This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52001PC0257
Proposal for a European Parliament and Council Directive on the right of citizens of the Union and their family members to move and reside freely within the territory of the Member States
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών
/* COM/2001/0257 τελικό - COD 2001/0111 */
ΕΕ C 270E της 25.9.2001, p. 150–160
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών /* COM/2001/0257 τελικό - COD 2001/0111 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 270 E της 25/09/2001 σ. 0150 - 0160
Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών (υποβάλλεται από την Επιτροπή) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. Εισαγωγή 1.1. Η καθιέρωση ιθαγένειας της Ένωσης «αποτελεί για τον πολίτη μία εγγύηση ότι ανήκει σε μία πολιτική κοινότητα και κοινότητα δικαίου». Την άποψη αυτή έχει εκφράσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του σχετικά με τη δεύτερη έκθεση της Επιτροπής για την ιθαγένεια της Ένωσης [1]. Στην ίδια έκθεση [2], η Επιτροπή διαβεβαιώνει ότι η ιθαγένεια της Ένωσης «έχει αυξήσει τις προσδοκίες των πολιτών όσον αφορά την παροχή και προστασία των δικαιωμάτων τους». Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Κάρντιφ αναγνωρίζεται ότι «τα κράτη μέλη και όλα τα όργανα της Ένωσης πρέπει να εμμείνουν στις προσπάθειές τους με στόχο να προσεγγίσει η Ένωση τους πολίτες. για τον σκοπό αυτό, η Ένωση πρέπει να γίνει διαφανέστερη, πιο κατανοητή και να έρθει πιο κοντά στην καθημερινή ζωή των πολιτών». [1] Ψήφισμα σχετικά με τη Δεύτερη έκθεση της Επιτροπής για την ιθαγένεια της Ένωσης (COM(97) 230 τελικό C4-0291/97), EE C 226, 20.7.1998, σ. 61. [2] Δεύτερη έκθεση της Επιτροπής για την ιθαγένεια της Ένωσης (COM(97) 230 τελικό). 1.2. Στην ανακοίνωσή της όσον αφορά την παρακολούθηση των συστάσεων της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων [3], η Επιτροπή διαβεβαιώνει ότι η θεσμοθέτηση της ιθαγένειας της Ένωσης «γενίκευσε προς όφελος όλων των πολιτών τα δικαιώματα εισόδου, διαμονής και παραμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Υπό αυτή την προοπτική, τα εν λόγω δικαιώματα καθίστανται αναπόσπαστο μέρος της νομικής κληρονομιάς κάθε πολίτη της Ένωσης και πρέπει να κωδικοποιηθούν σε ένα κοινό νομοθετικό κώδικα». προς τούτο, «είναι απαραίτητο να εναρμονιστεί το νομικό καθεστώς για όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το αν ασκούν οικονομική δραστηριότητα ή όχι». Συνεπώς, απαιτείται μια νέα τακτική σε σχέση με την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης η οποία να τείνει προς ένα ενιαίο καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας κατά την έννοια των άρθρων 17 και 18 της συνθήκης ΕΚ. [3] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όσον αφορά την παρακολούθηση των συστάσεων της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (COM(98) 403 τελικό). 1.3. Η παρούσα πρόταση οδηγίας εντάσσεται στο νέο νομικό και πολιτικό περιβάλλον που έχει προκύψει με την ιθαγένεια της Ένωσης. Το θεμελιώδες σκεπτικό είναι το εξής: η κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης μεταξύ των κρατών μελών θα έπρεπε να πραγματοποιείται, τηρουμένων των αναλογιών, υπό καθεστώς παρόμοιο με αυτό που ισχύει για τους πολίτες ενός κράτους μέλους οι οποίοι κυκλοφορούν και αλλάζουν τόπο κατοικίας ή δραστηριότητα στο εσωτερικό της ίδιας τους της χώρας. Οι όποιες πρόσθετες υποχρεώσεις διοικητικής ή νομοθετικής φύσεως δεν πρέπει να υπερβαίνουν το μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο και το οποίο υπαγορεύεται από το ιδιαίτερο δεδομένο ότι το εκάστοτε πρόσωπο έχει την ιδιότητα του «μη ημεδαπού». 1.4. Η παρούσα πρόταση περιλαμβάνει πολλά σκέλη: καταρχάς, σε σύγκριση με το παρελθόν, της έχει προσδοθεί η μορφή ενιαίου κειμένου. η λύση αυτή παρουσιάζει το πλεονέκτημα της σαφήνειας και της διαφάνειας. Έπειτα, προτείνεται η χαλάρωση των διατάξεων που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας. η χαλάρωση αυτή, ανάλογα με τον βαθμό ενσωμάτωσης στην εκάστοτε χώρα, κυμαίνεται από την επέκταση του δικαιώματος διαμονής χωρίς καμία διατύπωση επί έξι μήνες μέχρι την εξάλειψη όλων των προϋποθέσεων και της κάθε είδους κατηγοριοποίησης των δικαιούχων καθώς και την εξομοίωση με τους ημεδαπούς έπειτα από τέσσερα έτη διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής. Τέλος, αποσαφηνίζονται οι περιορισμοί στο δικαίωμα διαμονής. Επιπλέον, η παρούσα πρόταση οδηγίας διευκολύνει σημαντικά την άσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας και διαμονής των μελών της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. 2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην πρόταση οδηγίας 2.1. Το δικαίωμα εισόδου και διαμονής των πολιτών της Ένωσης διέπεται σήμερα από ένα πολυσύνθετο σύνολο νομοθετικών κειμένων, το οποίο απαρτίζεται από δύο κανονισμούς και εννιά οδηγίες. Τα κείμενα αυτά στηρίζονται σε πληθώρα νομικών βάσεων της συνθήκης ΕΚ και καλύπτουν διάφορες κατηγορίες δικαιούχων. Με την παρούσα πρόταση οι κατηγορίες αυτές συγκεντρώνονται σε ενιαίο νομοθετικό κείμενο. Για τα πρόσωπα που είναι οικονομικώς ενεργά, δηλαδή για τους μισθωτούς και τους μη μισθωτούς εργαζόμενους, η μόνη προϋπόθεση που τίθεται για το δικαίωμα διαμονής εξακολουθεί να είναι η άσκηση κάποιας οικονομικής δραστηριότητας, η οποία αποδεικνύεται με απλή δήλωση. Για τα πρόσωπα που δεν είναι οικονομικώς ενεργά, η προϋπόθεση της επάρκειας των πόρων και της ασφάλισης ασθενείας διατηρείται κατά τα πρώτα τέσσερα έτη διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, και τούτο για να διασφαλισθεί ότι τα πρόσωπα αυτά δεν θα καταστούν υπέρμετρο βάρος για τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής. Πάντως, η προϋπόθεση αυτή μετριάζεται από το γεγονός ότι το ύψος των πόρων που θεωρούνται επαρκείς δεν προσδιορίζεται πλέον στην πρόταση, ούτε μπορεί να καθορίζεται από τα κράτη μέλη. Εξάλλου, η απόδειξη της εκπλήρωσης των δύο αυτών προϋποθέσεων αντικαθίσταται από απλή υπεύθυνη δήλωση, η ακρίβεια της οποίας μπορεί να ελεγχθεί μόνο σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος αποταθεί στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας ή ζητήσει να υπαχθεί στο καθεστώς ασφάλισης ασθενείας για τα πρόσωπα που δεν διαθέτουν ασφάλιση ασθενείας. Οι σπουδαστές οφείλουν να αποδείξουν ότι είναι εγγεγραμμένοι σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα και να βεβαιώσουν με δήλωσή τους ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας. 2.2. Η θέσπιση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής έπειτα από τέσσερα έτη νόμιμης και συνεχούς διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής αποτελεί καινοτομία, η οποία είναι λογικό και αναγκαίο επακόλουθο ενός θεμελιώδους και προσωποπαγούς δικαιώματος που η συνθήκη αναγνωρίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης. Η συμπλήρωση τεσσάρων ετών διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο την άρση κάθε προϋπόθεσης και κάθε περιορισμού του δικαιώματος διαμονής του, καθώς επίσης και την παροχή σε αυτόν μεταχείρισης σχεδόν απόλυτα ίσης με αυτήν που επιφυλάσσεται στους ημεδαπούς. 2.3. Οι στόχοι που περιγράφονται συνοπτικά πιο πάνω δεν θα ήταν δυνατό να επιτευχθούν αν οι σχετικές λεπτομερειακές ρυθμίσεις και διοικητικές πρακτικές ήταν επαχθείς και αδικαιολόγητες, με αποτέλεσμα να καταλήγουν να αποτελούν εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, η παρούσα πρόταση οδηγίας αποβλέπει στο να κατοχυρωθούν για τους πολίτες της Ένωσης και για τα μέλη των οικογενειών τους εγγυήσεις και διατυπώσεις «ισοδύναμες» σε σύγκριση με αυτές των ημεδαπών. Η ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία επιβάλλει ήδη την επίτευξη του ρηθέντος στόχου. Το άρθρο 40 της συνθήκης ΕΚ επιτάσσει την κατάργηση των διοικητικών διαδικασιών και μεθόδων, των προθεσμιών και των λοιπών περιορισμών που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Το άρθρο 9, παράγραφος 3 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ [4] και το άρθρο 7, παράγραφος 3 της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ [5] προβλέπουν ότι «τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για να απλουστεύσουν κατά το δυνατόν περισσότερο τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες αποκτήσεως των εγγράφων διαμονής». [4] Οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας, EE L 257, 19.10.1968, σ. 13. [5] Οδηγία 73/148/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών, ΕΕ L 172, 28.6.1973, σ. 14. Κατά συνέπεια, το νέο σχετικό κοινοτικό νομοθέτημα είναι σκόπιμο να περιλαμβάνει διοικητικές διατάξεις οι οποίες να συνάδουν, μεταξύ άλλων, με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Αφενός, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. π.χ. την απόφαση της 8ης Απριλίου 1976 επί της υπόθεσης 48/75, Royer, Συλλογή 1976, σελ. 497, σημείο 31 και επόμ.), το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να εισέρχονται στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους και να διαμένουν εκεί, για τους σκοπούς που προβλέπονται στη συνθήκη, αποτελεί δικαίωμα το οποίο απορρέει απευθείας από τη συνθήκη ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τις διατάξεις εφαρμογής της συνθήκης. Το δικαίωμα αυτό ανήκει στον πολίτη ανεξάρτητα από τη χορήγηση τίτλου διαμονής από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής. Συνεπώς, η χορήγηση τέτοιου τίτλου πρέπει να θεωρείται ως πράξη με την οποία διαπιστώνεται από ένα κράτος μέλος η ατομική κατάσταση ενός υπηκόου κάποιου άλλου κράτους μέλους σε σχέση με τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας. Με άλλα λόγια, ο τίτλος διαμονής έχει, σύμφωνα με το Δικαστήριο, καθαρά αναγνωριστικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ένωσης. Αφετέρου, δεν είναι δυνατό να παραγνωρισθεί ότι τα κράτη μέλη έχουν το νόμιμο δικαίωμα, το οποίο έχει γίνει δεκτό από το Δικαστήριο, να γνωρίζουν τις μετακινήσεις πληθυσμού στην επικράτειά τους. Ωστόσο, η προσέλευση προς εγγραφή στις αρμόδιες αρχές του τόπου διαμονής, σε συνδυασμό με την κατοχή δελτίου ταυτότητας της χώρας καταγωγής ή έγκυρου διαβατηρίου, ικανοποιεί πλήρως την ανάγκη αυτή. Επομένως, κατά πρώτον η πρόταση προβλέπει την επιμήκυνση της περιόδου διαμονής σε ένα άλλο κράτος μέλος κατά την οποία είναι αρκετή η κατοχή δελτίου ταυτότητας ή έγκυρου διαβατηρίου, χωρίς να απαιτείται η τήρηση οποιασδήποτε άλλης διατύπωσης. Η επιμήκυνση της περιόδου αυτής από τους τρεις μήνες που ισχύουν σήμερα στους έξι μήνες ανταποκρίνεται στις σύγχρονες μορφές κινητικότητας και στην πρακτική της εναλλασσόμενης διαβίωσης στα κράτη μέλη. Συγχρόνως, επιβάλλεται η υιοθέτηση νέας προσέγγισης σε σχέση με την άσκηση του δικαιώματος διαμονής. Πιο συγκεκριμένα, είναι σκόπιμο να περιορισθεί η υποχρέωση κατοχής τίτλου διαμονής μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες η απαίτηση αυτή είναι δικαιολογημένη. Η υποχρέωση κατοχής δελτίου διαμονής θα είναι δυνατό να παραμείνει σε ισχύ μόνο για τα μέλη της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους. Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να διευκολυνθεί, χάρη στην κατοχή δελτίου διαμονής, η άσκηση του προβλεπόμενου από την κοινοτική νομοθεσία δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που εμπίπτουν στη συγκεκριμένη κατηγορία. Πράγματι, με την εξαντλητική απαρίθμηση των εγγράφων που πρέπει να προσκομίζονται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, την περιγραφή των σχετικών διαδικασιών και τον καθορισμό υποχρεωτικών προθεσμιών, η παρούσα πρόταση οδηγίας περιορίζει στο απολύτως αναγκαίο και συνεπώς απλουστεύει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις διατυπώσεις που ισχύουν για την άσκηση του δικαιώματος διαμονής από τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους. 2.4. Η παρούσα πρόταση οδηγίας ανταποκρίνεται επίσης στα ιδιαίτερα δεδομένα των μελών της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης. Παρότι είναι αληθές ότι το δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής των μελών της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης δεν προβλέπεται ρητώς από τη συνθήκη, το δικαίωμα αυτό απορρέει από το δικαίωμα στη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής, θεμελιώδες δικαίωμα που συγκαταλέγεται στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, των οποίων ο σεβασμός κατοχυρώνεται από την κοινοτική νομοθεσία και προβλέπεται στον «Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Καταρχάς, μέσω του διευρυμένου ορισμού της έννοιας του «μέλους της οικογένειας», η παρούσα οδηγία αποβλέπει όχι μόνο στην ενσωμάτωση του κεκτημένου της νομολογίας του Δικαστηρίου και στην αναγνώριση της εξέλιξης των εθνικών νομοθεσιών, αλλά επίσης στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, με την εξάλειψη κάθε δυνατότητας αρνητικής επίδρασης για λόγους οικογενειακής επανένωσης. Εξάλλου, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία που ισχύει σήμερα, το δικαίωμα διαμονής στο εκάστοτε κράτος μέλος υποδοχής είναι δυνατό να αφαιρεθεί από τον/τη διαζευγμένο/η σύζυγο και τα τέκνα που είτε έχουν ενηλικιωθεί είτε έχουν παύσει να εξαρτώνται οικονομικά από τον πολίτη της Ένωσης, και τούτο ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ για τα μέλη της οικογένειας κάποιου πολίτη της Ένωσης τα οποία έχουν την ιθαγένεια τρίτης χώρας. Εξ ού και η ανάγκη λήψης μέτρων που να επιτρέπουν την εφαρμογή ακριβοδίκαιων λύσεων, με σεβασμό της οικογενειακής ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ούτως ώστε να αποτρέπονται οι καταχρήσεις. 