Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CC0058

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Wahl της 10ης Απριλίου 2014.
    Angelo Alberto Torresi (C-58/13) και Pierfrancesco Torresi (C-59/13) κατά Consiglio dell’Ordine degli Avvocati di Macerata.
    Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Consiglio Nazionale Forense - Ιταλία.
    Προδικαστική παραπομπή - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου - Δυνατότητα απορρίψεως των αιτήσεων εγγραφής στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου που υποβάλλουν υπήκοοι κράτους μέλους οι οποίοι απέκτησαν τον επαγγελματικό τίτλο του δικηγόρου σε άλλο κράτος μέλος - Κατάχρηση δικαιώματος.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-58/13 και C-59/13.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:265

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    NILS WAHL

    της 10ης Απριλίου 2014 ( 1 )

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑58/13 και C‑59/13

    Angelo Alberto Torresi

    κατά

    Consiglio dell’Ordine degli Avvocati di Macerata

    Pierfrancesco Torresi

    κατά

    Consiglio dell’Ordine degli Avvocati di Macerata

    [αιτήσεις του Consiglio Nazionale Forense (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Έννοια του “δικαστηρίου κράτους μέλους” — Consiglio Nazionale Forense — Ανεξαρτησία — Αμεροληψία — Άρθρο 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ — Κύρος — Μόνιμη άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος — Κατάχρηση δικαιώματος — Σεβασμός της εθνικής ταυτότητας»

    1. 

    Ο Angelo Alberto Torresi και ο Pierfrancesco Torresi (στο εξής: προσφεύγοντες) είναι Ιταλοί πολίτες οι οποίοι, μετά την απόκτηση του δικαιώματος χρήσεως του επαγγελματικού τίτλου «abogado» στην Ισπανία, υπέβαλαν αίτηση στο διοικητικό συμβούλιο του αρμόδιου δικηγορικού συλλόγου στην Ιταλία για την εγγραφή τους στο μητρώο, προκειμένου να μπορούν να ασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ιταλία. Οι αιτήσεις τους βασίζονταν στους ιταλικούς νόμους περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος ( 2 ).

    2. 

    Καθώς το διοικητικό συμβούλιο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου δεν εξέδωσε απόφαση επί των αιτήσεων αυτών εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, αμφότεροι οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Consiglio Nazionale Forense (στο εξής: CNF) (εθνικό δικηγορικό συμβούλιο). Στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, το CNF αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο, με τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δύο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία και το κύρος της οδηγίας 98/5 υπό το πρίσμα των αρχών της απαγορεύσεως της «καταχρήσεως δικαιώματος» και της υποχρεώσεως «σεβασμού της εθνικής ταυτότητας».

    3. 

    Κατά την άποψή μου, η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι πρόδηλη. Εντούτοις, πριν αναλύσω τα ουσιαστικού δικαίου ζητήματα που ανέκυψαν στην παρούσα υπόθεση, υπάρχει ένα ζήτημα δικονομικής φύσεως που πρέπει να εξετασθεί πρώτο: δύναται το CNF, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα με τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως;

    4. 

    Πρωτίστως, το ζήτημα αυτό απαιτεί την εξέταση του περιεχομένου και της λειτουργίας των κριτηρίων της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας στο πλαίσιο της έννοιας του «δικαστηρίου κράτους μέλους» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

    I – Νομικό πλαίσιο

    Α — Δίκαιο της Ένωσης

    5.

    Στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5 προβλέπεται ότι:

    «Κάθε δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί μονίμως, σε κάθε άλλο κράτος μέλος και υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, τις δραστηριότητες του δικηγόρου όπως καθορίζονται στο άρθρο 5.»

    6.

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5, το οποίο επιγράφεται «Εγγραφή στα μητρώα της αρμόδιας αρχής», ορίζει τα εξής:

    «1.   Ο δικηγόρος που επιθυμεί να ασκήσει επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο απέκτησε τον επαγγελματικό του τίτλο είναι υποχρεωμένος να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους.

    2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής προβαίνει σε εγγραφή του δικηγόρου κατόπιν προσκομίσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής. [...]»

    7.

    Το άρθρο 9 της οδηγίας 98/5, το οποίο επιγράφεται «Αιτιολογία και προσφυγές», ορίζει τα εξής:

    «Οι αποφάσεις απόρριψης ή ανάκλησης της εγγραφής που αναφέρεται στο άρθρο 3, καθώς και οι αποφάσεις επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων, πρέπει να αιτιολογούνται.

    Κατά των αποφάσεων αυτών μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων βάσει του εσωτερικού δικαίου.»

    Β — Ιταλικό δίκαιο

    8.

    Η Ιταλία μετέφερε την οδηγία 98/5 στο εσωτερικό δίκαιο με το νομοθετικό διάταγμα 96 της 2ας Φεβρουαρίου 2001 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 96/2001) ( 3 ).

    9.

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, του νομοθετικού διατάγματος 96/2001, για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Ιταλία υπό τίτλο κτηθέντα στη χώρα καταγωγής, οι υπήκοοι των κρατών μελών υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση, στην περιφέρεια όπου έχουν τη μόνιμη κατοικία ή την επαγγελματική έδρα τους, για την εγγραφή τους στο ειδικό τμήμα του μητρώου του δικηγορικού συλλόγου για δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο εκτός Ιταλίας. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφα που αποδεικνύουν την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, την κατοικία ή την επαγγελματική έδρα του αιτούντος, καθώς και την εγγραφή του σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους μέλους καταγωγής.

    10.

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 6, του νομοθετικού διατάγματος 96/2001, εντός τριάντα ημερών από την υποβολή ή τη συμπλήρωσή της αιτήσεως, το διοικητικό συμβούλιο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου, «αφού διαπιστώσει ότι πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και ότι ουδείς λόγος ασυμβιβάστου υφίσταται, διατάσσει την εγγραφή στο ειδικό τμήμα και ενημερώνει σχετικώς την αντίστοιχη αρχή στο κράτος μέλος καταγωγής». Επίσης, το άρθρο 6, παράγραφος 8, της αυτής πράξεως ορίζει ότι, εάν το διοικητικό συμβούλιο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου δεν αποφανθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ο αιτών δύναται εντός δέκα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του CNF, το οποίο αποφασίζει «επί της ουσίας της εγγραφής στο μητρώο».

    11.

    Κατά τον κρίσιμο χρόνο, η συγκρότηση, ο ρόλος και οι δραστηριότητες του CNF ορίζονταν κατ’ αρχήν από το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1578 της 27ης Νοεμβρίου 1933 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 1578/1933) ( 4 ), το βασιλικό διάταγμα 37 της 22ας Ιανουαρίου 1934 (στο εξής: διάταγμα 37/1934) ( 5 ), καθώς και από άλλες κανονιστικές διοικητικές πράξεις ( 6 ).

    12.

    Το CNF διατηρεί γραφείο στη Ρώμη, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, και αποτελείται από 26 μέλη (τα οποία αντιστοιχούν στον αριθμό των περιφερειών στις οποίες υπάρχει εφετείο), αιρετά από τους συναδέλφους τους εκ του σώματος των δικηγόρων με δικαίωμα παραστάσεως στα ανώτερα ιταλικά δικαστήρια.

    13.

    Κατά τα άρθρα 31 και 54 του νομοθετικού διατάγματος 1578/1933, το CNF έχει δικαιοδοσία επί προσφυγών κατά αποφάσεων των διοικητικών συμβουλίων των τοπικών δικηγορικών συλλόγων σχετικών με την εγγραφή στα μητρώα των δικηγορικών συλλόγων, καθώς και με πειθαρχικά ζητήματα. Κατά το άρθρο 45 του διατάγματος αυτού, κατά των αποφάσεων του CNF δύναται να ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Corte di Cassazione, Sezioni Unite [ολομέλεια του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου] λόγω «ελλείψεως δικαιοδοσίας, καταχρήσεως εξουσίας και νομικής πλάνης».

    II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

    14.

    Αμφότεροι οι προσφεύγοντες απέκτησαν πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών Νομικής (Licenciado en Derecho) στην Ισπανία, και την 1η Δεκεμβρίου 2011 πραγματοποιήθηκε η εγγραφή τους ως «abogado ejercient» στον Ilustre Colegio de Abogados de Santa Cruz de Tenerife (δικηγορικός σύλλογος της Santa Cruz de Tenerife).

    15.

    Στις 17 Μαρτίου 2012, αμφότεροι οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση στον Ordine degli avvocati di Macerata (δικηγορικός σύλλογος της Macerata) για την εγγραφή τους στο ειδικό τμήμα του μητρώου του δικηγορικού συλλόγου για δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή. Ωστόσο, το διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου της Macerata δεν απεφάνθη επί των αιτήσεων εντός της προβλεπομένης στο ιταλικό δίκαιο προθεσμίας των 30 ημερών ( 7 ).

    16.

    Κατόπιν τούτου, στις 19 Απριλίου 2012 αμφότεροι οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του CNF, ζητώντας να κριθεί η ουσία των αιτήσεών τους για εγγραφή στο οικείο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου ( 8 ).

    17.

    Επειδή είχε αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 3 της οδηγίας 98/5, το CNF αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    (1)

    Έχει το άρθρο 3 της [οδηγίας 98/5], υπό το πρίσμα της γενικής αρχής περί απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος και του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το οποίο αφορά τον σεβασμό της εθνικής ταυτότητας, την έννοια ότι υποχρεώνει τις εθνικές διοικητικές αρχές να εγγράφουν στο μητρώο των εγκατεστημένων δικηγόρων Ιταλούς πολίτες οι οποίοι έχουν συμπεριφερθεί κατά κατάχρηση του δικαίου της Ένωσης και ότι απαγορεύει εθνική πρακτική παρέχουσα στις εθνικές αρχές την εξουσία να απορρίπτουν τις αιτήσεις εγγραφής στο μητρώο των εγκατεστημένων δικηγόρων, οσάκις συντρέχουν αντικειμενικές περιστάσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν καταχρηστική επίκληση του δικαίου της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη, αφενός, του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και, αφετέρου, του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να προσβάλει ενδίκως ενδεχόμενες παραβιάσεις του δικαιώματος εγκαταστάσεως, και, συνακόλουθα, του δικαστικού ελέγχου των ενεργειών της διοικήσεως;

    (2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το ούτως ερμηνευόμενο άρθρο 3 της [οδηγίας 98/5] να θεωρηθεί άκυρο υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, καθόσον επιτρέπει την καταστρατήγηση της ρυθμίσεως κράτους μέλους θέτουσας ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου την επιτυχία σε κρατικές εξετάσεις, εφόσον τούτο ορίζεται στο Σύνταγμα του εν λόγω κράτους μέλους και περιλαμβάνεται στις θεμελιώδεις αρχές περί προστασίας όλων όσων κάνουν χρήση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων και περί της ορθής απονομής της δικαιοσύνης;

    18.

    Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι προσφεύγοντες, η Ιταλική, η Ισπανική, η Αυστριακή, η Πολωνική και η Ρουμανική Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Οι προσφεύγοντες, η Ιταλική και η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ανέπτυξαν επίσης προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Φεβρουαρίου 2014.

    III – Ανάλυση

    Α — Επί της αρμοδιότητας

    19.

    Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικώς στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του ( 9 ).

    20.

    Ιδίως, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι ένα εθνικό όργανο δύναται να χαρακτηρισθεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ οσάκις ασκεί δικαιοδοτική λειτουργία, ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιο κατά την εκπλήρωση καθηκόντων διοικητικής φύσεως. Επομένως, σε περίπτωση που σε ένα εθνικό όργανο έχουν ανατεθεί από τον νόμο διαφορετικές κατηγορίες καθηκόντων —όπως στο CNF, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα— το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί η συγκεκριμένη φύση των καθηκόντων που ασκεί εντός του συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου καλείται να απευθυνθεί στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ( 10 ). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποδώσει ιδιαίτερη σημασία στο εάν εκκρεμεί μια «διαφορά» ενώπιον του οργάνου αυτού, καθώς και στο εάν αυτό καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας έχουσας προορισμό να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα ( 11 ).

    21.

    Στην παρούσα υπόθεση, οι προσφεύγοντες επικαλούνται δύο επιχειρήματα υπέρ της απόψεώς τους ότι το CNF δεν είναι «δικαστήριο κράτους μέλους» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Κατ’ αρχάς, κατά την άποψή τους, το CNF δεν πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας, καθώς δεν δύναται να γίνει δεκτή η αμεροληψία των μελών του. Δεύτερον, διατείνονται ότι τα καθήκοντα που ασκεί το CNF είναι αποκλειστικώς διοικητικά, καθόσον η απόφαση που εκδίδεται κατά το πέρας της διαδικασίας είναι διοικητικής φύσεως.

    22.

    Ακολούθως, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι στο πλαίσιο της κύριας δίκης το CNF δύναται να υποβάλει ερωτήματα στο Δικαστήριο με τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Προς τούτο, κατ’ αρχάς θα εξετάσω τα δύο κριτήρια των οποίων η πλήρωση αμφισβητείται από τους προσφεύγοντες. Κατόπιν, θα εξετάσω συνοπτικώς εάν πληρούνται τα υπόλοιπα κριτήρια που προβλέπονται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

    1. Ανεξαρτησία και αμεροληψία

    23.

    Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν την αμεροληψία του CNF. Το όργανο αυτό συγκροτείται, πράγματι, αποκλειστικώς από επάγγελματίες δικηγόρους, οι οποίοι, ως εκ τούτου, έχουν ενδεχομένως κοινό συμφέρον να αποκλείσουν από την αγορά εν δυνάμει ανταγωνιστές τους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή. Συναφώς, οι προσφεύγοντες επικαλούνται ιδίως την απόφαση Wilson ( 12 ).

    24.

    Ευθύς εξαρχής, πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη με την απόφαση Gebhard ( 13 ) το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την υποβολή από το CNF με τη διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προδικαστικών ερωτημάτων σχετικών με την ερμηνεία της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους ( 14 ). Μολονότι στην απόφαση Gebhard δεν εξετάζεται ρητώς η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, εντούτοις δεν δύναται να συναχθεί ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την πτυχή αυτή της συγκεκριμένης υποθέσεως. Πράγματι, στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας P. Léger εξέτασε ρητώς το ζήτημα αυτό και απεφάνθη ότι, στο πλαίσιο της κύριας δίκης στην εν λόγω υπόθεση, το CNF έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ( 15 ). Επιπροσθέτως, είναι γνωστό ότι οι προϋποθέσεις της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, της αρμοδιότητας κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ περιλαμβανομένης, αποτελούν ζήτημα δημοσίας τάξεως και ως εκ τούτου δύνανται —και, αναλόγως της υποθέσεως, ενδεχομένως πρέπει— να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ( 16 ). Συνεπώς, φρονώ ότι, εάν η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Gebhard ήταν απαράδεκτη λόγω ελλείψεως αρμοδιότητας, το Δικαστήριο θα το είχε (και έπρεπε να το έχει) αυτεπαγγέλτως εξετάσει, ιδίως δοθέντος ότι ο τότε γενικός εισαγγελέας είχε τονίσει το ζήτημα αυτό.

    25.

    Εντούτοις, καθώς η απόφαση Gebhard εκδόθηκε το 1995, ευλόγως μπορεί να τεθεί το ερώτημα εάν η έννοια του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ εξελίχθηκε εν τω μεταξύ. Ιδίως, δύναται να τεθεί το ερώτημα εάν η απόφαση Gebhard ανετράπη εμμέσως ως προς την πτυχή της αυτή από την πιο πρόσφατη απόφαση Wilson.

    26.

    Προσωπικώς, δεν αντιτίθεμαι κατ’ αρχήν στην ιδέα ότι τα κριτήρια που διαπλάθονται στη νομολογία του Δικαστηρίου δύνανται να εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου και ότι ενδέχεται ορισμένες φορές να είναι σκόπιμη η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών κατά τρόπο αυστηρότερο τώρα, υπό το φως των τρεχουσών συνθηκών.

    27.

    Φρονώ ότι αποτελεί, πράγματι, ύψιστης σημασίας ζήτημα η διατήρηση από το Δικαστήριο ενός ορισμένου βαθμού ευελιξίας, όσον αφορά την εκ μέρους του εκτίμηση εάν πληρούνται τα κριτήρια που ασκούν επιρροή κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Ο λόγος είναι διττός. Αφενός, οι διαφορές μεταξύ των εννόμων τάξεων των —μέχρι στιγμής— 28 κρατών μελών είναι ουσιώδεις, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο ενός ενιαίου και γενικής ισχύος ορισμού του «δικαστηρίου». Αφετέρου, είναι αναμφισβήτητο ότι οι εν λόγω έννομες τάξεις, των διατάξεων περί της δομής και της οργανώσεως της δικαστικής λειτουργίας περιλαμβανομένων, υφίστανται διαρκώς μεταβολές. Κατά την άποψή μου, η νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις μεταβολές που πραγματοποιούνται στο εθνικό επίπεδο και να εξελίσσεται σε αρμονία με τις μεταβολές αυτές.

    28.

    Επιπροσθέτως, σε άλλες περιπτώσεις έχω ταχθεί υπέρ μιας αυστηρότερης προσεγγίσεως κατά την εξέταση διαφόρων πτυχών του παραδεκτού αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως ( 17 ).

    29.

    Ωστόσο, αντιθέτως προς τους προσφεύγοντες, δεν έχω πεισθεί ότι κατόπιν της αποφάσεως Wilson το κριτήριο της ανεξαρτησίας κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ εξελίχθηκε —ή εν πάση περιπτώσει πρέπει να εξελιχθεί— επί το αυστηρότερο. Συνεπώς, κατ’ αρχάς θα εξηγήσω γιατί κατά την άποψή μου το δικαστήριο στην απόφαση Wilson δεν είχε σκοπό να ανατρέψει την απόφαση Gebhard. Κατόπιν, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους, εν πάση περιπτώσει, δεν φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να ανατρέψει την απόφαση Gebhard, επεκτείνοντας το σκεπτικό της αποφάσεως Wilson σε ένα διαφορετικό νομικό πλαίσιο.

    α) Η απόφαση Wilson δεν ανέτρεψε την απόφαση Gebhard

    30.

    Στην υπόθεση Wilson, το λουξεμβουργιανό Cour administrative (ανώτερο διοικητικό δικαστήριο) υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το σύστημα ελέγχου των αποφάσεων που απορρίπτουν αιτήσεις για την πρόσβαση ενός ατόμου στο επάγγελμα του δικηγόρου στο Λουξεμβούργο. Στην ουσία, τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούσαν τη συμβατότητα ορισμένων διατάξεων του λουξεμβουργιανού δικαίου με τις απαιτήσεις της οδηγίας 98/5.

    31.

    Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διαδικασίες ελέγχου ενώπιον του «πειθαρχικού και διοικητικού συμβουλίου» ή του «δευτεροβάθμιου πειθαρχικού και διοικητικού συμβουλίου» (στο εξής: συμβούλια), τα οποία ιδρύθηκαν με τον λουξεμβουργιανό νόμο της 10ης Αυγούστου 1991 σχετικά με το δικηγορικό επάγγελμα, δεν αποτελούσαν αποτελεσματική «προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 98/5. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα συμβούλια, συγκροτούμενα αποκλειστικώς ή κυρίως από δικηγόρους λουξεμβουργιανής ιθαγένειας, δεν προσέφεραν επαρκείς εγγυήσεις αμεροληψίας ( 18 ).

    32.

    Κατ’ αρχάς, έχει σημασία να επισημανθεί ότι στην απόφαση Wilson το Δικαστήριο δεν απέρριψε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εκ μέρους ενός εκ των συμβουλίων λόγω ελλείψεως αρμοδιότητας· αντιθέτως, ένα διοικητικό δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμφωνίας του σχετικού λουξεμβουργιανού νόμου με το άρθρο 9 της οδηγίας 98/5. Υπό τις συγκεκριμένες αυτές συνθήκες, το Δικαστήριο «δανείστηκε» τις διαπλασθείσες στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αρχές, προκειμένου να ερμηνεύσει την εν λόγω διάταξη της οδηγίας. Επομένως, η ερμηνευτική προσέγγιση του Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή πραγματοποιήθηκε υπό διαφορετική οπτική γωνία. Πρόκειται για ένα αποφασιστικής σημασίας ζήτημα, στο οποίο θα επανέλθω αργότερα.

    33.

    Κατά την άποψή μου, η απόφαση Wilson εντάσσεται κατ’ ουσίαν στη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία εθνικά όργανα ενώπιον των οποίων ασκούνται προσφυγές κατά αποφάσεων επαγγελματικών οργανώσεων είναι δυνατόν να υπάγονται ( 19 ) ή να μην υπάγονται ( 20 ) στην έννοια του «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αναλόγως των ιδιαιτέρων συνθηκών κάθε μεμονωμένης υποθέσεως.

    34.

    Εν προκειμένω, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι, με σημείο αφετηρίας την απόφαση Corbiau, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι η έννοια της ανεξαρτησίας πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως η απαίτηση, στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας, το εθνικό όργανο να έχει την ιδιότητα «τρίτου ως προς την αρχή που εξέδωσε την αποτελούσα το αντικείμενο της προσφυγής απόφαση» ( 21 ).

    35.

    Στην απόφαση Wilson, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η έννοια της ανεξαρτησίας έχει δύο πτυχές, μια εξωτερική και μια εσωτερική. Η εξωτερική πτυχή της ανεξαρτησίας προϋποθέτει ότι το όργανο που υποβάλλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη κρίση των μελών του ως προς τις διαφορές που υποβάλλονται στην κρίση του. Για την πτυχή αυτή θα χρησιμοποιήσω τον όρο ανεξαρτησία stricto sensu.

