διαδικασία με την οποία το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη την ουσιώδη μεταβολή του κόστους ζωής για την προσαρμογή των διορθωτικών συντελεστών σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης- ότι, με την ευκαιρία αυτή, εάν προβλέπεται αρνητική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης, πρέπει να πραγματοποιείται δέουσα μείωση επί της προσαρμογής αυτής-

ότι, εάν χρειάζεται, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες προσλήψεων-

ότι, παρόλα αυτά, σε περίπτωση που διαπιστώνεται σοβαρή και αιφνίδια επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις επί των οποίων αποφασίζει το Συμβούλιο,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, τροποποιούνται ως εξής:

1. Στον εν λόγω κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

"Άρθρο 65α

Ο τρόπος εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 καθορίζεται στο παράρτημα ΧΙ."

2. Το κείμενο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, προστίθεται ως παράρτημα ΧΙ στον εν λόγω κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

3. Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 20 του εν λόγω καθεστώτος, οι όροι "άρθρων 63, 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης" αντικαθίστανται από τους όρους "άρθρων 63, 64, 65 και 65α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 1991.

Για τους σκοπούς της εφρμογής του παραρτήματος ΧΙ, η περίοδος αναφοράς για την προσαρμογή των αποδοχών την 1η Ιουλίου 1991, αρχίζει την 1η Ιουλίου 1990. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Δεκεμβρίου 1991. Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. DANKERT

(1) ΕΕ αριθ. C 129 της 20. 5. 1991, σ. 222 και γνώμη της 12ης Δεκεμβρίου 1991 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (2) ΕΕ αριθ. L 386 της 31. 12. 1981, σ. 6.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

"ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΙ

ΤΡΟΠΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 64 ΚΑΙ 65 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

(Άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης)

Τμήμα 1

Στοιχεία των ετησίων προσαρμογών

Άρθρο 1

1. Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Για την εξέταση που προβλέπεται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία εφεξής αποκαλείται "Στατιστική Υπηρεσία", εκπονεί κάθε χρόνο, πριν το τέλος του Σεπτεμβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες, στις οικονομικές ισοτιμίες μεταξύ Βρυξελλών και των άλλων τόπων τοποθέτησης εντός των κρατών μελών και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων, η οποία εφεξής αποκαλείται "εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης".

Η περίοδος αναφοράς των στοιχείων αυτών αποτελείται από τους δώδεκα μήνες που προηγούνται της 1ης Ιουλίου του έτους κατά τη διάρκεια του οποίου τροποποιήθηκε η εξέταση.

2. Εξέλιξη του κόστους ζωής για τις Βρυξέλλες (κοινός δείκτης)

Η Στατιστική Υπηρεσία καθορίζει, σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών, οι οποίες εφεξής αποκαλούνται "εθνικές υπηρεσίες", έναν κοινό δείκτη βάσει του οποίου υπολογίζεται η εξέλιξη του κόστους ζωής με την οποία επιβαρύνονται οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις Βρυξέλλες.

3. Οικονομικές ισοτιμίες

α) Η Στατιστική Υπηρεσία υπολογίζει, σε συμφωνία με τις εθνικές υπηρεσίες, τις οικονομικές ισοτιμίες που καθορίζουν την αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης μεταξύ των αποδοχών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίοι υπηρετούν εντός των κρατών μελών, στις πρωτεύουσες και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας, που προβλέπονται στο άρθρο 9, σε σχέση με τις Βρυξέλλες.

β) Οι οικονομικές ισοτιμίεςς υπολογίζονται έτσι ώστε κάθε βασική θέση να μπορεί να ελέγχεται με άμεση έρευνα τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία.

4. Εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων (ειδικοί δείκτες)

α) Προκειμένου να υπολογιστεί σε ποσοστά η ανοδική και καθοδική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών στις εθνικές δημόσιες υπηρεσίες, η Στατιστική Υπηρεσία καθορίζει, με βάση πληροφορίες που παρέχουν οι οικείες εθνικές υπηρεσίες, ειδικούς δείκτες με τους οποίους εκφράζονται οι εξελίξεις των πραγματικών αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων κάθε κεντρικής διοίκησης, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

Οι διάφοροι ειδικοί δείκτες καθορίζονται υπό διπλή μορφή:

- ένας δείκτης για καθεμία από τις τέσσερις κατηγορίες Α, Β, Γ και Δ,

- ένας μέσος δείκτης σταθμιζόμενος σε συνάρτηση με το δυναμικό των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των τεσσάρων αυτών κατηγοριών.

