Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 21998A0403(01)

    Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού

    ΕΕ L 104 της 3.4.1998, p. 2–21 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

    Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 19/05/2000

    ELI: http://data.europa.eu/eli/convention/1998/249/oj

    Related Council decision

    21998A0403(01)

    Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 104 της 03/04/1998 σ. 0002 - 0021


    ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ

    ΤΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι το θαλάσσιο περιβάλλον και η αντίστοιχη χλωρίδα και πανίδα είναι καθοριστικής σημασίας για άπαντα τα έθνη,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ την εγγενή αξία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του βορειοανατολικού Ατλαντικού και την ανάγκη συντονισμένης προστασίας του,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι είναι απαραίτητο να αναληφθούν συντονισμένες ενέργειες σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο προκειμένου να εξασφαλισθεί η πρόληψη και η εξάλειψη της θαλάσσιας ρύπανσης καθώς και η μακρόπνοη διαχείριση της συγκεκριμένης θαλάσσιας ζώνης, ώστε η διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων να επιτρέψει στο θαλάσσιο οικοσύστημα να εξακολουθήσει να εξασφαλίζει τις θεμιτές χρήσεις της θάλασσας και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των σύγχρονων και των επερχόμενων γενεών,

    ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΠΙΓΝΩΣΗ του γεγονότος ότι η οικολογική ισορροπία και οι θεμιτές χρήσεις της θάλασσας απειλούνται από τη ρύπανση,

    ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τις συστάσεις της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το ανθρώπινο περιβάλλον που πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη τον Ιούνιο του 1972,

    ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΕΠΙΣΗΣ ΥΠΟΨΗ τα αποτελέσματα της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον και την ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο τον Ιούνιο του 1992,

    ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τις σχετικές διατάξεις του διεθνούς εθιμικού δικαίου στο 12ο τμήμα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της θάλασσας, και ιδίως το άρθρο 197 σχετικά με τη διεθνή και περιφερειακή συνεργασία στον τομέα της προστασίας και της διαφύλαξης του θαλάσσιου περιβάλλοντος,

    ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ότι λόγω των κοινών τους συμφερόντων τα κράτη που ενδιαφέρονται γι' αυτή τη θαλάσσια ζώνη επιβάλλεται να συνεργάζονται σε επίπεδο περιφερειακό ή υποπεριφερειακό,

    ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τα θετικά αποτελέσματα που επετεύχθησαν στο πλαίσιο της σύμβασης για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης συνεπεία επιχειρήσεων πόντισης από σκάφη και αεροσκάφη η οποία υπεγράφη στο Όσλο στις 15 Φεβρουαρίου 1992, όπως τροποποιήθηκε από τα πρωτόκολλα της 2ας Μαρτίου 1983 και της 5ης Δεκεμβρίου 1989, καθώς και στο πλαίσιο της σύμβασης για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης από χερσαίες πηγές η οποία υπεγράφη στο Παρίσι στις 4 Ιουνίου 1974, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της 26ης Μαρτίου 1986,

    ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΑ ότι επιβάλλεται να αναληφθούν πάραυτα συμπληρωματικές διεθνείς δράσεις για την πρόληψη και την εξάλειψη της θαλάσσιας ρύπανσης στο πλαίσιο ενός σταδιακού και συνεπούς προγράμματος προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι είναι επιθυμητό να εγκριθούν σε περιφερειακό επίπεδο, όσον αφορά την πρόληψη και την εξάλειψη της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος ή την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τις επιβλαβείς επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αυστηρότερα μέτρα από τα προβλεπόμενα στις διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες παγκόσμιας εμβέλειας,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι τα θέματα που σχετίζονται με τα αλιεύματα ρυθμίζονται δεόντως από τις ειδικές διεθνείς και περιφερειακές συμφωνίες που ασχολούνται με αυτά,

    ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ότι οι ισχύουσες συμβάσεις του Όσλο και των Παρισίων δεν ρυθμίζουν επαρκώς θέματα που αφορούν ορισμένες πηγές ρύπανσης και κατά συνέπεια είναι δικαιολογημένη η αντικατάστασή τους από την παρούσα σύμβαση η οποία καλύπτει όλες τις πηγές ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος καθώς και τις επιβλαβείς επιπτώσεις σε αυτό συνεπεία των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την αρχή της πρόληψης και ενισχύοντας την περιφερειακή συνεργασία,

    ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ τα ακόλουθα:

    Άρθρο 1 Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης νοείται ως:

    α) «θαλάσσια ζώνη»: τα εσωτερικά και τα χωρικά ύδατα των συμβαλλομένων μερών, η παρακείμενη των χωρικών υδάτων ζώνη που υπόκειται στη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους βάσει του διεθνούς δικαίου, καθώς και τα ανοικτά της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων θαλάσσιων βυθών και του υπεδάφους τους εντός των ακόλουθων ορίων:

    i) οι περιοχές του Ατλαντικού και Αρκτικού Ωκεανού και οι δευτερεύουσες θάλασσές τους που εκτείνονται βόρεια των 30° γεωγραφικού πλάτους στο βόρειο ημισφαίριο και μεταξύ 42° και 51° γεωγραφικού μήκους εξαιρουμένων:

    1. της Βαλτικής Θάλασσας και των Belts νοτιοανατολικά των γραμμών που συνδέουν το Hasenore Head με το Gniben Point, το Korshage με το Spodsbjerg και το Gilbjerg Head με το Kullen,

    2. της Μεσογείου Θαλάσσης και των δευτερευουσών θαλασσών της έως του σημείου διασταύρωσης του 36ου παραλλήλου βορείου γεωγραφικού πλάτους και του 5°36' μεσημβρινού ανατολικού γεωγραφικού μήκους 7

    ii) η περιοχή του Ατλαντικού Ωκεανού βορείως των 59° βόρειου γεωγραφικού πλάτους και μεταξύ 44° γεωγραφικού μήκους ανατολικά και 42° γεωγραφικού μήκους ανατολικά 7

    β) «εσωτερικά ύδατα»: τα ύδατα στο εσωτερικό της βασικής γραμμής υπολογισμού του εύρους των χωρικών υδάτων που εκτείνονται, στην περίπτωση των ρευμάτων ύδατος, μέχρι το όριο των γλυκών υδάτων 7

    γ) «όριο των γλυκών υδάτων»: το σημείο του υδάτινου ρεύματος όπου, κατά την άμπωτη και σε περίοδο χαμηλής παροχής γλυκού ύδατος, ο βαθμός αλμυρότητας αυξάνει σημαντικά λόγω της παρουσίας θαλάσσιου ύδατος 7

    δ) «ρύπανση»: η εισαγωγή από τον άνθρωπο, άμεσα ή έμμεσα, ουσιών ή ενέργειας στη θαλάσσια ζώνη, που συνεπάγονται ή αναμένεται να προκαλέσουν κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου, βλάβες στους βιολογικούς πόρους και τα θαλάσσια οικοσυστήματα, υποβάθμιση της ψυχαγωγικής αξίας ή φραγμούς στις άλλες θεμιτές χρήσεις της θάλασσας 7

    ε) «χερσαίες πηγές»: οι εντοπισμένες ή διάχυτες πηγές στην ξηρά από τις οποίες ουσίες ή ενέργεια καταλήγουν στη θαλάσσια ζώνη μέσω των υδάτων, του αέρα ή άμεσα από την ακτή. Η συγκεκριμένη έννοια καλύπτει τις πηγές που συνδέονται με οιαδήποτε εσκεμμένη απόθεση εξάλειψης απορριμμάτων στο θαλάσσιο υπέδαφος, η πρόσβαση στο οποίο εξασφαλίζεται με σήραγγα, διαύλους ή άλλα μέσα, καθώς και τις πηγές που σχετίζονται με τις τεχνικές κατασκευές για σκοπούς που δεν αφορούν δραστηριότητες στα ανοικτά της θαλάσσιας ζώνης που υπόκειται στη δικαιοδοσία ενός συμβαλλόμενου μέρους 7

    στ) «πόντιση»:

    i) οιαδήποτε εσκεμμένη έκχυση αποβλήτων ή άλλων υλικών στη θαλάσσια ζώνη:

    1. από πλοία ή αεροσκάφη,

    2. από εγκαταστάσεις στα ανοικτά της θάλασσας 7

    ii) οιαδήποτε εσκεμμένη εξάλειψη ή διάτρηση καταβύθισης στη θαλάσσια ζώνη:

    1. πλοίων ή αεροσκαφών,

    2. εγκαταστάσεων και αγωγών στα ανοικτά της θάλασσας 7

    ζ) ο όρος «πόντιση» δεν καλύπτει:

    i) την έκχυση, σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση του 1973 για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 1978 ή από άλλες ισχύουσες διεθνείς κανονιστικές διατάξεις, αποβλήτων ή άλλων υλικών που παράγονται άμεσα ή έμμεσα κατά τη φυσιολογική εκμετάλλευση των σκαφών ή των εγκαταστάσεων στα ανοιχτά της θάλασσας, εξαιρουμένων των αποβλήτων ή άλλων υλικών που μεταφέρονται ή μεταφορτώνονται σε πλοία ή αεροσκάφη ή σε θαλάσσιες εγκαταστάσεις εξάλειψης των αποβλήτων αυτών ή άλλων υλικών ή προέρχονται από την επεξεργασία ανάλογων αποβλήτων και υλικών στα πλοία, τα αεροσκάφη ή τις εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας 7

    ii) την απόθεση υλικών για σκοπούς άλλους από την απλή εξάλειψη υπό την επιφύλαξη ότι, εφόσον ο στόχος της απόθεσης διαφέρει από εκείνον για τον οποίο αρχικά σχεδιάστηκαν ή κατασκευάστηκαν τα υλικά, είναι σύμφωνη προς τις ισχύουσες διατάξεις της σύμβασης και

    iii) τους στόχους του παραρτήματος ΙΙΙ, την επιτόπια εγκατάλειψη, συνολικά ή εν μέρει, παροπλισμένης εγκατάστασης ανοικτής θάλασσας ή παροπλισμένων αγωγών ανοικτής θάλασσας, εφόσον οιαδήποτε ανάλογη επιχείρηση εκτελείται σύμφωνα με όλες τις ισχύουσες διατάξεις της παρούσας σύμβασης και τις ισχύουσες διατάξεις του διεθνούς δικαίου 7

    η) «αποτέφρωση»: οιαδήποτε εσκεμμένη καύση αποβλήτων ή άλλων υλικών στη θαλάσσια ζώνη με στόχο τη θερμική καταστροφή τους 7

    θ) ο όρος «αποτέφρωση» δεν καλύπτει τη θερμική καταστροφή των αποβλήτων ή άλλων υλικών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του διεθνούς δικαίου, τα οποία παράγονται άμεσα η έμμεσα κατά τη φυσιολογική εκμετάλλευση πλοίων, αεροσκαφών ή εγκαταστάσεων ανοικτής θάλασσας, εκτός της θερμικής καταστροφής αποβλήτων ή άλλων υλικών στα πλοία, τα αεροσκάφη ή τις εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας που χρησιμοποιούνται για ανάλογη θερμική καταστροφή 7

    ι) «δραστηριότητες ανοικτής θαλάσσης»: οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται στη θαλάσσια ζώνη με στόχο την ανίχνευση, την αξιολόγηση ή την εκμετάλλευση των υγρών ή αερίων καυσίμων 7

    ια) «πηγές ανοικτής θαλάσσης»: οι εγκαταστάσεις ανοικτής θαλάσσης και οι αγωγοί ανοικτής θαλάσσης από τους οποίους ουσίες ή ενέργεια καταλήγουν στη θαλάσσια ζώνη 7