2.5. Τέλος, η πρόταση κατατείνει στην καλύτερη οριοθέτηση της δυνατότητας περιορισμού του δικαιώματος διαμονής ενός πολίτη της Ένωσης και των μελών της οικογενείας του. Καταρχάς, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι η ίδια η συνθήκη προβλέπει τη δυνατότητα άρνησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Αν και το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η έννοια της δημόσιας τάξης είναι δυνατό να ποικίλλει ανάλογα με την εθνική νομοθεσία, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ [6], διατύπωσε ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με την εν λόγω έννοια, οι οποίες αξίζει να ενσωματωθούν στην παρούσα πρόταση, που αντικαθιστά την οδηγία 64/221/ΕΟΚ. Πέραν αυτού, η καθιέρωση νέων διατάξεων εμπνεόμενων από την προβληματική των θεμελιωδών δικαιωμάτων θα προσπορίσει στους πολίτες της Ένωσης περισσότερες εγγυήσεις καθώς και καλύτερη προστασία, τόσο στον χώρο της διοίκησης όσο και στον χώρο της δικαιοσύνης, απέναντι σε αποφάσεις με τις οποίες περιστέλλεται το θεμελιώδες δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής τους. Μάλιστα, η προστασία αυτή είναι πλήρης για τους ανήλικους που διατηρούν οικογενειακούς δεσμούς στη χώρα υποδοχής και για τα πρόσωπα που έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής. [6] Οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας, ΕΕ L 56, 4.4.1964, σ. 850. 3. Επιλογή της νομικής βάσης 3.1. Η παρούσα πρόταση οδηγίας στηρίζεται από κοινού στα άρθρα 12, 18 παράγραφος 2, 40, 44 και 52. Επειδή το άρθρο 18, παράγραφος 2 της συνθήκης αποτελεί επικουρική νομική βάση και μπορεί να χρησιμεύσει ως έρεισμα μόνο για τα πρόσωπα που δεν είναι οικονομικώς ενεργά, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν ως ειδικές νομικές βάσεις τα άρθρα 40, 44 και 52, τα οποία καλύπτουν τα πρόσωπα που ασκούν οικονομική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατή η θέσπιση ενιαίου καθεστώτος, με βάση την εφαρμογή ενιαίας διαδικασίας που θα καλύπτει το σύνολο των διαδικασιών που προβλέπονται στις ρηθείσες διατάξεις. Για να επιτευχθεί ο πρωταρχικός στόχος του ενιαίου χαρακτήρα του προτεινόμενου καθεστώτος, η Επιτροπή παραιτείται από την άσκηση της αρμοδιότητας που της παραχωρείται με το άρθρο 39, παράγραφος 3, στοιχείο δ) της συνθήκης σχετικά με την έκδοση κανονισμών εφαρμογής για τον καθορισμό των προϋποθέσεων που διέπουν το δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια ενός κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό ορισμένης εργασίας. Ειδικότερα, η παρούσα πρόταση οδηγίας περιλαμβάνει ήδη ισχύουσες διατάξεις για το δικαίωμα παραμονής, οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 της Επιτροπής [7]. εν ευθέτω χρόνω, η Επιτροπή θα εκδώσει πράξη για την κατάργηση του εν λόγω κανονισμού (βλ. επίσης κατωτέρω τα σχόλια επί του άρθρου 42). [7] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας, ΕΕ L 142, 30.6.1970, σ. 24. 3.2. Δεδομένου ότι η παρούσα πρόταση οδηγίας θεμελιώνεται σε διατάξεις της συνθήκης ΕΚ που δεν υπάγονται στον Τίτλο ΙV της ίδιας συνθήκης, σχετικά με τις θεωρήσεις, το άσυλο, τη μετανάστευση και τις λοιπές πολιτικές που έχουν σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, θα πρέπει να ενσωματωθεί στο δίκαιο όλων των κρατών μελών της Ένωσης. 4. Επικουρικότητα και αναλογικότητα 4.1. Τα άρθρα 40, 44 και 52 καλούν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές πράξεις προκειμένου να κατοχυρωθεί η ελεύθερη κυκλοφορία (δικαίωμα εισόδου και διαμονής) των εργαζομένων, η ελευθερία εγκατάστασης και η ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, κάθε πολίτης της Ένωσης έχει δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής, με την επιφύλαξη των περιορισμών και των όρων που προβλέπονται στη συνθήκη ή στο παράγωγο δίκαιο. Τα κράτη μέλη δεν έχουν καμία αρμοδιότητα εν προκειμένω. Κατά δεύτερο λόγο, στο άρθρο 18, παράγραφος 2 προβλέπεται η εξουσία της Κοινότητας να θεσπίζει διατάξεις με στόχο τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. Πριν από την προσθήκη του άρθρου 18 στη συνθήκη, το άρθρο 235 (δηλαδή το νέο άρθρο 308) είχε επιτρέψει τη θέσπιση από την Κοινότητα μέτρων με σκοπό την κατοχύρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα (συνταξιούχων και οικονομικώς ανενεργών ατόμων). το άρθρο 7 (νέο άρθρο 12) είχε επιτελέσει ανάλογη λειτουργία για την ελεύθερη κυκλοφορία των σπουδαστών. 4.2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην πρόταση οδηγίας συνάδουν με τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίες πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης, που προβλέπει ότι «η δράση της Κοινότητας δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων της συνθήκης». Το δικαίωμα εισόδου και διαμονής των πολιτών της Ένωσης διέπεται σήμερα από ένα σύνολο νομοθετικών πράξεων το οποίο αποτελείται από δύο κανονισμούς και εννιά οδηγίες. Η παρούσα πρόταση αποσκοπεί στη συνένωση του εν λόγω συνόλου νομοθετικών πράξεων, ώστε να προκύψει μία ενιαία νομοθετική πράξη και να επέλθουν ορισμένες μεταβολές με στόχο να διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων. Συνεπώς, η επιλογή της οδηγίας είναι επιβεβλημένη, διότι είναι επιθυμητό να υπάρχει ενιαία νομοθετική πράξη και να τηρηθεί η υποχρέωση σχετικά με τη νομική φύση της εν λόγω πράξεως, η οποία υπαγορεύεται από μερικά άρθρα που συγκροτούν τη βάση της πρότασης. 4.3. Η επιλογή της οδηγίας επιτρέπει επίσης τον σαφή καθορισμό των αρχών που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, ενώ παραχωρείται στα κράτη μέλη η ευχέρεια να επιλέξουν τη μέθοδο και τα μέσα που θεωρούν ως τα πλέον κατάλληλα για τη θέσπιση των εν λόγω αρχών στο δικό τους νομικό και διοικητικό πλαίσιο και τα εθνικά τους δεδομένα. Ωστόσο, μερικές από τις διατάξεις της πρότασης οδηγίας είναι πολύ λεπτομερειακές, και τούτο για να μην υπάρξουν διοικητικές πρακτικές ή αποκλίνουσες ερμηνείες ικανές να δημιουργήσουν προσκόμματα στην έμπρακτη άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων. Εξάλλου, η προθεσμία που τάσσεται για την ενσωμάτωση μιας οδηγίας στη νομοθεσία των κρατών μελών θα τους επιτρέψει να θεσπίσουν όλα τα μέτρα που απαιτούνται για την προσαρμογή του ισχύοντος καθεστώτος στις νέες διατάξεις της πρότασης οδηγίας. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ Κεφάλαιο I Γενικές διατάξεις Άρθρο 1 Η οδηγία αντικαθιστά μια πλειάδα νομοθετικών πράξεων σχετικών με την ελεύθερη κυκλοφορία και τη διαμονή. Επομένως, ο σκοπός της είναι πολλαπλός. Κατά πρώτον, στην οδηγία καθορίζονται οι όροι άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής που αναγνωρίζεται στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους. Οι σχετικές διατάξεις αντικαθιστούν εκείνες των οδηγιών 68/360/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ [8], 90/365/ΕΟΚ [9] και 93/96/ΕOΚ [10] σχετικά με το δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής των μισθωτών εργαζομένων, των μη μισθωτών, των οικονομικά ανενεργών ατόμων, των συνταξιούχων και των σπουδαστών. [8] Οδηγία 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής, ΕΕ L 180, 13.7.1990, σ. 26. [9] Οδηγία 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα, ΕΕ L 180, 13.7.1990, σ. 28. [10] Οδηγία 93/96/ΕOΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών, ΕΕ L 317, 18.12.1993, σ. 59. Κατά δεύτερον, η οδηγία προβλέπει δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Πρόκειται για καινοφανή έννοια που καθιερώνεται με την παρούσα οδηγία. Οι διατάξεις σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα ενσωματώνουν και επίσης προσαρμόζουν τα βασικά στοιχεία των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 και της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ [11], σχετικά με το δικαίωμα παραμονής των μισθωτών και των μη μισθωτών εργαζομένων. [11] Οδηγία 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας, ΕΕ L 14, 20.1.1975, σ. 10. Τέλος, στην οδηγία καθορίζονται οι περιορισμοί που μπορούν να τεθούν στα υπόψη δικαιώματα για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. Με την οδηγία αντικαθίστανται οι διατάξεις της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ περί δημόσιας τάξεως. Άρθρο 2 Το άρθρο αυτό περιλαμβάνει τον ορισμό τριών εννοιών οι οποίες χρησιμοποιούνται στις διατάξεις της πρότασης. 1. Κατά πρώτον, ορίζεται η έννοια του πολίτη της Ένωσης, η οποία συμπίπτει με εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 17 της συνθήκης. 2. Κατά δεύτερον, ορίζεται η έννοια του μέλους της οικογενείας. Μέχρι σήμερα, τα μέλη της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, δικαιούνται να κυκλοφορούν ελεύθερα διαφέρουν ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εμπίπτει ο πολίτης της Ένωσης από τον οποίον εξαρτώνται. Ειδικότερα, στην περίπτωση των εργαζομένων, το άρθρο 10, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 [12] ορίζει ότι δικαίωμα διαμονής έχουν έκαστος των συζύγων και οι κατιόντες τους οι οποίοι είναι ανήλικοι ή συντηρούνται από αυτόν, καθώς και οι συντηρούμενοι ανιόντες των συζύγων. Το ίδιο δικαίωμα προβλέπεται στις οδηγίες σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των ελεύθερων επαγγελματιών, των οικονομικώς ανενεργών προσώπων και των συνταξιούχων. Αντιθέτως, η οδηγία 93/96/ΕOΚ για το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών αναγνωρίζει το ίδιο αυτό δικαίωμα μόνο στο/στη σύζυγο και στους συντηρούμενους κατιόντες. Επομένως, η μητέρα ενός πολίτη της Ένωσης ο οποίος εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί προς το παρόν να εγκατασταθεί με τον γιο της εάν δεν συντηρείται από αυτόν, λόγω του ότι έχει μεν κάποιο εισόδημα αλλά το εισόδημα αυτό είναι κατώτερο από το ποσό που αντιστοιχεί σε επάρκεια πόρων και το οποίο έχει καθορίσει το κράτος μέλος υποδοχής. Αντιστοίχως, η μητέρα ενός σπουδαστή δεν έχει κανένα δικαίωμα εγκατάστασης με τον γιο της, εκτός αν διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας. [12] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, ΕΕ L 257, 19.10.1968, σ. 2. Στην παράγραφο 2 προτείνεται ενιαία και διευρυμένη έννοια του μέλους της οικογενείας. Κατά πρώτον, η έννοια αυτή καλύπτει τον/τη σύζυγο αλλά και τον/τη σύντροφο που συζεί με τον πολίτη της Ένωσης σε ελεύθερη ένωση. Πιο συγκεκριμένα, το νέο στοιχείο β) αφορά το ζήτημα του δικαιώματος διαμονής του/της συντρόφου που συζεί με τον πολίτη της Ένωσης σε ελεύθερη ένωση. Προσφάτως, η έννοια της «οικογένειας» εξελίσσεται ραγδαία και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, που συχνά έχουν παιδιά, σχηματίζουν ζευγάρια που δεν έχουν τελέσει γάμο. Επιπλέον, σε αρκετά κράτη μέλη προβλέπεται ειδικό καθεστώς για τα ανύπανδρα ζευγάρια που συζούν σε ελεύθερη ένωση και τα οποία επιθυμούν να υπαχθούν στο καθεστώς αυτό, το οποίο περιλαμβάνει ένα πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η κοινοτική νομοθεσία δεν είναι δυνατό να αδιαφορήσει για την εξέλιξη αυτή στον τομέα του δικαιώματος διαμονής, εξ ου και η πρόταση για εξομοίωση, σε ό,τι αφορά τη διαμονή, του/της συντρόφου που συζεί με τον ενδιαφερόμενο σε ελεύθερη ένωση με τον/τη σύζυγο, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής προβλέπει ένα τέτοιο καθεστώς και υπό προϋποθέσεις ίδιες με αυτές που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής. Κατά δεύτερον, η έννοια καλύπτει τους κατιόντες των συζύγων, χωρίς να έχει σημασία αν είναι ανήλικοι ή συντηρούμενοι, καθώς και τους ανιόντες των συζύγων, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι συντηρούμενοι. Όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση της «Ομάδας υψηλού επιπέδου» υπό την προεδρία της κ. Veil, «δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για να αρνηθεί κανείς στα τέκνα ηλικίας άνω των 21 ετών που δεν συντηρούνται από τους γονείς τους και στους ανιόντες που δεν συντηρούνται από τα τέκνα τους το δικαίωμα να ακολουθήσουν την οικογένειά τους σε ένα άλλο κράτος μέλος». 3. Τέλος, στο άρθρο ορίζεται η έννοια του «κράτους μέλους υποδοχής». Άρθρο 3 1. Στη διάταξη αυτή καθορίζονται οι δικαιούχοι των διατάξεων της οδηγίας. Σε αυτούς περιλαμβάνεται κάθε πολίτης της Ένωσης ο οποίος μεταβαίνει ή διαμένει σε ένα άλλο κράτος μέλος, καθώς και τα μέλη της οικογενείας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, τα οποία τον συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τον συναντήσουν. Καμία ειδική ρύθμιση δεν προβλέπεται σε σχέση με τον σκοπό της μετάβασης ή της διαμονής. Είναι προφανές ότι ο εκάστοτε πολίτης της Ένωσης μπορεί να μεταβεί σε ένα άλλο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσει μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα ή για να ασκήσει κάποια μη κερδοσκοπική δραστηριότητα ή για να λάβει επαγγελματική κατάρτιση ή με την ιδιότητα του οικονομικώς ανενεργού ατόμου, του συνταξιούχου, του σπουδαστή, του παρόχου υπηρεσιών ή του αποδέκτη υπηρεσιών. 2. Οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνουν τις ήδη ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και του άρθρου 1, παράγραφος 2 της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ, που προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη διευκολύνουν την είσοδο οποιουδήποτε άλλου μέλους της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης ή του/της συζύγου του το οποίο συντηρείται από αυτούς ή ζει υπό την αυτή στέγη στη χώρα προελεύσεως. Οι διατάξεις αυτές είναι εφαρμοστέες μόνο οσάκις ο ενδιαφερόμενος δεν απολαύει προσωπικού δικαιώματος διαμονής. Άρθρο 4 Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για την τήρηση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων κατά την εφαρμογή του συνόλου των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην οδηγία. Η συγκεκριμένη διάταξη απηχεί τον «Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (άρθρο 21) και δεν θίγει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από άλλα διεθνή κείμενα, π.