    36.

    Η εσωτερική πτυχή της ανεξαρτησίας συνδέεται με την αμεροληψία και συνεπάγεται την υποχρέωση τηρήσεως ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους και από τα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης. Η πτυχή αυτή απαιτεί αντικειμενικότητα και την έλλειψη οποιουδήποτε συμφέροντος στην έκβαση της δίκης πέραν της αυστηρής εφαρμογής του νόμου. Για την πτυχή αυτή θα χρησιμοποιήσω τον όρο αμεροληψία.

    37.

    Κατά το Δικαστήριο, αυτές οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας (stricto sensu) και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη «κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιμαχόμενων συμφερόντων ( 22 )».

    38.

    Στην απόφαση Wilson, μετά την ανάλυση του σχετικού νομικού πλαισίου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εγγυήσεις αυτές δεν υπήρχαν. Κατ’ αρχάς, το λουξεμβουργιανό δίκαιο δεν περιέχει ειδικές διατάξεις για την παύση ή την εξαίρεση των μελών των συμβουλίων· ούτε θεσπίστηκε οποιαδήποτε διάταξη που να προστατεύει από αθέμιτες παρεμβάσεις ή αθέμιτη πίεση εκ μέρους της εκτελεστικής λειτουργίας, παραδείγματος χάριν μέσω της εισαγωγής στη νομοθεσία διατάξεως περί ανεξαρτησίας από εξωτερικές υποδείξεις. Δεύτερον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο τα μέλη των συμβουλίων ήταν στο σύνολό τους ή κατά κύριο λόγο δικηγόροι λουξεμβουργιανής ιθαγένειας ( 23 ), αιρετοί από τους δύο τοπικούς δικηγορικούς συλλόγους, ήτοι τα όργανα των οποίων οι αποφάσεις θα ήταν αντικείμενο οποιουδήποτε ελέγχου. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο τόνισε ότι τα μέλη των τοπικών δικηγορικών συλλόγων και των συμβουλίων είχαν ένα κοινό συμφέρον: να επικυρώσουν μια απόφαση που αποκλείει από την αγορά έναν ανταγωνιστή που είχε αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο σε άλλο κράτος μέλος.

    39.

    Αντιθέτως, οι ιταλικοί νόμοι που έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση περιέχουν διατάξεις οι οποίες έχουν σκοπό να εγγυηθούν τόσο την ανεξαρτησία stricto sensu όσο και την αμεροληψία των μελών του CNF.

    40.

    Συγκεκριμένα, το άρθρο 49 του νομοθετικού διατάγματος 1578/1933, καθώς και το άρθρο 2 του νομοθετικού διατάγματος 597/1947 ορίζουν ότι στη διαδικασία ενώπιον του CNF, οι διάδικοι δύνανται να ζητήσουν την εξαίρεση ενός από τα μέλη της συνθέσεως που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, επικαλούμενοι τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσαν κατά τον ιταλικό κώδικα πολιτικής δικονομίας να υποβάλουν αίτηση εξαιρέσεως τακτικών δικαστών. Οι εν λόγω διατάξεις επίσης ορίζουν ότι τα μέλη του CNF που έχουν κληθεί να κρίνουν μια υπόθεση υποχρεούνται να αυτοεξαιρεθούν από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση ότι συντρέχει οποιοσδήποτε εκ των λόγων αυτών, ακόμη και στην περίπτωση που ουδείς διάδικος ήγειρε ένσταση ως προς το ζήτημα αυτό ( 24 ).

    41.

    Επιπλέον, υπάρχουν διατάξεις που διασφαλίζουν το αδιατάρακτο της θητείας των μελών του CNF. Αυτά εκλέγονται για θητεία τριών ετών και παραμένουν στη θέση τους έως την εγκατάσταση των νέων μελών που θα προκύψουν από τις επόμενες εκλογές ( 25 ). Ούτε ο Υπουργός Δικαιοσύνης ούτε οποιαδήποτε άλλη δημόσια αρχή διαθέτει την εξουσία να παύσει μέλος του CNF ή να ζητήσει την παραίτησή του ( 26 ). Πράγματι, δεν υφίσταται οποιοσδήποτε σύνδεσμος, είτε ιεραρχικής είτε λειτουργικής φύσεως, με αυτές τις δημόσιες αρχές. Ούτε διαθέτει ο πρόεδρος του CNF οποιαδήποτε εξουσία επί των άλλων μελών του CNF ή των αποφάσεων του CNF με τις οποίες διαφωνεί ( 27 ).

    42.

    Επιπροσθέτως, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει οποιοσδήποτε προσωπικός σύνδεσμος μεταξύ του CNF και των διοικητικών συμβουλίων των τοπικών δικηγορικών συλλόγων, επειδή το άρθρο 13 του νομοθετικού διατάγματος 382/1944 θεσπίζει το ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας του μέλους του διοικητικού συμβουλίου ενός τοπικού δικηγορικού συλλόγου και της ιδιότητας του μέλους του CNF. Επίσης, ουδεμία διάταξη του ιταλικού δικαίου ορίζει ότι μέλη του CNF δύνανται να εκλεγούν μόνον Ιταλοί πολίτες ( 28 ). Έχει ενδεχομένως σημασία να επισημανθεί το γεγονός ότι, ισότιμα προς οποιονδήποτε άλλον δικηγόρο έχει εγγραφεί στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου, οι δικηγόροι που έχουν εγγραφεί στο ειδικό τμήμα του μητρώου για δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή έχουν επίσης δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του CNF ( 29 ). Επιπλέον, θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι οποιοδήποτε μέλος του CNF έχει, είτε λιγότερο είτε περισσότερο, ανταγωνιστική σχέση με τους δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή και ζητούν την εγγραφή τους στο μητρώο: εκτός της εγγραφής τους σε διαφορετικά τμήματα του μητρώου του δικηγορικού συλλόγου ( 30 ), ασκούν το επάγγελμα σε διαφορετικές εφετειακές περιφέρειες ( 31 ).

    43.

    Η νομοθετική κατοχύρωση της ουδετερότητας του CNF έναντι των αχθεισών ενώπιόν του διαφορών ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, σε αντίθεση προς τα αρμόδια διοικητικά συμβούλια των τοπικών δικηγορικών συλλόγων, το CNF δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου στην ειδική αναιρετική διαδικασία κατά των αποφάσεών του ενώπιον του Corte di Cassazione, «λόγω της ιδιότητάς του ως τρίτου μέρους ως προς τη διαφορά» ( 32 ).

    44.

    Εν κατακλείδι, φρονώ ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της αποφάσεως Gebhard και της αποφάσεως Wilson, λόγω της επισημανθείσας διαφοράς μεταξύ του νομικού και πραγματικού υποβάθρου εκάστης εξ αυτών. Δεν διακρίνω κανένα στοιχείο στο σκεπτικό της πιο πρόσφατης αποφάσεως το οποίο να μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο θέλησε να ανατρέψει την προγενέστερη απόφαση.

    β) Η απόφαση Wilson δεν πρέπει να ανατρέψει την απόφαση Gebhard

    45.

    Το σημαντικότερο, φρονώ ότι το Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να ανατρέψει την απόφαση Gebhard, εφαρμόζοντας άνευ ετέρου το σκεπτικό που ανέπτυξε στην απόφαση Wilson εντός ενός διαφορετικού νομικού πλαισίου.

    46.

    Όπως εξετέθη ανωτέρω, στην απόφαση Wilson το Δικαστήριο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την υποβληθείσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αλλά έδωσε απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το λουξεμβουργιανό Cour administrative, όσον αφορά τη συμφωνία των σχετικών διατάξεων του λουξεμβουργιανού δικαίου προς το άρθρο 9 της οδηγίας 98/5.

    47.

    Κατά την άποψή μου, είναι πρόδηλο ότι για την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5 πρέπει να εισαχθεί στη νομοθεσία ένδικο βοήθημα, το οποίο, μεταξύ άλλων, να είναι σε πλήρη συμφωνία προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ), καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ( 33 ). Αντιθέτως, δεν είναι πρόδηλο, κατά την άποψή μου, ότι στο πλαίσιο της έννομης τάξεως της Ένωσης, οι προϋποθέσεις για την παραδεκτή υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο εκ μέρους ενός εθνικού δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ είναι τόσο αυστηρές.

    48.

    Τουναντίον, φαίνεται ότι ακριβώς οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της αυστηρής εφαρμογής του άρθρου 6 ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη συνηγορούν μάλλον υπέρ της λιγότερο στενής ερμηνείας της έννοιας του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

    49.

    Η αυστηρή εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη είναι αναγκαία, προκειμένου να ενισχύεται η προστασία των ατόμων και να διασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Εντούτοις, υφίσταται ο κίνδυνος η υπερβολικά αυστηρή εφαρμογή των προβλεπόμενων στη νομολογία του Δικαστηρίου κριτηρίων ως προς το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα: τα άτομα θα στερούνταν τη δυνατότητα κρίσεως των αξιώσεών τους που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης από τον «φυσικό δικαστή» τους και, ως εκ τούτου, θα αποδυναμωνόταν η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    50.

    Για να γίνω σαφής: δεν προτείνω την υιοθέτηση από το Δικαστήριο μιας μη αυστηρής προσεγγίσεως του κριτηρίου της ανεξαρτησίας (ή, ως προς το ζήτημα αυτό, οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου).

    51.

    Είναι σαφές ότι ο συντακτικός νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως μέθοδο αναπτύξεως διαλόγου «μεταξύ δικαστών». Σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι δύο θεμελιώδεις αρχές επί των οποίων στηρίζεται η δομή της δικαστικής λειτουργίας της Ένωσης είναι η επικουρικότητα και η δικονομική αυτονομία ( 34 ). Συνεπώς, η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διαδικασία που θεσπίζεται από τις Συνθήκες της Ένωσης, έχει σκοπό τη διασφάλιση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και των δικαστηρίων της Ένωσης, σαν να ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα δικαίου ( 35 ). Σε αυτό το πλαίσιο, από το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων συνάγεται ότι τα κριτήρια της ανεξαρτησίας stricto sensu και της αμεροληψίας εκπληρώνουν μια σημαντική λειτουργία, καθόσον αποτελούν απαιτήσεις συμφυείς στην έννοια του «δικαστηρίου», όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της σύγχρονης νομικής και πολιτικής επιστήμης ( 36 ).

    52.

    Εντούτοις, προειδοποιώ για τους κινδύνους που θα ανέκυπταν, εάν γινόταν δεκτό ότι η απόφαση Wilson αποτελεί νομολογιακό προηγούμενο το οποίο τροποποίησε την προγενέστερη νομολογία, υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει ενδελεχώς κάθε λόγο ενδεχομένως ικανό να γεννήσει υποψίες ως προς την αμεροληψία (ή την ανεξαρτησία sticto sensu) του αιτούντος οργάνου.

    53.