    ιβ) «εγκατάσταση ανοικτής θαλάσσης»: οιαδήποτε τεχνητή δομή εγκατάσταση ή πλοίο ή τμήματα αυτών, επιπλέον ή υποστηριζόμενο στο θαλάσσιο βυθό, που απαντάται στη θαλάσσια ζώνη για την εξυπηρέτηση δραστηριοτήτων ανοικτής θαλάσσσης 7

    ιγ) «αγωγός ανοικτής θαλάσσης»: οιοσδήποτε αγωγός ο οποίος βρίσκεται στη θαλάσσια ζώνη για την εξυπηρέτηση δραστηριοτήτων ανοικτής θαλάσσης 7

    ιδ) «πλοία ή αεροσκάφη»: τα θαλάσσια σκάφη ή τα σκάφη αεροπλοΐας οιουδήποτε τύπου, τα μέρη τους και ο λοιπός εξοπλισμός τους. Η έκφραση αυτή καλύπτει τα σκάφη που κινούνται σε στρώμα αέρος, τα επιπλέοντα σκάφη με ή δίχως κινητήρα καθώς και όλες τις τεχνητές δομές που βρίσκονται στη θαλάσσια ζώνη και τον εξοπλισμό τους, δίχως εντούτοις να καλύπτει τις εγκαταστάσεις και τους αγωγούς ανοικτής θαλάσσης 7

    ιε) η έκφραση «απόβλητα ή άλλα υλικά» δεν καλύπτει:

    i) τα ανθρώπινα κατάλοιπα 7

    ii) τις εγκαταστάσεις ανοικτής θαλάσσης 7

    iii) τους αγωγούς ανοικτής θαλάσσης 7

    iv) τα μη μεταποιηθέντα αλιεύματα ούτε τα απόβλητα ψαριών που απορρίπτονται από τα αλιευτικά σκάφη 7

    ιστ) «σύμβαση», εφόσον το κείμενο δεν ορίζει διαφορετικά: η σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του βορειοανατολικού Ατλαντικού, τα παραρτήματα και τα προσαρτήματά της 7

    ιζ) «σύμβαση του Όσλο»: η σύμβαση για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης συνεπεία επιχειρήσεων πόντισης από πλοία και αεροσκάφη, που υπογράφηκε στο Όσλο στις 15 Φεβρουαρίου 1972, όπως τροποποιήθηκε από τα πρωτόκολλα της 2ας Μαρτίου 1983 και της 5ης Δεκεμβρίου 1989 7

    ιθ) «σύμβαση των Παρισίων»: η σύμβαση για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 4 Ιουνίου 1974, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της 26ης Μαρτίου 1986 7

    κ) «περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ολοκλήρωσης»: οργανισμός που απαρτίζεται από κυρίαρχα κράτη συγκεκριμένης περιοχής, με αρμοδιότητες στους τομείς που διέπονται από τη σύμβαση και στον οποίο έχει ανατεθεί επισήμως εντολή, σύμφωνα με τις εσωτερικές του διαδικασίες, υπογραφής, επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της σύμβασης ή προσχώρησης σε αυτήν.

    Άρθρο 2 Γενικές υποχρεώσεις

    1. α) Σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν όλα τα δυνατά μέτρα για την πρόληψη ή την εξάλειψη της ρύπανσης καθώς και τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της θαλάσσιας ζώνης από τις επιβλαβείς επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ώστε να διασφαλισθεί η ανθρώπινη υγεία, να διαφυλαχθούν τα θαλάσσια οικοσυστήματα και, εφόσον είναι δυνατόν, να αποκατασταθούν οι θαλάσσιες ζώνες που έχουν υποστεί τις συγκεκριμένες αρνητικές επιπτώσεις.

    β) Προς τούτο, τα συμβαλλόμενα μέρη εγκρίνουν, χωριστά ή από κοινού, προγράμματα και μέτρα, ενώ παράλληλα εναρμονίζουν τις αντίστοιχες πολιτικές και στρατηγικές τους.

    2. Τα συμβαλλόμενα μέρη εφαρμόζουν:

    α) την αρχή της πρόνοιας, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται η λήψη μέτρων εφόσον συντρέχουν λόγοι ανησυχίας λόγω άμεσης ή έμμεσης εισαγωγής ουσιών ή ενέργειας στο θαλάσσιο περιβάλλον, οι οποίες συνεπάγονται κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, επιβαρύνουν τους βιολογικούς πόρους και τα θαλάσσια οικοσυστήματα, υποβαθμίζουν την ψυχαγωγική αξία ή παρεμποδίζουν άλλες θεμιτές χρήσεις της θάλασσας, ακόμη και αν δεν υπάρχουν αποδείξεις αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εισαγωγής τους και των επιπτώσεων αυτών 7

    β) την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, σύμφωνα με την οποία τα έξοδα από τα μέτρα πρόληψης, μείωσης της ρύπανσης και καταπολέμησής της επιβαρύνουν τον ρυπαίνοντα.

    3. α) Εφαρμόζοντας τη σύμβαση, τα συμβαλλόμενα μέρη εγκρίνουν προγράμματα και μέτρα που καθορίζουν, εφόσον υπάρχει ανάγκη, προθεσμίες εφαρμογής, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τα πλέον πρόσφατα τεχνικά επιτεύγματα και μεθόδους που αποσκοπούν στην πρόληψη και την πλήρη εξάλειψη της ρύπανσης 7

    β) προς τούτο:

    i) λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο προσάρτημα 1, καθορίζουν όσον αφορά τα προγράμματα και τα μέτρα την εφαρμογή, μεταξύ άλλων:

    - των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών,

    - της βέλτιστης περιβαλλοντικής πρακτικής,

    συμπεριλαμβανομένων, εφόσον υπάρχει ανάγκη, των καθαρών τεχνικών 7

    ii) κατά την εφαρμογή των ως άνω προγραμμάτων και μέτρων, τα συμβαλλόμενα μέρη μεριμνούν για την εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και τις βέλτιστης περιβαλλοντικής πρακτικής όπως έχουν ήδη καθορισθεί, συμπεριλαμβανομένων, εάν υπάρχει ανάγκη, των καθαρών τεχνικών.

    4. Τα συμβαλλόμενα μέρη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή των μέτρων που έχουν εγκρίνει να μην συνεπάγεται την αύξηση της θαλάσσιας ρύπανσης εκτός της θαλάσσιας ζώνης, καθώς και στους άλλους τομείς του περιβάλλοντος.

    5. Ουδεμία των διατάξεων της παρούσας σύμβασης δύναται να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να δυσχεραίνει τη λήψη αυστηρότερων μέτρων εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών, χωριστά ή από κοινού, σε θέματα πρόληψης ή εξάλειψης της ρύπανσης από τη θαλάσσια ζώνη ή προστασίας της θαλάσσιας ζώνης από τις επιβλαβείς επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

    Άρθρο 3 Ρύπανση από χερσαίες πηγές

    Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν, χωριστά ή από κοινού, όλα τα δυνατά μέτρα για την πρόληψη και την εξάλειψη της ρύπανσης από χερσαίες πηγές, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης, ειδικά υπό τις προϋποθέσεις του παραρτήματος Ι.

    Άρθρο 4 Ρύπανση λόγω επιχειρήσεων πόντισης ή αποτέφρωσης

    Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν, χωριστά ή από κοινού, όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη και την εξάλειψη της ρύπανσης λόγω επιχειρήσεων πόντισης ή αποτέφρωσης αποβλήτων ή άλλων υλικών σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης, και ιδιαίτερα υπό τις προϋποθέσεις του παραρτήματος ΙΙ.

    Άρθρο 5 Ρύπανση από πηγές ανοικτής θαλάσσης

    Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν, χωριστά ή από κοινού, όλα τα δυνατά μέτρα για την πρόληψη ή την εξάλειψη της ρύπανσης που προέρχεται από πηγές ανοικτής θαλάσσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης, και ιδιαίτερα υπό τις προϋποθέσεις του παραρτήματος ΙΙΙ.

    Άρθρο 6 Αξιολόγηση της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος

    Τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης, και ιδιαίτερα υπό τις προϋποθέσεις του παραρτήματος IV:

    α) εκπονούν και δημοσιεύουν από κοινού σε τακτά χρονικά διαστήματα απολογισμούς της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των εξελίξεών του για τη θαλάσσια ζώνη ή τις περιφέρειες και τις υποπεριφέρειές της 7

    β) ενσωματώνουν στους ως άνω απολογισμούς αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που έχουν ληφθεί ή προβλέπεται να ληφθούν υπέρ της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, καθώς και ορισμό των μέτρων προτεραιότητας.

    Άρθρο 7 Ρύπανση από άλλες πηγές

    Τα συμβαλλόμενα μέρη συνεργάζονται προκειμένου να εγκρίνουν, επιπλέον των παραρτημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4, 5 και 6 κατωτέρω, παραρτήματα τα οποία καθορίζουν τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα πρότυπα για την προστασία της θαλάσσιας ζώνης από τη ρύπανση από άλλες πηγές, εφόσον η ως άνω ρύπανση δεν αποτελεί ήδη το αντικείμενο αποτελεσματικών μέτρων που έχουν αποφασισθεί από άλλους διεθνείς οργανισμούς ή προβλέπονται από άλλες διεθνείς συμβάσεις.

    Άρθρο 8 Επιστημονική και τεχνική έρευνα

    1. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη εκπονούν συμπληρωματικά ή κοινά προγράμματα επιστημονικής και τεχνικής έρευνας και, σύμφωνα με τυποποιημένη διαδικασία, διαβιβάζουν στην Επιτροπή:

    α) τα αποτελέσματα των ως άνω συμπληρωματικών ή κοινών ερευνών ή άλλων σχετικών ερευνών 7

    β) τις λεπτομέρειες που αφορούν τα άλλα σχετικά προγράμματα επιστημονικής και τεχνικής έρευνας.

    2. Προς τούτο, τα συμβάλλομενα μέρη λαμβάνουν υπόψη το έργο που έχουν επιτελέσει στους τομείς αυτούς αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί και υπηρεσίες.

    Άρθρο 9 Πρόσβαση στην ενημέρωση

    1. Τα συμβαλλόμενα μέρη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να παρέχουν σε οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο τις πληροφορίες που περιγράφονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, κατόπιν υποβολής εύλογης αίτησης, δίχως το ως άνω πρόσωπο να είναι υποχρεωμένο να επικαλεστεί προσωπικό συμφέρον, άνευ δυσανάλογης χρηματικής επιβάρυνσης, το ταχύτερο δυνατό και εντός προθεσμίας δύο μηνών.

    2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αφορούν οιοδήποτε πληροφοριακό στοιχείο που είναι διαθέσιμο σε γραπτή, οπτική και ηχητική μορφή ή περιέχεται σε τράπεζες δεδομένων για την κατάσταση της θαλάσσιας ζώνης και τις δραστηριότητες ή τα μέτρα που τις επηρεάζουν ή ενδέχεται να τις επηρεάσουν καθώς και τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται ή τα μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση.

    3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν το δικαίωμα των συμβαλλομένων μερών, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία ή τις ισχύουσες διεθνείς κανονιστικές διατάξεις, να απορρίψουν αντίστοιχη αίτηση ενημέρωσης εφόσον σχετίζεται με:

    α) με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των αποφάσεων των δημοσίων αρχών, των διεθνών σχέσεων ή το απόρρητο της εθνικής άμυνας 7

    β) με τη δημόσια ασφάλεια 7

    γ) με υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον δικαστικών αρχών, αποτελούν ή έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έρευνας (συμπεριλαμβανόμενης και της πειθαρχικής έρευνας) ή αντικείμενο εισαγωγικής αποδεικτικής διαδικασίας 7

    δ) με το εμπορικό και το βιομηχανικό απόρρητο, συμπεριλαμβανόμενης της πνευματικής ιδιοκτησίας 7

    ε) με την εμπιστευτικότητα των δεδομένων ή/και των προσωπικών φακέλλων 7

    στ) με τα δεδομένα που παρέχονται από τρίτο δίχως νομική υποχρέωση 7

    ζ) με τα δεδομένα των οποίων η διάδοση θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβάρυνση του περιβαλλοντικού τμήματος στο οποίο αναφέρονται.