Καθένας από τους δείκτες αυτούς καταρτίζεται σε πραγματικές, ακαθάριστες και καθαρές τιμές. Για τη μετάβαση από τις ακαθάριστες στις καθαρές τιμές, λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεωτικές κρατήσεις καθώς και τα γενικά φορολογικά στοιχεία.

Για την κατάρτιση των ακαθάριστων και καθαρών δεικτών για το σύνολο των κρατών μελών, τα αποτελέσματα ανά χώρα σταθμίζονται με το σύνολο των μισθών των κεντρικών διοικήσεων, όπως αναφέρονται στις πιο πρόσφατες στατιστικές που δημοσιεύονται στους εθνικούς λογαριασμούς.

β) Οι εθνικές υπηρεσίες παρέχουν στη Στατιστική Υπηρεσία, κατόπιν αιτήσεώς της, όσες συμπληρωματικές πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, προκειμένου να καθορίσει έναν ειδικό δείκτη που να υπολογίζει σωστά την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων.

Εάν η Στατιστική Υπηρεσία, μετά από νέα διαβούλευση με τις εθνικές υπηρεσίες, διαπιστώνει στατιστικές ανωμαλίες στις ληφθείσες πληροφορίες ή αδυναμία κατάρτισης δεικτών που να υπολογίζουν σωστά, από στατιστική άποψη, την εξέλιξη των πραγματικών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους, τότε υποβάλλει αναφορά στην Επιτροπή παρέχοντας και όλα τα στοιχεία εκτίμησης.

γ) Εξάλλου, η Στατιστική Υπηρεσία υπολογίζει, σε στατιστικό επίπεδο, την απόκλιση που υπάρχει μεταξύ των καθαρών και των ακαθάριστων συντελεστών των ειδικών δεικτών.

δ) Η Στατιστική Υπηρεσία, εκτός από τους ειδικούς δείκτες, υποβάλλει, ως δείκτες ελέγχου, τα δεδομένα που αφορούν το σύνολο των μισθών σε πραγματικές τιμές, κατά κεφαλή, σε όλες τις δημόσιες διοικητικές υπηρεσίες και τις κεντρικές διοικήσεις, τα οποία καθορίζονται όπως ορίζεται στους εθνικούς λογαριασμούς.

Η Στατιστική Υπηρεσία συνοδεύει την έκθεση για τους ειδικούς δείκτες με επεξηγηματικά σχόλια για τις αποκλίσεις που υπάρχουν μεταξύ τους και για την εξέλιξη των προαναφερομένων δεικτών ελέγχου.

Άρθρο 2

Η Επιτροπή εκπονεί, πριν το τέλος του 1992 και στη συνέχεια κάθε τρία έτη, εμπεριστατωμένη έκθεση σχετικά με τις ανάγκες των θεσμικών οργάνων όσον αφορά τις προσλήψεις, την οποία διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, στο Συμβούλιο προτάσεις οι οποίες στηρίζονται σε όλα τα κατάλληλα στοιχεία, μετά από διαβούλευση με τα άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια των διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Τμήμα 2

Τρόπος της ετήσιας προσαρμογής των αποδοχών

Άρθρο 3

1. Με ισχύ από την 1η Ιουλίου και σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το Συμβούλιο αποφασίζει, πριν το τέλος κάθε έτους, για την προσαρμογή των αποδοχών την οποία προτείνει η Επιτροπή και η οποία βασίζεται στα στοιχεία που προβλέπονται στο τμήμα 1.

2. Το ύψος της προσαρμογής ισούται με το γινόμενο του ειδικού δείκτη επί τον κοινό δείκτη που σταθμίζεται σε ποσοστό 25 % με το βελγικό δείκτη (συνιστώσα της πρωτεύουσας των Βρυξελλών). Η προσαρμογή καθορίζεται σε καθαρές τιμές και μπορεί να εκφράζεται σε ποσοστό ίσο για όλους ή κατά μη αναλογικό τρόπο.