    Οσάκις είναι σαφές ότι έχει τυπικώς απονεμηθεί σε ένα εθνικό όργανο η ιδιότητα του δικαιοδοτικού οργάνου στην έννομη τάξη του, καθώς και ότι —σε αρμονία με τη νομολογία του Δικαστηρίου— οι διατάξεις του εθνικού δικαίου παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις της ανεξαρτησίας stricto sensu και της αμεροληψίας του οργάνου αυτού και των μελών του, φρονώ ότι παρέλκει η περαιτέρω εξέταση του ζητήματος αυτού από το Δικαστήριο. Όπως το ίδιο το Δικαστήριο τόνισε στην απόφαση Köllensperger και Atzwanger, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων αυτών κατά τρόπο που αντιβαίνει προς τις αρχές της εθνικής έννομης τάξεως και τις «αρχές του κράτους δικαίου» ( 37 ).

    54.

    Επομένως, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (όπως το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5) που ορίζουν ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί μια τέτοια εκτίμηση, το ζήτημα εάν το εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα επιδέχεται βελτίωση όσον αφορά την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία του ή εάν, αναλόγως της περιπτώσεως, πρέπει να τροποποιηθεί, ενδεχομένως υπόκειται στην εκτίμηση της εθνικής νομοθετικής λειτουργίας (ή των εθνικών δικαστηρίων), αλλά σαφώς δεν αποτελεί ζήτημα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης.

    55.

    Με την παρούσα απόφαση περί παραπομπής δεν τέθηκε στο Δικαστήριο το ερώτημα εάν το σύστημα προσφυγών ενώπιον του CNF είναι σύμφωνο προς το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5· ούτε τούτο αποτελεί ζήτημα που δύναται να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Στον βαθμό που τηρούνται οι προβλεπόμενες στη νομολογία του εγγυήσεις (όπως φρονώ ότι συμβαίνει στην περίπτωση του CNF), ουδείς λόγος υφίσταται για την απόρριψη από το Δικαστήριο ως απαράδεκτης μια αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως λόγω της φερόμενης ελλείψεως αμεροληψίας ή ανεξαρτησίας stricto sensu εκ μέρους του αιτούντος οργάνου.

    56.

    Πράγματι, μια τέτοια εξέλιξη θα ήγειρε ανησυχίες. Από μια πρόχειρη μελέτη των εννόμων τάξεων των κρατών μελών προκύπτει ότι σε πολλές χώρες υπάρχουν δικαστήρια που, εν όλω ή εν μέρει, δεν συγκροτούνται από επαγγελματίες δικαστές, αλλά από εκπροσώπους επαγγελματικών, κοινωνικών ή οικονομικών ομάδων. Παραδείγματος χάριν, η ιδιαιτέρως σημαντική υπόθεση Laval Un Partneri ( 38 ), η οποία εκδικάσθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου το 2007, αφορούσε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Arbetsdomstolen, ήτοι του σουηδικού δικαστηρίου εργατικών διαφορών, του οποίου τα μέλη περιλαμβάνουν αφενός εκπροσώπους των εργοδοτών και των μισθωτών αφετέρου επαγγελματίες δικαστές.

    57.

    Εάν το σκεπτικό της αποφάσεως Wilson έπρεπε να εφαρμόζεται επεκτατικά, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, το Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει εξετάσει εάν ορισμένα μέλη του Arbetsdomstolen έχουν ενδεχομένως κοινό συμφέρον να αποκλείσουν αλλοδαπούς ανταγωνιστές από τον σουηδικό κατασκευαστικό τομέα. Η συλλογιστική αυτή θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στην κήρυξη της αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

    58.

    Παρομοίως, θα ήθελα να επισημάνω ότι το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτές τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υπεβλήθησαν από το Arbejdsret (δανικό δικαστήριο εργατικών διαφορών) ( 39 ) και το Faglige Voldgiftsret (δανικό ειδικό διαιτητικό δικαστήριο) ( 40 ), τα οποία αφενός συγκροτούνται κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που συγκροτείται το Arbetsdomstol ( 41 ), αφετέρου αποτελούν τμήμα ενός συστήματος επιλύσεως διαφορών το οποίο —μολονότι έχει θεσπισθεί με νόμο και διέπεται από αυτόν— σε ορισμένο βαθμό λειτουργεί παραλλήλως προς το δικαιοδοτικό σύστημα των δανικών τακτικών δικαστηρίων.

    59.

    Εντούτοις, θα ήταν επίσης δύσκολο να συμβιβασθεί η υπερβολικά αυστηρή εφαρμογή του κριτηρίου της αμεροληψίας με την άποψη ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ένα διαιτητικό δικαστήριο δύναται επίσης να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

    60.

    Εάν γινόταν δεκτό ότι από την απόφαση Wilson απορρέει υποχρέωση του Δικαστηρίου να προβεί σε αυτοτελή και ενδελεχή εξέταση προκειμένου να κρίνει, πέραν της τυπικής διαπιστώσεως ότι η εθνική νομοθεσία περιέχει συναφώς επαρκείς εγγυήσεις, εάν τα εθνικά δικαστήρια διαθέτουν την απαιτούμενη ανεξαρτησία και αμεροληψία, τότε οι συνέπειες θα ήταν σημαντικές. Ένας όχι αμελητέος αριθμός εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων θα βρισκόταν ενδεχομένως εκτός του πεδίου εφαρμογής της έννοιας «δικαστήριο» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του συστήματος ατομικής δικαστικής προστασίας, καθώς και την παρεμπόδιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

    61.

    Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το CNF πληροί κατά τα φαινόμενα το κριτήριο της ανεξαρτησίας.

    2. Άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας

    62.

    Δεύτερον, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι, όσον αφορά την εγγραφή στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου, και αντιθέτως προς τα ισχύοντα επί πειθαρχικών ζητημάτων, το CNF ασκεί αποκλειστικώς διοικητικά καθήκοντα. Πρακτικώς, η απόφαση που εκδίδεται από το CNF κατά το πέρας της διαδικασίας πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πράξη διοικητικής φύσεως.

    63.

    Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στην υπόθεση Gebhard, το CNF επελήφθη δύο προσφυγών που είχαν ασκηθεί από τον R. Gebhard, Γερμανό δικηγόρο εγκατεστημένο στην Ιταλία: η πρώτη εξ αυτών αφορούσε πειθαρχική ποινή επιβληθείσα από το διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου Μιλάνου, και η έτερη στρεφόταν κατά της πράξεως του διοικητικού συμβουλίου του αυτού δικηγορικού συλλόγου με την οποία απορρίφθηκε σιωπηρώς η αίτησή του για εγγραφή στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου.

    64.

    Εάν ήθελε υποτεθεί ότι τα επιχειρήματα που προεβλήθησαν από τους προσφεύγοντες είναι ορθά, τούτο θα συνεπαγόταν ότι στην απόφαση Gebhard το Δικαστήριο κήρυξε εαυτό αρμόδιο αποκλειστικώς βάσει της πρώτης προσφυγής, ενώ η έτερη ήταν άνευ σημασίας. Εντούτοις, κανένα στοιχείο της αποφάσεως Gebhard δεν φαίνεται ότι επιβεβαιώνει μια τέτοια ερμηνεία της αποφάσεως αυτής. Αντιθέτως, στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο τόνισε τους συνδέσμους μεταξύ των δύο προσφυγών που είχε ασκήσει ο R. Gebhard ( 42 ). Επιπροσθέτως, στις προαναφερθείσες προτάσεις του στην υπόθεση αυτή, ο γενικός εισαγγελέας P. Léger κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το CNF ασκούσε δικαιοδοτική λειτουργία στο πλαίσιο αμφοτέρων των προσφυγών ( 43 ). Φρονώ ότι ο συλλογισμός που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας επί του ζητήματος αυτού είναι πειστικός.

    65.

    Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι η ομοιότητα μεταξύ των δύο διαδικασιών που εκκρεμούσαν ενώπιον του CNF στην υπόθεση Gebhard απορρέει από την εφαρμοστέα ιταλική νομοθεσία. Αμφότερες οι διαδικασίες ρυθμίζονται ουσιαστικώς από τις ίδιες διατάξεις: τα άρθρα 54 και 56 του νομοθετικού διατάγματος 1578/1933, καθώς και τα άρθρα 59 έως 65 του διατάγματος 37/1934.

    66.

    Τέλος, ουδεμία διαφορά μεταξύ των δύο διαδικασιών δύναται να εντοπιστεί στην καθημερινή πρακτική του CNF. Ο κανονισμός διαδικασίας του CNF καθιερώνει τη σαφή διάκριση μεταξύ «δικαστικών συνεδριάσεων» (άρθρα 9 έως 11) και «διοικητικών συνεδριάσεων» (άρθρα 12 έως 16) του οργάνου αυτού ( 44 ). Στο ημερολόγιο δραστηριοτήτων του CNF, το Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012 —ήτοι η ημέρα κατά την οποία εκδικάσθηκε η υπόθεση των προσφευγόντων— ήταν αφιερωμένο στις δικαστικές συνεδριάσεις του CNF.

    67.

    Ωστόσο, οι προσφεύγοντες επικαλούνται μια πιθανή διαφορά μεταξύ των δύο διαδικασιών: όταν το CNF επιλαμβάνεται προσφυγών επί πειθαρχικών ζητημάτων, υπάρχει πάντα μια απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του τοπικού δικηγορικού συλλόγου υποκείμενη σε έλεγχο, ενώ το στοιχείο αυτό φαίνεται ότι απουσιάζει στην περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο ενός δικηγορικού συλλόγου δεν λαμβάνει απόφαση επί μιας αιτήσεως για εγγραφή στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται το άρθρο 6, παράγραφος 8, του νομοθετικού διατάγματος 2001/96, κατά το οποίο ο αιτών δύναται, εντός δέκα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας των 30 ημερών από την υποβολή της αιτήσεως, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του CNF, το οποίο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αιτήσεως, εάν το διοικητικό συμβούλιο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου δεν έχει ήδη αποφασίσει επί της αιτήσεως.

    68.

    Πάντως, αντιλαμβάνομαι ότι κατά την ιταλική νομοθεσία η παράλειψη εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου του τοπικού δικηγορικού συλλόγου να αποφασίσει επί της αιτήσεως ενός δικηγόρου για εγγραφή στο μητρώο ενός δικηγορικού συλλόγου λογίζεται ως σιωπηρή απορριπτική της αιτήσεως απόφαση. Έπεται ότι το CNF δεν αποφασίζει απλώς επί της αιτήσεως στη θέση του διοικητικού συμβουλίου του τοπικού δικηγορικού συλλόγου (λόγω της παραλείψεως του τελευταίου). Αντιθέτως, το CNF ασκεί έλεγχο επί μιας αποφάσεως (αν και σιωπηρής) ληφθείσας από το διοικητικό συμβούλιο ενός τοπικού δικηγορικού συλλόγου, η οποία απορρίπτει εκείνη την αίτηση. Μόνο στην περίπτωση που κρίνει ότι το διοικητικό συμβούλιο ενός τοπικού δικηγορικού συλλόγου εσφαλμένα απέρριψε μια αίτηση, το CNF αποφασίζει επί της ουσίας της αιτήσεως αυτής, κατά τρόπο παρόμοιο με τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία κατά το ιταλικό δίκαιο έχουν την εξουσία να το πράξουν σε ορισμένες περιπτώσεις ( 45 ).