    4. Επιβάλλεται η αιτιολόγηση οιασδήποτε άρνησης κοινοποίησης αντίστοιχων πληροφοριών.

    Άρθρο 10 Επιτροπή

    1. Συγκροτείται επιτροπή που αποτελείται από αντιπροσώπους εκάστου των συμβαλλομένων μερών. Η επιτροπή συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα ή εκτάκτως όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι καθ' οιανδήποτε στιγμή εφόσον ληφθεί αντίστοιχη απόφαση βάσει του εσωτερικού κανονισμού.

    2. Η επιτροπή έχει ως αποστολή:

    α) να εποπτεύει την εφαρμογή της σύμβασης:

    β) εν γένει να εξετάζει την κατάσταση της θαλάσσιας ζώνης, την αποτελεσματικότητα των εγκριθέντων μέτρων, τις προτεραιότητες και την ανάγκη λήψης οιουδήποτε συμπληρωματικού ή άλλου μέτρου 7

    γ) να εκπονεί, σύμφωνα με τις γενικές υποχρεώσεις που προβλέπει η σύμβαση, προγράμματα και μέτρα για την εξάλειψη της ρύπανσης καθώς και να ασκεί έλεγχο των δραστηριοτήτων οι οποίες ενδέχεται, άμεσα ή έμμεσα, να επιβαρύνουν τη θαλάσσια ζώνη 7 τα συγκεκριμένα προγράμματα και μέτρα μπορούν να συμπεριλαμβάνουν, εφόσον υπάρχει ανάγκη, οικονομικά μέσα 7

    δ) να καθορίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα το πρόγραμμα εργασίας της 7

    ε) να ιδρύει τα απαραίτητα επικουρικά όργανα και να καθορίζει τις εντολές τους 7

    στ) να εξετάζει και, εφόσον υπάρχει ανάγκη, να εγκρίνει προτάσεις τροποποίησης της σύμβασης σύμφωνα με τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19 και 27 7

    ζ) να εκπληρώνει όλες τις λειτουργίες που επωμίζεται βάσει των άρθρων 21 και 23 και, εφόσον υπάρχει ανάγκη, οιαδήποτε άλλη λειτουργία που προβλέπεται από τη σύμβαση.

    3. Προς τούτο, η επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να εγκρίνει αποφάσεις και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 13.

    4. Η επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό της ο οποίος εγκρίνεται με ομοφωνία από τα συμβαλλόμενα μέρη.

    5. Η επιτροπή καταρτίζει το δημοσιονομικό κανονισμό της ο οποίος εγκρίνεται με ομοφωνία από τα συμβαλλόμενα μέρη.

    Άρθρο 11 Παρατηρητές

    1. Η επιτροπή δύναται με ομόφωνη ψηφοφορία των συμβαλλομένων μερών να αποφασίσει την αναγνώριση της ιδιότητας του παρατηρητή:

    α) για κάθε κράτος που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης 7

    β) κάθε διεθνή κυβερνητικό οργανισμό ή κάθε μη κυβερνητικό οργανισμό του οποίου οι δραστηριότητες έχουν σχέση με τη σύμβαση.

    2. Οι εν λόγω παρατηρητές μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής δίχως εντούτοις να διαθέτουν δικαίωμα ψήφου ενώ παράλληλα δύνανται να υποβάλουν στην επιτροπή οιαδήποτε πληροφορία ή έκθεση σχετικά με τους στόχους της σύμβασης.

    3. Οι προϋποθέσεις αποδοχής και συμμετοχής των παρατηρητών καθορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό της επιτροπής.

    Άρθρο 12 Γραμματεία

    1. Συγκροτείται μόνιμη γραμματεία.

    2. Η επιτροπή διορίζει εκτελεστικό γραμματέα, καθορίζει τις αρμοδιότητές του, καθώς και τις προϋποθέσεις πλήρωσης της θέσης αυτής.

    3. Ο εκτελεστικός γραμματέας αναλαμβάνει τα απαραίτητα καθήκοντα διαχείρισης της σύμβασης και τις εργασίες της επιτροπής, καθώς και άλλες αποστολές που του ανατίθενται από την επιτροπή σύμφωνα με τον εσωτερικό και το δημοσιονομικό κανονισμό της.

    Άρθρο 13 Αποφάσεις και συστάσεις

    1. Οι αποφάσεις και οι συστάσεις εγκρίνονται ομόφωνα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Εφόσον δεν επιτυγχάνεται ομοφωνία και δεν υφίσταται ρητή αντίθετη διάταξη της σύμβασης, η επιτροπή δύναται να εγκρίνει αποφάσεις ή συστάσεις εάν κατά την ψηφοφορία συγκεντρώνεται πλειοψηφία τριών τετάρτων των συμβαλλομένων μερών.

    2. Μετά την εκπνοή προθεσμίας διακοσίων ημερών από την ημερομηνία έγκρισης, η απόφαση είναι δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη που την ψήφισαν και δεν έχουν ειδοποιήσει εγγράφως τον εκτελεστικό γραμματέα εντός της προθεσμίας αυτής ότι αδυνατούν να αποδεχθούν την ως άνω απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας τα τρία τέταρτα των συμβαλλομένων μερών έχουν ήδη ψηφίσει την απόφαση δίχως να αποσύρουν την υποστήριξή τους είτε έχουν ενημερώσει γραπτώς τον εκτελεστικό γραμματέα ότι μπορούν να την αποδεχθούν. Η απόφαση αυτή δεσμεύει οιοδήποτε άλλο συμβαλλόμενο μέρος το οποίο γραπτώς γνωστοποιεί στον εκτελεστικό γραμματέα ότι είναι σε θέση να αποδεχτεί την απόφαση είτε από τη στιγμή της γνωστοποίησης είτε μετά την εκπνοή προθεσμίας διακοσίων ημερών από την έγκριση της απόφασης, εφόσον η εν λόγω ημερομηνία έπεται.

    3. Στη γνωστοποίηση που απευθύνεται στον εκτελεστικό γραμματέα βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, μπορεί να αναφέρεται ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν είναι σε θέση να αποδεχτεί την απόφαση όσον αφορά μία ή περισσότερες από τις αυτόνομες ή εξαρτώμενες επικράτειες για τις οποίες εφαρμόζεται η σύμβαση.

    4. Όλες οι αποφάσεις που εγκρίνονται από την επιτροπή περιέχουν, εφόσον υπάρχει ανάγκη, διατάξεις καθορισμού του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής τους.

    5. Οι συστάσεις δεν είναι δεσμευτικές.

    6. Οι αποφάσεις που αφορούν παράρτημα ή προσάρτημα λαμβάνονται αποκλειστικά και μόνον από τα συμβαλλόμενα μέρη που δεσμεύονται από το συγκεκριμένο παράρτημα ή προσάρτημα.

    Άρθρο 14 Καταστατικό των παραρτημάτων και προσαρτημάτων

    1. Τα παραρτήματα και τα προσαρτήματα αποτελούν συστατικά μέρη της σύμβασης.

    2. Τα προσαρτήματα είναι επιστημονικού, τεχνικού ή διοικητικού χαρακτήρα.

    Άρθρο 15 Τροποποίηση της σύμβασης

    1. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 27 καθώς και των ειδικών διατάξεων που ισχύουν για την έγκριση ή την τροποποίηση των παραρτημάτων ή των προσαρτημάτων, οιαδήποτε τροποποίηση της σύμβασης διέπεται από το παρόν άρθρο.

    2. Έκαστο των συμβαλλομένων μερών έχει τη δυνατότητα να προτείνει τροποποίηση της σύμβασης. Το κείμενο της προτεινόμενης τροποποίησης κοινοποιείται στα συμβαλλόμενα μέρη από τον εκτελεστικό γραμματέα της επιτροπής τουλάχιστον έξι μήνες πριν τη συνεδρίαση της επιτροπής κατά την οποία προτείνεται η έγκρισή της. Παράλληλα ο εκτελεστικός γραμματέας κοινοποιεί για ενημέρωση το σχέδιο της τροποποίησης στα μέρη που έχουν υπογράψει τη σύμβαση.

    3. Η επιτροπή εγκρίνει την τροποποίηση εφόσον κατά την ψηφοφορία επιτευχθεί ομοφωνία των συμβαλλομένων μερών.

    4. Η εγκριθείσα τροποποίηση υποβάλλεται από την εντολοδόχο κυβέρνηση στα συμβαλλόμενα μέρη για επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Η επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση της τροποποίησης κοινοποιείται εγγράφως στην εντολοδόχο κυβέρνηση.

    5. Η τροποποίηση τίθεται σε ισχύ για τα συμβαλλόμενα μέρη που την έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει την 30ή ημέρα από την παραλαβή εκ μέρους της εντολοδόχου κυβέρνησης της γνωστοποίησης της έγκρισης, της αποδοχής ή της έγκρισής της τουλάχιστον από επτά των συμβαλλομένων μερών. Εν συνεχεία, η τροπολογία τίθεται σε ισχύ για οιαδήποτε από τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη την 30ή ημέρα από την κατάθεση του κειμένου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της τροποποίησης εκ μέρους του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους.

    Άρθρο 16 Έγκριση των παραρτημάτων

    Οι διατάξεις του άρθρου 15 σχετικά με την τροποποίηση της σύμβασης εφαρμόζονται επίσης στην πρόταση, την έγκριση και τη θέση σε ισχύ παραρτήματος της σύμβασης, εξαιρουμένων των παραρτημάτων δυνάμει του άρθρου 7 τα οποία η επιτροπή δύναται να εγκρίνει εφόσον κατά τη σχετική ψηφοφορία η πλειοψηφία συγκεντρώσει τα δύο τρίτα των συμβαλλομένων μερών.

    Άρθρο 17 Τροποποίηση των παραρτημάτων

    1. Οι διατάξεις του άρθρου 15 σχετικά με την τροποποίηση της σύμβασης εφαρμόζονται επίσης σε οιαδήποτε τροπολογία παραρτήματος της σύμβασης, εκτός των τροποποιήσεων που μπορεί να εγκρίνει η επιτροπή για τα παραρτήματα δυνάμει των άρθρων 3, 4, 5, 6 και 7, εφόσον βέβαια κατά τη σχετική ψηφοφορία η πλειοψηφία συγκεντρώσει τα δύο τρίτα των συμβαλλομένων μερών.

    2. Εφόσον η τροπολογία ενός παραρτήματος απορρέει από τροπολογία της σύμβασης, η τροπολογία του παραρτήματος διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για την τροπολογία της σύμβασης.

    Άρθρο 18 Έγκριση των προσαρτημάτων

    1. Εφόσον σχέδιο προσαρτήματος απορρέει από τροπολογία της σύμβασης ή παραρτήματος προς έγκριση δυνάμει του άρθρου 15 ή του άρθρου 17 η πρόταση, η έγκριση και η θέση σε ισχύ του εν λόγω προσαρτήματος διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν για την πρόταση, την έγκριση και τη θέση σε ισχύ της ως άνω τροπολογίας.

