This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61996CJ0355
Judgment of the Court of 16 July 1998. # Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG v Hartlauer Handelsgesellschaft mbH. # Reference for a preliminary ruling: Oberster Gerichtshof - Austria. # Directive 89/104/EEC - Exhaustion of trade mark - Goods put on the market in the Community or in a non-member country. # Case C-355/96.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1998.
Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG κατά Hartlauer Handelsgesellschaft mbH.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - Ανάλωση του δικαιώματος επί του σήματος - Προϊόν που διατέθηκε στο εμπόριο εντός της Κοινότητας ή εντός τρίτης χώρας.
Υπόθεση C-355/96.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1998.
Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG κατά Hartlauer Handelsgesellschaft mbH.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - Ανάλωση του δικαιώματος επί του σήματος - Προϊόν που διατέθηκε στο εμπόριο εντός της Κοινότητας ή εντός τρίτης χώρας.
Υπόθεση C-355/96.
Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-04799
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:374
Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1998. - Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG κατά Hartlauer Handelsgesellschaft mbH. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία. - Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - Ανάλωση του δικαιώματος επί του σήματος - Προϊόν που διατέθηκε στο εμπόριο εντός της Κοινότητας ή εντός τρίτης χώρας. - Υπόθεση C-355/96.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-04799
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 Προσέγγιση των νομοθεσιών - Σήματα - Οδηγία 89/104 - Προϋόντα που τέθηκαν σε κυκλοφορία εκτός του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του - Εισαγωγή εντός κράτους μέλους - Αντίθεση του δικαιούχου - Εθνικοί κανόνες προβλέποντες τη διεθνή ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει το σήμα - Απαράδεκτο
(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 7 § 1)
2 Προσέγγιση των νομοθεσιών - Σήματα - Οδηγία 89/104 - Προϋόντα που τέθηκαν σε κυκλοφορία εκτός του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του - Εισαγωγή εντός κράτους μέλους - Αντίθεση του δικαιούχου - Απαγόρευση χρησιμοποιήσεως του σήματος με βάση μόνο το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας - Αποκλείεται
(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 7 § 1)
3 Πράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Άμεσο αποτέλεσμα - Όρια - Δυνατότητα επικλήσεως οδηγίας κατά ιδιώτη - Αποκλείεται - Εκτέλεση από τα κράτη μέλη - Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 189, εδ. 3)
4 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 89/104 περί σημάτων απαγορεύει εθνικούς κανόνες που προβλέπουν την ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει ένα σήμα για προϋόντα που διατέθηκαν υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εκτός του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.
Ερμηνεία της οδηγίας σύμφωνα με την οποία αυτή αφήνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ανάλωση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα όχι μόνο για τα προϋόντα που διατέθηκαν στο εμπόριο εντός του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου αλλά και για εκείνα που διατέθηκαν στο εμπόριο εντός τρίτων χωρών αντιβαίνει στο γράμμα του άρθρου 7 καθώς και στην οικονομία και στον σκοπό των κανόνων της οδηγίας που αφορούν τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα στον δικαιούχο του. Είναι μεν αληθές ότι, κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, «δεν φαίνεται αναγκαία η πλήρης προσέγγιση των νομοθεσιών περί σημάτων των κρατών μελών», πλην όμως η οδηγία εναρμονίζει βασικούς κανόνες ουσίας στον εν λόγω τομέα, δηλαδή κανόνες που αφορούν τις εθνικές διατάξεις οι οποίες έχουν την πλέον άμεση επίδραση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Πράγματι, κατά την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, οι νομοθεσίες περί σημάτων που ισχύουν στα κράτη μέλη παρουσιάζουν διαφορές που μπορούν να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϋόντων καθώς και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και να νοθεύσουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, και, κατά την ένατη αιτιολογική σκέψη, είναι βασικό, για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϋόντων και της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, να παρέχεται η αυτή προστασία στα καταχωρημένα σήματα σύμφωνα με τη νομοθεσία όλων των κρατών μελών.
Τα άρθρα 5 έως 7 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι περιέχουν πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η οδηγία δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφήνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο την ανάλωση δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα για προϋόντα που διατέθηκαν στο εμπόριο εντός τρίτων χωρών.
Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη που μπορεί να υλοποιήσει πλήρως τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος έγκειται στη διαφύλαξη της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Πράγματι, αναπόφευκτα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών θα απέρρεαν από μια κατάσταση στην οποία κάποια κράτη μέλη θα μπορούσαν να προβλέψουν τη διεθνή ανάλωση ενώ άλλα θα προέβλεπαν μόνον την κοινοτική ανάλωση.
Κατά της ερμηνείας αυτής δεν μπορεί να αντιταχθεί ότι η οδηγία, θεσπισθείσα δυνάμει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης, δεν μπορεί να ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 100 Α της Συνθήκης πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια αυτή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 7 δεν αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, αλλά στον καθορισμό των δικαιωμάτων που απολαύουν οι δικαιούχοι σημάτων εντός της Κοινότητας.
5 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 περί των σημάτων δεν έχει την έννοια ότι ο δικαιούχος σήματος έχει τη δυνατότητα, με βάση μόνον τη διάταξη αυτή, να απαγορεύσει σε τρίτον να χρησιμοποιεί το σήμα του για προϋόντα που διατέθηκαν, υπό το σήμα αυτό, στο εμπόριο εκτός του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.
Η υποχρέωση των κρατών μελών να θέτουν σε εφαρμογή διατάξεις βάσει των οποίων ο δικαιούχος σήματος, σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων του, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητεί την απαγόρευση σε τρίτους να κάνουν χρήση του σήματός του απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας που ορίζει τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα και όχι από τις διατάξεις του άρθρου 7.
6 Μια οδηγία δεν γεννά μεν, αυτή καθαυτή, υποχρεώσεις σε βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ' αυτού, όμως το εθνικό δικαστήριο που εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο και καλείται να το ερμηνεύσει, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης.
Στην υπόθεση C-355/96,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG
και
Hartlauer Handelsgesellschaft mbH,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την Συμφωνία για τον Ευρωπαϋκό Οικονομικό Ξώρο της 2ας Μαου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, C. Gulmann (εισηγητή), M. Wathelet και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, J. L. Murray, D. A. O. Edward, P. Jann, L. Sevσn και Κ. Μ. Ιωάννου, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG, εκπροσωπουμένη από τον Klaus Haslinger, δικηγόρο Linz,
- η Hartlauer Handelsgesellschaft mbH, εκπροσωπουμένη από τον Walter Mόller, δικηγόρο Linz,
- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Wolf Okresek, Ministerialrat στο Bundeskanzleramt (Oμοσπονδιακή Καγκελαρία),
- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους Alfred Dittrich, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, και Bernd Kloke, Oberregierungsrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας,
- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από την Catherine de Salins, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Philippe Martinet, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση,
- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Umberto Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato,
- η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους Erik Brattgεrd, departementsrεd στο τμήμα εξωτερικού εμπορίου του Υπουργείου Εξωτερικών, Tomas Norstrφm, kanslirεd στο ίδιο Υπουργείο, και την Inge Simfors, hovrδttsassessor στο ίδιο Υπουργείο,
- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένη από τη Lindsey Nicoll, του Treasury Solicitor's Department, επικουρουμένη από τον Michael Silverleaf, barrister,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τους Jόrgen Grunwald, νομικό σύμβουλο, και Berend Jan Drijber, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG, εκπροσωπουμένης από τον Klaus Haslinger, της Hartlauer Handelsgesellschaft mbH, εκπροσωπουμένης από τον Walter Mόller, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Oscar Fiumara, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Jόrgen Grunwald, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Οκτωβρίου 1997,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου 1998,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Οκτωβρίου 1996, το Oberster Gerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, στο εξής: οδηγία), όπως τροποποιήθηκε με τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϋκό Οικονομικό Ξώρο της 2ας Μαου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΞ).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των αυστριακών εταιριών Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG (στο εξής: Silhouette) και Hartlauer Handelsgesellschaft mbH (στο εξής: Hartlauer).
3 Το άρθρο 7 της οδηγίας, το οποίο αφορά την ανάλωση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα, ορίζει:
«1. Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϋόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Κοινότητα από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϋόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϋόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.»