Η προσαρμογή μπορεί επομένως να εκφράζεται:

- σε ποσοστό

ή/και

- σε απόλυτη τιμή.

Η προσαρμογή, εάν δεν εκφράζεται μόνο σε ποσοστό, πραγματοποιείται έτσι ώστε η μεταβολή του συνόλου των μισθών να αντιστοιχεί σε προσαρμογή εκφρασμένη σε ποσοστό.

3. Το ύψος της προσαρμογής που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό και ο διορθωτικός συντελεστής που ισχύει για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι στο Βέλγιο, κατόπιν εφαρμογής του άρθρου 63 τέταρτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ενσωματώνονται, σύμφωνα με την κατωτέρω μέθοδο, στον πίνακα των βασικών μισθών, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στα άρθρα 20 και 63 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό:

- το ποσό των καθαρών αποδοχών με διορθωτικό συντελεστή 100, το οποίο αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο κάθε βαθμού των υπαλλήλων και σε κάθε τάξη κάθε ομάδας του λοιπού προσωπικού, προσαυξάνεται σύμφωνα με τον προαναφερόμενο διορθωτικό συντελεστή και με το ύψος της ετήσιας προσαρμογής των αποδοχών, είτε αυτή χορηγείται ως ποσοστό ή/και σε απόλυτη τιμή,

- ο νέος πίνακας των βασικών μισθών σε ακαθάριστες τιμές καταρτίζεται προσδιορίζοντας, για κάθε κλιμάκιο ή τάξη, το ακαθάριστο ποσό που αντιστοιχεί, μετά την αφαίρεση του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 και των υποχρεωτικών κρατήσεων στα πλαίσια των καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, με το ποσό των καθαρών αποδοχών,

- για τη μετατροπή αυτή των καθαρών ποσών σε ακαθάριστα, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση άγαμου υπαλλήλου που δεν λαμβάνει τις αποζημιώσεις και τα επιδόματα που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

- ο διορθωτικός συντελεστής που ισχύει για το Βέλγιο επαναφέρεται στο 100- το ίδιο ισχύει και για το διορθωτικό συντελεστή που ισχύει για το Λουξεμβούργο.

4. Για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που αποτελείται από:

- το συντελεστή που προκύπτει από την προηγούμενη προσαρμογή,

- το διορθωτικό συντελεστή που ισχύει για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι στο Βέλγιο κατόπιν εφαρμογής του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και πριν την ενσωμάτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου,

- το ύψος της προσαρμογής των αποδοχών που αναφέρεται στην παράγραφο 2

ή/και

- στο μέτρο που η προσαρμογή χορηγείται σε απόλυτη τιμή, το ισοδύναμο μέσο ποσοστό.

5. Οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται στις άλλες πρωτεύουσες και τόπους τοποθέτησης εκτός από τις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο, καθορίζονται από τις σχέσεις μεταξύ των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και των τιμών συναλλάγματος που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για τις αντίστοιχες χώρες.

Πάντως, εφαρμόζεται ο τρόπος που προβλέπεται στο άρθρο 8, όσον αφορά την αναδρομικότητα της ισχύος των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στους τόπους υπηρεσίας στους οποίους ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός.

6. Για τους άλλους τόπους υπηρεσίας εκτός από τις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο, η εξέλιξη του κόστους ζωής κατά την περίοδο αναφοράς, προκύπτει έμμεσα από το γινόμενο του κοινού δείκτη των Βρυξελλών, αφενός, και της μεταβολής της οικονομικής ισοτιμίας του τόπου τοποθετήσεως, αφετέρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

(Άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης)

Άρθρο 4

1. Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, οι ενδιάμεσες προσαρμογές των αποδοχών που προβλέπονται στο άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αποφασίζονται σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους ζωής εφόσον καλύπτεται ένα όριο ευαισθητοποίησης και αφού ληφθεί υπόψη η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης κατά την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς.

2. Η πρόταση της Επιτροπής διαβιβάζεται στο Συμβούλιο το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου, το αργότερο.

3. Αυτές οι ενδιάμεσες προσαρμογές λαμβάνονται υπόψη για την ετήσια προσαρμογή των αποδοχών.