    2. Εφόσον ένα σχέδιο προσαρτήματος απορρέει από παράρτημα της σύμβασης προς έγκριση δυνάμει του άρθρου 16, η πρόταση, η έγκριση και η θέση σε ισχύ του ως άνω προσαρτήματος διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν για την πρόταση, την έγκριση και τη θέση σε ισχύ του εν λόγω παραρτήματος.

    Άρθρο 19 Τροποποίηση των προσαρτημάτων

    1. Οιοδήποτε των συμβαλλομένων μερών που δεσμεύεται από προσάρτημα δύναται να προτείνει τροπολογία του συγκεκριμένου προσαρτήματος. Το κείμενο του σχεδίου τροπολογίας κοινοποιείται από τον εκτελεστικό γραμματέα της επιτροπής σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες του άρθρου 15 παράγραφος 2.

    2. Η επιτροπή εγκρίνει την τροπολογία του προσαρτήματος εφόσον κατά τη σχετική ψηφοφορία υπάρχει πλειοψηφία των τριών τετάρτων των συμβαλλομένων μερών που δεσμεύονται από το συγκεκριμένο προσάρτημα.

    3. Κατά την εκπνοή προθεσμίας 200 ημερών από της έγκρισής της, η τροπολογία του προσαρτήματος τίθεται σε ισχύ για τα συμβαλλόμενα μέρη που δεσμεύονται από το συγκεκριμένο προσάρτημα και δεν έχουν, εντός αυτής της προθεσμίας, γνωστοποιήσει γραπτώς στην εντολοδόχο κυβέρνηση ότι δεν είναι σε θέση να αποδεχθούν τη συγκεκριμένη τροπολογία, εφόσον κατά την εκπνοή της συγκεκριμένης προθεσμίας τα τρία τέταρτα των συμβαλλομένων μερών που δεσμεύονται από το συγκεκριμένο παράρτημα έχουν είτε υπερψηφίσει την τροπολογία δίχως να αποσύρουν την αποδοχή τους είτε γνωστοποιήσει γραπτώς στην εντολοδόχο κυβέρνηση ότι είναι σε θέση να αποδεχτούν την τροπολογία.

    4. Κάθε γνωστοποίηση που απευθύνεται στην εντολοδόχο κυβέρνηση βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου μπορεί να διευκρινίζει ότι ένα των συμβαλλομένων μερών δεν είναι σε θέση να αποδεχτεί την τροπολογία όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα αυτόνομα ή εξαρτημένα διαμερίσματά του για τα οποία ισχύει η σύμβαση.

    5. Η τροπολογία προσαρτήματος είναι δεσμευτική για κάθε συμβαλλόμενο μέρος που δεσμεύεται από το συγκεκριμένο προσάρτημα και έχει εγγράφως γνωστοποιήσει στην εντολοδόχο κυβέρνηση ότι είναι σε θέση να αποδεχτεί την τροπολογία είτε από τη στιγμή της γνωστοποίησης είτε αφ'ης στιγμής εκπνεύσει η προθεσμία των διακοσίων ημερών μετά την έγκρισή της εφόσον η ως άνω ημερομηνία έπεται.

    6. Η εντολοδόχος κυβέρνηση κοινοποιεί πάραυτα σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη κάθε ανάλογη κοινοποίηση που λαμβάνει.

    7. Εάν τροποποίηση προσαρτήματος απορρέει από τροπολογία της σύμβασης ή παραρτήματός της, η τροπολογία του προσαρτήματος διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για την τροπολογία της σύμβασης ή του συγκεκριμένου παραρτήματός της.

    Άρθρο 20 Δικαίωμα ψήφου

    1. Έκαστο των συμβαλλομένων μερών διαθέτει μία ψήφο στην επιτροπή.

    2. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και άλλοι περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ολοκλήρωσης διαθέτουν στους τομείς της αρμοδιότητάς τους αριθμό ψήφων ισοδύναμο με τον αριθμό των κρατών μελών τους που έχουν υπογράψει τη σύμβαση. Οι οργανισμοί αυτοί δεν μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου τους στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη τους ασκούν το δικό τους και αντιστρόφως.

    Άρθρο 21 Διασυνοριακή ρύπανση

    1. Όταν ρύπανση που οφείλεται σε ένα των συμβαλλομένων μερών ενδέχεται να επιβαρύνει τα συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων από τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης, τα ενδιαφερόμενα συμβαλλόμενα μέρη διοργανώνουν διαβουλεύσεις εφόσον διατυπωθεί σχετικό αίτημα από ένα εξ' αυτών, προκειμένου να διαπραγματευθούν συμφωνία συνεργασίας.

    2. Κατόπιν αιτήματος ενός ενδιαφερομένου συμβαλλομένου μέρους, η επιτροπή εξετάζει το θέμα και μπορεί να διατυπώσει συστάσεις για την επίτευξη ικανοποιητικής λύσης.

    3. Συμφωνία ανάλογη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί μεταξύ άλλων να καθορίσει τις ζώνες εφαρμογής της, τους ποιοτικούς στόχους για την επίτευξή της, και ιδιαίτερα τις μεθόδους για την εφαρμογή των δεόντων προτύπων καθώς και τις επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες που πρέπει να συγκεντρωθούν.

    4. Τα συμβαλλόμενα μέρη που υπογράφουν ανάλογη συμφωνία πληροφορούν μέσω της επιτροπής τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη για το περιεχόμενό της, καθώς και τις συντελεσθείσες προόδους όσον αφορά την εκτέλεσή της.

    Άρθρο 22 Εκθέσεις που υποβάλλονται στην Επιτροπή

    Τα συμβαλλόμενα μέρη υποβάλλουν έκθεση σε τακτά χρονικά διαστήματα στην Επιτροπή με θέμα:

    α) τα νομοθετικά κανονιστικά ή άλλα μέτρα που λαμβάνουν για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης και τις αποφάσεις και συστάσεις που εγκρίνουν κατ' εφαρμογήν της, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων κατά οιασδήποτε παράβασης των ως άνω διατάξεων 7

    β) την αποτελεσματικότητα των μέτρων του στοιχείου α) του παρόντος άρθρου 7

    γ) τα προβλήματα που δημιουργεί η εφαρμογή των διατάξεων του στοιχείου α) του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 23 Τήρηση των δεσμεύσεων

    Η επιτροπή:

    α) στηριζόμενη στις περιοδικές εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 καθώς και σε οιαδήποτε άλλη έκθεση των συμβαλλομένων μερών, αξιολογεί κατά πόσον τηρούνται εκ μέρους τους η σύμβαση και οι αποφάσεις και οι συστάσεις που έχουν εγκριθεί κατ' εφαρμογή της 7

    β) εφόσον συντρέχουν λόγοι, αποφασίζει και ζητεί τη λήψη μέτρων προκειμένου να εξασφαλισθεί η πλήρης τήρηση της σύμβασης και των αποφάσεων που έχουν εγκριθεί κατ' εφαρμογή της και η προαγωγή της εφαρμογής των συστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση οιουδήποτε των συμβαλλομένων μερών ώστε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.

    Άρθρο 24 Περιφερειακή αντιμετώπιση

    Η επιτροπή μπορεί να αποφασίζει ότι οιαδήποτε απόφαση ή σύσταση που εγκρίνει ισχύει είτε για το σύνολο είτε για συγκεκριμένο μέρος της θαλάσσιας ζώνης, ενώ παράλληλα δύναται να θεσπίζει διαφορετικά χρονοδιαγράμματα εκτέλεσης, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των οικολογικών και οικονομικών συνθηκών που προσιδιάζουν στις επιμέρους περιφέρειες και υποπεριφέρειες της σύμβασης.

    Άρθρο 25 Υπογραφή

    Η σύμβαση μπορεί να υπογραφεί στο Παρίσι από τις 22 Σεπτεμβρίου 1992 έως τις 30 Ιουνίου 1993 από:

    α) τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης του Όσλο και της σύμβασης των Παρισίων 7

    β) οιοδήποτε άλλο παράκτιο κράτος που συνορεύει με τη συγκεκριμένη θαλάσσια ζώνη 7

    γ) οιοδήποτε κράτος κείμενο προς τα ανάντι υδατίων φλεβών που καταλήγουν στη συγκεκριμένη θαλάσσια ζώνη 7

    δ) οιαδήποτε περιφερειακή οργάνωση οικονομικής ολοκλήρωσης μεταξύ των μελών της οποίας συγκαταλέγεται τουλάχιστον ένα κράτος μέλος που ανταποκρίνεται στα στοιχεία α) έως γ) του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 26 Επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση

    Η σύμβαση υποβάλλεται για επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα κείμενα επικύρωσης, αποδοχής και έγκρισης υποβάλλονται στην κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας.

    Άρθρο 27 Προσχώρηση

    1. Μετά τις 30 Ιουνίου 1993, στη σύμβαση μπορούν να προσχωρήσουν τα κράτη και οι περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ολοκλήρωσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

    2. Τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να καλέσουν ομοφώνως τα κράτη ή τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκλήρωσης που δεν αναφέρονται στο άρθρο 25 να προσχωρήσουν στη σύμβαση. Σε περίπτωση ανάλογης προσχώρησης, αναθεωρείται ο ορισμός της θαλάσσιας ζώνης, εφόσον συντρέχουν λόγοι, με τη λήψη απόφασης εκ μέρους της επιτροπής η οποία επιβάλλεται να εγκριθεί ομοφώνως από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Η τροπολογία αυτή τίθεται σε ισχύ, αφού εγκριθεί ομοφώνως από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, την τριακοστή ημέρα μετά την παραλαβή από την εντολοδόχο κυβέρνηση της τελευταίας σχετικής γνωστοποίησης.

    3. Η προσχώρηση ισχύει για τη σύμβαση καθώς και για κάθε παράρτημα και προσάρτημα που έχουν εγκριθεί έως την ημερομηνία της προσχώρησης, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες το κείμενο προσχώρησης περιλαμβάνει ρητή δήλωση μη αποδοχής ενός ή περισσοτέρων παραρτημάτων εκτός των παραρτημάτων Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV.

    4. Τα κείμενα προσχώρησης υποβάλλονται στην κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας.

    Άρθρο 28 Επιφυλάξεις

    Είναι αδύνατη η διατύπωση οιασδήποτε επιφύλαξης όσον αφορά τη σύμβαση.

    Άρθρο 29 Θέση σε ισχύ

    1. Η σύμβαση τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατά την οποία όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης του Όσλο και όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης των Παρισίων έχουν καταθέσει κείμενο επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης.

    2. Όσον αφορά τα κράτη ή τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκλήρωσης που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είτε κατά την τριακοστή ημέρα μετά από την ημερομηνία κατάθεσης του κειμένου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης εκ μέρους του συγκεκριμένου κράτους ή του συγκεκριμένου περιφερειακού οργανισμού οικονομικής ολοκλήρωσης, εφόσον η ως άνω ημερομηνία έπεται.

    Άρθρο 30 Καταγγελία

    1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ανά πάσα στιγμή μετά από την εκπνοή προθεσμίας δύο ετών από την ημερομηνία που τίθεται σε ισχύ για το συγκεκριμένο συμβαλλόμενο μέρος, με γραπτή κοινοποίηση η οποία απευθύνεται στην εντολοδόχο κυβέρνηση.

    2. Εφόσον δεν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις σε κάποιο από τα παραρτήματα, εκτός από τα παραρτήματα Ι έως V της σύμβασης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή μετά την εκπνοή δύο ετών από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του συγκεκριμένου παραρτήματος για το συμβαλλόμενο μέρος, να καταγγείλει το παράρτημα αυτό απευθύνοντας γραπτή γνωστοποίηση στην εντολοδόχο κυβέρνηση.