4 Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΞVII, σημείο 4, της Συμφωνίας ΕΟΞ, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας τροποποιήθηκε για τους σκοπούς της Συμφωνίας, οπότε η φράση «μέσα στην Κοινότητα» αντικαταστάθηκε από τις λέξεις «στην αγορά ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη».
5 Το άρθρο 7 της οδηγίας μεταφέρθηκε στο αυστριακό δίκαιο με το άρθρο 10a του Markenschutzgesetz (νόμου περί της προστασίας των σημάτων), του οποίου η παράγραφος 1 ορίζει: «Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει σε τρίτον τη χρήση αυτού για προϋόντα που έχουν διατεθεί στο εμπόριο, εντός του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου, υπό το σήμα αυτό από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του».
6 Η Silhouette κατασκευάζει ομματογυάλια της ακριβότερης κατηγορίας. Τα διαθέτει στο εμπόριο παντού ανά τον κόσμο με το σήμα «Silhouette», που έχει καταχωρηθεί στην Αυστρία και στα περισσότερα κράτη του κόσμου. Στην Αυστρία πωλεί η ίδια τα γυαλιά σε οπτικούς· στα άλλα κράτη διαθέτει είτε θυγατρικές εταιρίες είτε διανομείς.
7 Η Hartlauer πωλεί, μεταξύ άλλων, γυαλιά μέσω των πολυαρίθμων θυγατρικών εταιριών της στην Αυστρία, η δε πολιτική πωλήσεων την οποία αυτή ακολουθεί βασίζεται κυρίως στις χαμηλές τιμές. Δεν προμηθεύεται από τη Silhouette, επειδή η τελευταία θεωρεί ότι η διανομή των προϋόντων της από τη Hartlauer θα έβλαπτε τη φήμη της ως κατασκευάστριας γυαλιών πολύ καλής ποιότητας και του συρμού.
8 Τον Οκτώβριο 1995, η Silhouette πώλησε 21 000 σκελετούς γυαλιών ξεπερασμένης μόδας στη βουλγαρική εταιρία Union Trading αντί 261 450 δολλαρίων ΗΠΑ. Είχε αναθέσει στον αντιπρόσωπό της να δώσει εντολή στους πελάτες να πωλήσουν τους σκελετούς γυαλιών μόνο εντός της Βουλγαρίας ή εντός των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως και να μη τους εξαγάγουν σε άλλες χώρες. Ο αντιπρόσωπος διαβεβαίωσε τη Silhouette ότι διαβίβασε την εντολή αυτή στον αγοραστή. Το Oberster Gerichtshof τόνισε πάντως ότι δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί αν αυτό πράγματι συνέβη.
9 Η Silhouette παρέδωσε τους εν λόγω σκελετούς στην Union Trading στη Σόφια τον Νοέμβριο 1995. Η Hartlauer αγόρασε τα εμπορεύματα
αυτά - κατά το Oberster Gerichtshof δεν κατέστη δυνατό να διαπιστωθεί από ποιον πωλητή - και τα διέθεσε προς πώληση εντός της Αυστρίας από τον Δεκέμβριο του 1995. Στο πλαίσιο εκστρατείας διά του Τύπου, η Hartlauer κατέστησε γνωστόν ότι είχε κατορθώσει, παρ' όλον ότι η Silhouette δεν την προμήθευε, να αγοράσει 21 000 σκελετούς Silhouette στο εξωτερικό.
10 Η Silhouette υπέβαλε αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Landesgericht Steyr, ώστε να απαγορευθεί στη Hartlauer να διαθέτει προς πώληση εντός της Αυστρίας γυαλιά ή σκελετούς γυαλιών που φέρουν το σήμα της, στο μέτρο που αυτά δεν είχαν διατεθεί στο εμπόριο επί του εδάφους του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου (στο εξής: ΕΟΞ) από την ίδια ή με τη συγκατάθεσή της. Υποστηρίζει ότι δεν έχει αναλώσει τα δικαιώματά της επί του σήματος, για τον λόγον ότι η οδηγία δεν προβλέπει την ανάλωση τέτοιων δικαιωμάτων παρά μόνον αν τα προϋόντα έχουν διατεθεί στο εμπόριο επί του εδάφους του ΕΟΞ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του. Στήριξε την αίτησή της στο άρθρο 10a του Markenschutzgesetz, καθώς και στα άρθρα 1 και 9 του Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (νόμου για την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού, στο εξής: UWG), και στο άρθρο 43 του Allgemeines Bόrgerliches Gesetzbuch (γενικές αρχές του αστικού κώδικα, στο εξής: ABGB).