χ. από την «Ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (άρθρο 14). Κεφαλαιο II Δικαιωμα κυκλοφοριασ και διαμονησ μεχρι εξι μηνεσ Άρθρο 5 1. Στη παράγραφο αυτή προβλέπεται το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να αναχωρούν από το έδαφος ενός κράτους μέλους για να μεταβούν σε ένα άλλο κράτος μέλος. Η παράγραφος 1 συμπίπτει εν πολλοίς με τη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 1 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ, όπου προβλέπεται ότι το δικαίωμα αναχώρησης από το έδαφος ενός κράτους μέλους «ασκείται με απλή επίδειξη δελτίου ταυτότητος ή διαβατηρίου εν ισχύι [...]», αλλά η εν λόγω διάταξη προσαρμόζεται στο νέο καθεστώς καταργήσεων των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτό η φράση «με επίδειξη» αντικαθίσταται από τη φράση «εφόσον φέρει». Με τη διάταξη αυτή το δικαίωμα αναχώρησης από την επικράτεια επεκτείνεται στα μέλη της οικογενείας τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και τα οποία συνοδεύουν τον πολίτη της Ένωσης ή πηγαίνουν να τον συναντήσουν στο κράτος μέλος υποδοχής. Η διάταξη στηρίζεται εν πολλοίς στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 1 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ. 2 Η παράγραφος αυτή στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 4 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ σχετικά με την απαγόρευση της απαίτησης θεώρησης εξόδου ή της επιβολής άλλων ισοδύναμων υποχρεώσεων στους κατόχους του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. 3. Η παράγραφος αυτή περιλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ σχετικά με την έκδοση και την ανανέωση από τα κράτη μέλη των ταξιδιωτικών εγγράφων (διαβατηρίου ή δελτίου ταυτότητας) των υπηκόων τους. 4. Στην παράγραφο αυτή επαναλαμβάνονται και αποσαφηνίζονται οι παρεμφερείς διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 3 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ σχετικά με την ισχύ των ταξιδιωτικών εγγράφων. Άρθρο 6 1. Στην παράγραφο αυτή επαναλαμβάνεται η διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ σχετικά με το δικαίωμα εισόδου στο έδαφος κράτους μέλους, το οποίο ασκείται από τον πολίτη της Ένωσης και από τα μέλη της οικογενείας του με απλή κατοχή δελτίου ταυτότητας ή έγκυρου διαβατηρίου. Κι εδώ, η φράση «με επίδειξη» έχει αντικατασταθεί από τη φράση «εφόσον φέρουν». Στο δεύτερο εδάφιο επαναλαμβάνεται η απαγόρευση του άρθρου 3, παράγραφος 2 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη δεν δύνανται να απαιτούν θεώρηση εισόδου ή να επιβάλλουν άλλες ισοδύναμες υποχρεώσεις στους πολίτες της Ένωσης. 2. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν σαφώς ότι τα μόνα μέλη της οικογενείας από τα οποία επιτρέπεται να απαιτηθεί θεώρηση είναι όσα δεν έχουν την ιθαγένεια κάποιου κράτους μέλους αλλά είναι υπήκοοι μιας από τις χώρες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή [13]. Με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου εισάγεται η μεγάλη καινοτομία της ισοδυναμίας μεταξύ της θεώρησης και του τίτλου διαμονής που έχει εκδώσει ένα κράτος μέλος. [13] ΕΕ L 81, 21.3.2001, σ. 1. Σήμερα, τα μέλη της οικογενείας που είναι υπήκοοι τρίτης χώρας απολαύουν ήδη κάθε διευκόλυνσης για τη λήψη θεώρησης, η οποία μάλιστα πρέπει να τους χορηγείται ατελώς. Το συγκεκριμένο μέτρο προβλέπεται να παραμείνει σε ισχύ μόνο για τα μέλη της οικογενείας που δεν διαθέτουν ήδη τίτλο διαμονής. 3. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να προβλεφθεί ότι η επίθεση σφραγίδων στο διαβατήριο του εκάστοτε μέλους της οικογενείας επιτρέπεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία (τούτο ισχύει για τη σφραγίδα εισόδου που σηματοδοτεί την έναρξη της περιόδου διαμονής που καθορίζεται στη θεώρηση και για τη σφραγίδα εξόδου που διακόπτει την εν λόγω περίοδο). Η επίθεση σφραγίδων παύει να έχει νόημα οσάκις ο ενδιαφερόμενος έχει λάβει δελτίο διαμονής, που σημαίνει ότι έχει δικαίωμα εισόδου και εξόδου από την επικράτεια κατά την περίοδο ισχύος του δελτίου. 4. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας αδυνατεί να επιδείξει, κατά τη διέλευση των συνόρων, τα προβλεπόμενα έγγραφα (διαβατήριο ή δελτίο ταυτότητας και, ανάλογα με την περίπτωση, τίτλο διαμονής ή θεώρηση). Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος υποχρεούται, πριν προβεί στην επαναπροώθηση του ενδιαφερομένου, να του παράσχει κάθε διευκόλυνση προκειμένου αυτός να μπορέσει να αποδείξει ότι απολαύει του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας. Παραδείγματος χάρη, ένα μέλος της οικογενείας θα μπορούσε να προσκομίσει τα αναγκαία έγγραφα σε περίπτωση που αυτά έχουν απλώς ξεχαστεί στο σπίτι. Αν απαιτείται θεώρηση, θα πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις προκειμένου να χορηγηθεί στα σύνορα η θεώρηση την οποία πρέπει υποχρεωτικά να έχει το μέλος της οικογενείας. 5. Κατά το πρώτο εξάμηνο της διαμονής του, ο εκάστοτε πολίτης της Ένωσης μπορεί να διαμείνει στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους εφόσον διαθέτει απλώς κάποιο έγγραφο το οποίο να πιστοποιεί την ταυτότητά του. Η συγκεκριμένη παράγραφος περιλαμβάνει τις διατάξεις που ισχύουν ήδη στο πλαίσιο της τρέχουσας νομοθεσίας (άρθρο 8 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ και άρθρο 4 της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ), αλλά με δύο τροποποιήσεις. Πρώτον, επεκτείνεται στους έξι μήνες το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπεται η διαμονή στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους χωρίς να απαιτείται καμία διατύπωση. Η προθεσμία αυτή έχει τεθεί με βάση το γεγονός ότι ένα πρόσωπο θεωρείται, καταρχήν, ότι έχει την κατοικία του σε μία χώρα εφόσον ζει εκεί επί ένα τουλάχιστον εξάμηνο ανά έτος. Με τη ρύθμιση αυτή διευκολύνονται οι διαμονές σύντομης διάρκειας που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες (π.χ. ασκουμένων, σπουδαστών, κ.ο.κ.). Δεύτερον, τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 8, στοιχείο α) της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 2, εδάφιο 3 της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ, όπου γίνεται λόγος για το έγγραφο «με το οποίο ο ενδιαφερόμενος εισήλθε στην επικράτεια». Οι ρηθείσες διατάξεις δεν συμβιβάζονται με ένα καθεστώς ανυπαρξίας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα. Για τον λόγο αυτό αντικαθίστανται από την πρόβλεψη ότι οι πολίτες πρέπει να έχουν μαζί τους δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, το κράτος μέλος υποδοχής νομιμοποιείται να απαιτεί από τους ενδιαφερομένους να γνωστοποιούν την παρουσία τους στην επικράτεια (η υποχρέωση αυτή προβλέπεται ήδη στην τρέχουσα νομοθεσία). Πρόκειται για απλή γνωστοποίηση της παρουσίας στις αρμόδιες αρχές, η οποία προβλέπεται από την εγχώρια νομοθεσία ορισμένων κρατών μελών και η οποία πραγματοποιείται, τηρουμένων των αναλογιών, υπό όρους ίδιους με αυτούς που ισχύουν για τους ημεδαπούς. Πρόκειται για απαίτηση η οποία συμβιβάζεται με την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τα μέτρα που επιτρέπουν στις εθνικές αρχές να γνωρίζουν επακριβώς τις μετακινήσεις πληθυσμού στο έδαφός τους (βλ. εν προκειμένω την απόφαση του Δικαστηρίου, της 7ης Ιουλίου 1976, επί της υπόθεσης 118/75 Watson, σημεία 17 και 18). Η αθέτηση της υποχρέωσης αυτής μπορεί ενδεχομένως να επισύρει κυρώσεις, τηρουμένης της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας. 6. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 ισχύουν ομοίως για τα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και συνοδεύουν ή πάνε να συναντήσουν τον εκάστοτε πολίτη της Ένωσης. Προβλέπεται εξαίρεση για τα μέλη της οικογενείας που υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης, π.χ. λόγω του ότι δεν έχουν λάβει ακόμη τίτλο διαμονής. Τα πρόσωπα αυτά θα είναι υποχρεωμένα να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση δελτίου διαμονής πριν από τη λήξη ισχύος της θεώρησής τους, και τούτο για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να περιέλθουν τα άτομα αυτά σε κατάσταση παρανομίας. Κεφαλαιο ΙΙΙ Δικαιωμα διαμονησ για χρονικο διαστημα ανω του εξαμηνου Άρθρο 7 1. Στις διατάξεις αυτές καθορίζονται οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος διαμονής. Είναι μεν σκόπιμη η διευκόλυνση της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος, αλλά το γεγονός ότι προς το παρόν οι παροχές του κλάδου κοινωνικής πρόνοιας δεν καλύπτονται από την κοινοτική νομοθεσία και δεν είναι κατά κανόνα εξαγώγιμες δεν επιτρέπει την πλήρη ισότητα μεταχείρισης στον τομέα των κοινωνικών παροχών, διότι υπάρχει κίνδυνος ορισμένες κατηγορίες ατόμων που έχουν δικαίωμα διαμονής, ιδίως δε τα άτομα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα, να καταστούν υπέρμετρο βάρος για τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής. Για τους πολίτες της Ένωσης οι προϋποθέσεις αυτές εξειδικεύονται στα στοιχεία α), β), γ) και δ). Ο πολίτης της Ένωσης πρέπει ή να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ως μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος ή να διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας η οποία να καλύπτει τους κινδύνους στο κράτος μέλος υποδοχής ή, ακόμη, να είναι σπουδαστής ο οποίος έχει γίνει δεκτός στο κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να λάβει επαγγελματική κατάρτιση. Το στοιχείο δ) αναφέρεται στην περίπτωση ενός πολίτη της Ένωσης ο οποίος θα μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα διαμονής του, είτε επειδή πληροί ο ίδιος τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) ή γ) (δηλαδή ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή διαθέτει επαρκείς πόρους ή σπουδάζει), είτε επειδή είναι μέλος της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Όταν οι προϋποθέσεις διαφέρουν ανάλογα με το καθεστώς υπό το οποίο ασκείται το δικαίωμα διαμονής, προς χάριν της ελεύθερης κυκλοφορίας ενδείκνυται η εφαρμογή του καθεστώτος που ευνοεί περισσότερο τον κάτοχο του δικαιώματος διαμονής. 2. Το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους απορρέει από το δικαίωμα διαμονής του πολίτη της Ένωσης, πράγμα που σημαίνει ότι το εν λόγω δικαίωμα εξαρτάται από τον οικογενειακό δεσμό που υπάρχει, καθώς και ότι τα πρόσωπα αυτά πρέπει να συνοδεύουν, με την ευρεία έννοια του όρου, τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής. Ωστόσο, προβλέπονται εξαιρέσεις για την περίπτωση του θανάτου ή της αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης και για την περίπτωση του διαζυγίου (άρθρα 12 και 13). Άρθρο 8 1. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το δελτίο διαμονής δεν αποτελεί άδεια, αλλά απλώς ένα έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ένα προϋπάρχον δικαίωμα (απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, υπόθεση 48/75 Royer, Συλλογή σελ. 497, σημείο 50). Η διατήρηση σε ισχύ και η χρήση ενός τέτοιου εγγράφου πρέπει να προσπορίζουν κάποιο όφελος στον εκάστοτε πολίτη της Ένωσης και να μην αποτελούν απλώς ένα διοικητικό άχθος, το οποίο θα ήταν δαπανηρό και για τα ίδια τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η υποχρέωση υλικής χορήγησης δελτίου διαμονής δεν είναι απολύτως επιβεβλημένη. Αντιθέτως, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι για τους πολίτες της Ένωσης που δεν είναι ημεδαποί μπορούν να ισχύουν όροι ίδιους με αυτούς που ισχύουν για τη μεταβολή κατοικίας των ημεδαπών, δηλαδή υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο του πληθυσμού (ή σε οποιοδήποτε άλλο εθνικό σύστημα που εφαρμόζεται για τους ημεδαπούς), ούτως ώστε οι αρχές να ενημερώνονται για την παρουσία των προσώπων αυτών. Τούτο μπορεί να επιτυγχάνεται, επί παραδείγματι, με την εγγραφή των ενδιαφερομένων στο μητρώο των μη ημεδαπών πολιτών της Ένωσης, όπως γίνεται ήδη στα περισσότερα κράτη μέλη για τους εκλογικούς καταλόγους με βάση το δικαίωμα ψήφου στις ευρωπαϊκές και δημοτικές εκλογές. Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθούν οι διατάξεις της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο, όπου προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογενείας τους που έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους να προσέρχονται προς εγγραφή στις αρμόδιες αρχές του τόπου διαμονής. 2. Η προθεσμία που τάσσεται από το κράτος μέλος υποδοχής για την εγγραφή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη του εξαμήνου, ώστε να μην υπάρχει αντίφαση με το άρθρο 6, το οποίο προβλέπει δικαίωμα διαμονής έως έξι μήνες χωρίς διατυπώσεις. Αυτό δεν εμποδίζει τον πολίτη της Ένωσης να προσέλθει προς εγγραφή πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό αποκομίζει κάποιο όφελος. Μετά την εγγραφή, το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου προβλέπει την άμεση χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής από την αρμόδια εθνική αρχή. Η βεβαίωση εγγραφής αποτελεί ένα είδος απόδειξης παραλαβής για τον πολίτη και συγχρόνως χρησιμεύει για την απόδειξη στις αρχές ότι έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία. Η βεβαίωση χορηγείται αμέσως από την αρμόδια υπηρεσία έπειτα από την τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3, 4 ή 6. Στη βεβαίωση διαμονής αναφέρονται το όνομα και η διεύθυνση του πολίτη. η βεβαίωση δεν έχει χρονική διάρκεια ισχύος και αναφέρει απλώς την ημερομηνία εγγραφής. Στην ουσία η βεβαίωση πιστοποιεί απλώς την τήρηση μιας διοικητικής διαδικασίας. Στο τελευταίο εδάφιο καθορίζονται οι κυρώσεις τις οποίες επισύρει η μη τήρηση της υποχρέωσης εγγραφής. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να συνάδουν με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας. Κατά λογική ακολουθία, επειδή το κείμενο της οδηγίας περιλαμβάνει ειδικό άρθρο για τις κυρώσεις που επισύρει η παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία, οι κυρώσεις αυτές πρέπει να συνάδουν με τις αρχές που διατυπώνονται στο συγκεκριμένο άρθρο. 