    3. Η καταγγελία που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου ισχύει ένα έτος μετά από την ημερομηνία παραλαβής εκ μέρους της εντολοδόχου κυβέρνησης της κοινοποίησης της καταγγελίας.

    Άρθρο 31 Αντικατάσταση των συνθηκών του Όσλο και των Παρισίων

    1. Μόλις τεθεί σε ισχύ η σύμβαση αντικαθιστά τις συμβάσεις του Όσλο και των Παρισίων για τα συμβαλλόμενα μέρη.

    2. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι αποφάσεις, συστάσεις και άλλες συμφωνίες που εγκρίνονται κατά την εφαρμογή της σύμβασης του Όσλο ή της σύμβασης των Παρισίων εξακολουθούν να ισχύουν και διατηρούν τον ίδιο νομικό χαρακτήρα εφόσον είναι σύμφωνες με την παρούσα σύμβαση ή δεν καταργούνται ρητώς από αυτή, άλλη απόφαση ή, στην περίπτωση των κειμένων συστάσεων, από σύσταση εγκρινόμενη κατ' εφαρμογήν της παρούσας σύμβασης.

    Άρθρο 32 Διευθέτηση των διαφορών

    1. Οιαδήποτε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της σύμβασης, που δε ρυθμίζεται από τους ενδιαφερομένους διαδίκους με άλλα μέσα όπως η έρευνα ή η διαδικασία συμφιλίωσης στο πλαίσιο της επιτροπής παραπέμπεται, μετά από προσφυγή συμβαλλόμενου μέρους, στη διαιτησία υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

    2. Εφόσον οι διάδικοι δεν αποφασίσουν διαφορετικά, η διαδικασία διαιτησίας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εκτελείται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 10 του παρόντος άρθρου.

    3. α) Μετά από προσφυγή συμβαλλόμενου μέρους κατά άλλου συμβαλλόμενου μέρους δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, συγκροτείται δικαστήριο διαιτησίας. Στην προσφυγή διαιτησίας καθορίζεται το αντικείμενο της προσφυγής, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα των άρθρων της σύμβασης, των οποίων η ερμηνεία ή η εφαρμογή αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς.

    β) Ο προσφεύγων διάδικος ενημερώνει την Επιτροπή για την αίτηση συγκρότησης δικαστηρίου διαιτησίας, το όνομα του ετέρου διαδίκου, καθώς και τα άρθρα της σύμβασης των οποίων η ερμηνεία ή η εφαρμογή κατά τη γνώμη του αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς. Η επιτροπή κοινοποιεί τις πληροφορίες που τοιουτοτρόπως λαμβάνει στα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης.

    4. Το διαιτητικό δικαστήριο απαρτίζεται από τρία μέλη: έκαστος των διαδίκων ορίζει διαιτητή, οι δύο διαιτητές που ορίζονται τοιουτοτρόπως αποφασίζουν από κοινού τον ορισμό τρίτου διαιτητή ο οποίος αναλαμβάνει την προεδρία του δικαστηρίου. Αυτός ο διαιτητής απαγορεύεται να είναι υπήκοος οιουδήποτε των διαδίκων, ή να διαμένει μονίμως στην επικράτεια του ενός των ως άνω διαδίκων, να βρίσκεται στην υπηρεσία ενός εξ' αυτών ή να έχει υπό οιαδήποτε ιδιότητα ασχοληθεί με την εν λόγω υπόθεση.

    5. α) Εάν, εντός προθεσμίας δύο μηνών μετά από τον ορισμό του δεύτερου διαιτητή δεν έχει καθορισθεί ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαιτησίας, ο πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου προβαίνει, μετά από σχετικό αίτημα οιουδήποτε των διαδίκων στον ορισμό του τρίτου δικαστή εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών.

    β) Εάν εντός προθεσμίας δύο μηνών μετά από την παραλαβή της προσφυγής, ένας διάδικος δεν ορίσει διαιτητή, ο έτερος διάδικος δύναται να προσφύγει στον πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου ο οποίος ορίζει πρόεδρο του δικαστηρίου διαιτησίας εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών. Μόλις οριστεί, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαιτησίας καλεί την πλευρά που δεν έχει ορίσει διαιτητή να το πράξει εντός προθεσμίας δύο μηνών. Μετά την εκπνοή της συγκεκριμένης προθεσμίας, καλεί τον πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου να προβεί στο συγκεκριμένο ορισμό διαιτητή εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών.

    6. α) Το δικαστήριο διαιτησίας αποφασίζει σύμφωνα με τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου, και ιδιαίτερα της σύμβασης.

    β) Κάθε δικαστήριο διαιτησίας που συγκροτείται δυνάμει του παρόντος άρθρου καθορίζει τους διαδικαστικούς του κανόνες.

    γ) Σε περίπτωση διαφοράς σχετικά με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου διαιτησίας, το θέμα αποφασίζεται από το ίδιο το δικαστήριο διαιτησίας.

    7. α) Οι αποφάσεις του δικαστηρίου διαιτησίας, επί της διαδικασίας και της ουσίας, λαμβάνονται από τα μέλη με πλειοψηφία.

    β) Το δικαστήριο διαιτησίας λαμβάνει τα οιαδήποτε μέτρα θεωρεί απαραίτητα προκειμένου να αποδείξει τα γεγονότα και δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός διαδίκου, να συστήσει τη λήψη των απαραίτητων ασφαλιστικών μέτρων.

    γ) Εφόσον δύο ή περισσότερα δικαστήρια διαιτησίας που συγκροτούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου καλούνται να αντιμετωπίσουν προσφυγές με το αυτό ή ανάλογο αντικείμενο, μπορούν παράλληλα να ενημερώνονται για τις διαδικασίες που σχετίζονται με την απόδειξη των γεγονότων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματά τους στο μέτρο του δυνατού.

    δ) Οι διάδικοι παρέχουν όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις για την αποτελεσματική εκτέλεση της διαδικασίας.

    ε) Η απουσία ή η ερημοδικία διαδίκου δεν παρεμποδίζει την διαδικασία.

    8. Εάν το δικαστήριο της διαιτησίας δεν αποφασίσει διαφορετικά λόγω ειδικών συνθηκών που ισχύουν για την υπόθεση, τα έξοδα της δίκης, συγκεκριμένα οι αποδοχές των μελών του δικαστηρίου, επιβαρύνουν εξίσου τους διαδίκους. Το δικαστήριο διατηρεί κατάστιχο δαπανών και διαβιβάζει τελική κατάσταση εξόδων σε έκαστο των διαδίκων.

    9. Οιοδήποτε των συμβαλλομένων μερών με έννομο συμφέρον στα θέματα της διαφοράς που ενδέχεται να επηρεαστεί από την απόφαση που λαμβάνεται στη συγκεκριμένη υπόθεση δύναται με τη σύμφωνη γνώμη του δικαστηρίου να παρέμβει στη διαδικασία.

    10. α) Η ετυμηγορία του δικαστηρίου διαιτησίας αιτιολογείται. Είναι οριστική και υποχρεωτική για τους διαδίκους.

    β) Οιαδήποτε διαφορά ανακύψει μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά την ερμηνεία ή την εκτέλεση της ετυμηγορίας μπορεί να υποβληθεί από οιονδήποτε εξ αυτών στο δικαστήριο διαιτησίας ή, εάν η προσφυγή είναι αδύνατη, σε άλλο δικαστήριο διαιτησίας που συγκροτείται προς τούτο όπως το πρώτο.

    Άρθρο 33 Αποστολή της εντολοδόχου κυβέρνησης

    Η εντολοδόχος κυβέρνηση ειδοποιεί τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης και τους υπογράψαντες αυτήν:

    α) για την κατάθεση των κειμένων επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης καθώς και για τις δηλώσεις μη αποδοχής και τις κοινοποιήσεις καταγγελίας σύμφωνα με τα άρθρα 26, 27 και 30 7

    β) για την ημερομηνία κατά την οποία η σύμβαση τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 29 7

    γ) για την κατάθεση κοινοποιήσεων αποδοχής, την κατάθεση κειμένων επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης για τη θέση σε ισχύ των τροπολογιών της σύμβασης καθώς και για την έγκριση παραρτημάτων και προσαρτημάτων και την τροποποίησή τους σύμφωνα με τα άρθρα 15, 16, 17, 18 και 19.

    Άρθρο 34 Πρωτότυπο κείμενο

    Το πρωτότυπο της σύμβασης, της οποίας το γαλλικό και αγγλικό κείμενο είναι ισότιμα, κατατίθεται στην κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας η οποία διαβιβάζει συγκεκριμένα αντίγραφα στα συμβαλλόμενα μέρη και στους υπογράψαντες την συνθήκη καθώς και στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για καταχώρηση της δημοσίευσης σύμφωνα με το άρθρο 102 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

    ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ οι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι από τις κυβερνήσεις τους αντιστοίχως υπέγραψαν την παρούσα σύμβαση.

    Έγινε στο Παρίσι, στις 22 Σεπτεμβίου 1992.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΑΠΟ ΧΕΡΣΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ

    Άρθρο 1

    1. Κατά την έγκριση προγραμμάτων και μέτρων για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, τα συμβαλλόμενα μέρη απαιτούν, χωριστά ή από κοινού, τη χρήση:

    - των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών για τις συγκεκριμένες πηγές,

    - της βέλτιστης περιβαλλοντικής πρακτικής για εντοπισμένες και διάχυτες πηγές,

    συμπεριλαμβανομένων, εφόσον υπάρχει ανάγκη, των καθαρών τεχνικών.

    2. Για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων και την αξιολόγηση της φύσεως και της ευρύτητας των προγραμμάτων και των μέτρων, καθώς και των αντίστοιχων χρονοδιαγραμμάτων, τα συμβαλλόμενα μέρη εφαρμόζουν τα κριτήρια που συνοψίζονται στο προσάρτημα 2.

    3. Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν προληπτικά μέτρα προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι ρύπανσης συνεπεία ατυχημάτων.

    4. Κατά την έγκριση προγραμμάτων και μέτρων για τις ραδιενεργές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων, τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν επίσης υπόψη:

    α) τις συστάσεις των άλλων αρμόδιων διεθνών οργανώσεων και οργανισμών 7

    β) τις διαδικασίες επιτήρησης που συστήνουν οι εν λόγω διεθνείς οργανώσεις και οργανισμοί.

    Άρθρο 2

    1. Οι επιμέρους απορρίψεις στη θαλάσσια ζώνη καθώς και οι εκπομπές στον αέρα ή στο νερό που καταλήγουν στην ως άνω θαλάσσια ζώνη και ενδέχεται να την επιβαρύνουν υπόκεινται αυστηρά στη διαδικασία χορήγησης άδειας ή συμμόρφωσης προς τις κανονιστικές διατάξεις εκ μέρους των αρμοδίων αρχών των συμβαλλομένων μερών. Οι ως άνω άδειες ή κανονιστικές διατάξεις υλοποιούν, κυρίως, τις σχετικές αποφάσεις της επιτροπής που δεσμεύουν το ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος.

    2. Τα συμβαλλόμενα μέρη συγκροτούν μηχανισμό εποπτείας και τακτικού ελέγχου ο οποίος επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές τους να αξιολογούν κατά πόσο τηρούνται οι άδειες και οι κανονιστικές διατάξεις που σχετίζονται με τις εκπομπές στο νερό ή τον αέρα.