11 Η Hartlauer ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως για τον λόγον ότι η Silhouette δεν είχε πωλήσει τους σκελετούς επιβάλλοντας ως όρον ότι αποκλειόταν κάθε επανεισαγωγή στην Κοινότητα. Κατ' αυτήν, το άρθρο 43 του ABGB δεν έχει εφαρμογή. Επιπλέον, παρατήρησε ότι ο Markenschutzgesetz δεν παρέχει δικαίωμα απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως του σήματος και ότι η συμπεριφορά της, λαμβάνοντας υπόψη την ασαφή νομική κατάσταση, δεν ήταν αντίθετη προς τα ειωθότα.
12 Η αγωγή της Silhouette απορρίφθηκε από το Landesgericht Steyr και, κατ' έφεση, από το Oberlandesgericht Linz. Η Silhouette άσκησε αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof.
13 Το Oberster Gerichtshof παρατήρησε κατ' αρχάς ότι η υπόθεση της οποίας επελήφθη αφορά την επανεισαγωγή εμπορεύματος που προέρχεται από τον δικαιούχο του σήματος, διατεθέντος στο εμπόριο από τον δικαιούχο εντός τρίτης χώρας. Στη συνέχεια τόνισε ότι, πριν από την έναρξη της ισχύος του άρθρου 10a του Markenschutzgesetz, τα αυστριακά δικαστήρια εφάρμοζαν την αρχή της διεθνούς αναλώσεως του δικαιώματος που παρέχει το σήμα (αρχή σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα του δικαιούχου αναλώνονται αφής το προϋόν που φέρει το σήμα έχει διατεθεί στο εμπόριο, ανεξαρτήτως του τόπου όπου αυτό διατέθηκε στο εμπόριο). Τέλος, το Oberster Gerichtshof επισήμανε ότι, στην αιτιολογική έκθεση του αυστριακού νόμου περί μεταφοράς του άρθρου 7 της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αναφέρεται ότι η πρόθεση ήταν να αφεθεί στη δικαστική πρακτική η μέριμνα για τη ρύθμιση του ζητήματος του κύρους της αρχής της διεθνούς αναλώσεως.
14 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (89/104/ΕΟΚ, ΕΕ L 40, σ. 1, της 11. 2. 1989), την έννοια ότι το δικαίωμα που παρέχει το σήμα επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει σε τρίτον τη χρησιμοποίηση του σήματος για προϋόντα τα οποία έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος;
2) Μπορεί ο δικαιούχος του σήματος να ζητεί, με βάση μόνον το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, να μη χρησιμοποιεί ο τρίτος το σήμα για προϋόντα τα οποία έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εντός κράτους το οποίο δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος;»
Επί του πρώτου ερωτήματος
15 Με το πρώτο ερώτημα, το Oberster Gerichtshof ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύει εθνικοί κανόνες να προβλέπουν την ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει ένα σήμα για τα προϋόντα που διατέθηκαν υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εκτός του ΕΟΞ από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.
16 Πρέπει, κατ' αρχάς, να υπομνηστεί ότι το άρθρο 5 της οδηγίας καθορίζει «τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα» και ότι το άρθρο 7 περιέχει τον σχετικό με τα «όρια του δικαιώματος που παρέχει το σήμα» κανόνα.