    69.

    Η ερμηνεία αυτή των σχετικών ιταλικών νόμων φαίνεται να ενισχύεται από τα πρακτικά της συζητήσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 2012 ενώπιον του CNF, τα οποία περιλαμβάνονται στη δικογραφία που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο, όπου αναφέρεται ότι η συζήτηση αφορούσε «την προσφυγή του A. A. Torresi κατά της παραλείψεως του διοικητικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου της Macerata». Συναφώς, φρονώ ότι ακόμη πιο διαφωτιστική είναι η διατύπωση που χρησιμοποιείται από το CNF σε ορισμένες αποφάσεις οι οποίες αφορούσαν υποθέσεις όμοιες προς αυτές των προσφευγόντων. Το CNF αναφέρεται ειδικώς σε «σιωπηρές απορριπτικές αποφάσεις», εκδοθείσες από τα διοικητικά συμβούλια τοπικών δικηγορικών συλλόγων επί αιτήσεων εγγραφής στο δικηγορικό σύλλογο, κατά των οποίων οι αιτούντες άσκησαν προσφυγές ενώπιον του CNF ( 46 ).

    70.

    Σε αυτό το πλαίσιο, ως εκ περισσού υπενθυμίζεται ότι οι κανόνες επί της «σιωπηρής απορρίψεως» και της «σιωπηρής εγκρίσεως» δεν απαντώνται μόνο στο ιταλικό διοικητικό δίκαιο ( 47 ), αλλά και στο διοικητικό δίκαιο άλλων κρατών μελών ( 48 ), καθώς και στην έννομη τάξη της Ένωσης ( 49 ).

    71.

    Στο σημείο αυτό θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμο να σημειωθεί επίσης πως, καίτοι ο κανόνας ότι η παράλειψη απαντήσεως συνεπάγεται τη σιωπηρή απόρριψη έχει εφαρμογή επί των αιτήσεων που υποβάλλονται στα διοικητικά συμβούλια των τοπικών δικηγορικών συλλόγων, εντούτοις δεν έχει εφαρμογή επί των αιτήσεων που υποβάλλονται στο CNF ( 50 ). Το στοιχείο αυτό ενισχύει περαιτέρω την άποψη ότι, ενώ οι αποφάσεις των πρώτων είναι διοικητικής φύσεως, αυτές του τελευταίου είναι δικαιοδοτικής φύσεως.

    72.

    Τέλος, είναι βεβαίως αληθές ότι, αντιθέτως προς τον νόμο 247/2012 ( 51 ), το νομοθετικό διάταγμα 1578/1933 δεν χαρακτήριζε ρητώς «δικαιοδοτική» την αρμοδιότητα του CNF επί προσφυγών κατά αποφάσεων των διοικητικών συμβουλίων των τοπικών δικηγορικών συλλόγων, όσον αφορά την εγγραφή στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου ( 52 ). Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι στο πλαίσιο της ιταλικής έννομης τάξεως παγίως αναγνωρίζεται ότι το CNF έχει εν προκειμένω την ιδιότητα του «ειδικού δικαιοδοτικού οργάνου», το οποίο εκδίδει αποφάσεις «που δεν αποτελούν διοικητικές πράξεις, αλλά δικαστικές αποφάσεις ( 53 ), εκδιδόμενες κατόπιν της διεξαγωγής κατ’ αντιμωλία δίκης» ( 54 ). Όπως απεφάνθη το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το CNF ασκεί «δικαιοδοτική λειτουργία για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο είναι διακριτό και ανώτερο από αυτό της επαγγελματικής ομάδας [την οποία εκπροσωπεί]» ( 55 ).

    73.

    Σαφώς, το γεγονός ότι κατά το ιταλικό δίκαιο το CNF ασκεί δικαιοδοτική λειτουργία δεν είναι αποφασιστικής σημασίας κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει άνευ σημαντικού λόγου να παρεκκλίνει από τον χαρακτηρισμό ενός οργάνου κατά το εθνικό δίκαιο. Τούτο δε ιδίως όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει ενώπιόν του σαφείς και συγκλίνουσες ενδείξεις υπέρ αντίθετου χαρακτηρισμού κατά το δίκαιο της Ένωσης ( 56 ). Από τα εξετασθέντα στοιχεία της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας δεν προκύπτει κανένα στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει διαφορετικό χαρακτηρισμό στην παρούσα υπόθεση.

    3. Άλλα κριτήρια

    74.

    Επιπροσθέτως, φρονώ ότι στην παρούσα υπόθεση τα υπόλοιπα κριτήρια που προβλέπονται στη νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με την έννοια του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επίσης οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα και σε ουδέν άλλο.

    75.

    Κατ’ αρχάς, υπό το πρίσμα ιδίως του νομοθετικού διατάγματος 1578/1933 (και, πιο πρόσφατα, του νόμου 247/2012), δεν χωρεί αμφιβολία ότι το CNF έχει ιδρυθεί με νόμο και έχει μόνιμο χαρακτήρα.

    76.

    Παρομοίως, είναι σαφές ότι η δικαιοδοσία του CNF είναι υποχρεωτική για τους διαδίκους. Η δικαιοδοσία του CNF επί ζητημάτων εγγραφής στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου είναι, πράγματι, δεσμευτική ( 57 ) και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε σχετική συμφωνία των διαδίκων ( 58 ). Όντως, για τους προσφεύγοντες αποτελεί τη μοναδική νομική οδό για την προσβολή των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου της Macerata επί των αιτήσεών τους ( 59 ).

    77.

    Είναι αληθές ότι οι αποφάσεις του CNF είναι δυνατόν να υπόκεινται σε ειδική αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Corte di Cassazione, Sezioni Unite. Ωστόσο, μια αίτηση αναιρέσεως αυτού του είδους περιορίζεται σε νομικά ζητήματα ( 60 ). Τούτο σημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού προδικαστικής παραπομπής που θεσπίζεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ θα αποδυναμωνόταν, εάν το Δικαστήριο δεν αναγνώριζε ότι το CNF είναι «δικαστήριο» ( 61 ).

    78.

    Δεν αμφισβητείται, επιπλέον, ότι το CNF υποχρεούται να εφαρμόζει κανόνες δικαίου. Ειδικότερα, στην υπόθεση των προσφευγόντων, το CNF καλείται να εφαρμόσει τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 96/2001, σε συμφωνία με τους κανόνες που περιέχει η οδηγία 98/5.

    79.

    Είναι, επίσης, σημαντικό να δοθεί έμφαση εντός αυτού του πλαισίου στο ότι οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του CNF προβλέπουν τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της δίκης ( 62 ). Το διοικητικό συμβούλιο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου, του οποίου η απόφαση ελέγχεται, μετέχει υποχρεωτικώς στη δίκη (ως καθού), και οποιοδήποτε σφάλμα κατά την κοινοποίηση της κλήσεως από τον προσφεύγοντα στο διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου επιφέρει την ακυρότητα της διαδικασίας λόγω «κατάφωρης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και παραβιάσεως της αρχής της ακροάσεως» ( 63 ).

    80.

    Επιπροσθέτως, η διαδικασία περιλαμβάνει τόσο έγγραφο όσο και προφορικό στάδιο, κατά τα οποία οι διάδικοι δύνανται να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους επί της πλάνης στην οποία φέρεται να υπέπεσε το διοικητικό συμβούλιο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου, καθώς και να προσκομίσουν αποδείξεις προς στήριξη των επιχειρημάτων τους. Όσον αφορά τις αποδείξεις αυτές, υπάρχουν ειδικοί κανόνες για τη γνωστοποίηση αποδεικτικών εγγράφων και την ελάχιστη διάρκεια της προθεσμίας που πρέπει να τάσσεται στους διαδίκους για τη μελέτη της δικογραφίας και την προετοιμασία της άμυνάς τους πριν από τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της υποθέσεως ( 64 ).

    81.

    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι στην παρούσα υπόθεση το CNF πρέπει να λογίζεται ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

    Β — Εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων

    82.

    Ας έλθω τώρα στην ουσία των δύο προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το CNF. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι, κατά την άποψή μου, εντελώς προφανής. Ως εκ τούτου, το τμήμα αυτό των προτάσεών μου θα είναι μάλλον σύντομο.

    1. Ερώτημα 1

    83.

    Με το πρώτο ερώτημά του, το CNF διερωτάται κατ’ ουσίαν εάν το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 αντιτίθεται στην πρακτική κράτους μέλους να αρνείται λόγω καταχρήσεως δικαιώματος την εγγραφή στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου, στο ειδικό τμήμα για δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή, σε υπηκόους του οι οποίοι εντός συντόμου χρονικού διαστήματος από την απόκτηση του επαγγελματικού τους τίτλου σε άλλο κράτος μέλος επιστρέφουν στο πρώτο κράτος μέλος (στο εξής: επίμαχη πρακτική).

    84.

    Κατά πάγια νομολογία, οι πολίτες δεν δύνανται να επικαλούνται τους κανόνες της Ένωσης καταχρηστικά ή καταστρατηγώντας τους. Ωστόσο, η διαπίστωση της καταχρηστικότητας προϋποθέτει, πρώτον, τη συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που θέτουν οι κανόνες της Ένωσης, ο σκοπός των κανόνων αυτών δεν επιτεύχθηκε ( 65 ). Δεύτερον, η διαπίστωση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερόμενου να αποκομίσει όφελος από τους κανόνες της Ένωσης, δημιουργώντας τεχνηέντως τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για την απόκτησή του ( 66 ).

    85.

    Εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει εάν συντρέχουν αυτά τα δύο στοιχεία, πράγμα που πρέπει να αποδειχθεί βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, αρκεί έτσι να μη θίγεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης ( 67 ). Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια δεν δύνανται, οσάκις εξετάζουν την άσκηση δικαιώματος απορρέοντος από διάταξη του δικαίου της Ένωσης, να αλλοιώνουν το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής ούτε να θέτουν σε κίνδυνο τους επιδιωκόμενους με αυτή στόχους ( 68 ).

    86.

    Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, είναι εντελώς προφανές ότι μια πρακτική όπως η επίμαχη εθνική πρακτική ενδέχεται να παρεμποδίσει, σε αυτό το κράτος μέλος, την απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος που θεσπίζεται με την οδηγία 98/5 και, ως εκ τούτου, να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τους επιδιωκόμενους με αυτήν στόχους.

    87.