    Άρθρο 3

    Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, η επιτροπή αναλαμβάνει να επεξεργαστεί:

    α) σχέδια για τη μείωση και την οριστική διακοπή χρήσης ανθετικών, τοξικών κια βιοσωρευτικών ουσιών που προέρχονται από χερσαίες πηγές 7

    β) εφόσον συντρέχουν λόγοι, προγράμματα και μέτρα για τη μείωση των επιβαρύνσεων από τροφικά στοιχεία αστικής, δημοτικής, βιομηχανικής, γεωργικής ή άλλης προέλευσης.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΝΤΙΣΗΣ Ή ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗΣ

    Άρθρο 1

    Το παρόν παράρτημα δεν ισχύει:

    α) σε περίπτωση εσκεμμένης έκχυσης στη θαλάσσια ζώνη απορριμμάτων ή άλλων υλικών που προέρχονται από εγκαταστάσεις ανοικτής θαλάσσης 7

    β) σε περίπτωση διάτρησης καταβύθισης ή εσκεμμένης καταστροφής στη θαλάσσια ζώνη εγκαταστάσεων ανοικτής θαλάσσης και αγωγών ανοικτής θαλάσσης.

    Άρθρο 2

    Απαγορεύεται η αποτέφρωση.

    Άρθρο 3

    1. Απαγορεύεται η πόντιση οιωνδήποτε αποβλήτων ή άλλων υλικών, εξαιρουμένων των αποβλήτων ή των υλικών που απαριθμούνται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

    2. Ο κατάλογος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχει ως εξής:

    α) υλικά καθαρισμού του βυθού 7

    β) αδρανή υλικά φυσικής προέλευσης που αποτελούνται από στερεά γεωλογικά μέρη που δεν έχουν υποστεί χημική επεξεργασία και για τα οποία δεν θεωρείται ότι υπάρχει κίνδυνος απελευθέρωσης των χημικών τους συστατικών στο θαλάσσιο περιβάλλον 7

    γ) αστικά λύματα έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998 7

    δ) απόβλητα ιχθύων λόγω βιομηχανικής μεταποίησης 7

    ε) πλοία ή αεροσκάφη έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004 το αργότερο.

    3. α) Η πόντιση ουσιών, κυρίως αποβλήτων, ελαφρώς ή μετρίως ραδιενεργών απαγορεύεται.

    β) Κατ' εξαίρεσιν του στοιχείου α) της παραγράφου 3, τα συμβαλλόμενα μέρη, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, που επιθυμούν να διατηρήσουν τη δυνατότητα εξαίρεσης από το στοιχείο α) της παραγράφου 3 οπωσδήποτε όχι πριν την εκπνοή της περιόδου των 15 ετών από 1ης Ιανουαρίου 1993, έχουν την υποχρέωση να αναφέρουν στην υπουργικού επιπέδου συνεδρίαση της επιτροπής κατά το 1997 τα μέτρα που έχουν λάβει για τη μελέτη άλλων χερσαίων εναλλακτικών λύσεων.

    γ) Εφόσον, πριν ή κατά την εκπνοή αυτής της περιόδου των 15 ετών, η επιτροπή αποφασίσει ομόφωνα να μη διατηρήσει την εξαίρεση που προβλέπει το στοιχείο β) της παραγράφου 3, λαμβάνει απόφαση βάσει του άρθρου 13 της σύμβασης για την παράταση της απαγόρευσης για περίοδο 10 ετών από 1ης Ιανουαρίου 2008, μετά την οποία προβλέπεται άλλη συνεδρίαση της επιτροπής σε υπουργικό επίπεδο. Τα συμβαλλόμενα μέρη που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 3, τα οποία επιθυμούν ακόμα να διατηρήσουν τη δυνατότητα που προβλέπεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 3, έχουν την υποχρέωση να αναφέρουν στις συνεδριάσεις που πραγματοποιεί η επιτροπή σε υπουργικό επίπεδο ανά διετία από το 1999 τις συντελεσθείσες προόδους όσον αφορά την υλοποίηση των χερσαίων εναλλακτικών λύσεων, καθώς και τα αποτελέσματα των επιστημονικών μελετών που αποδεικνύουν ότι οι ενδεχόμενες επιχειρήσεις πόντισης στο σύνολό τους δεν συνεπάγονται κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου, δεν είναι επιβλαβείς για τους βιολογικούς πόρους και τα θαλάσσια οικοσυστήματα, δεν επιβαρύνουν την ψυχαγωγική αξία τους και δεν παρεμποδίζουν τις άλλες θεμιτές χρήσεις της θάλασσας.

    Άρθρο 4

    1. Τα συμβαλλόμενα μέρη μεριμνούν ώστε:

    α) κανένα από τα απόβλητα ή τα άλλα υλικά που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του παρόντος παραρτήματος να μην ποντίζεται δίχως άδεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών ή εφόσον δεν εξασφαλίζεται η τήρηση των αντιστοίχων κανονιστικών διατάξεων 7

    β) ώστε η ως άνω άδεια ή οι εν λόγω κανονιστικές διατάξεις να είναι σύμφωνες με τα κριτήρια, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αντίστοιχες ισχύουσες διαδικασίες που ενέκρινε η επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6 του παρόντος παραρτήματος 7

    γ) προκειμένου να αποφευχθούν οι καταστάσεις κατά τις οποίες για την ίδια επιχείρηση πόντισης χορηγείται άδεια ή ισχύουν κανονιστικές διατάξεις πολλών συμβαλλομένων μερών, οι αρμόδιες αρχές να πραγματοποιούν διαβουλεύσεις εφόσον συντρέχουν λόγοι πριν χορηγήσουν άδεια ή εφαρμόσουν συγκεκριμένες κανονιστικές διατάξεις.

    2. Ουδεμία άδεια ή κανονιστική διάταξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου επιτρέπει την πόντιση πλοίων ή αεροσκαφών που περιέχουν ουσίες οι οποίες συνεπάγονται ή ενδέχεται να συνεπάγονται κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου, βλάβες για τους βιολογικούς πόρους και τα θαλάσσια οικοσυστήματα, υποβάθμιση της ψυχαγωγικής τους αξίας ή φραγμούς για τις υπόλοιπες θεμιτές χρήσεις της θάλασσας.

    3. Έκαστο των συμβαλλομένων μερών συντάσσει αναφορά σχετικά με τη φύση και τις ποιότητες των αποβλήτων και των άλλων υλικών που ποντίζονται υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και τις ημερομηνίες, τόπους και μεθόδους πόντισης την οποία κοινοποιεί στην Επιτροπή.

    Άρθρο 5

    Απαγορεύεται η απόθεση οιασδήποτε ουσίας στη θαλάσσια ζώνη για σκοπούς άλλους εκείνων για τους οποίους έχει σχεδιασθεί ή παρασκευασθεί αρχικώς δίχως την άδεια ή τη συμμόρφωση προς τις κανονιστικές διατάξεις των αρμοδίων αρχών του ενδιαφερομένου συμβαλλομένου μέρους. Η ως άνω άδεια ή οι αντίθετες κανονιστικές διατάξεις δέον να είναι σύμφωνες προς τα κριτήρια, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις που ενέκρινε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6 του παρόντος παραρτήματος. Είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι βάσει της παρούσας διάταξης επιτρέπεται η πόντιση αποβλήτων ή άλλων υλικών που αποτελούν αντικείμενο ρητής απαγόρευσης βάσει του παρόντος παραρτήματος.

    Άρθρο 6

    Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος η Επιτροπή αναλαμβάνει να επεξεργαστεί και να εγκρίνει κριτήρια, κατευθυντήριες γραμμές και διαδικασίες για την πόντιση των αποβλήτων και των άλλων υλικών που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3, καθώς και για την απόθεση υλικών που αναφέρονται στο άρθρο 5 του παρόντος παραρτήματος με στόχο την πρόληψη και την εξάλειψη της ρύπανσης.

    Άρθρο 7

    Οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος σχετικά με την πόντιση δεν ισχύουν σε περίπτωση ανωτέρας βίας συνεπεία θεομηνίας ή για οιονδήποτε άλλο λόγο όταν απειλείται η ασφάλεια ανθρωπίνων ζωών, πλοίου ή αεροσκάφους. Ανάλογη πόντιση δέον να πραγματοποιείται κατά τρόπο που να μειώνει τους κινδύνους που διατρέχει η ανθρώπινη ζωή ή το θαλάσσιο οικοσύστημα και να αναφέρεται αμέσως στην επιτροπή συνοδευόμενη από πλήρεις πληροφορίες για τις περιστάσεις και τις ποσότητες των αποβλήτων ή των άλλων υλικών που ποντίστηκαν.

    Άρθρο 8

    Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα τόσο χωριστά όσο και στο πλαίσιο αρμοδίων διεθνών οργανισμών για την πρόληψη και την εξάλειψη της ρύπανσης συνεπεία της εγκατάλειψης στην ως άνω θαλάσσια ζώνη πλοίων ή αεροσκαφών κατόπιν ατυχημάτων. Σε περίπτωση καθοδηγητικού κενού εκ μέρους των διεθνών οργανισμών τα μέτρα που λαμβάνονται χωριστά από τα συμβαλλόμενα μέρη, επιβάλλεται να βασίζονται σε κατευθυντήριες γραμμές που μπορεί να εγκρίνει η επιτροπή.

    Άρθρο 9

    Σε περίπτωση κρίσιμης κατάστασης, εφόσον ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρεί ότι τα απόβλητα ή οι άλλες ουσίες των οποίων η πόντιση απαγορεύεται βάσει του παρόντος παραρτήματος δεν μπορούν να εξαλειφθούν στην ξηρά δίχως απαράδεκτους κινδύνους, το συγκεκριμένο συμβαλλόμενο μέρος έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει άμεσα διαβουλεύσεις με άλλα συμβαλλόμενα μέρη για την εξεύρεση των πλέον ικανοποιητικών μεθόδων αποθήκευσης ή των μέσων κατασκευής και εξάλειψης, ανάλογα με τις περιστάσεις. Το συμβαλλόμενο μέρος ενημερώνει την επιτροπή για τα μέτρα που ελήφθησαν κατόπιν των ως άνω διαβουλεύσεων. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να αλληλοβοηθούνται σε ανάλογες καταστάσεις.

    Άρθρο 10

    1. Έκαστο των συμβαλλομένων μερών μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος:

    α) εκ μέρους των πλοίων ή αεροσκαφών που ταξινομούνται στην επικράτειά του 7

    β) εκ μέρους των πλοίων ή των αεροσκαφών που φορτώνουν στην επικράτειά του απόβλητα ή άλλα υλικά προς πόντιση ή αποτέφρωση 7

    γ) εκ μέρους των πλοίων ή των αεροσκαφών που θεωρείται ότι θα λάβουν μέρος σε επιχειρήσεις πόντισης ή αποτέφρωσης στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατά τους ή σε θαλάσσιο τμήμα πέραν των χωρικών υδάτων τους το οποίο γειτονεύει προς αυτά που δυνάμει του διεθνούς δικαίου υπόκειται στη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους.

    2. Έκαστο των συμβαλλομένων μερών δίνει οδηγίες στα πλοία και στα αεροσκάφη θαλάσσιας επιθεώρησης, καθώς και στις άλλες αρμόδιες υπηρεσίες να αναφέρουν στις αρχές του όλα τα συμβάντα ή τις καταστάσεις που παρατηρούνται στη θαλάσσια ζώνη τα οποία συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι παρατηρείται πόντιση ή επίκειται η εκτέλεσή της κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος. Οιοδήποτε των συμβαλλομένων μερών του οποίου οι αρχές λαμβάνουν ανάλογη έκθεση πληροφορεί εν συνεχεία, εφόσον κρίνει απαραίτητο, οιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος.