17 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, το καταχωρημένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο του αποκλειστικό δικαίωμα. Η ίδια αυτή παράγραφος ορίζει εξάλλου, υπό στοιχείο αα, ότι το αποκλειστικό δικαίωμα παρέχει τη δυνατότητα στον κάτοχό του να απαγορεύει σε κάθε τρίτον να χρησιμοποιεί, χωρίς τη συγκατάθεσή του, στον συναλλακτικό βίο, ιδίως, σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϋόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το σήμα. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, το οποίο δεν απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τα είδη χρήσεως που ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να απαγορεύει βάσει της παραγράφου 1, το δικαίωμα αυτό καλύπτει ιδίως την εισαγωγή και την εξαγωγή των προϋόντων που φέρουν το οικείο σήμα.
18 Όπως οι κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 6 της οδηγίας, οι οποίοι θέτουν ορισμένα όρια των αποτελεσμάτων του σήματος, το άρθρο 7 διευκρινίζει ότι, υπό προϋποθέσεις που καθορίζει, το αποκλειστικό δικαίωμα που παρέχει το σήμα αναλώνεται, οπότε ο δικαιούχος του σήματος στερείται πλέον της εξουσίας να απαγορεύει τη χρησιμοποίηση αυτού. Προϋπόθεση της αναλώσεως αποτελεί κατ' αρχάς το γεγονός ότι τα προϋόντα έχουν διατεθεί στο εμπόριο από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του. Όμως, σύμφωνα με το γράμμα της οδηγίας, η ανάλωση συντελείται μόνον αν τα προϋόντα έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός της Κοινότητας (εντός του ΕΟΞ από την έναρξη της ισχύος της Συμφωνίας ΕΟΞ).
19 Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι ουδόλως υποστηρίχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η οδηγία μπορούσε να έχει την έννοια ότι αυτή καθιερώνει την ανάλωση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα για προϋόντα τα οποία τέθηκαν στο εμπόριο από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, ανεξαρτήτως του τόπου εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η διάθεση στο εμπόριο.
20 Αντιθέτως, η Hartlauer και η Σουηδική Κυβέρνηση υποστήριξαν ότι η οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη το δικαίωμα να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ανάλωση όχι μόνον για τα προϋόντα που διατέθηκαν στο εμπόριο εντός του ΕΟΞ, αλλά και για εκείνα που διατέθηκαν στο εμπόριο εντός τρίτων χωρών.
21 Η προτεινομένη από τη Hartlauer και τη Σουηδική Κυβέρνηση ερμηνεία της οδηγίας προϋποθέτει, ενόψει του γράμματος του άρθρου 7, ότι η οδηγία αρκείται, όπως η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ, να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν την κοινοτική ανάλωση, αλλ' ότι το άρθρο της 7 δεν ρυθμίζει εξαντλητικώς το ζήτημα της αναλώσεως των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα, αφήνοντας έτσι τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να προβλέπουν κανόνες σχετικούς με την ανάλωση, που βαίνουν πέραν εκείνων που ρητώς διατυπώνονται στο άρθρο 7 της οδηγίας.
22 Όμως, όπως υποστήριξαν τόσον η Silhouette, η Αυστριακή, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και η Επιτροπή, μια τέτοια ερμηνεία αντιβαίνει στο γράμμα του άρθρου 7 καθώς και στην οικονομία και στον σκοπό των κανόνων της οδηγίας που αφορούν τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα στον δικαιούχο του.
23 Κατ' αρχάς, πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι είναι μεν αληθές ότι, κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, «δεν φαίνεται αναγκαία η πλήρης προσέγγιση των νομοθεσιών περί σημάτων των κρατών μελών», πλην όμως η οδηγία εναρμονίζει βασικούς κανόνες ουσίας στον εν λόγω τομέα, δηλαδή, σύμφωνα με την ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη, κανόνες που αφορούν τις εθνικές διατάξεις οι οποίες έχουν την πλέον άμεση επίδραση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, και ότι η αιτιολογική αυτή σκέψη δεν αποκλείει να είναι πλήρης η σχετική με τους κανόνες αυτούς εναρμόνιση.