Άρθρο 5

1. Η Στατιστική Υπηρεσία πραγματοποιεί την πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την εξεταζόμενη περίοδο το Μάρτιο κάθε έτους, βάσει των στοιχείων που παρέχονται στη συνεδρίαση που προβλέπεται στο άρθρο 12.

Εάν η πρόβλεψη αυτή εμφανίζει αρνητικό ποσοστό, το ήμισυ του ποσοστού αυτού λαμβάνεται υπόψη κατά την προσαρμογή.

2. Η εξέλιξη του κόστους ζωής για τις Βρυξέλλες μετριέται από τον κοινό δείκτη για την περίοδο αναφοράς του δεύτερου εξαμήνου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

3. Για τους άλλους τόπους υπηρεσίας εκτός από τις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο, η οικονομική ισοτιμία υπολογίζεται με αναφορά στις Βρυξέλλες. Η εξέλιξη του κόστους ζωής υπολογίζεται με τον τρόπο που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 6.

Άρθρο 6

1. Το όριο ευαισθητοποίησης καθορίζεται στο 55 % του μέσου συντελεστή της εξέλιξης του κόστους ζωής στην Κοινότητα, το οποίο διαπιστώνεται το δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, όπως δημοσιεύεται από τη Στατιστική Υπηρεσία στη μηνιαία ενημέρωση των τιμών καταναλωτή. Ωστόσο, καθορίζονται ένα κατώτατο όριο 2,75 % και ένα ανώτατο όριο 5 %.

2. Επιλέγεται η ακόλουθη διαδικασία για την εφαρμογή του ούτως καθορισθέντος ορίου, με την επιφύλαξη, για τον υπολογισμό του διορθωτικού συντελεστή, της εφαρμογής του άρθρου 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο:

- εάν το όριο που ορίζεται ανωτέρω, καλύπτεται ή ξεπερνιέται στις Βρυξέλλες, προσαρμόζονται οι διορθωτικοί συντελεστές που ισχύουν για το σύνολο των τόπων τοποθέτησης,

- εάν το όριο ευαισθητοποίησης δεν καλύπτεται στις Βρυξέλλες, προσαρμόζονται μόνον οι διορθωτικοί συντελεστές των τόπων στους οποίους ο πληθωρισμός είναι μεγαλύτερος από το εν λόγω όριο.

Άρθρο 7

1. Το ύψος της προσαρμογής ισούται με τον κοινό δείκτη των Βρυξελλών, ο οποίος πολλαπλασιάζεται, ενδεχομένως, επί το ήμισυ του ειδικού δείκτη των προβλέψεων, εάν αυτός είναι αρνητικός.

2. Υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 6:

- ο διορθωτικός συντελεστής για τις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο ισούται με το γινόμενο του ύψους της προσαρμογής επί τον παλαιό διορθωτικό συντελεστή,

- ο διορθωτικός συντελεστής για τους άλλους τόπους ισούται με το γινόμενο του ύψους της εφρμογής επί το λόγο μεταξύ της οικονομικής ισοτιμίας και της αντίστοιχης τιμής συναλλάγματος που προβλέπεται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΧΩΡΕΣ ΜΕ ΥΨΗΛΟ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ

(Ημερομηνία έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων των διορθωτικών συντελεστών)

Άρθρο 8

1. Η ημερομηνία έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων των διορθωτικών συντελεστών, για τις χώρες με υψηλό πληθωρισμό, προηγείται της 1ης Ιανουαρίου για την ενδιάμεση προσαρμογή ή της 1ης Ιουλίου για την ετήσια προσαρμογή, έτσι ώστε να αντισταθμίζεται η απώλεια αγοραστικής δύναμης αντιστοίχως αυτής που θα επικρατούσε σε έναν τόπο όπου η εξέλιξη του κόστους ζωής θα ήταν εκείνη του ορίου ευαισθητοποίησης. Για κάθε τόπο υπηρεσίας, καθορίζεται ο θεωρητικός αριθμός ημερών κατά τον οποίο θα έπρεπε να επισπευσθεί η ημερομηνία έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων για να προκύψει η συγκεκριμένη αντίστοιχη απώλεια σύμφωνα με τον επόμενο τύπο:

6 + [ 1 b

6

1 b ] 6 + [ 1 a

6

1 a ] b

a

N = x 30

1 1

a

όπου "Ν" είναι ο θεωρητικός αριθμός ημερών, "α" είναι το ποσοστό εξέλιξης του κόστους ζωής στον τόπο + 1, "β" είναι το επίπεδο του ορίου ευαισθητιποίησης + 1.