    3. Το παρόν παράρτημα δεν θίγει την ασυλία που απολαμβάνουν ορισμένα πλοία κατ' εφαρμογήν του διεθνούς δικαίου.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΑΠΟ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΗΓΕΣ

    Άρθρο 1

    1. Το παρόν παράρτημα δεν ισχύει:

    α) για την αυξημένη έκχυση στη θαλάσσια ζώνη αποβλήτων ή άλλων υλικών που προέρχονται από πλοία ή αεροσκάφη 7

    β) για τις περιπτώσεις διάτρησης πλοίων ή αεροσκαφών προς καταβύθιση στη θαλάσσια ζώνη.

    Άρθρο 2

    1. Κατά την έγκριση προγραμμάτων και μέτρων για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, τα συμβαλλόμενα μέρη απαιτούν, χωριστά ή από κοινού, τη χρήση:

    α) των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών 7

    β) της καλύτερης περιβαλλοντικής μεθόδου,

    συμπεριλαμβανομένων των καθαρών τεχνικών.

    2. Προκειμένου να καθοριστούν οι προτεραιότητες και να αξιολογηθεί η φύση και η ευρύτητα των προγραμμάτων και των μέτρων, καθώς και τα αντίστοιχα χρονοδιαγράμματα, τα συμβαλλόμενα μέρη εφαρμόζουν τα κριτήρια που αναφέρονται στο προσάρτημα 2.

    Άρθρο 3

    1. Απαγορεύεται οιαδήποτε πόντιση αποβλήτων ή άλλων υλικών από εγκαταστάσεις ανοικτής θαλάσσης.

    2. Η εν λόγω απαγόρευση δεν ισχύει για τις απορρίψεις ή τις εκπομπές από πηγές στα ανοικτά της θάλασσας.

    Άρθρο 4

    1. Η χρήση, η απόρριψη ή η εκπομπή από πηγές στα ανοικτά της θάλασσας ουσιών οι οποίες ενδέχεται να καταλήξουν και να επηρεάσουν τη θαλάσσια ζώνη υπόκεινται αυστηρά στη χορήγηση άδειας και την τήρηση των κανονιστικών διατάξεων των αρμοδίων αρχών των συμβαλλομένων μερών. Οι εν λόγω άδειες ή κανονιστικές διατάξεις υλοποιούν τις αποφάσεις, τις συστάσεις και τις άλλες ισχύουσες σχετικές συμφωνίες, οι οποίες εγκρίνονται βάσει της παρούσας σύμβασης.

    2. Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων μερών δημιουργούν σύστημα επιτήρησης και ελέγχου για την αξιολόγηση της τήρησης των αδειών ή των κανονιστικών διατάξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος παραρτήματος.

    Άρθρο 5

    1. Απαγορεύεται η πόντιση οιασδήποτε παροπλισμένης εγκατάστασης ανοικτής θαλάσσης ή οιουδήποτε παροπλισμένου αγωγού ανοικτής θαλάσσης, καθώς και η επιτόπια εγκατάλειψη εν μέρει ή συνολικά οιασδήποτε παροπλισμένης εγκατάστασης ανοικτής θάλασσας στην περιοχή της θαλάσσιας ζώνης δίχως άδεια η οποία, κατά περίπτωση, εκδίδεται προς τούτο από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου μέρους. Τα συμβαλλόμενα μέρη μεριμνούν ώστε οι αρχές τους, κατά την έγκριση των ως άνω αδειών, να υλοποιούν τις αποφάσεις, τις συστάσεις και τις ισχύουσες συμφωνίες που έχουν εγκριθεί δυνάμει της παρούσας σύμβασης.

    2. Απαγορεύεται η έκδοση οιασδήποτε άδειας του τύπου αυτού εφόσον οι παροπλισμένες εγκαταστάσεις ανοικτής θαλάσσης ή οι παροπλισμένοι αγωγοί ανοικτής θαλάσσης περιέχουν ουσίες που συνεπάγονται, αναμφίβολα ή ενδεχομένως, κινδύνους για τη ζωή του ανθρώπου, βλάβες για τους βιολογικούς πόρους και τα θαλάσσια οικοσυστήματα, επιβάρυνση της ψυχαγωγικής τους αξίας ή παρεμπόδιση άλλων θεμιτών χρήσεων της θαλάσσης.

    3. Οιοδήποτε των συμβαλλομένων μερών το οποίο έχει την πρόθεση να λάβει απόφαση έκδοσης άδειας πόντισης παροπλισμένης εγκατάστασης ανοικτής θαλάσσης, ή παροπλισμένου αγωγού ανοικτής θαλάσσης που έχει εγκατασταθεί στη θαλάσσια ζώνη μετά την 1η Ιανουαρίου 1988, γνωστοποιεί στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη, μέσω της επιτροπής τους λόγους για τους οποίους αποδέχεται την εν λόγω πόντιση ώστε να εξασφαλιστεί σχετική διαβούλευση.

    4. Έκαστο συμβαλλόμενο μέρος συντάσσει κατάλογο των παροπλισμένων εγκαταστάσεων ανοικτής θαλάσσης και των παροπλισμένων αγωγών ανοικτής θαλάσσης που ποντίζονται, καθώς και των παροπλισμένων εγκαταστάσεων ανοικτής θαλάσσης που εγκαταλείπονται επιτόπου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και τον κατάλογο των ημερομηνιών, των τόπων και των μεθόδων πόντισης, που κοινοποιεί στην επιτροπή.

    Άρθρο 6

    Τα άρθρα 3 και 5 της παρούσας τροπολογίας δεν ισχύουν σε περίπτωση ανωτέρας βίας συνεπεία θεομηνιών ή εφόσον για οιοδήποτε λόγο απειλείται η ασφάλεια αθρωπίνων ζωών ή εγκαταστάσεων στα ανοικτά της θαλάσσης. Στην περίπτωση αυτή η πόντιση πραγματοποιείται κατά τρόπο που να μειώνονται οι κίνδυνοι για την ανθρώπινη ζωή και το θαλάσσιο οικοσύστημα ενώ παράλληλα γνωστοποιείται αμέσως στην επιτροπή με πλήρεις πληροφορίες όσον αφορά τις συνθήκες, τη φύση και τις ποσότητες των ποντισθέντων υλικών.

    Άρθρο 7

    Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, τόσο χωριστά όσο και στο πλαίσιο των διεθνών αρμοδίων οργανισμών, για την πρόληψη και την εξάλειψη της ρύπανσης συνεπεία της εγκατάλειψης στη θαλάσσια ζώνη εγκαταστάσεων ανοικτής θαλάσσης λόγω ατυχημάτων. Εφόσον δεν υπάρξει προσανατολισμός εκ μέρους των ως άνω διεθνών οργανισμών, τα μέτρα που λαμβάνονται χωριστά από τα συμβαλλόμενα μέρη επιβάλλεται να βασίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές που ενδέχεται να εγκρίνει η επιτροπή.

    Άρθρο 8

    Απαγορεύεται η απόθεση οιασδήποτε παροπλισμένης εγκατάστασης ανοικτής θαλάσσης ή οιουδήποτε παροπλισμένου αγωγού ανοικτής θαλάσσης για λόγους διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους έχουν σχεδιασθεί ή κατασκευασθεί αρχικά δίχως έγκριση ή τήρηση αντιστοίχων κανονιστικών διατάξεων των αρμοδίων αρχών του ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου μέρους. Η εν λόγω άδεια ή οι κανονιστικές διατάξεις είναι σύμφωνες με τα κριτήρια, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αντίστοιχες διατάξεις που ενέκρινε η επιτροπή σύμφωνα με το στοιχείο δ) του άρθρου 10 του παρόντος παραρτήματος. Δυνάμει της παρούσας διάταξης δεν επιτρέπεται η πόντιση παροπλισμένων εγκαταστάσεων ανοικτής θαλάσσης ή παροπλισμένων αγωγών ανοικτής θαλάσσης κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.

    Άρθρο 9

    1. Έκαστο των συμβαλλομένων μερών δίνει εντολή στα πλοία και τα αεροσκάφη που αναλαμβάνουν τις θαλάσσιες επιθεωρήσεις, καθώς και στις άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, να αναφέρουν στις αρχές του οιοδήποτε περιστατικό ή κατάσταση παρατηρούμενη στη θαλάσσια ζώνη η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συντελέστηκε ή πρόκειται να συντελεστεί παράβαση των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος του οποίου οι αρχές λαμβάνουν ανάλογη έκθεση ενημερώνει εν συνεχεία, εφόσον το θεωρεί απαραίτητο, οιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος.

    2. Το παρόν παράρτημα δεν θίγει την ασυλία που απολαμβάνουν ορισμένα πλοία κατ' εφαρμογήν του διεθνούς δικαίου.

    Άρθρο 10

    Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, η επιτροπή έχει κυρίως ως αποστολή:

    α) να συγκεντρώνει πληροφορίες για τις χρησιμοποιούμενες ουσίες στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων ανοικτής θαλάσσης και βάσει των ως άνω πληροφοριών να συντάσσει καταλόγους ουσιών για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος παραρτήματος 7

    β) να καταρτίζει καταλόγους τοξικών, ανθεκτικών και βιοσωρευτικών ουσιών και να συντάσσει τα σχέδια μείωσης, οριστικής διακοπής της χρήσης ή της απόρριψής τους από πηγές στα ανοικτά της θάλασσας 7

    γ) να εγκρίνει τα κριτήρια, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις διαδικασίες για την πρόληψη της ρύπανσης λόγω πόντισης παροπλισμένων εγκαταστάσεων ανοικτής θαλάσσης και παροπλισμένων αγωγών ανοικτής θαλάσσης, καθώς και λόγω της επιτόπιας εγκατάλειψης των εγκαταστάσεων ανοικτής θαλάσσης στη συγκεκριμένη θαλάσσια ζώνη 7

    δ) να εγκρίνει τα κριτήρια, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις διαδικασίες που σχετίζονται με την απόθεση των παροπλισμένων εγκαταστάσεων ανοικτής θαλάσσης και των παροπλισμένων αγωγών ανοικτής θαλάσσης που αναφέρονται στο άρθρο 8 του παρόντος παραρτήματος με στόχο την πρόληψη και την εξάλειψη της ρύπανσης.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

    Άρθρο 1

    1. Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος ως «συνεχής επιτήρηση» νοείται η επαναλαμβανόμενη αποτίμηση:

    α) της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και εκάστου των συστατικών του, ήτοι του νερού, των ιζημάτων και των εμβίων όντων 7

    β) των δραστηριοτήτων ή των φυσικών και ανθρωπογενών αποθέσεων που ενδέχεται να επιβαρύνουν την ποιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος 7

    γ) των επιπτώσεων των ως άνω δραστηριότητων και εισροών.

    2. Η συνεχής επιτήρηση ενδέχεται να αναληφθεί προκειμένου να επιτευχθεί η συμμόρφωση προς τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται βάσει της σύμβασης για την ταυτοποίηση των τάσεων και των προτύπων, είτε για ερμηνευτικούς σκοπούς.