24 Πράγματι, στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας υπενθυμίζεται ότι οι νομοθεσίες περί σημάτων που ισχύουν στα κράτη μέλη παρουσιάζουν διαφορές οι οποίες μπορούν να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϋόντων καθώς και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και να νοθεύσουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, οπότε είναι αναγκαία η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Στην ενάτη αιτιολογική σκέψη τονίζεται ότι, για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϋόντων και της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, είναι βασικό να παρέχεται η αυτή προστασία στα καταχωρημένα σήματα σύμφωνα με τη νομοθεσία όλων των κρατών μελών και ότι αυτό, πάντως, δεν στερεί από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρέχουν ευρύτερη προστασία στα σήματα που έχουν αποκτήσει φήμη.
25 Ενόψει των αιτιολογικών αυτών σκέψεων, τα άρθρα 5 έως 7 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι περιέχουν πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται εξάλλου από το γεγονός ότι το άρθρο 5 ρητώς αφήνει στα κράτη μέλη το δικαίωμα να διατηρούν ή να θεσπίζουν ορισμένους κανόνες εντός των ειδικών ορίων που έχει θέσει ο κοινοτικός νομοθέτης. Έτσι, σύμφωνα με την παράγραφό του 2, στην οποία αναφέρεται η ενάτη αιτιολογική σκέψη, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν ευρύτερη προστασία στα σήματα που έχουν αποκτήσει φήμη.
26 Υπό τις συνθήκες αυτές, η οδηγία δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφήνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο την ανάλωση δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα για προϋόντα που διατέθηκαν στο εμπόριο εντός τρίτων χωρών.
27 Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη που μπορεί να υλοποιήσει πλήρως τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος έγκειται στη διαφύλαξη της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Πράγματι, αναπόφευκτα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών θα απέρρεαν από μια κατάσταση στην οποία κάποια κράτη μέλη θα μπορούσαν να προβλέψουν τη διεθνή ανάλωση ενώ άλλα θα προέβλεπαν μόνον την κοινοτική ανάλωση.
28 Κατά της ερμηνείας αυτής δεν μπορεί να αντιταχθεί, όπως έπραξε η Σουηδική Κυβέρνηση, ότι η οδηγία, θεσπισθείσα δυνάμει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης ΕΚ που διέπει την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν μπορεί να ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, οπότε το άρθρο της 7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η οδηγία αφορά μόνον τις ενδοκοινοτικές σχέσεις.
29 Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 100 Α της Συνθήκης πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια που προτείνει η Σουηδική Κυβέρνηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 7, όπως προαναφέρθηκε στην παρούσα απόφαση, δεν αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, αλλά στον καθορισμό των δικαιωμάτων που απολαύουν οι δικαιούχοι σημάτων εντός της Κοινότητας.
30 Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι οι αρμόδιες κοινοτικές αρχές θα μπορούσαν οποτεδήποτε να επεκτείνουν, με τη σύναψη σχετικών διεθνών συμφωνιών, όπως αυτό έγινε στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΟΞ, την προβλεπομένη από το άρθρο 7 ανάλωση στα προϋόντα που διατίθενται στο εμπόριο εντός τρίτων χωρών.
31 Λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, όπως τροποποιήθηκε με τη Συμφωνία ΕΟΞ, απαγορεύει εθνικούς κανόνες που προβλέπουν την ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει ένα σήμα για προϋόντα που διατέθηκαν υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εκτός του ΕΟΞ από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
32 Με το δεύτερο ερώτημα, το Oberster Gerichtshof ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι, με βάση μόνον τη διάταξη αυτή, ο δικαιούχος σήματος μπορεί να απαγορεύσει σε τρίτον να χρησιμοποιεί το σήμα του για προϋόντα που διατέθηκαν, υπό το σήμα αυτό, στο εμπόριο εκτός του ΕΟΞ από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.