3. Προκειμένου να του χορηγηθεί βεβαίωση εγγραφής, ο πολίτης της Ένωσης πρέπει να δηλώσει είτε ότι ασκεί κάποια οικονομική δραστηριότητα είτε ότι διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας, σε περίπτωση που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα ως μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος. Το καθεστώς που προτείνεται εν προκειμένω είναι συγκρίσιμο με εκείνο που ισχύει για τους σπουδαστές βάσει της τρέχουσας νομοθεσίας και απλουστεύει σημαντικά την άσκηση του δικαιώματος διαμονής. Έχει ως πρότυπο το σύστημα της «αυτοπιστοποίησης» που ισχύει σε ορισμένα κράτη μέλη. Η υποβολή ψευδούς δήλωσης θα μπορεί ενδεχομένως να τιμωρείται με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς και την αρχή της αναλογικότητας. Βάσει του προτεινόμενου συστήματος, το κράτος μέλος δεν ελέγχει το κατά πόσον ο πολίτης πληροί τις προϋποθέσεις διαμονής και βασίζεται στην ειλικρίνεια της δήλωσής του. Αν υποβληθεί ψευδής δήλωση ή αν ο ενδιαφερόμενος ζητήσει ενδεχομένως κρατική συνδρομή, τότε επιτρέπεται να του ζητηθεί να αποδείξει ότι διαθέτει τα προς το ζην ή/και να κινηθεί διοικητική έρευνα, γεγονός που θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω το δικαίωμα διαμονής του ενδιαφερομένου. Αντιστοίχως, το γεγονός ότι ο πολίτης δεν είναι σε θέση να καλύψει ιατρικά έξοδα που έχει προκαλέσει λόγω του ότι στερείται ιατρικής ασφάλισης θα μπορούσε να έχει συνέπειες στον τομέα της αστικής ευθύνης και να θέσει ομοίως υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα διαμονής του. Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι η απλή δήλωση ασφάλισης ασθενείας δεν απαλλάσσει τον ενδιαφερόμενο από την υποχρέωση να προσκομίσει τα σχετικά με την εν λόγω ασφάλιση δικαιολογητικά κατά τις επαφές του με τις υπηρεσίες που ασχολούνται με την παροχή ιατρικής περίθαλψης, εάν τούτο προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. 4. Ο πολίτης της Ένωσης που μεταβαίνει σε ένα κράτος μέλος με σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών πρέπει να αποδείξει ότι είναι εγγεγραμμένος σε αναγνωρισμένο ίδρυμα όπου παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης ως κύρια δραστηριότητα. Επίσης πρέπει να βεβαιώσει με δήλωση ότι διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας. 5. Το ύψος των πόρων που θεωρούνται επαρκείς δεν μπορεί να καθορίζεται από τα κράτη μέρη, όπως συμβαίνει βάσει της τρέχουσας νομοθεσίας, και τούτο διότι μία τέτοια επιβολή δεν θα ανταποκρινόταν στην πληθώρα των πιθανών περιπτώσεων. 6. Οι πολίτες της Ένωσης που σκοπεύουν να εγκατασταθούν σε ένα άλλο κράτος μέλος με την ιδιότητα του μέλους της οικογενείας ενός άλλου πολίτη της Ένωσης ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις διαμονής πρέπει να αποδείξουν ότι εμπίπτουν σε κάποια από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, όπου ορίζεται η έννοια του μέλους της οικογενείας, ή του άρθρου 3, παράγραφος 2. 7. Οι διατάξεις αυτές βασίζονται, εν πολλοίς, σε ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ, τις οποίες όμως αποσαφηνίζουν. Συγχρόνως, το κείμενό τους απηχεί τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διατήρηση της ιδιότητας του εργαζόμενου όταν ο εργαζόμενος έχει παύσει να ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα. Άρθρο 9 1. Τα μέλη της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους είναι υποχρεωμένα να ζητήσουν να τους χορηγηθεί δελτίο διαμονής. Η υλική χορήγηση δελτίου διαμονής στα άτομα αυτής της κατηγορίας, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τους πολίτες της Ένωσης, κρίνεται επιβεβλημένη με βάση το συμφέρον τόσο του ίδιου του ενδιαφερόμενου (π.χ. για την προβλεπόμενη στο άρθρο 6 ισοδυναμία μεταξύ τίτλου διαμονής και θεώρησης) όσο και των κρατικών αρχών. 2. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός εξαμήνου από την ημερομηνία άφιξης του ενδιαφερομένου στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Το δεύτερο εδάφιο αφορά τα μέλη της οικογενείας τα οποία ενδεχομένως υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης και τα οποία υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση για την έκδοση δελτίου διαμονής πριν λήξει η ισχύς της θεώρησης. 3. Βάσει της διάταξης αυτής επιτρέπεται, σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, η εφαρμογή από τα κράτη μέλη κυρώσεων, όπως επιτάσσει η αρχή που διατυπώνεται πιο πάνω σε σχέση με το άρθρο 8, παράγραφος 2. Άρθρο 10 1. Το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους πιστοποιείται με δελτίο διαμονής, το οποίο χορηγείται εντός τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Στο δελτίο διαμονής επισημαίνεται ευκρινώς η ιδιότητα του μέλους της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης, και τούτο για να καθίσταται απολύτως σαφές ότι ο ενδιαφερόμενος έχει την ιδιότητα του δικαιούχου της κοινοτικής νομοθεσίας. Αμέσως μόλις υποβληθεί η αίτηση, χορηγείται ατελώς σχετική βεβαίωση, όπου επισημαίνεται ότι ο ενδιαφερόμενος έχει την ιδιότητα του δικαιούχου της κοινοτικής νομοθεσίας. 2. Η διάταξη αυτή παραπέμπει στη διατύπωση του άρθρου 8, παράγραφος 6 και περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των δικαιολογητικών που τα μέλη της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης που δεν έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους πρέπει να υποβάλουν προκειμένου να τους χορηγηθεί δελτίο διαμονής. Πρόκειται για δικαιολογητικά ίδια με αυτά που απαιτούνται στην περίπτωση των μελών της οικογενείας που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους. Άρθρο 11 1. Το δελτίο διαμονής ισχύει τουλάχιστον για πέντε έτη από την ημερομηνία χορήγησης. Ειδικότερα, έπειτα από τέσσερα έτη συνεχούς διαμονής, το μέλος της οικογενείας αποκτά δικαίωμα μόνιμης διαμονής και πρέπει να υποβάλει αίτηση για να του χορηγηθεί νέο δελτίο διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου IV. Το γεγονός ότι η ισχύς του αρχικού δελτίου είναι πενταετής αποσκοπεί στο να μη μείνει ο ενδιαφερόμενος χωρίς κανένα επίσημο έγγραφο σε περίπτωση που η απόκτηση του νέου δελτίου απαιτήσει κάποιον χρόνο (τήρηση των σχετικών διοικητικών διατυπώσεων). Βάσει της τρέχουσας νομοθεσίας, στο μέλος της οικογενείας που δεν έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους χορηγείται «έγγραφο διαμονής της ιδίας ισχύος με αυτό που χορηγείται στον εργαζόμενο από τον οποίον εξαρτάται» (οδηγία 68/360/ΕΟΚ, άρθρο 4, παράγραφος 4). Επειδή βάσει της παρούσας οδηγίας οι πολίτες της Ένωσης δεν διαθέτουν πλέον δελτίο διαμονής αλλά απλή βεβαίωση η οποία επιτελεί λειτουργία παρόμοια με εκείνη μιας απόδειξης, παύει να έχει νόημα η έννοια της ισχύος του εγγράφου διαμονής του μέλους της οικογενείας σε σχέση με την ισχύ του δελτίου διαμονής του πολίτη της Ένωσης. 2. Οι απουσίες εξάμηνης τουλάχιστον χρονικής διάρκειας για συγκεκριμένους λόγους δεν επιδρούν στην ισχύ του δελτίου διαμονής. Η διάταξη αυτή περιλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 2 της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ και διευρύνει τις δυνατές περιόδους απουσίας, οι οποίες είναι ίδιες με εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας. Άρθρο 12 1. Τα μέλη της οικογενείας τα οποία είναι πολίτες της Ένωσης έχουν αυτοτελές δικαίωμα διαμονής. Συνεπώς, το δικαίωμα διαμονής τους δεν επηρεάζεται σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης από τον οποίον εξαρτώνται. Οι υπόψη διατάξεις αποσκοπούν απλώς στο να διευκρινισθεί ότι τα πρόσωπα αυτά, σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης που είναι ο κύριος κάτοχος του δικαιώματος διαμονής, πρέπει να πληρούν προσωπικά μία από τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος διαμονής που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, μέχρι να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής. 2. Τα μέλη της οικογενείας τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κάποιου κράτους μέλους έχουν δικαίωμα διαμονής το οποίο απορρέει από τον πολίτη της Ένωσης από τον οποίον εξαρτώνται. Εντούτοις, σε περίπτωση θανάτου αυτού του τελευταίου, μπορούν να κρατήσουν το δικαίωμα διαμονής τους. Η περίπτωση της αναχώρησης του πολίτη δεν καλύπτεται για τα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, τα οποία είναι υπό τις συνθήκες αυτές υποχρεωμένα να αναχωρήσουν μαζί με τον πολίτη της Ένωσης. Εξαίρεση προβλέπεται στην παράγραφο 3 για τα τέκνα που σπουδάζουν. Το δικαίωμα διαμονής των επιζώντων μελών της οικογενείας τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους ισχύει υπό την προϋπόθεση της άσκησης οικονομικής δραστηριότητας ή της ύπαρξης επαρκών οικονομικών πόρων ή της ιδιότητας του μέλους της οικογενείας κάποιου ο οποίος πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις. η ιδιότητα αυτή πρέπει να έχει ήδη αποκτηθεί στο κράτος μέλος υποδοχής και απαιτείται μέχρι την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τους πολίτες της Ένωσης, δεν αρκεί απλή δήλωση. οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να αποδείξουν ότι πράγματι πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Στην υπόψη παράγραφο προσδιορίζεται επίσης το ποσό που θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε επάρκεια πόρων και επαναλαμβάνονται οι τρέχουσες διατάξεις σχετικά με τη διαμονή των προσώπων που δεν είναι οικονομικώς ενεργά. 3. Με την παράγραφο αυτή θεσμοθετείται σε νομοθετικό επίπεδο η αρχή που απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1989 επί των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων 389 και 390/87, Echternach και Moritz. Πρόκειται για την περίπτωση των τέκνων ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, σπουδάζουν και είναι ενταγμένα στο σύστημα σχολικής εκπαίδευσης του κράτους μέλους υποδοχής. Τα πρόσωπα αυτά δύσκολα θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα, και τούτο για γλωσσικούς, πολιτιστικούς ή άλλους λόγους. Η θέση τους θα μπορούσε να επιβαρυνθεί εάν ο γονιός και πολίτης της Ένωσης αναχωρήσει από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους. Το δικαίωμα διαμονής τους μπορεί να περιορισθεί χρονικά στη διάρκεια των σπουδών και ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι τα τέκνα είναι εγγεγραμμένα σε κάποιο ίδρυμα δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και τούτο ακριβώς επειδή στο συγκεκριμένο επίπεδο σπουδών η ένταξη σε ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα καθίσταται πιο δύσκολη. Όπως είναι εύλογο, η διαμονή των εν λόγω προσώπων εξακολουθεί να υπόκειται στις αρχές περί ίσης μεταχείρισης που προβλέπονται στο άρθρο 21. Άρθρο 13 1. Το διαζύγιο ή η ακύρωση του γάμου δεν επηρεάζει το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας τα οποία είναι και τα ίδια πολίτες της Ένωσης. Η διάταξη αποσκοπεί απλώς στο να διευκρινισθεί ότι τα εν λόγω μέλη της οικογενείας, σε περίπτωση λύσης του γάμου, πρέπει να πληρούν προσωπικά μία από τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος διαμονής που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1. 2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του υπόψη άρθρου ρυθμίζεται το ζήτημα του δικαιώματος διαμονής, σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, των μελών της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους. Η διάταξη στοχεύει στο να κατοχυρωθεί μέχρι ενός σημείου νομικά η θέση των προσώπων αυτών, των οποίων το δικαίωμα διαμονής απορρέει από τον οικογενειακό δεσμό που αντιπροσωπεύει ο γάμος και τα οποία, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να πέσουν θύματα εκβιασμού σε σχέση με το διαζύγιο. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η λύση του γάμου προϋποθέτει κατ' ανάγκη, για λόγους ασφάλειας δικαίου, την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης περί διαζυγίου. Αν ο χωρισμός δεν έχει προσλάβει νομικό περίβλημα, το δικαίωμα διαμονής του/της συζύγου παραμένει άθικτο. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι «ο συζυγικός δεσμός δεν μπορεί να θεωρηθεί λυμένος εφόσον δεν έχει τεθεί τέρμα από την αρμόδια αρχή. Αυτό δεν συμβαίνει με τους συζύγους που ζουν απλώς χωριστά, ακόμη και όταν έχουν την πρόθεση να διαζευχθούν προσεχώς» (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1985 επί της απόφασης 267/83, Diatta, Συλλογή, σελ. 567, σημείο 20). Το δικαίωμα που αναγνωρίζεται με την εν λόγω διάταξη ισχύει υπό τις εξής τρεις εναλλακτικές προϋποθέσεις: α) ο γάμος έχει διαρκέσει τουλάχιστον επί πέντε έτη μέχρι την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου, εκ των οποίων ένα έτος τουλάχιστον πρέπει να έχει διανυθεί στη χώρα υποδοχής, ούτως ώστε να αποτρέπονται οι απόπειρες καταστρατήγησης των διατάξεων περί του δικαιώματος διαμονής με τη μέθοδο των εικονικών γάμων. ή β) η επιμέλεια των τέκνων του πολίτη της Ένωσης έχει ανατεθεί στον/στη σύζυγο που δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους και που αντλούσε το δικαίωμα διαμονής του/της από τον οικογενειακό δεσμό τον οποίο αντιπροσώπευε ο γάμος. Η προϋπόθεση αυτή αποβαίνει προς όφελος τόσο των τέκνων, που δεν εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν την επικράτεια της χώρας υποδοχής, στην κοινωνία της οποίας έχουν πιθανώς ήδη ενσωματωθεί, όσο και του πολίτη της Ένωσης, ο οποίος με τον τρόπο αυτό θα μπορεί να ασκεί με ευκολία το δικαίωμα επίσκεψης και επιτήρησης που του αναγνωρίζεται. ή γ) η λύση του γάμου οφείλεται σε εξαιρετικά δύσκολες περιστάσεις. Η διατύπωση που χρησιμοποιείται στο άρθρο είναι αόριστη και αποσκοπεί στην κάλυψη ιδίως της περίπτωσης της άσκησης βίας στο πλαίσιο της οικογένειας. Το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους ισχύει υπό την προϋπόθεση της άσκησης οικονομικής δραστηριότητας ή της ύπαρξης επαρκών οικονομικών πόρων ή της ιδιότητας του μέλους της οικογενείας κάποιου ο οποίος πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις. η ιδιότητα αυτή πρέπει να έχει ήδη αποκτηθεί στο κράτος μέλος υποδοχής και απαιτείται μέχρι την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τους πολίτες της Ένωσης, δεν αρκεί απλή δήλωση. οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να αποδείξουν ότι πράγματι πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Στην υπόψη παράγραφο προσδιορίζεται επίσης το ποσό που θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε επάρκεια πόρων με βάση τις τρέχουσες διατάξεις σχετικά με τη διαμονή των προσώπων που δεν είναι οικονομικώς ενεργά. Κεφαλαιο IV Δικαιωμα μονιμησ διαμονησ Το δικαίωμα παραμονής είναι εξαιρετικά περιορισμένο βάσει της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας και υπόκειται σε προϋποθέσεις που το περιστέλλουν. Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή προτείνει την καθιέρωση δικαιώματος μόνιμης διαμονής για κάθε πολίτη της Ένωσης και για τα μέλη της οικογενείας του, ακόμη και αν αυτά δεν έχουν την ιθαγένεια κάποιου κράτους μέλους, έπειτα από τέσσερα έτη συνεχούς διαμονής στο κράτος μέρος υποδοχής. Εξάλλου, η εγχώρια νομοθεσία αρκετών κρατών μελών προβλέπει ήδη δικαίωμα μόνιμης διαμονής, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, υπό μία προϋπόθεση η οποία σχετίζεται με τον χρόνο διαμονής. Τμήμα I Απόκτηση Άρθρο 14 1. Κάθε πολίτης της Ένωσης αποκτά δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής έπειτα από τέσσερα έτη συνεχούς διαμονής. Το εν λόγω δικαίωμα μόνιμης διαμονής δεν υπόκειται πλέον στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας. Έπειτα από μια αρκούντως παρατεταμένη περίοδο διαμονής, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο πολίτης έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς με το κράτος μέλος υποδοχής και ότι αποτελεί πλέον αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνίας του, γεγονός που δικαιολογεί την αναγνώριση ενός δικαιώματος διαμονής που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ενισχυμένο. Εξάλλου, η ένταξη των πολιτών της Ένωσης που εγκαθίστανται επί μακρόν σε ένα κράτος μέλος είναι ένα στοιχείο πρωταρχικής σημασίας για την προώθηση της κοινωνικής συνοχής, η οποία αποτελεί θεμελιώδη στόχο της Ένωσης. 2. Τα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους θα μπορούν και αυτά να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής έπειτα από τέσσερα έτη διαμονής (με την ευρεία έννοια του όρου) στο κράτος μέλος υποδοχής μαζί με τον πολίτη της Ένωσης από τον οποίον εξαρτώνται. 3. Αφ' ης στιγμής αποκτηθεί, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής δεν χάνεται, παρά μόνο εάν ο ενδιαφερόμενος απουσιάσει από το κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την τετραετία. Ειδικότερα, με το δικαίωμα μόνιμης διαμονής αναγνωρίζεται η ένταξη του πολίτη της Ένωσης και των μελών της οικογενείας του στο κράτος μέλος υποδοχής. Οι απουσίες διάρκειας μεγαλύτερης των τεσσάρων ετών γεννούν την υπόνοια ότι η ένταξη αυτή έχει διακοπεί. Άρθρο 15 Οι διατάξεις του άρθρου 15 αποσκοπούν στο να διατηρηθεί σε ισχύ το τρέχον κεκτημένο στον τομέα του δικαιώματος παραμονής. 1. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 της Επιτροπής και του άρθρου 2 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου προβλέπουν τις ειδικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι που έχουν παύσει να αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους στο κράτος μέλος υποδοχής μπορούν να αποκτήσουν το δικαίωμα να παραμείνουν σε αυτό μονίμως έπειτα από περίοδο διαμονής που μπορεί να είναι μικρότερη από τα τέσσερα έτη. Οι διατάξεις της υπόψη παραγράφου αποσκοπούν στη διατήρηση του καθεστώτος αυτού που είναι ευνοϊκότερο για τους εργαζόμενους σε σύγκριση με τον γενικό κανόνα του άρθρου 14. 2. Η παράγραφος αυτή στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 και της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ. 3. Σε περίπτωση που ένας πολίτης της Ένωσης έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1, το ίδιο αυτό δικαίωμα επεκτείνεται και στα μέλη της οικογενείας του ανεξαρτήτως ιθαγένειας και χωρίς να απαιτείται προηγούμενη διαμονή. Η διάταξη αυτή στηρίζεται στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με το δικαίωμα παραμονής, οι οποίες προνοούν ότι τα μέλη της οικογενείας δικαιούνται να παραμείνουν μονίμως στο κράτος μέλος υποδοχής αν ο εργαζόμενος έχει αποκτήσει το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του ίδιου κράτους (άρθρο 3, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 της Επιτροπής και της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου). 4. Οι διατάξεις αυτές στηρίζονται στις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 και του άρθρου 3 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ, οι οποίες αναγνωρίζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα μόνιμης διαμονής στα μέλη της οικογενείας ενός εργαζόμενου της Ένωσης, μισθωτού ή μη μισθωτού, ο οποίος απεβίωσε κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου, ακόμη κι αν ο εργαζόμενος δεν είχε προλάβει να αποκτήσει το εν λόγω δικαίωμα. Μόνες τροποποιήσεις: ο απαιτούμενος χρόνος διαμονής πριν από το θάνατο μειώνεται σε ένα έτος από τα δύο έτη που προβλέπει η τρέχουσα νομοθεσία και αποσαφηνίζεται το στοιχείο γ). Άρθρο 16 Για λόγους σαφήνειας, οι υπόψη διατάξεις αφορούν τα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, είχαν διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής τους μετά το θάνατο ή το διαζύγιο του πολίτη της Ένωσης ο οποίος απεβίωσε ή πήρε διαζύγιο πριν από την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής και εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 2 και του άρθρου 13, παράγραφος 2. Εάν πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις ρηθείσες διατάξεις, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής έπειτα από τέσσερα έτη συνεχούς διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής από την ημερομηνία άφιξής τους. Τμήμα II Διοικητικές διατυπώσεις Άρθρο 17 1. Η απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής συνεπάγεται την απόκτηση και μιας σειράς σημαντικών συμπληρωματικών δικαιωμάτων, όπως είναι η πρόσβαση στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής και η απαγόρευση της απέλασης από την επικράτεια του κράτους μέλους διαμονής. Για τον λόγο αυτό, το εν λόγω δικαίωμα είναι σκόπιμο να πιστοποιείται με τη χορήγηση δελτίου διαμονής. Είναι μεν αλήθεια ότι η απόκτηση του δελτίου προϋποθέτει κατ' ανάγκη κάποιες διοικητικές διατυπώσεις, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι οι σχετικές διατυπώσεις γίνονται άπαξ και δια παντός, διότι το δελτίο είναι απεριόριστης διάρκειας ισχύος. 2. Ο κάτοχος του δικαιώματος μόνιμης διαμονής μπορεί εντός δύο ετών να ζητήσει να του χορηγηθεί δελτίο διαμονής. Η διάταξη στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 5, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70. Εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη διάταξη θα μπορούσε να θεωρηθεί περιοριστική. ωστόσο, αποτρέπει την επιβολή πιο περιοριστικών προθεσμιών από το κράτος μέλος υποδοχής. Άλλωστε, η μη τήρηση της προθεσμίας μπορεί μεν να επισύρει κυρώσεις, αλλά οι κυρώσεις αυτές πρέπει να συνάδουν με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται και για την περίπτωση της αθέτησης της υποχρέωσης εγγραφής, που προβλέπεται στο άρθρο 8. 3. Η ισχύς του δελτίου επηρεάζεται μόνο από απουσίες με διάρκεια μεγαλύτερη της τετραετίας. Άρθρο 18 1. Οι διατάξεις αυτές στηρίζονται στη διατύπωση του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 σχετικά με το δικαίωμα παραμονής, αν και με κάποιες τροποποιήσεις. Το αδιάλειπτο της διαμονής είναι δυνατό να αποδεικνύεται με διάφορους τρόπους, π.χ. με την απόδειξη της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας ή με την προσκόμιση αποδείξεων καταβολής ενοικίου. Τα κράτη μέλη οφείλουν να επιδεικνύουν ευελιξία όσον αφορά τα μέσα απόδειξης της διάρκειας και του αδιάλειπτου της διαμονής. Η διάρκεια των επιτρεπόμενων απουσιών οι οποίες δεν θίγουν το αδιάλειπτο της διαμονής έχει επιμηκυνθεί σε έξι μήνες ή και πέραν των έξι μηνών αν υφίστανται ειδικοί λόγοι (εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων, εγκυμοσύνη, μητρότητα, σπουδές, επαγγελματική κατάρτιση, απόσπαση για εργασιακούς λόγους, κ.ο.κ.). 2. Η παράγραφος αυτή σημαίνει ότι η διάρκεια της διαμονής διακόπτεται όταν εκδίδεται εγκύρως απόφαση για την απομάκρυνση από την επικράτεια του κατόχου του δικαιώματος διαμονής. Κεφαλαιο V Διαταξεισ κοινεσ για το δικαιωμα διαμονησ και το δικαιωμα μονιμησ διαμονησ Άρθρο 19 Το πρώτο εδάφιο 1 στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο α) της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ καθώς και του άρθρου 5 της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ. Το δεύτερο εδάφιο απηχεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης και στηρίζεται στη διατύπωση της απόφασης του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1975 επί της υπόθεσης 36/75, Roland Rutili κατά Ministre de l'Intιrieur, Συλλογή 1975, σελ. 1219, σημείο 50. Άρθρο 20 Τα μέλη της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, έχουν το δικαίωμα να ασκούν οικονομική δραστηριότητα, μισθωτή ή μη, στο κράτος μέλος υποδοχής. Στις διατάξεις του υπόψη άρθρου δεν προβλέπεται καμία διάκριση μεταξύ των διαφόρων μελών της οικογενείας. Πρόκειται για καινοτομία σε σύγκριση με την τρέχουσα νομοθεσία, η οποία περιορίζει το εν λόγω δικαίωμα στον/στη σύζυγο και στα ανήλικα ή συντηρούμενα τέκνα, παρά το γεγονός ότι, λογικά, κάθε πολίτης της Ένωσης αντλεί το δικαίωμα άσκησης οικονομικής δραστηριότητας απευθείας από τη συνθήκη. Άρθρο 21 1. Στη διάταξη αυτή θεσπίζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ του πολίτη της Ένωσης και των υπηκόων του εκάστοτε κράτους μέλους. Η διάταξη υιοθετεί σε γενικές γραμμές τα συμπεράσματα της απόφασης του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 1998 επί της υπόθεσης C-85/96, Maria Martinez Sala κατά Freistaat Bayern, Συλλογή 1998, σελ. I-2691, σημείο 62. Συσχετίζει ευθέως την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων με το δικαίωμα διαμονής (άρθρα 12 και 18, παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ). Το ίδιο αυτό δικαίωμα σε ίση μεταχείριση επεκτείνεται στα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και είναι κάτοχοι του δικαιώματος διαμονής ή του δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής. 2. Η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης για όλους τους πολίτες της Ένωσης αμβλύνεται με τη διάταξη αυτή, βάσει της οποίας ο πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογενείας του που διαμένουν σε ένα άλλο κράτος μέλος χωρίς να ασκούν οικονομική δραστηριότητα δεν έχουν δικαίωμα στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, και τούτο για να μην προκαλείται υπέρμετρη δημοσιονομική επιβάρυνση του κράτους μέλους υποδοχής. Εξάλλου, το άρθρο 7 διευκρινίζει σαφώς ότι τα πρόσωπα που δεν είναι οικονομικώς ενεργά πρέπει οπωσδήποτε να διαθέτουν επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας. τούτο σημαίνει ότι η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα διαμονής των συγκεκριμένων προσώπων. Η έννοια της κοινωνικής πρόνοιας περιλαμβάνει επίσης τη δωρεάν παροχή ιατρικής περίθαλψης που η εσωτερική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους προβλέπει για τα πρόσωπα με χαμηλό εισόδημα. Ακόμη, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί υποτροφία συντήρησης στους πολίτες της Ένωσης που εισέρχονται στην επικράτειά του με κύριο σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών. Οι υποτροφίες συντήρησης εμπίπτουν στην ευρέως οριζόμενη έννοια της κοινωνικής πρόνοιας, με αποτέλεσμα οι σπουδαστές να μην έχουν σχετικό δικαίωμα βάσει της παρούσας οδηγίας. Οι σπουδαστές είναι υποχρεωμένοι να βεβαιώσουν την αρμόδια εθνική αρχή ότι διαθέτουν πόρους, ώστε να μην καταστούν βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής. Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμη η διατήρηση της διάταξης αυτής. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι με την παράγραφο 1 παρέχεται στους σπουδαστές το δικαίωμα να αξιώσουν τη μη εφαρμογή διακρίσεων εις βάρος τους σε άλλους τομείς εξαιτίας της ιθαγένειάς τους. Τούτο ισχύει επί παραδείγματι για τα άλλα είδη υποτροφιών πλην των υποτροφιών συντήρησης και για τα μεσοπρόθεσμα δάνεια με μειωμένο επιτόκιο που προβλέπονται προς όφελος των σπουδαστών. Το καθεστώς αυτό ισχύει μέχρι την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου IV της οδηγίας. Αφ' ης στιγμής αποκτηθεί το εν λόγω δικαίωμα, η νομική κατάσταση των κατόχων του δικαιώματος μόνιμης διαμονής εξομοιώνεται με εκείνη των ημεδαπών. Άρθρο 22 1. Η νέα αυτή διάταξη επιφέρει ορισμένες διευκρινίσεις ως προς την αξία των εγγράφων διαμονής που χορηγεί το κράτος μέλος υποδοχής. Αναφέρεται στις συνέπειες του αναγνωριστικού χαρακτήρα του δελτίου διαμονής, ο οποίος έχει ήδη γίνει δεκτός από το Δικαστήριο. Η κατοχή του δελτίου δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και, ειδικότερα, του δικαιώματος διαμονής σε ένα άλλο κράτος μέλος (βλ. π.χ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 1976, Royer, 48/75, Συλλογή σελ. 497, σημείο 50). 2. Τα έγγραφα διαμονής χορηγούνται από τα κράτη μέλη ατελώς ή έναντι ποσού ανάλογου εκείνου που καταβάλλεται από τους ημεδαπούς για τη χορήγηση παρεμφερών εγγράφων (π.