    Πράγματι, το άρθρο 1 της οδηγίας 98/5 προβλέπει ότι σκοπός της οδηγίας αυτής είναι «να διευκολύνει την επί μονίμου βάσεως άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου [...] σε άλλο κράτος μέλος, διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά προσόντα». Έτσι, όπως η Πολωνική και η Ρουμανική Κυβέρνηση ορθώς επισήμαναν, η επίμαχη εθνική πρακτική ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με τη μεταχείριση ως καταχρηστικής μιας συμπεριφοράς η οποία, αντιθέτως, αποτελεί μια από τις μορφές συμπεριφοράς που ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να επιτρέψει. Παραφράζοντας το σκεπτικό του Δικαστηρίου σχετικά με την οδηγία 89/48 περί αναγνωρίσεως των διπλωμάτων ( 69 ), θα ήθελα να τονίσω ότι το δικαίωμα των πολιτών κράτους μέλους να επιλέξουν το κράτος μέλος εντός του οποίου επιθυμούν να αποκτήσουν τα επαγγελματικά τους προσόντα είναι συμφυές στην άσκηση, εντός μιας ενιαίας αγοράς, των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες της Ένωσης ( 70 ).

    88.

    Εν προκειμένω, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι ο δικηγόρος είναι υπήκοος του κράτους μέλους υποδοχής· ή το γεγονός ότι αυτός ενδέχεται να επέλεξε να αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο στην αλλοδαπή με σκοπό να επωφεληθεί από την ευνοϊκότερη νομοθεσία· όπως και το γεγονός, τέλος, ότι, αναλόγως της περιπτώσεως, η αίτηση εγγραφής του υποβάλλεται εντός συντόμου χρονικού διαστήματος μετά την απόκτηση του επαγγελματικού του τίτλου στην αλλοδαπή.

    89.

    Επί του πρώτου ζητήματος, επισημαίνω ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/5 ορίζει τον «δικηγόρο» ως «κάθε πρόσωπο, [υπήκοο] ενός κράτους μέλους, που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό έναν από τους [...] επαγγελματικούς τίτλους [που παρατίθενται στην διάταξη αυτή]». Παρομοίως, το άρθρο 2 της οδηγίας 98/5 προβλέπει ότι «[κ]άθε δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί μονίμως, σε κάθε άλλο κράτος μέλος, υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, τις δραστηριότητες του δικηγόρου όπως καθορίζονται στο άρθρο 5 [της οδηγίας αυτής]» ( 71 ).

    90.

    Ουδεμία ένδειξη υφίσταται, επομένως, ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να επιτρέψει στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε αντίστροφη δυσμενή διάκριση μέσω της μη αναγνωρίσεως στους υπηκόους τους των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία 98/5 ( 72 ). Εξάλλου, τούτο είναι σαφώς αντίθετο προς τον σκοπό δημιουργίας εσωτερικής αγοράς.

    91.

    Πράγματι, όπως το Δικαστήριο έχει κρίνει, αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ένας πολίτης της Ένωσης επιδιώκει να επωφεληθεί της ευνοϊκής νομοθεσίας που ισχύει εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο κατοικεί δεν επιτρέπει τη στέρηση του δικαώματος επικλήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες της Ένωσης ( 73 ). Τούτο με οδηγεί στο δεύτερο ζήτημα.

    92.

    Συναφώς, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, φρονώ ότι το γεγονός και μόνον ότι ένας πολίτης επιλέγει να αποκτήσει επαγγελματικό τίτλο σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό να επωφεληθεί από μια ευνοϊκότερη νομοθεσία δεν επαρκεί αφ’ εαυτού για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται κατάχρηση δικαιώματος ( 74 ).

    93.

    Τέλος, επί του τρίτου σημείου, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι με το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 ο νομοθέτης της Ένωσης εναρμόνισε πλήρως τις προϋποθέσεις για την άσκηση του απονεμόμενου δικαιώματος. Συνεπώς, η προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής αποτελεί τη μόνη προϋπόθεση από την οποία είναι δυνατόν να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερόμενου στα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής, κατόπιν της οποίας αποκτά το δικαίωμα να ασκεί στο τελευταίο κράτος μέλος το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής ( 75 ).

    94.

    Σαφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η οδηγία 98/5 δεν επιτρέπει την εξάρτηση της εγγραφής ενός δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής από την εκπλήρωση άλλων υποχρεώσεων, όπως η πραγματοποίηση συνεντεύξεως για την εκτίμηση του εάν διαθέτει επαρκή γνώση της γλώσσας ( 76 ). Θα προσέθετα ότι, ομοίως, η οδηγία 98/5 δεν επιτρέπει την εξάρτηση μιας τέτοιας εγγραφής από την πραγματοποίηση πρακτικής ασκήσεως για ορισμένο χρονικό διάστημα ή από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος καταγωγής ( 77 ). Άλλωστε, αν δεν απαιτείται οποιαδήποτε προηγούμενη πρακτική άσκηση για την άσκηση του επαγγέλματος, παραδείγματος χάριν, του «abogado» στην Ισπανία, γιατί θα έπρεπε να απαιτείται η πραγματοποίηση πρακτικής ασκήσεως για την άσκηση του επαγγέλματος υπό τον ίδιο επαγγελματικό τίτλο («abogado») σε άλλο κράτος μέλος;

    95.

    Κατόπιν τούτου, ως εκ περισσού θα προσθέσω ότι, εάν οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν σε συγκεκριμένη υπόθεση ότι οι δύο προαναφερθείσες στο ως άνω σημείο 84 προϋποθέσεις πληρούνται, δεν απαγορεύεται να απορρίψουν μια αίτηση λόγω καταχρήσεως δικαιώματος. Πράγματι, είναι δυνατόν να υπάρχουν ιδιαίτερα στοιχεία, σε κάποιες συγκεκριμένες υποθέσεις, από τα οποία να προκύπτει εύλογη υπόνοια περί της υπάρξεως δόλιας συμπεριφοράς. Σε αυτές τις συγκεκριμένες (και —όπως δύναται κανείς να υποθέσει— σχετικώς σπάνιες) περιπτώσεις, είναι ενδεχομένως δικαιολογημένη η ενδελεχέστερη εξέταση της πιθανότητας υπάρξεως καταχρηστικής συμπεριφοράς, πριν από την έγκριση της αιτήσεως εγγραφής. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται, επίσης, κατά το άρθρο 13 της οδηγίας 98/5 να υποβάλουν αίτημα συνεργασίας στις αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ( 78 ). Εάν οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής συγκεντρώσουν τότε σαφή αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι ο αιτών απέκτησε τον επαγγελματικό του τίτλο στο κράτος μέλος καταγωγής με δόλια ή παράνομα μέσα (όπως πλαστογραφία, δωροδοκία ή απάτη), δύνανται να απορρίψουν την αίτηση εγγραφής λόγω καταχρήσεως δικαιώματος.

    96.

    Προτείνω, επομένως, να δοθεί από το Δικαστήριο η απάντηση στο ερώτημα 1 ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 αντιτίθεται στην πρακτική κράτους μέλους να αρνείται λόγω καταχρήσεως δικαιώματος την εγγραφή στο μητρώο ενός δικηγορικού συλλόγου, στο ειδικό τμήμα για δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή, σε υπηκόους του οι οποίοι εντός συντόμου χρονικού διαστήματος από την απόκτηση του επαγγελματικού τους τίτλου σε άλλο κράτος μέλος επιστρέφουν στο πρώτο κράτος μέλος.

    2. Ερώτημα 2

    97.

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο ετέθη για την περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα 1, το CNF ουσιαστικώς ζητεί να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 είναι άκυρο λόγω παραβάσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κατά το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεούται να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών που είναι συμφυής στη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή.

    98.

    Κατά το CNF, το άρθρο 33, παράγραφος 5, του ιταλικού Συντάγματος προβλέπει ότι «η επιτυχία σε κρατικές εξετάσεις είναι προϋπόθεση για την πρόσβαση στο επάγγελμα», και ο όρος «επάγγελμα» περιλαμβάνει επίσης αυτό του δικηγόρου. Η χορήγηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στην Ιταλία σε Ιταλούς πολίτες που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή θα είχε ως αποτέλεσμα, όπως εκτίθεται, την καταστρατήγηση του ιταλικού Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει τη συμμετοχή σε κρατικές εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος και, ως εκ τούτου, την προσβολή της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας.

    99.

    Ευθύς εξαρχής πρέπει να τονίσω ότι δυσκολεύομαι ιδιαιτέρως να παρακολουθήσω τον συλλογισμό του CNF. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο πολιτών της Ένωσης που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο σε άλλο κράτος μέλος είναι αντίθετη προς την ιταλική έννομη τάξη σε τέτοιο βαθμό που να είναι δυνατόν να θεωρηθεί προσβολή της ιταλικής εθνικής ταυτότητας.

    100.

    Συναφώς, είναι μεν αληθές ότι το Δικαστήριο επέτρεψε, υπό ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες, τον περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα κράτη μέλη το δίκαιο της Ένωσης, όπως ο σεβασμός των θεμελιωδών ελευθεριών, για λόγους προστασίας της εθνικής τους ταυτότητας ( 79 ). Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι οποιοσδήποτε κανόνας περιέχεται σε ένα εθνικό Σύνταγμα δύναται να περιορίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ( 80 ), πολλώ μάλλον να συνιστά παράμετρο της νομιμότητας των διατάξεων αυτών ( 81 ).

    101.

    Συνεπώς, όπως εξέθεσαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, εκ του γεγονότος και μόνον ότι μια διάταξη του ιταλικού Συντάγματος προβλέπει ότι η επιτυχία σε κρατικές εξετάσεις είναι προϋπόθεση της χορηγήσεως της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου δεν έπεται ότι η οδηγία 98/5 προσβάλλει την ιταλική εθνική ταυτότητα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε, επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την Ιταλική Κυβέρνηση, η οποία εξέφρασε τη διαφωνία της με τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το αιτούν δικαστήριο στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, όσον αφορά το ενδεχόμενο συγκρούσεως της οδηγίας 98/5 με το άρθρο 33, παράγραφος 5, του ιταλικού Συντάγματος.

    102.

    Κατά μείζονα, όμως, λόγο, το ερώτημα που υπέβαλε το CNF φαίνεται ότι εκκινεί από εσφαλμένη αφετηρία.

    103.

    Οι προσφεύγοντες δεν ζήτησαν από τις αρμόδιες αρχές την εγγραφή τους στη μητρώο του δικηγορικού συλλόγου υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής («avvocato»), αλλά μόνον την εγγραφή τους στο ειδικό τμήμα του μητρώου αυτού για δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή. Πράγματι, ζήτησαν να λάβουν άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Ιταλία υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους καταγωγής («abogado»), σε συμφωνία με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5. Τούτο σημαίνει ότι θα τους χορηγείτο μόνον άδεια ασκήσεως των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 98/5, ενώ θα δεσμεύονταν από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 6 της οδηγίας αυτής.

    104.