2. Με βάση τον θεωρητικό αριθμό ημερών, οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων, καθορίζονται ως εξής:

- η 1η του μηνός για τους τόπους υπηρεσίας όπου η θεωρητική ημερομηνία τοποθετείται μεταξύ της 22ας του προηγούμενου μηνός και της 6ης του εξεταζόμενου μηνός,

και

- η 16η του μηνός για τους τόπους υπηρεσίας όπου η θεωρητική ημερομηνία τοποθετείται μεταξύ της 7ης και της 21ης του ίδιου μηνός.

Η ημερομηνία έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι η 1η ή η 16η Δεκεμβρίου για την ενδιάμεση προσαρμογή, ή η 1η ή η 16η Ιουνίου για την ετήσια προσαρμογή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ

(Άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης)

Άρθρο 9

Το Συμβούλιο, με βάση έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας και εφόσον από τα αντικειμενικά στοιχεία προκύπτει αισθητή στρέβλωση της αγοραστικής δύναμης σε ένα συγκεκριμένο τόπο, σε σχέση με εκείνη που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους, αποφασίζει τον καθορισμό ενός διορθωτικού συντελεστή για τον τόπο αυτό, μετά από πρόταση της Επιτροπής και σύμφωνα με το άρθρο 64 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Άρθρο 10

Σε περίπτωση σοβαρής και αιφνίδιας επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στο εσωτερικό της Κοινότητας, η οποία εκτιμάται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που παρέχονται για το σκοπό αυτό από την Επιτροπή, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τα άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια των διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις στο Συμβούλιο το οποίο αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, μετά από διαβούλευση με τα άλλα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης για την ίδρυση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 11

Η Στατιστική Υπηρεσία μεριμνά για την ποιότητα των βασικών δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά τις προσαρμογές των αποδοχών. Έχει ιδίως καθήκον να διατυπώνει εκτιμήσεις, ή να πραγματοποιεί τις απαιτούμενες μελέτες για την επίβλεψη αυτή.

Άρθρο 12

Η Στατιστική Υπηρεσία συγκαλεί τον Μάρτιο κάθε έτους μια ομάδα εργασίας η οποία αποτελείται από εμπειρογνώμονες των εθνικών υπηρεσιών και αποκαλείται "Ομάδα του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

Με την ευκαιρία αυτή, εξετάζεται το σύνολο των στατιστικών προβλημάτων που αφορούν τους ειδικούς δείκτες και, όλως ιδιαιτέρως, τα προβλήματα που θέτει η κατάρτιση των δεικτών αυτών, σε καθαρές τιμές.

Εξάλλου, στη συνεδρίαση ανακοινώνονται:

- τα δεδομένα για την εξέλιξη της διάρκειας εργασίας στις κεντρικές διοικήσεις,

- τα στοιχεία βάσει των οποίων γίνεται η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την ενδιάμεση προσαρμογή των αποδοχών.

Άρθρο 13

Η Στατιστική Υπηρεσία συγκαλεί τουλάχιστον μία φορά ετησίως, και το αργότερο το μήνα Σεπτέμβριο, ομάδα εργασίας που αποτελείται από εμπειρογνώμονες των εθνικών υπηρεσιών και αποκαλείται "Ομάδα του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης".

Με την ευκαιρία αυτή, γίνεται ιδίως γενική εξέταση των στατιστικών προβλημάτων που αφορούν τον καθορισμό του κοινού δείκτη και των οικονομικών ισοτιμιών.

Άρθρο 14

Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στη Στατιστική Υπηρεσία τα στοιχεία που έχουν άμεση ή έμμεση επίπτωση στη σύνθεση και στην εξέλιξη των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 15

1. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα εφαρμόζονται για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1991 έως τις 30 Ιουνίου 2001.

2. Στο τέλος του πέμπτου έτους πραγματοποιείται αξιολόγηση, η οποία συνοδεύεται, ενδεχομένως, από αναθεώρηση με βάση έκθεση η οποία διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο η ενδεχόμενη πρόταση της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με τα άλλα θεσμικά όργανα στα πλαίσια των διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης."

Top