33 Με τη διάταξή του περί παραπομπής, όπως αυτή διευκρινίστηκε με μεταγενέστερη ανακοίνωση, το Oberster Gerichtshof τόνισε:
- ότι το δεύτερο ερώτημα υποβλήθηκε διότι ο Markenschutzgesetz δεν προβλέπει δικαίωμα απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως του σήματος ούτε περιλαμβάνει διάταξη που να αντιστοιχεί στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας. Επί προσβολής του σήματος, η απαγόρευση χρησιμοποιήσεώς του μπορεί να ζητηθεί μόνον οσάκις υφίσταται ταυτόχρονα παράβαση του άρθρου 9 του UWG, του οποίου η εφαρμογή προϋποθέτει κίνδυνο συγχύσεως, πράγμα το οποίο δεν υφίσταται οσάκις πρόκειται για τα αρχικά προϋόντα του δικαιούχου του σήματος·
- ότι, στο αυστριακό δίκαιο, τουλάχιστον σύμφωνα με την κρατούσα σήμερα θεωρία, ο δικαιούχος σήματος δεν μπορεί να προβάλλει δικαίωμα απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως του σήματος από εκείνον που εισάγει ή επανεισάγει ως παράλληλος εισαγωγέας προϋόντα φέροντα ένα σήμα, αν το δικαίωμα απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως δεν απορρέει ήδη από το άρθρο 10a, παράγραφος 1, του Markenschutzgesetz. Κατά το αυστριακό δίκαιο, τίθεται συνεπώς το ερώτημα αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί σημάτων, το οποίο έχει ταυτόσημο περιεχόμενο με το άρθρο 10a, παράγραφος 1, του Markenschutzgesetz, προβλέπει το δικαίωμα, να ζητείται η απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως του σήματος, και αν ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ζητεί, με βάση μόνο τη διάταξη αυτή, όπως ο τρίτος μη χρησιμοποιεί το σήμα για προϋόντα που έχουν διατεθεί, υπό το σήμα αυτό, στο εμπόριο εκτός του ΕΟΞ.
34 Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι, σύμφωνα με την οικονομία της οδηγίας, τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα καθορίζονται από το άρθρο 5, ενώ το άρθρο 7 περιέχει μια σημαντική διευκρίνιση σε σχέση με τον καθορισμό αυτόν, καθόσον ορίζει ότι τα δικαιώματα που παρέχει το άρθρο 5 δεν επιτρέπουν στον δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρησιμοποίηση του σήματος οσάκις συντρέχουν οι σχετικές με την ανάλωση προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή.
35 Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν αμφισβητείται μεν ότι η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θέτουν σε εφαρμογή διατάξεις βάσει των οποίων ο δικαιούχος σήματος, σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων του, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απαγορεύει σε τρίτους να κάνουν χρήση του σήματός του, πλην όμως διαπιστώνεται ότι η υποχρέωση αυτή απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας και όχι από τις διατάξεις του άρθρου 7.
36 Ενόψει της διαπιστώσεως αυτής, πρέπει, πρώτον, να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια οδηγία, αυτή καθαυτή, δεν γεννά υποχρεώσεις σε βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ' αυτού. Δεύτερον, έχει σημασία να τονιστεί ότι, κατά την ίδια αυτή νομολογία, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψεις 6 και 8, και της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. Ι-3325, σκέψεις 20 και 26).
37 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση, υπό την επιφύλαξη της αμέσως ανωτέρω διαπιστώσεως ως προς την υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν έχει την έννοια ότι ο δικαιούχος σήματος έχει τη δυνατότητα, με βάση μόνον τη διάταξη αυτή, να απαγορεύσει σε τρίτον να χρησιμοποιεί το σήμα του για προϋόντα που διατέθηκαν, υπό το σήμα αυτό, στο εμπόριο εκτός του ΕΟΞ από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.
Επί των δικαστικών εξόδων
38 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Σουηδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθως και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 1996 το Oberster Gerichtshof, αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, όπως τροποποιήθηκε με τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϋκό Οικονομικό Ξώρο της 2ας Μαου 1992, απαγορεύει εθνικούς κανόνες που προβλέπουν την ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει ένα σήμα για προϋόντα που διατέθηκαν υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εκτός του ευρωπαϋκού οικονομικού χώρου από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.
2) Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 δεν έχει την έννοια ότι ο δικαιούχος σήματος έχει τη δυνατότητα, με βάση μόνον τη διάταξη αυτή, να απαγορεύσει σε τρίτον να χρησιμοποιεί το σήμα του για προϋόντα που διατέθηκαν, υπό το σήμα αυτό, στο εμπόριο εκτός του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.