    Τούτου δοθέντος, δεν διακρίνω οποιαδήποτε καταστρατήγηση των κανόνων που περιέχονται στο ιταλικό Σύνταγμα, πολλώ μάλλον οποιαδήποτε προσβολή της ιταλικής εθνικής ταυτότητας. Όπως ορθώς επισημάνθηκε από την Ισπανική και την Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και από το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, η Ιταλία θα συνεχίσει να ασκεί την αρμοδιότητά της σχετικά με την πρόσβαση στο επάγγελμα του «avvocato». Εντούτοις, η απαγόρευση στους πολίτες της να ασκούν το επάγγελμα υπό τον τίτλο «abogado» στην Ιταλία —όταν ο τίτλος αυτός έχει νομίμως αποκτηθεί στην Ισπανία— κατ’ ουσίαν θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την απόκτηση αυτού του επαγγελματικού τίτλου, ζήτημα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ιταλίας. Κατ’ αποτέλεσμα, τούτο όχι μόνον θα συνιστούσε εισπήδηση στις αρμοδιότητες που διατηρεί το Βασίλειο της Ισπανίας, αλλά και θα υπονόμευε την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του συστήματος που θεσπίζεται με την οδηγία 98/5.

    105.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 δεν είναι αντίθετο προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ και ότι, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα κύρους της διατάξεως αυτής.

    IV – Πρόταση

    106.

    Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Consiglio Nazionale Forense τις ακόλουθες απαντήσεις:

    (1)

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, αντιτίθεται στην πρακτική κράτους μέλους να αρνείται λόγω καταχρήσεως δικαιώματος την εγγραφή στο μητρώο ενός δικηγορικού συλλόγου, στο ειδικό τμήμα για δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή, σε υπηκόους του οι οποίοι εντός συντόμου χρονικού διαστήματος από την απόκτηση του επαγγελματικού τους τίτλου σε άλλο κράτος μέλος επιστρέφουν στο πρώτο κράτος μέλος.

    (2)

    Από την εξέταση του δεύτερου υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 3 της οδηγίας 98/5.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) ΕΕ L 77, σ. 36.

    ( 3 ) «Attuazione della direttiva 98/5/CE volta a facilitare l’esercizio permanente della professione di avvocato in uno Stato membro diverso da quello in cui è stata acquisita la qualifica professionale» (GURI αριθ. 79, της 4ης Απριλίου 2001, τακτικό συμπλήρωμα).

    ( 4 ) «Ordinamento delle professioni di avvocato e procuratore» (GURI αριθ. 281, της 5ης Δεκεμβρίου 1933).

    ( 5 ) «Norme integrative e di attuazione del r.d.l. 27 novembre 1933, No 1578, sull’ordinamento della professione di avvocato» (GURI αριθ. 24, της 30ής Ιανουαρίου 1934).

    ( 6 ) Νομοθετικό διάταγμα 382 της 23ης Νοεμβρίου 1944, «Norme sui Consigli degli Ordini e Collegi e sulle Commissioni centrali professionali» (GURI αριθ. 98, της 23ης Δεκεμβρίου 1944) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 382/1944), και νομοθετικό διάταγμα 597 της 28ης Μαΐου 1947, «Norme sui procedimenti dinanzi ai Consigli degli ordini forensi ed al Consiglio nazionale forense» (GURI αριθ. 155 της 10ης Ιουλίου 1947) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 597/1947). Το ζήτημα πλέον ρυθμίζεται στον νόμο 247 της 31ης Δεκεμβρίου 2012, «Nuova disciplina dell’ordinamento della professione forense» (GURI αριθ. 15 της 18ης Ιανουαρίου 2013), ο οποίος ετέθη σε ισχύ στις 2 Φεβρουαρίου 2013 (στο εξής: νόμος 247/2012).

    ( 7 ) Άρθρο 6, παράγραφος 6, του νομοθετικού διατάγματος 96/2001.

    ( 8 ) Άρθρο 6, παράγραφος 8, του νομοθετικού διατάγματος 96/2001.

    ( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-54/96, Dorsch Consult (Συλλογή 1997, σ. Ι-4961, σκέψη 23), της 31ης Μαΐου 2005, C-53/03, Syfait κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-4609, σκέψη 29), και της 14ης Ιουνίου 2011, C-196/09, Miles κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I-5105, σκέψη 37).

    ( 10 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, τη διάταξη της 26ης Νοεμßρίου 1999, C-192/98, ANAS (Συλλογή 1999, σ. I-8583, σκέψεις 22 και 23), καθώς και την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, C‑394/11, Belov (σκέψεις 40 και 41).

    ( 11 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-111/94, Job Centre (Συλλογή 1995, σ. I-3361, σκέψεις 9 έως 11), καθώς και της 14ης Ιουνίου 2001, C-178/99, Salzmann (Συλλογή 2001, σ. I-4421, σκέψεις 14 και 15).

    ( 12 ) Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-506/04 (Συλλογή 2006, σ. I-8613).

    ( 13 ) Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. I-4165).

    ( 14 ) Οδηγία του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249).

    ( 15 ) Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην προαναφερθείσα υπόθεση Gebhard (σημεία 12 έως 17, ιδίως σημείο 16).

    ( 16 ) Βλ. απόφαση της της 7ης Νοεμβρίου 2013, C‑313/12, Romeo (σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 17 ) Βλ. τις προτάσεις στις υποθέσεις C‑159/12 έως C‑161/12, Venturini κ.λπ. (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, σημεία 16 έως 63), C‑470/12, Pohotovost’ (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, σημεία 20 έως 38), και C‑482/12, Macinský και Macinská (η προδικαστική παραπομπή αποσύρθηκε την 31η Δεκεμβρίου 2013, σημεία 32 έως 58).

    ( 18 ) Προαναφερθείσα απόφαση Wilson (σκέψεις 54 επ.).

    ( 19 ) Βλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, 61/65, Vaassen-Göbbels (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 337), της 6ης Οκτωβρίου 1981, 246/80, Broekmeulen (Συλλογή 1981, σ. 2311), της 8ης Απριλίου 1992, C-166/91, Bauer (Συλλογή 1992, σ. I-2797), την προαναφερθείσα απόφαση Gebhard και, πιο πρόσφατα, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-118/09, Koller (Συλλογή 2010, σ. I-13627). Πρέπει να σημειωθεί ότι στην τελευταία υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση κατόπιν της αποφάσεως Wilson, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αυστριακή Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission (Ανώτατη Επιτροπή Προσφυγών και Πειθαρχικού) αποτελούσε «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

    ( 20 ) Βλ. διατάξεις της 18ης Ιουνίου 1980, 138/80, Borker (Συλλογή 1980, σ. 1975), και της 5ης Μαρτίου 1986, 318/85, Greis Unterweger (Συλλογή 1986, σ. 955).

    ( 21 ) Απόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, C-24/92 (Συλλογή 1993, σ. I-1277, σκέψη 15). Βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Μαΐου 2002, C-516/99, Schmid (Συλλογή 2002, σ. I-4573, σκέψη 36), καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Wilson (σκέψη 49).

    ( 22 ) Προαναφερθείσα απόφαση Wilson (σκέψεις 51 έως 53). Βλ., επίσης, τις διατάξεις της 14ης Μαΐου 2008, C-109/07, Pilato (Συλλογή 2008, σ. I-3503, σκέψη 24), και της 14ης Νοεμβρίου 2013, C‑49/13, MF 7 (σκέψη 23).

    ( 23 ) Προαναφερθείσα απόφαση Wilson (σκέψεις 18 και 54).

    ( 24 ) Για τη σημασία παρομοίων διατάξεων, βλ. απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1999, C-103/97, Köllensperger και Atzwanger (Συλλογή 1999, σ. I-551, σκέψη 22). Βλ., επίσης, την προαναφερθείσα διάταξη Pilato (σκέψεις 24 και 29), καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση Schmid (σκέψη 41).

    ( 25 ) Άρθρο 15 του νομοθετικού διατάγματος 382/1944. Για τη σπουδαιότητα αυτού του στοιχείου, βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, C‑246/05, Häupl (Συλογή 2007, σ. I‑4673, σκέψη 18), καθώς και την προαναφερθείσα διάταξη MF 7 (σκέψεις 22 έως 24).

    ( 26 ) Κατά το άρθρο 8 του νομοθετικού διατάγματος 382/1944, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει την εξουσία να παύσει τα διοικητικά συμβούλια των τοπικών δικηγορικών συλλόγων μόνον σε περίπτωση που τα όργανα αυτά «δεν δύνανται να ασκήσουν τα τακτικά τους καθήκοντα», οπότε και τα καθήκοντά τους ανατίθενται προσωρινώς σε έναν ειδικό επίτροπο για το διάστημα μέχρι της εκλογής του νέου διοικητικού συμβουλίου, το οποίο δεν δύναται πάντως να υπερβαίνει τις 90 ημέρες. Ωστόσο, στον βαθμό που δύναμαι να αντιληφθώ, δεν υφίσταται παρόμοια διάταξη και για το CNF.

    ( 27 ) Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Schmid (σκέψεις 41 και 42).

    ( 28 ) Βλ. άρθρα 33 και 34 του νομοθετικού διατάγματος 1578/1933, καθώς και άρθρο 21 του νομοθετικού διατάγματος 382/1944.

    ( 29 ) Άρθρο 6, παράγραφος 9, του νομοθετικού διατάγματος 96/2001.

    ( 30 ) Οι αιτούντες ζητούν την εγγραφή τους στο ειδικό τμήμα του μητρώου του δικηγορικού συλλόγου για δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο στην αλλοδαπή, το οποίο τηρείται από το διοικητικό συμβούλιο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου (βλ. άρθρο 6 του νομοθετικού διατάγματος 96/2001), σε αντίθεση με τα μέλη του CNF τα οποία πρέπει να είναι εγγεγραμμένα στο ειδικό τμήμα του μητρώου του δικηγορικού συλλόγου για δικηγόρους με δικαίωμα παραστάσεως στα ανώτερα ιταλικά δικαστήρια, το οποίο τηρείται από το ίδιο το CNF (βλ. άρθρο 33 του νομοθετικού διατάγματος 1578/1933 και άρθρο 21 του νομοθετικού διατάγματος 382/1944).

    ( 31 ) Κατά την πάγια πρακτική του CNF, οποιοδήποτε μέλος του CNF έχει εκλεγεί από την εφετειακή περιφέρεια στην οποία ανήκει ο δικηγορικός σύλλογος απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του οποίου υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, δεν δύναται να συμμετάσχει στη σύνθεση που επιλαμβάνεται της υποθέσεως.

    ( 32 ) Cassazione Civile, Sezioni Unite, διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 1997, αριθ. 12. Για τη σημασία του ζητήματος αυτού, βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Belov (σκέψη 49), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην προαναφερθείσα υπόθεση Schmid (σημείο 31).

    ( 33 ) Βλ. την παραπομπή στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην προαναφερθείσα απόφαση Wilson (σκέψη 57).

    ( 34 ) Βλ. Rodríguez Iglesias, G. C., «L’évolution de l’architecture juridictionelle de l’Union européenne», σε A. Rosas, E. Levits, Y. Bot (επιμ.), The Court of Justice and the Construction of Europe: Analyses and Perspectives on Sixty Years of Case-law, Asser Press, Χάγη, 2013, σ. 37 έως 48, ιδίως σ. 43 και 44.