    Άρθρο 2

    Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος τα συμβαλλόμενα μέρη:

    α) συνεργάζονται για την εφαρμογή των προγραμμάτων συνεχούς επιτήρησης και υποβάλλουν τα αντίστοιχα δεδομένα στην επιτροπή 7

    β) συμμορφούνται προς τις διατάξεις για τον πολιτικό έλεγχο και συμμετέχουν στις προσπάθειες αλληλοβαθμονόμησης 7

    γ) χρησιμοποιούν και αναπτύσσουν, χωριστά ή κατά προτίμηση από κοινού, άλλα όργανα δεόντως κυρωμένα όπως τα μοντέλα, οι συσκευές τηλεανίχνευσης και οι στρατηγικές σταδιακής αξιολόγησης των κινδύνων 7

    δ) εκτελούν, χωριστά ή κατά προτίμηση από κοινού, έργα που θεωρούνται απαραίτητα για την αξιολόγηση της ποιότητας που θαλάσσιου περιβάλλοντος και για την ανάπτυξη των επιστημονικών γνώσεων και της κατανόησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, καθώς και τη σχέση μεταξύ εισροών, περιεκτικοτήτων και επιπτώσεων 7

    ε) λαμβάνουν υπόψη τις επιστημονικές προόδους που θεωρούνται χρήσιμες για την ως άνω αξιολόγηση και οι οποίες συντελούνται αλλού ως αποτέλεσμα της ατομικής πρωτοβουλίας των ερευνητών και των ερευνητικών ινστιτούτων, μέσω άλλων κυρίως εθνικών προγραμμάτων έρευνας, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ή στο πλαίσιο άλλων περιφερειακών οργανισμών οικονομικής ολοκλήρωσης.

    Άρθρο 3

    Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, η επιτροπή έχει κυρίως ως αποστολή:

    α) να ορίζει και να εκτελεί τα ερευνητικά προγράμματα συνεργασίας με αντικείμενο τη συνεχή επιτήρηση και την αξιολόγηση, να επεξεργάζεται κώδικες πρακτικής για τον προσανατολισμό των συμμετεχόντων στην υλοποίηση των ως άνω προγραμμάτων συνεχούς επιτήρησης και να εγκρίνει την παρουσίαση και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων τους 7

    β) να πραγματοποιεί αξιολογήσεις λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της συνεχούς επιτήρησης και των αντίστοιχων ερευνών καθώς και τα δεδομένα που σχετίζονται με τις εισροές ουσιών ή ενέργειες στη συγκεκριμένη θαλάσσια ζώνη που προβλέπονται από άλλα παραρτήματα της σύμβασης καθώς και άλλες σχετικές πληροφορίες 7

    γ) να συγκεντρώνει τις γνώμες ή τις υπηρεσίες των περιφερειακών διεθνών και άλλων αρμοδίων οργανισμών, με στόχο την ενοποίηση των τελευταίων αποτελεσμάτων των επιστημονικών ερευνών 7

    δ) να συνεργάζεται με τους περιφερειακούς και τους άλλους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς για την εκτέλεση των αξιολογήσεων της ποιότητας της επικρατούσας κατάστασης.

    Προσάρτημα 1

    Κριτήρια καθορισμού των πρακτικών και τεχνικών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) σημείο i) του άρθρου 2 της σύμβασης

    Βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές

    1. Όσον αφορά την προσφυγή στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη χρησιμοποίηση τεχνολογιών οι οποίες δεν παράγουν απόβλητα εφόσον διατίθενται ανάλογες τεχνολογίες.

    2. Ως «βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές» ορίζονται οι πλέον εξελιγμένες (προηγμένες) διαδικασίες, εγκαταστάσεις ή μέθοδοι εκμετάλλευσης οι οποίες επιτρέπουν να διαπιστώθει κατά πόσον ένα συγκεκριμένο μέτρο είναι κατάλληλο από πρακτική σκοπιά για τον περιορισμό των απορρίψεων, των εκπομπών και των αποβλήτων. Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν μια δέσμη διαδικασιών, εγκαταστάσεων ή μεθόδων εκμετάλλευσης συνιστά τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές εν γένει ή για κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται:

    α) στη σύγκριση με τις διαδικασίες, τις εγκαταστάσεις ή τις μεθόδους εκμετάλλευσης που δοκιμάστηκαν προσφάτως επιτυχώς 7

    β) στις τεχνικές προόδους και την εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων και της επιστημονικής κατανόησης 7

    γ) στην οικονομική σκοπιμότητα των ως άνω τεχνικών 7

    δ) στις προθεσμίες λειτουργίας τόσο για τις νέες εγκαταστάσεις όσο και για τις ήδη υφιστάμενες 7

    ε) στη φύση και τον όγκο των εν λόγω απορρίψεων και εκπομπών.

    3. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι η «βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική» στην περίπτωση μιας συγκεκριμένης διαδικασίας εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου συναρτήσει των τεχνικών προόδων, των οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων, καθώς και της εξέλιξης των επιστημονικών γνώσεων και της επιστημονικής κατανόησης.

    4. Εάν η μείωση των απορρίψεων και των εκπομπών συνεπεία της εφαρμογής των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών μέσων δεν οδηγεί σε αποδεκτά αποτελέσματα από περιβαλλοντική άποψη, επιβάλλεται η λήψη συμπληρωματικών μέτρων.

    5. Ως «τεχνικές» νοούνται τόσο η εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνικής όσο και ο τρόπος σύλληψης, κατασκευής, συντήρησης, εκμετάλλευσης και διάλυσης της εγκατάστασης.

    Βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική

    6. Ως «βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική» νοείται η συνδυασμένη εφαρμογή των καταλληλότερων μέτρων και στρατηγικών καταπολέμησης των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Κατά την επιλογή επιβάλλεται να εξετάζονται πάντοτε τουλάχιστον τα σταδιακά μέτρα που απαριθμούνται εν συνεχεία:

    α) η ενημέρωση και η επιμόρφωση της κοινής γνώμης και των χρηστών όσον αφορά τις συνέπειες για το περιβάλλον, την επιλογή συγκεκριμένης δραστηριότητας και την επιλογή προϊόντων, τη χρήση τους και την τελική τους εξάλειψη 7

    β) η ανάπτυξη και η εφαρμογή των κωδίκων καλής περιβαλλοντικής πρακτικής, οι οποίοι καλύπτουν όλες τις πτυχές των δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια του συνολικού κύκλου ζωής των προϊόντων 7

    γ) η υποχρεωτική επισήμανση για την ενημέρωση των χρηστών όσον αφορά τους κινδύνους που διατρέχει το περιβάλλον εξαιτίας ενός προϊόντος, της χρήσης του ή της τελικής του εξάλειψης 7

    δ) η εξοικονόμηση πόρων, και κυρίως ενέργειας 7

    ε) η διάθεση στο ευρύ κοινό συστημάτων συλλογής και εξάλειψης 7

    στ) ο περιορισμός της χρήσης επικίνδυνων ουσιών ή προϊόντων και της παραγωγής των επικίνδυνων αποβλήτων 7

    ζ) η ανακύκλωση, η ανάκτηση και η αναχρησιμοποίηση 7

    η) η εφαρμογή οικονομικών μέσων σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, προϊόντα ή ομάδες προϊόντων 7

    θ) η δημιουργία ενός συστήματος χορήγησης αδειών που να περιλαμβάνει σύνολο περιορισμών ή μία απαγόρευση.

    7. Προκειμένου να καθοριστεί ο συνδυασμός των μέτρων που συνιστά τη βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική εν γένει ή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία:

    α) στον κίδυνο που συνεπάγεται για το περιβάλλον το προϊόν και η κατασκευή του, η χρήση και η τελική του εξάλειψη 7

    β) στην αντικατάστασή του από δραστηριότητες ή ουσίες χαμηλότερου ρυπογόνου δυναμικού 7

    γ) στη διάδοση της κατανάλωσής του 7

    δ) στα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που ενδέχεται να έχουν για το περιβάλλον τα υλικά ή οι δραστηριότητες υποκατάστασης 7

    ε) στις προόδους και την εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων και της κατανόησης 7

    στ) στις προθεσμίες εφαρμογή 7

    ζ) στις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

    8. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι για μια συγκεκριμένη πηγή, η βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική εξελίσσεται με το χρόνο συναρτήσει των τεχνικών προόδων, των οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων, καθώς και της εξέλιξης των επιστημονικών γνώσεων και της επιστημονικής κατανόησης.

    9. Εάν η μείωση των εισροών συνεπεία της χρήσης της βέλτιστης περιβαλλοντικής πρακτικής δεν οδηγεί σε αποδεκτά αποτελέσματα από περιβαλλοντική σκοπιά, επιβάλλεται να ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα προς επανακαθορισμό της βέλτιστης περιβαλλοντικής πρακτικής.

    Προσάρτημα 2

    Κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παραρτήματος Ι και στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του παραρτήματος ΙΙΙ

    1. Για τον καθορισμό προτεραιοτήτων και την αξιολόγηση της φύσης και της ευρύτητας των προγραμμάτων και των μέτρων, καθώς και των αντιστοίχων χρονοδιαγραμμάτων, τα συμβαλλόμενα μέρη εφαρμόζουν τα κριτήρια που απαριθμούνται εν συνεχεία:

    α) ανθεκτικότης 7

    β) τοξικότητα ή άλλες επιβλαβείς ιδιότητες 7

    γ) τάση βιοσυσσώρευσης 7

    δ) ραδιενέργεια 7

    ε) αναλογία μεταξύ των παρατηρούμενων περιεκτικοτήτων ή (όταν τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων δεν είναι ακόμη διαθέσιμα) των προβλεπόμενων περιεκτικοτήτων, αφενός, και των περιεκτικοτήτων δίχως επιπτώσεις, αφετέρου 7

    στ) ανθρωπογενής κίνδυνος ευτροφισμού 7

    ζ) διασυνοριακή σημασία 7

    η) κίνδυνος ανεπιθύμητων μεταβολών στο θαλάσσιο οικοσύστημα και μη ανατρεψιμότητα ή ανθεκτικότητα των επιπτώσεων 7

    θ) παρενόχληση στη συλλογή των θαλάσσιων προϊόντων προς τροφική χρήση ή άλλων θεμιτών χρήσεων της θάλασσας 7

    ι) επιπτώσεις στη γεύση ή/και στην οσμή των προϊόντων της θάλασσας που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση ή επιπτώσεις στην οσμή, το χρώμα, τη διαφάνεια ή άλλων χαρακτηριστικών του θαλάσσιου ύδατος 7

    ια) πρότυπο κατανομής (ήτοι ποσότητες, κατανομή της κατανάλωσης και κίνδυνος της προσβολής του θαλάσσιου περιβάλλοντος) 7

    ιβ) μη επίτευξη των στόχων περιβαλλοντικής ποιότητας.

    2. Κατά τη μελέτη μιας ουσίας ή μιας ομάδας ουσιών τα κριτήρια αυτά δεν είναι απαραίτητα ισότιμα.

    3. Τα προαναφερθέντα κριτήρια καθορίζουν ότι οι ουσίες που θα αποτελέσουν αντικείμενο προγραμμάτων και μέτρων καλύπτουν:

    α) τα βαρέα μέταλλα και τις ενώσεις τους 7

    β) τις αλογονωμένες οργανικές ενώσεις (και τις ουσίες που ενδέχεται να οδηγήσουν στο σχηματισμό τους στο θαλάσσιο περιβάλλον) 7

    γ) τις οργανικές ενώσεις του φωσφόρου και του πυριτίου 7

    δ) τα βιοκτόνα όπως τα παρασιτοκτόνα, τα μυκητοκτόνα, τα φυτοκτόνα, τα εντομοκτόνα, τα αντισαπροφυτικά προϊόντα καθώς και τα χημικά προϊόντα τα οποία, μεταξύ άλλων, χρησιμεύουν για την προστασία του ξύλου, της ξυλείας κατασκευών, του χαρτοπολτού ξύλου, της κυτταρίνης, του χαρτιού, των δερμάτων και των υφασμάτων 7

    ε) τα έλαια και τα υγρά καύσιμα πετρελαϊκής προέλευσης 7

    στ) τις ενώσεις του αζώτου και του φωσφόρου 7

    ζ) τις ραδιενεργές ενώσεις, συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων 7

    η) τα συνθετικά υλικά αντοχής που επιπλέουν, αιωρούνται ή βυθίζονται.

    Top