    ( 35 ) Όπως το Δικαστήριο τόνισε ιδιαιτέρως στη γνωμοδότηση 1/09 (Συλλογή 2011, σ. I-1137, σκέψη 85), αναφορικά με το δικαιοδοτικό σύστημα που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, «η αποστολή που έχει ανατεθεί, αντιστοίχως, στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο είναι ουσιώδης για την προάσπιση της ουσίας του δικαίου που θεσπίσθηκε με τις Συνθήκες».

    ( 36 ) Παραδείγματος χάριν, κατά τα άρθρα 1 και 2 των «Θεμελιωδών αρχών περί της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας», οι οποίες υιοθετήθηκαν με τα ψηφίσματα της γενικής συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών 40/32 της 29ης Νοεμβρίου 1985 και 40/146 της 13ης Δεκεμβρίου 1985: «1. Η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα ή στη νομοθεσία της χώρας. [...] 2. Τα δικαστήρια αποφασίζουν επί των ζητημάτων που έχουν αχθεί ενώπιόν τους αμερόληπτα, βάσει των πραγματικών περιστατικών και σύμφωνα με τον νόμο, άνευ οποιουδήποτε περιορισμού, αθέμιτου επηρεασμού, παροτρύνσεως, πιέσεως, απειλής ή παρεμβάσεως, είτε άμεσης είτε έμμεσης, από οποιαδήποτε πηγή και για οποιονδήποτε λόγο».

    ( 37 ) Προαναφερθείσα απόφαση Köllensperger και Atzwanger (σκέψη 24).

    ( 38 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-341/05 (Συλλογή 2007, σ. I-11767).

    ( 39 ) Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 287/86, Ny Mølle Kro (Συλλογή 1987, σ. 5465).

    ( 40 ) Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1989, 109/88, Danfoss (Συλλογή 1989, σ. 3199).

    ( 41 ) Χάριν πληρότητας, θα μπορούσε να προστεθεί ότι σειρά υποθέσεων που εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούν αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως του Työtuomioistuin (φινλανδικό δικαστήριο εργατικών διαφορών), ήτοι ενός δικαστηρίου με οργανισμό παρόμοιο με αυτόν του Arbetsdomstolen και του Arbejdsretten· υπόθεση C‑533/13, ΑΚΤ, καθώς και απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, C‑512/11 και C‑513/11, Terveys- ja sosiaalialan neuvottelujärjestö TSN και Ylemmät Toimihenkilöt YTN. Εξ όσων γνωρίζω, ουδείς εκ των διαδίκων εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς τη φύση του αιτούντος οργάνου. Επίσης, η γενική εισαγγελέας J. Kokott δεν έκρινε σκόπιμο να εξετάσει το ζήτημα αυτό αυτεπαγγέλτως στις προτάσεις της στην προαναφερθείσα υπόθεση Terveys- ja sosiaalialan neuvottelujärjestö TSN και Ylemmät Toimihenkilöt YTN.

    ( 42 ) Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Gebhard (ιδίως σκέψεις 10 έως 12).

    ( 43 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην προαναφερθείσα υπόθεση Gebhard (σημεία 12 έως 17, ιδίως σημείο 16).

    ( 44 ) Βλ. «Regolamento interno per le attività del Consiglio Nazionale Forense» (1992), δημοσιευθέν σε Rassegna forense, 1992, σ. 135.

    ( 45 ) Βλ. ειδικότερα άρθρο 7 του ιταλικού Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

    ( 46 ) Βλ. ιδίως Consiglio Nazionale Forense (pres. Ricciardi, rel. Sanino), απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1996, αριθ. 128· Consiglio Nazionale Forense (pres. Cagnani, rel. De Mauro), απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1996, αριθ. 133· και Consiglio Nazionale Forense (pres. Alpa, rel. Merli), απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, αριθ. 179.

    ( 47 ) Σημειωτέον ότι κατά το ιταλικό δίκαιο οι πολίτες έχουν γενικώς το δικαίωμα να ασκούν προσφυγές κατά παραλείψεων της δημόσιας διοικήσεως ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων: βλ. ειδικότερα το άρθρο 31 του ιταλικού κώδικα διοικητικής δικονομίας.

    ( 48 ) Ως παράδειγμα σε σχέση με το ισπανικό δίκαιο, βλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, C-400/08, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2011, σ. I-1915, σκέψεις 119 επ).

    ( 49 ) Παραδείγματος χάριν, σχετικά με διατάξεις περί σιωπηρής εγκρίσεως, βλ. άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ L 24, σ. 1)· σχετικά με διατάξεις περί σιωπηρής απορρίψεως, βλ. άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

    ( 50 ) Βλ. Cassazione Civile, διάταξη της 4ης Μαρτίου 1994, αριθ. 157.

    ( 51 ) Το άρθρο 36 του νόμου 247/2012 ρητώς ορίζει ότι το CNF έχει «δικαιοδοσία» («competenza giurisdizionale») τόσο επί πειθαρχικών ζητημάτων όσο και επί της εγγραφής στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου. Επιπλέον, το άρθρο 37 του νόμου αυτού ορίζει ότι «όσον αφορά τις προβλεπόμενες στο άρθρο 36 προσφυγές, το CNF αποφαίνεται κατά τα άρθρα 59 έως 65 του διατάγματος 37/1934, εφαρμόζοντας, όποτε είναι απαραίτητο, τους κανόνες και τις αρχές του [ιταλικού] κώδικα πολιτικής δικονομίας». Τούτο σημαίνει ότι ο προσφάτως θεσπισθείς νόμος 247/2012, αντί να τροποποιήσει τη διαδικασία που ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως των προσφυγών των προσφευγόντων, ουσιαστικώς επιβεβαίωσε την ισχύ της.

    ( 52 ) Το άρθρο 54 του νομοθετικού διατάγματος 1578/1933 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι το CNF «αποφαίνεται επί των ενώπιόν του ασκουμένων προσφυγών κατά τον παρόντα νόμο».

    ( 53 ) Πράγματι, όπως οποιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση στην Ιταλία, οι αποφάσεις του CNF εκδίδονται «in nome del popolo italiano» («στο όνομα του ιταλικού λαού»), όπως ορίζει το άρθρο 101 του ιταλικού Συντάγματος.

    ( 54 ) Βλ. ειδικότερα Cassazione Civile, Sezioni Unite, απόφαση της 12ης Μαρτίου 1980, αριθ. 1639. Πιο πρόσφατα, βλ. επίσης Cassazione Civile, Sezioni Unite, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, αριθ. 26182· και Cassazione Civile, Sezioni Unite, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2007, αριθ. 26810.

    ( 55 ) Corte Costituzionale, απόφαση της 18ης Ιουνίου 1970, αριθ. 114. Πιο πρόσφατα, βλ. επίσης Corte Costituzionale, απόφαση της 16ης-27ης Μαΐου 1996, αριθ. 171.

    ( 56 ) Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Tesauro στην προαναφερθείσα υπόθεση Dorsch Consult (σημείο 20).

    ( 57 ) Βλ. διάταξη της 11ης Ιουλίου 2003, C‑161/03, Cafom ja Samsung (σκέψη 14).

    ( 58 ) Βλ. επί του ζητήματος αυτού την προαναφερθείσα απόφαση Danfoss (σκέψη 7), καθώς και την απόφαση της 23ης Μαρτίου 1982, 102/81, Nordsee (Συλλογή 1982, σ. 1095, σκέψη 11).

    ( 59 ) Βλ. την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, C-125/04, Denuit και Cordenier (Συλλογή 2005, σ. I-923, σκέψη 15).

    ( 60 ) Ως προς τα πραγματικά περιστατικά, το Corte di Cassazione δεσμεύεται, επομένως, κατ’ αρχήν από τις διαπιστώσεις του CNF. Για τη σημασία του στοιχείου αυτού βλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, C-411/00, Felix Swoboda (Συλλογή 2002, σ. I-10567, σκέψεις 26 έως 28).

    ( 61 ) Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Belov (σκέψη 52).

    ( 62 ) Λαμβάνω, επίσης, υπόψη το γεγονός ότι ο Pubblico Ministero (εισαγγελέας) μετέχει στις δίκες ενώπιον του CNF που αφορούν ζητήματα περί την εγγραφή στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου (καθώς και στις ειδικές κατ’ αναίρεση δίκες ενώπιον του Corte di Cassazione), αντιθέτως προς τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών συμβουλίων των δικηγορικών συλλόγων. Όπως επισήμανε η Ιταλική Κυβέρνηση, η συμμετοχή του εισαγγελέα σε μια διοικητική διαδικασία θα αποτελούσε μάλλον απόκλιση από το κανονικό.

    ( 63 ) Cassazione Civile, απόφαση της 8ης Αυγούστου 2001, αριθ. 10959.

    ( 64 ) Βλ. τις διατάξεις που αναφέρονται στο ως άνω σημείο 65.

    ( 65 ) Βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-255/02, Halifax κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-1609, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 66 ) Βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-110/99, Emsland-Stärke (Συλλογή 2000, σ. I-11569, σκέψεις 52 και 53).

    ( 67 ) Όπ.π. (σκέψη 54).

    ( 68 ) Απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, C-367/96, Κεφάλας κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-2843, σκέψη 22).

    ( 69 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ L 19, σ. 16).

    ( 70 ) Βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, C-286/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2008, σ. Ι-8025, σκέψη 72).

    ( 71 ) Η υπογράμμιση σε αμφότερες τις διατάξεις δική μου.

    ( 72 ) Βλ. κατ’ αναλογία την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψεις 15 και 16).

    ( 73 ) Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (Συλλογή 2006, σ. I-7995, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 74 ) Όπ.π. (σκέψη 37).

    ( 75 ) Προαναφερθείσα απόφαση Wilson (σκέψεις 66 και 67).

    ( 76 ) Όπ.π. (σκέψη 70).

    ( 77 ) Βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Koller (σκέψεις 34 και 40). Βλ., επίσης, κατ’ αναλογία την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1999, C-212/97, Centros (Συλλογή 1999, σ. I-1459, σκέψη 29).

    ( 78 ) Κατά το σχετικό εδάφιο του άρθρου 13, «[γ]ια να διευκολυνθεί η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να αποφευχθούν τυχόν καταστρατηγήσεις των διατάξεών της με μοναδικό σκοπό τη μη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και παρέχουν η μία στην άλλη αμοιβαία συνδρομή».

    ( 79 ) Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-36/02, Omega (Συλλογή 2004, σ. I-9609, σκέψεις 35 επ.), καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-208/09, Sayn-Wittgenstein (Συλλογή 2010, σ. I-13693, σκέψεις 83 επ.).

    ( 80 ) Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση C-213/07, Μηχανική (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Συλλογή 2008, σ. I-9999, σημείο 33).

    ( 81 ) Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 581, σκέψη 3), καθώς και της 1ης Απριλίου 2008, C-212/06, Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon (Συλλογή 2008, σ. I-1683, σκέψη 58).

    Top