χ. το δελτίο διαμονής θα μπορούσε να κοστίζει περίπου όσο και το δελτίο ταυτότητας των ημεδαπών). Άρθρο 23 Το άρθρο αυτό απηχεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με την υποχρέωση των πολιτών να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να επιδείξουν έναν τίτλο διαμονής. Το πρώτο εδάφιο έχει ως πρότυπο την απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 1989 επί της υπόθεσης 321/87, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1989, σελ. 997, σημείο 12, ενώ το δεύτερο εδάφιο έχει ως πρότυπο τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1989 επί της υπόθεσης C-265/88, Messner, Συλλογή 1989, σελ. 4209, σημείο 14, και της 30ής Απριλίου 1998 επί της υπόθεσης C-24/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1998, σελ. I-2133). Άρθρο 24 Πρόκειται για νέα διάταξη, η οποία αποβλέπει στην προστασία των πολιτών της Ένωσης έναντι των αυθαίρετων αποφάσεων των κρατικών αρχών. Οι διατάξεις του υπόψη άρθρου προβλέπουν διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατόχου του δικαιώματος διαμονής σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να εφαρμόσει εις βάρος του το μέτρο της απομάκρυνσης από την επικράτεια για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI (δημόσια τάξη). Οι εγγυήσεις αυτές είναι ίδιες με αυτές που προβλέπονται κατά των αποφάσεων απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης. Στην πραγματικότητα, στόχος είναι οι πολίτες να μην προστατεύονται λιγότερο έναντι των αποφάσεων περί απομάκρυνσης που λαμβάνονται για διοικητικούς λόγους σε σύγκριση με τις ίδιες αποφάσεις που λαμβάνονται για λόγους δημόσιας τάξης. Οι αποφάσεις περί απομάκρυνσης που λαμβάνονται γι' αυτούς τους λόγους δεν μπορούν να περιλαμβάνουν απαγόρευση εισόδου στο έδαφος του κράτους που έχει λάβει το εκάστοτε μέτρο. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί τα μέτρα αυτού του είδους από τις διαταγές απέλασης που ενδεχομένως εκδίδονται για λόγους δημόσιας τάξης. Κεφαλαιο VI Περιορισμοσ του δικαιωματοσ εισοδου και διαμονησ για λογουσ δημοσιασ ταξης, δημοσιασ ασφαλειασ ´η δημοσιασ υγειασ. Με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 3ης Ιουλίου 1980 επί της υπόθεσης 157/79, Regina/Pieck, Συλλογή 1980, σελ. 2171), η επιφύλαξη που βάσει της συνθήκης ισχύει σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων επ' ονόματι της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας δεν αποτελεί προϋπόθεση η οποία πρέπει να πληρείται εκ των προτέρων για να αποκτηθεί το δικαίωμα εισόδου και διαμονής, αλλά επιτρέπει την επιβολή, σε μεμονωμένες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, περιορισμών στην άσκηση ενός δικαιώματος το οποίο απορρέει απευθείας από τη συνθήκη. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν νομιμοποιούνται να επικαλούνται εν γένει και άνευ συγκεκριμένης αιτιολόγησης την εξαίρεση που προβλέπεται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, προκειμένου να περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Η πρόταση της Επιτροπής αποσκοπεί στην καλύτερη οριοθέτηση της έννοιας της δημόσιας τάξης, με την ενσωμάτωση της σχετικής πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, στην ενίσχυση των διαδικαστικών εγγυήσεων (π.χ. με την πρόβλεψη της δυνατότητας άσκησης δικαστικής προσφυγής σε όλες τις περιπτώσεις) και στην αύξηση της προστασίας κατά των μέτρων απέλασης, για να λαμβάνεται υπόψη ιδίως ο βαθμός ενσωμάτωσης του πολίτη στο κράτος μέλος υποδοχής. Μάλιστα, η πρόταση προβλέπει την απόλυτη προστασία των ανηλίκων που διατηρούν οικογενειακούς δεσμούς στο κράτος μέλος υποδοχής και των κατόχων του δικαιώματος μόνιμης διαμονής. Άρθρο 25 1. Στο άρθρο αυτό διατυπώνεται η αρχή που περιλαμβάνεται ήδη στη συνθήκη σύμφωνα με την οποία οι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή επιτρέπονται μόνο για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν είναι δυνατή η επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών (άρθρο 2, παράγραφος 2 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ). 2. Η λήψη μέτρων επ' ονόματι της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας πρέπει να γίνεται με βάση την προσωπική συμπεριφορά του ατόμου κατά του οποίου στρέφεται το εκάστοτε μέτρο. Η ύπαρξη ποινικής καταδίκης δεν είναι δυνατό από μόνη της να δικαιολογήσει την αυτόματη λήψη τέτοιων μέτρων (οδηγία 64/221/ΕΟΚ, άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2). Στο εδάφιο αυτό ορίζεται η έννοια της δημόσιας τάξης σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 1977 επί της υπόθεσης 30/77, Bouchereau, Συλλογή 1977, σελ. 1999, σημείο 35. Η απειλή την οποία αντιπροσωπεύει το άτομο πρέπει να είναι υπαρκτή και σοβαρή και να θεμελιώνεται στην προσωπική του συμπεριφορά. Με το εδάφιο αυτό καθιερώνεται σε νομοθετικό επίπεδο μία αρχή η οποία απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1982 επί των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων 115 και 116/81, Adoui και Cornuaille, Συλλογή 1982, σελ. 1665, σημείο 8, η οποία, αφενός, αποσαφηνίζει την έννοια της σοβαρής απειλής και, αφετέρου, διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υπηκόων των άλλων κρατών μελών σε σύγκριση με τους ημεδαπούς. 3. Η παράγραφος αυτή στηρίζεται στην ελαφρώς τροποποιημένη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 3 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ. 4. Η παράγραφος αυτή στηρίζεται στην ελαφρώς τροποποιημένη διατύπωση του άρθρου 5, παράγραφος 2 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ. 5. Η παράγραφος αυτή στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 4 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ. Άρθρο 26 1. Οι διατάξεις αυτές κατατείνουν στην εξασφάλιση αυξημένης προστασίας κατά των μέτρων απομάκρυνσης από την επικράτεια. Ειδικότερα, προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη, πριν λάβουν οποιαδήποτε απόφαση για την απομάκρυνση ενός πολίτη της Ένωσης ή ενός μέλους της οικογενείας του, οφείλουν να λάβουν υπόψη τον βαθμό ενσωμάτωσης του εν λόγω προσώπου στη χώρα υποδοχής, με βάση μια σειρά από κριτήρια, τα οποία μνημονεύονται ενδεικτικά. Δεν πρόκειται για διάταξη η οποία δεν παράγει νομικές συνέπειες, δεδομένου ότι μία απόφαση κράτους μέλους η οποία ενδεχομένως δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στην αρχή της αναλογικότητας και να ακυρωθεί για τον λόγο αυτό από τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία, βάσει ρητής διάταξης της παρούσας οδηγίας (άρθρο 29, παράγραφος 4), θα είναι υποχρεωμένα να ελέγχουν κατά πόσον τα εν λόγω κριτήρια έχουν πράγματι ληφθεί υπόψη. 2. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται απόλυτη προστασία κατά την απέλασης για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, καθώς και για τα ανήλικα μέλη της οικογενείας. Στην περίπτωση των ανηλίκων, η προστασία αυτή υπαγορεύεται από ανθρωπιστικούς λόγους. Όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, γίνεται δεκτό ότι αυτά έχουν αναπτύξει με το κράτος μέλος υποδοχής στενότατους δεσμούς ενσωμάτωσης, οι οποίοι καθιστούν αδικαιολόγητο το μέτρο της απομάκρυνσης. Το μέτρο της απέλασης έχει σοβαρότατες συνέπειες για το πρόσωπο που το υφίσταται, δεδομένου ότι οδηγεί στη διάρρηξη όλων των προσωπικών και οικογενειακών δεσμών που το πρόσωπο αυτό είχε αναπτύξει στο κράτος μέλος υποδοχής. Άρθρο 27 1. Στις διατάξεις αυτές προσδιορίζονται οι μόνες ασθένειες και αναπηρίες που είναι δυνατό να δικαιολογήσουν την άρνηση εισόδου ή διαμονής για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Πρόκειται για μερικές από τις ασθένειες και αναπηρίες που περιλαμβάνονταν στο παράρτημα της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ και οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν πρόβλημα. Επειδή οι υπόλοιπες ασθένειες έχουν παύσει να αποτελούν πρόβλημα, το παρόν κείμενο δεν περιλαμβάνει πλέον το παράρτημα της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ. 2. Ο περιορισμός αυτός στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 2 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ και δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση του δικαιώματος διαμονής για λόγους υγείας. 3. Η προσφυγή στις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό τον όρο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το εκάστοτε πρόσωπο πάσχει από κάποια από τις ασθένειες ή αναπηρίες που μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση εισόδου ή του δικαιώματος διαμονής και εφόσον το κράτος μέλος υποδοχής αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το κόστος των σχετικών εξετάσεων. Η υποβολή σε εξετάσεις δεν επιτρέπεται επ' ουδενί να έχει συστηματικό χαρακτήρα, ο οποίος θα υπονόμευε τη χρησιμότητα των διατάξεων που αναφέρονται στη χορήγηση βεβαίωσης διαμονής ή δελτίου διαμονής κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 8 και 10. Άρθρο 28 1. Η διάταξη αυτή στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ, με τη διευκρίνιση στο τέλος του τρόπου με τον οποίον πρέπει να γίνεται η κοινοποίηση, σύμφωνα με μία αρχή που απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1982 επί των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων 115 και 116/81, Adoui και Cornuaille, Συλλογή 1982, σελ. 1665, σημείο 13. Η φράση που υπάρχει στο τέλος δεν ορίζει ότι είναι υποχρεωτική η μετάφραση της απόφασης στη γλώσσα του ενδιαφερομένου, ιδίως αν πρόκειται για λιγότερο γνωστή γλώσσα, αλλά ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο προκειμένου να εξασφαλίζεται η κατανόηση του περιεχομένου και των συνεπειών της απόφασης από τον ενδιαφερόμενο. 2. Οι διατάξεις αυτές στηρίζονται στη διατύπωση του άρθρου 6 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ, με την ενσωμάτωση δύο διευκρινίσεων οι οποίες απηχούν τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1975 επί της υπόθεσης 36/75, Rutili, Συλλογή 1975, σελ. 1219, σημείο 39), σύμφωνα με την οποία το εκάστοτε κράτος μέλος οφείλει να γνωστοποιεί λεπτομερώς και με πληρότητα στον ενδιαφερόμενο, ταυτόχρονα με την κοινοποίηση του περιοριστικού μέτρου που έχει ληφθεί εις βάρος του, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση, ούτως ώστε αυτός να μπορεί να προετοιμάσει με τον καλύτερο τρόπο την άμυνά του. Προστίθεται μία συμπληρωματική εγγύηση η οποία έγκειται στην πρόβλεψη ότι η απόφαση σχετικά με την άρνηση της εισόδου ή του δικαιώματος διαμονής πρέπει να είναι όχι απλώς αιτιολογημένη αλλά και γραπτή, ούτως ώστε τα αρμόδια δικαστήρια να μπορέσουν, ενδεχομένως, να ασκήσουν ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο. 3. Για να είναι πλήρης η προστασία του ενδιαφερομένου, με την κοινοποίηση πρέπει αυτός να ενημερώνεται για τα ένδικα μέσα που προβλέπονται κατά της απόφασης σχετικά με την άρνηση της εισόδου ή του δικαιώματος διαμονής. Το τελευταίο εδάφιο στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 7 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ και προβλέπει τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου, πλην δεόντως αιτιολογημένων επειγουσών καταστάσεων, να παραμείνει στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής επί ένα δεκαπενθήμερο ή έναν μήνα, ανάλογα με την περίπτωση, για να έχει τον χρόνο που απαιτείται για την τήρηση των διατυπώσεων άσκησης προσφυγής. Άρθρο 29 1. Με τις διατάξεις αυτές διασφαλίζεται η δυνατότητα του κατόχου του δικαιώματος διαμονής να ασκήσει τα προβλεπόμενα διοικητικά και δικαστικά μέσα προσφυγής και κατοχυρώνεται έτσι η πλήρης δικαστική προστασία του. 2. Η πλήρης δικαστική προστασία δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να θεσπίσουν διαδικασία προσφυγής ενώπιον διοικητικής αρχής. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνουν σεβαστές οι εγγυήσεις αντικειμενικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 64/211. Ειδικότερα, απαιτείται προηγούμενη γνωμοδότηση αρμόδιας αρχής διαφορετικής από εκείνη που θα λάβει την απόφαση σχετικά με την άρνηση εισόδου ή θα εκδώσει τη διαταγή απομάκρυνσης από την επικράτεια. Επίσης, πρέπει να τηρηθούν οι εγγυήσεις που προβλέπονται για τα δικαιώματα υπεράσπισης. 3. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο εθνικός δικαστής θα μπορεί στο εξής να διατάσσει προς όφελος του ενδιαφερομένου την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης σχετικά με την άρνηση εισόδου ή την απομάκρυνση, όταν κρίνει εκ πρώτης όψεως ότι η απόφαση είναι αδικαιολόγητη, ακόμη κι αν η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει ότι η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η λύση του να προβλεφθεί ότι η προσφυγή έχει αυτομάτως ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν κρίνεται ενδεδειγμένη, διότι θα δημιουργούσε περιθώρια για καταχρήσεις. Εξάλλου, είναι δυνατό να βασισθεί κανείς στην εκτίμηση του εθνικού δικαστή για τη διασφάλιση της επαρκούς προστασίας τόσο των συμφερόντων των ιδιωτών όσο και εκείνων των κρατών μελών. 4. Με τη διάταξη αυτή, η οποία στηρίζεται στο σημείο 15 της απόφασης του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης Adoui και Cornuaille, καθίσταται σαφές ότι ο έλεγχος που ασκεί ο εθνικός δικαστής δεν είναι απλώς ένας έλεγχος νομιμότητας, ο οποίος εν προκειμένω θα είχε πολύ περιορισμένη σημασία, αλλά επίσης έλεγχος των πραγματικών περιστατικών στα οποία ερείδεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 έχει ως αποτέλεσμα να υπόκεινται στην κρίση του εθνικού δικαστή όλα τα στοιχεία τα οποία μνημονεύονται ενδεικτικά στο άρθρο 26 της παρούσας οδηγίας. ειδικότερα, αξιώνεται από τον δικαστή να ελέγξει το εκάστοτε μέτρο υπό το πρίσμα της θεμελιώδους αρχής της αναλογικότητας. 5. Σύμφωνα με την παράγραφο 5, τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύσουν την παρουσία του ενδιαφερομένου στην επικράτειά τους μέχρι τη δίκη, με ταυτόχρονη διασφάλιση της αυτοπρόσωπης παρουσίας του ενώπιον του εθνικού δικαστή κατά τη διάρκεια της δίκης, καθώς και του θεμελιώδους δικαιώματός του σε μία δίκαιη δίκη (απόφαση Pecastaing του Δικαστηρίου, σημείο 13). Άρθρο 30 1. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται σε νομοθετικό επίπεδο ένα δικαίωμα το οποίο έχει ήδη γίνει δεκτό από το Δικαστήριο (απόφαση της 18ης Μαΐου 1982 επί των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων 115 και 116/81, Adoui και Cornuaille, σημείο 12. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999 επί της υπόθεσης C-348/96, Donatella Calfa). Ειδικότερα, απαγορεύεται η εφ' όρου ζωής απαγόρευση της παρουσίας στην επικράτεια ενός προσώπου κατά του οποίου έχει εφαρμοσθεί το μέτρο της απομάκρυνσης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. 2. Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι η εύλογη προθεσμία για την υποβολή νέας αίτησης, για την οποία γίνεται λόγος στην προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης Adoui και Cornuaille, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τα δύο έτη από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης σχετικά με την άρνηση εισόδου ή την απομάκρυνση από την επικράτεια. Κατά την επανεξέταση της νέας αίτησης, το κράτος μέλος οφείλει να λάβει υπόψη οποιαδήποτε ουσιώδη μεταβολή των περιστάσεων που είχαν υπαγορεύσει την αρχική απόφαση περί απομάκρυνσης. Στην ίδια διάταξη καθορίζεται επίσης η προθεσμία εντός της οποίας το κράτος μέλος οφείλει να αποφανθεί επί της νέας αίτησης, και τούτο για να μην ακυρωθεί η χρησιμότητα του πρώτου εδαφίου. 3. Η παράγραφος 3 στηρίζεται στη διατύπωση του σημείου 12 της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου Adoui και Cornuaille. Η λύση αυτή κρίνεται κατάλληλη με βάση την ανάγκη να μην υπάρχουν περιθώρια για καταχρήσεις. Άρθρο 31 1. Η νέα αυτή διάταξη αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το μέτρο της απομάκρυνσης από την επικράτεια ενός κράτους μέλους διατάσσεται από ποινικό δικαστήριο ή από τη διοίκηση υπό τύπον ποινής ή ως μέτρο συμπληρωματικό σε σχέση με την ποινή της κράτησης. Τούτο συμβαίνει σε ορισμένα κράτη μέλη όταν υπάρχει ποινική καταδίκη για ορισμένα αδικήματα. Μολονότι η ποινική νομοθεσία εμπίπτει, καταρχήν, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, υπάρχει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η κοινοτική νομοθεσία θέτει ορισμένα όρια στην αρμοδιότητα αυτή. Ειδικότερα, η ποινική νομοθεσία δεν είναι δυνατό να περιστέλλει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνει η κοινοτική νομοθεσία (απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989 επί της υπόθεσης 186/87, Cowan, σημείο 19). Βάσει της νέας αυτής διάταξης, ο εθνικός ποινικός δικαστής ή η διοικητική αρχή υποχρεούται πλέον, πριν διατάξει υπό τύπον κύρωσης ή ως προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία συμπληρωματικό μέτρο την απέλαση ενός πολίτη της Ένωσης ή ενός μέλους της οικογενείας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, να συμμορφωθεί με την κοινοτική νομοθεσία, και ειδικότερα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας (ιδίως τα άρθρα 25, 26, 27 και 30 παράγραφος 1). 2. Σε αρκετά κράτη μέλη, το μέτρο της απομάκρυνσης αποφασίζεται μεν σε δεδομένη χρονική στιγμή, συχνά ταυτόχρονα με ποινική καταδίκη, αλλά η ουσιαστική εκτέλεση του μέτρου πραγματοποιείται μεταγενέστερα, ενίοτε αρκετά χρόνια μετά την έκδοση της αρχικής απόφασης. Η συγκεκριμένη διάταξη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξακριβώνουν κατά πόσον ο κίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια εξακολουθεί πράγματι να υπάρχει κατά τον χρόνο εκτέλεσης του μέτρου της απομάκρυνσης και να εξετάζουν μήπως έχουν μεταβληθεί οι περιστάσεις που υπαγόρευσαν την αρχική απόφαση περί απομάκρυνσης. Κεφαλαιο VII Τελικεσ διαταξεισ Άρθρο 32 Η οδηγία προβλέπει τη θέσπιση νέου καθεστώτος για την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών της Ένωσης και την καθιέρωση νέων δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό, είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να ενημερώνουν τους πολίτες της Ένωσης για τα δικαιώματά τους αλλά και για τις υποχρεώσεις τους στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 33 Στο άρθρο αυτό καθορίζονται οι αρχές με τις οποίες πρέπει να συνάδουν οι κυρώσεις που ισχύουν για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της οδηγίας. Πιο συγκεκριμένα, οι κυρώσεις πρέπει να είναι ουσιαστικές, αποτρεπτικές, ανταποκρινόμενες στην αρχή της αναλογικότητας και συγκρίσιμες με εκείνες που τα κράτη μέλη εφαρμόζουν για τις ήσσονος σημασίας παραβάσεις του νόμου που διαπράττουν οι υπήκοοί τους. Η διάταξη στηρίζεται σε σχετική πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (υποθέσεις C-265/88 Messner και C-24/97 Επιτροπή κατά Γερμανίας). Άρθρο 34 Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων ευνοϊκότερων σε σύγκριση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, επιτρέπεται να παραμείνουν σε ισχύ οι νομοθετικές διατάξεις ενός κράτους μέλους βάσει των οποίων ένα μέλος της οικογενείας που είναι υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να αποκτήσει αυτοτελή δικαιώματα έπειτα από δύο έτη διαμονής. Άρθρο 35 Στο άρθρο αυτό καθορίζονται οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας που καταργούνται καθώς και εκείνες που διατηρούνται σε ισχύ. Στην πράξη, από τα κοινοτικά κείμενα που ισχύουν σήμερα και αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία και το δικαίωμα διαμονής, θα παραμείνουν σε ισχύ μόνο οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70. Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68, η παρούσα οδηγία καταργεί μερικές από τις διατάξεις του οι οποίες αναφέρονται στην έννοια του μέλους της οικογενείας και στο δικαίωμα προς εργασία των μελών της οικογενείας. Ειδικότερα, οι συναφείς διατάξεις της παρούσας οδηγίας ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως και συνεπώς αντικαθιστούν τις παρεμφερείς διατάξεις που περιέχονταν έως σήμερα στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68. Μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή πρόκειται να υποβάλει, εν ευθέτω χρόνω, πρόταση για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70, τον οποίον εξέδωσε βάσει του άρθρου 39, παράγραφος 3, στοιχείο δ) της συνθήκης. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι η Επιτροπή είναι αποκλειστικώς αρμόδια για τα ζητήματα που άπτονται του δικαιώματος παραμονής των εργαζομένων. Για να αποφευχθεί η δημιουργία νομικού κενού, οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου αρχίζουν να ισχύουν την 1η Ιουλίου 2003. Άρθρο 36 Το άρθρο αυτό προβλέπει την κατάρτιση από την Επιτροπή έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, όπως συμβαίνει συχνά στην περίπτωση των νέων οδηγιών. Με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή θα μπορεί να ελέγξει την προσήκουσα ενσωμάτωση της οδηγίας στη νομοθεσία των κρατών μελών, καθώς επίσης να ανιχνεύσει τυχόν δυσκολίες κατά την εφαρμογή της στην πράξη και να εκτιμήσει κατά πόσο είναι σκόπιμο να προτείνει την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων. Άρθρο 37 Τα κράτη μέλη καλούνται να θεσπίσουν και να δημοσιεύσουν τις διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας πριν από την 1η Ιουλίου 2003 και να εφαρμόσουν τις διατάξεις της από 1ης Ιουλίου 2003. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις τυχόν τροποποιήσεις των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών τους διατάξεων. Κατά τη θέσπιση των συναφών διατάξεων τα κράτη μέλη φροντίζουν να γίνεται μνεία της παρούσας οδηγίας. Άρθρο 38 Στο άρθρο αυτό καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας. Άρθρο 39 Τα κράτη μέλη είναι οι μόνοι αποδέκτες της οδηγίας. 2001/0111 (COD) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ EΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 12, 18, 40, 44 και 52, την πρόταση της Επιτροπής [14] [14] ΕΕ C τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [15], [15] ΕΕ C τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [16], [16] ΕΕ C Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της συνθήκης [17], [17] ΕΕ C Εκτιμώντας τα εξής: (1) Στις κοινές διατάξεις του Τίτλου Ι της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση θέτει ως στόχο, μεταξύ άλλων, την «ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υπηκόων των κρατών μελών της με τη θέσπιση ιθαγένειας της Ένωσης». (2) Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, είναι ένας χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίον η ελευθερία αυτή εξασφαλίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης. (3) Με τα άρθρα 17 και 18 της συνθήκης, καθιερώθηκε η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, και κάθε πολίτης της Ένωσης απέκτησε το πρωτογενές και ατομικό δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών. (4) Η προαγωγή της κινητικότητας των σπουδαστών, των ερευνητών, των καταρτιζομένων, των εθελοντών, των διδασκόντων και των επιμορφωτών έχει αναγνωρισθεί ως μία από τις πολιτικές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (5) Στο πλαίσιο αυτό, η κλαδική και αποσπασματική μεθόδευση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, η οποία διέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας [18], την οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας [19], την οδηγία 73/148/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών [20], την οδηγία 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1990 σχετικά με το δικαίωμα διαμονής [21], την οδηγία 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1990 σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα [22] και την οδηγία 93/96/ΕOΚ του Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 1993 σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών [23], καθιστά αναγκαία μία επανεξέταση προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, όπως ορίζει το άρθρο 18, παράγραφος 2 της συνθήκης. [18] ΕΕ L 257, 19.10.1968, σ. 2, κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2434/92 (ΕΕ L 245, 26.8.1992, σ. 1). [19] ΕΕ L 257, 19.10.1968, σ. 13, οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, Φινλανδίας και Σουηδίας. [20] ΕΕ L 172, 28.6.1973, σ. 14. [21] ΕΕ L 180, 13.7.1990, σ. 26. [22] ΕΕ L 180, 13.7.1990, σ. 28. [23] ΕΕ L 317, 18.12.1993, σ. 59. (6) Το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, για να μπορεί να ασκηθεί υπό αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, πρέπει να παρέχεται και στα μέλη της οικογενείας, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους. Ο ορισμός του μέλους της οικογενείας πρέπει να διευρυνθεί και να καταστεί ενιαίος για όλους όσοι απολαύουν του δικαιώματος διαμονής. (7) Ενδείκνυται να προσδιορισθεί με σαφήνεια ο χαρακτήρας των διατυπώσεων που σχετίζονται με την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης στο έδαφος των κρατών μελών. Ενδείκνυται επίσης να διευκολυνθεί, με τη θέσπιση της ισοδυναμίας μεταξύ του τίτλου διαμονής και της θεώρησης σύντομης διαμονής, η ελεύθερη κυκλοφορία των μελών της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και που υπόκεινται κανονικά στην υποχρέωση θεώρησης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2001 περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή [24]. [24] ΕΕ L 81, 21.3.2001, σ. 1. (8) Για να επιτευχθεί καλύτερη προσαρμογή στις νέες μορφές κινητικότητας, εργασίας και εναλλασσόμενης διαβίωσης, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι η διαμονή ενός πολίτη της Ένωσης, εφόσον δεν υπερβαίνει το εξάμηνο, δεν υπόκειται σε καμία διατύπωση πλην της κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου. (9) Ωστόσο, είναι σκόπιμο να ληφθεί μέριμνα ούτως ώστε οι απολαύοντες του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας να μην καταστούν υπέρμετρο βάρος για τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής κατά την αρχική περίοδο διαμονής τους. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να προβλεφθεί η διατήρηση ρύθμισης βάσει της οποίας η άσκηση του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ένωσης, για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα του εξαμήνου, εξακολουθεί να υπόκειται στην προϋπόθεση της άσκησης οικονομικής δραστηριότητας. όσοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας η οποία να καλύπτει όλους τους κινδύνους στο κράτος υποδοχής τόσο για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο όσο και για τα μέλη της οικογενείας του. Το ίδιο δικαίωμα μπορεί να ασκείται από τους σπουδαστές που έχουν γίνει δεκτοί για την παρακολούθηση μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης στο κράτος μέλος υποδοχής και από τα άτομα που έχουν την ιδιότητα του μέλους της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης ο οποίος πληροί μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις. (10) Το θεμελιώδες και προσωποπαγές δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να διαμένουν σε ένα άλλο κράτος μέλος δεν εξαρτάται από τη χορήγηση τίτλου διαμονής. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση κατοχής τίτλου διαμονής πρέπει να ισχύει μόνο σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ιδίως για τα μέλη της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και εφόσον η διάρκεια της διαμονής υπερβαίνει τους έξι μήνες. (11) Όταν η διάρκεια της διαμονής υπερβαίνει τους έξι μήνες, η εγγραφή του πολίτη της Ένωσης σε μητρώο που τηρούν οι αρμόδιες αρχές του τόπου διαμονής, πιστοποιούμενη με σχετική βεβαίωση, σε συνδυασμό με την κατοχή ισχύοντος δελτίου ταυτότητας του κράτους μέλους καταγωγής ή διαβατηρίου, αποτελεί ένα επαρκές και όχι δυσανάλογο μέτρο και εξυπηρετεί το συμφέρον του κράτους μέλους υποδοχής να γνωρίζει τις μετακινήσεις πληθυσμού στο έδαφός του. (12) Τα δικαιολογητικά που η διοίκηση απαιτεί για τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ή δελτίου διαμονής πρέπει να προσδιορίζονται με εξαντλητικό τρόπο προκειμένου να αποφευχθούν διοικητικές πρακτικές και αποκλίνουσες ερμηνείες ικανές να αποτελέσουν δυσανάλογο εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους. (13) Είναι σκόπιμο να παρέχεται νομική προστασία στα μέλη της οικογενείας σε περίπτωση θανάτου του πολίτη της Ένωσης ή λύσης του γάμου. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να θεσπισθούν ρυθμίσεις για την πρόβλεψη της διατήρησης του δικαιώματος διαμονής σε αυτές τις περιπτώσεις, με βάση την αρχή του σεβασμού του οικογενειακού βίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αλλά και υπό ορισμένες προϋποθέσεις προς αποφυγή καταχρήσεων. (14) Η εγγύηση μόνιμης διαμονής για τους πολίτες της Ένωσης που έχουν επιλέξει να εγκατασταθούν μακροχρόνια σε ένα κράτος μέλος ενισχύει τη συνείδηση της κοινής ιθαγένειας και συμβάλλει καθοριστικά στην προαγωγή της κοινωνικής συνοχής, που αποτελεί θεμελιώδη στόχο της Κοινότητας. Για τον λόγο αυτό ενδείκνυται να καθιερωθεί δικαίωμα μόνιμης διαμονής για όλους τους πολίτες της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση της τετραετούς αδιάλειπτης διαμονής. (15) Είναι ωστόσο σκόπιμο να διατηρηθούν ορισμένα ειδικά ευεργετήματα τα οποία προσιδιάζουν στους πολίτες της Ένωσης που ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα και τα οποία αποτελούν κεκτημένα δικαιώματα, παραχωρηθέντα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 της Επιτροπής της 29ης Ιουνίου 1970 περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας [25] και με την οδηγία 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1974 περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας [26]. [25] ΕΕ L 142, 30.6.1970, σ. 24. [26] ΕΕ L 14, 20.1.1975, σ. 10. (16) Για να είναι δυνατή η άσκηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής των πολιτών της Ένωσης, το ίδιο δικαίωμα πρέπει να αναγνωρισθεί στα μέλη της οικογενείας. Σε περίπτωση θανάτου ενός πολίτη ο οποίος είχε ασκήσει μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου αλλά δεν είχε προλάβει να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, πρέπει επίσης να γίνεται δεκτή η απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής από τα μέλη της οικογενείας του, εφόσον όμως πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. (17) Για να συντελέσει ουσιαστικά στην ένταξη του εκάστοτε πολίτη της Ένωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής όπου αυτός κατοικεί, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής δεν πρέπει να υπόκειται σε προϋποθέσεις αλλά να διασφαλίζει πλήρη ισότητα μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς, καθώς και μέγιστη προστασία κατά της απέλασης. (18) Ως εκ τούτου, η απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής προσπορίζει πρόσθετα δικαιώματα και αυξημένη προστασία στον πολίτη της Ένωσης και στα μέλη της οικογενείας του. Είναι συνεπώς σκόπιμη η διαπίστωση του εν λόγω δικαιώματος με τη χορήγηση δελτίου διαμονής απεριόριστης διάρκειας ισχύος. (19) Σύμφωνα με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, κάθε πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογενείας του πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της συνθήκης. Πάντως, πριν από την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, εναπόκειται στο κράτος μέλος υποδοχής να αποφασίζει αν δέχεται να παρέχει στα πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα υπηρεσίες που εμπίπτουν στον χώρο της κοινωνικής πρόνοιας ή ακόμη υποτροφίες συντήρησης σε πολίτες της Ένωσης που μεταβαίνουν εκεί με σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών. (20) Η επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας προβλέπεται από τη συνθήκη στο άρθρο 39, παράγραφος 3, στο άρθρο 46, παράγραφος 1 και στο άρθρο 55. Η οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου [27] προέβλεψε τον συντονισμό των ειδικών μέτρων για τους αλλοδαπούς, σε θέματα μετακίνησης και διαμονής τα οποία υπαγορεύονται από λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. [27] ΕΕ 56, 4.4.1964, σ. 850/64, οδηγία τροποποιηθείσα τελευταία με την οδηγία 75/35/ΕΟΚ (ΕΕ L 14, 20.1.1975, σ. 14). (21) Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου και το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, είναι σκόπιμο να διευκρινισθούν οι προϋποθέσεις και οι διαδικαστικές εγγυήσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση απόφασης για την άρνηση εισόδου ή την απομάκρυνση των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογενείας τους. (22) Η απομάκρυνση των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογενείας τους για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας είναι ένα ριζικό μέτρο το οποίο ενδέχεται να βλάψει σοβαρά τα θιγόμενα πρόσωπα τα οποία, έχοντας κάνει χρήση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που τους αναγνωρίζει η συνθήκη, έχουν ενταχθεί ουσιαστικά στο κράτος μέλος υποδοχής. Για τον λόγο αυτό, ενδείκνυται να περιορισθεί η έκταση των σχετικών μέτρων, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός ένταξης του εκάστοτε προσώπου και να απαγορεύεται η απομάκρυνση ενός πολίτη της Ένωσης ή ενός μέλους της οικογενείας του που απολαύει του δικαιώματος μόνιμης διαμονής ή των ανηλίκων μελών της οικογενείας. (23) Είναι επίσης σκόπιμο να διευκρινίζονται οι διοικητικοί διαδικαστικοί κανόνες, ούτως ώστε να διασφαλίζεται, αφενός, υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη της Ένωσης και των μελών της οικογενείας του σε περίπτωση άρνησης εισόδου ή διαμονής σε ένα άλλο κράτος μέλος και, αφετέρου, η τήρηση της αρχής της επαρκούς αιτιολόγησης των πράξεων της διοίκησης. (24) Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να παρέχεται στον πολίτη της Ένωσης και στα μέλη της οικογενείας του η δυνατότητα προσφυγής στη Δικαιοσύνη κατά της άρνησης εισόδου και διαμονής σε ένα άλλο κράτος μέλος, υπό προϋποθέσεις ίδιες με αυτές που ισχύουν για τους ημεδαπούς όσον αφορά την άσκηση προσφυγής και τη διεξαγωγή της διαδικασίας. (25) Προεκτείνοντας τη νομολογία του Δικαστηρίου, ενδείκνυται να επιβεβαιωθεί το δικαίωμα του πολίτη της Ένωσης ή ενός μέλους της οικογενείας του κατά του οποίου έχει εφαρμοσθεί το μέτρο της απομάκρυνσης να υποβάλει νέα αίτηση εντός εύλογης προθεσμίας και πάντως το αργότερο κατόπιν διετίας. (26) Εξαιτίας των νέων προϋποθέσεων που η παρούσα οδηγία προβλέπει για την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, ενδείκνυται να καταργηθούν οι ισχύουσες διατάξεις οι οποίες αντιβαίνουν στην παρούσα οδηγία, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα εφαρμογής των τυχόν ευνοϊκότερων εθνικών διατάξεων. (27) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον «Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Κεφάλαιο I Γενικές διατάξεις Άρθρο 1 Σκοπός Στην παρούσα οδηγία καθορίζονται: (α) οι όροι άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στα κράτη μέλη από τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογενείας τους. (β) το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στα κράτη μέλη των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογενείας τους. (γ) οι περιορισμοί στα ανωτέρω δικαιώματα για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. Άρθρο 2 Ορισμοί Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 1. Πολίτης της Ένωσης: κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους. 2. Μέλος της οικογενείας: (α) ο/η σύζυγος. (β) ο/η σύντροφος που συζεί με τον ενδιαφερόμενο σε ελεύθερη ένωση, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής εξομοιώνει το καθεστώς των ζευγαριών που δεν έχουν τελέσει γάμο με εκείνο των παντρεμένων ζευγαριών και πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η εν λόγω νομοθεσία. (γ) οι απευθείας κατιόντες καθώς και εκείνοι του/της συζύγου ή του/της συντρόφου που συζεί με τον ενδιαφερόμενο σε ελεύθερη ένωση κατά την έννοια του στοιχείου β). (δ) οι απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνοι του/της συζύγου ή του/της συντρόφου που συζεί με τον ενδιαφερόμενο σε ελεύθερη ένωση κατά την έννοια του στοιχείου β). 3. Κράτος μέλος υποδοχής: το κράτος μέλος στο οποίο μεταβαίνει ο πολίτης της Ένωσης προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Άρθρο 3 Δικαιούχοι 1. Στην παρούσα οδηγία εμπίπτει κάθε πολίτης της Ένωσης ο οποίος μεταβαίνει ή διαμένει σε ένα κράτος μέλος της Ένωσης διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, καθώς και τα μέλη της οικογενείας του κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2 ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που τον συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τον συναντήσουν. 2. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την είσοδο και διαμονή κάθε άλλου μέλους της οικογενείας που δεν καλύπτεται από τον ορισμό του άρθρου 2, σημείο 2, εφόσον συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης που έχει ίδιον δικαίωμα διαμονής ή ζει στην οικία του στη χώρα προέλευσης, με την επιφύλαξη του προσωπικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του ενδιαφερομένου. Άρθρο 4 Απαγόρευση των διακρίσεων Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας χωρίς καμία διάκριση με βάση ιδίως το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τα γενετικά χαρακτηριστικά, τη γλώσσα, τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, τα πολιτικά ή άλλου είδους φρονήματα, την ιδιότητα μέλους εθνικής μειονότητας, την περιουσία, τη γέννηση, την ύπαρξη αναπηρίας, την ηλικία ή τον γενετήσιο προσανατολισμό. Κεφάλαιο II Δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής μέχρι έξι μήνες Άρθρο 5 Δικαίωμα εξόδου 1. Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να αναχωρεί από το έδαφος ενός κράτους μέλους προκειμένου να μεταβεί σε ένα άλλο κράτος μέλος, εφόσον φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο. Το ανωτέρω δικαίωμα του πολίτη της Ένωσης αναγνωρίζεται επίσης στα μέλη της οικογενείας του που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και τον συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τον συναντήσουν. 2 Καμία θεώρηση εξόδου ή άλλη ισοδύναμη υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στα πρόσωπα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. 3 Τα κράτη μέλη εκδίδουν ή ανανεώνουν στους υπηκόους τους δελτίο ταυτότητος ή διαβατήριο που αναγράφει ιδίως την ιθαγένειά τους. 4. Το διαβατήριο πρέπει να ισχύει τουλάχιστον για όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης και για τις μεταξύ αυτών ευρισκόμενες χώρες απευθείας διελεύσεως. Αν η νομοθεσία ενός κράτους μέλους δεν προβλέπει τη χορήγηση δελτίου ταυτότητας, η διάρκεια ισχύος του διαβατηρίου που εκδίδεται ή ανανεώνεται δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε ετών. Άρθρο 6 Δικαίωμα εισόδου και διαμονής μέχρι έξι μήνες 1. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στο έδαφός τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης και στα μέλη της οικογενείας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, εφόσον φέρουν ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο. Καμία θεώρηση εισόδου ή άλλη ισοδύναμη υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στους πολίτες της Ένωσης. 2. Στα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους μπορεί να επιβληθεί μόνο η υποχρέωση της θεώρησης σύντομης διαμονής σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 539/2001. Η κατοχή ισχύοντος τίτλου διαμονής εκδοθέντος από κράτος μέλος ισοδυναμεί με θεώρηση. Τα κράτη μέλη παρέχουν στα εν λόγω πρόσωπα κάθε διευκόλυνση προκειμένου να αποκτήσουν τις θεωρήσεις που ενδεχομένως χρειάζονται. Οι θεωρήσεις χορηγούνται ατελώς. 3. Το κράτος μέλος υποδοχής δεν επιθέτει σφραγίδα εισόδου ή εξόδου στο διαβατήριο των μελών της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, από τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος είναι κάτοχος τίτλου διαμονής. 4. Οσάκις ο πολίτης της Ένωσης ή ένα μέλος της οικογενείας του δεν έχει τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα ή, ανάλογα με την περίπτωση, την αναγκαία θεώρηση, το οικείο κράτος μέλος, πριν εφαρμόσει το μέτρο της επαναπροώθησης, παρέχει στο πρόσωπο αυτό κάθε διευκόλυνση με σκοπό την απόκτηση των αναγκαίων εγγράφων ή την αποστολή τους ή προκειμένου να επιβεβαιωθεί ή να αποδειχθεί με άλλα μέσα ότι πράγματι απολαμβάνει του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. 5. Το δικαίωμα εισόδου του πολίτη της Ένωσης στο έδαφος ενός κράτους μέλους περιλαμβάνει το δικαίωμα διαμονής σε αυτό για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, υπό την προϋπόθεση της κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου. Το κράτος μέλος μπορεί μόνο να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να γνωστοποιήσει την παρουσία του στο έδαφός του εντός προθεσμίας που δεν επιτρέπεται να είναι βραχύτερη των δεκαπέντε ημερών. Η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση αυτή είναι δυνατό να επισύρει κυρώσεις τηρουμένων των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας. 6. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 εφαρμόζονται και στα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και που συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης. Εντούτοις, αν τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης, υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση δελτίου διαμονής σύμφωνα με το άρθρο 9 πριν από τη λήξη ισχύος της θεώρησης. Κεφάλαιο III Δικαίωμα διαμονής για χρονικό διάστημα άνω του εξαμήνου Άρθρο 7 Προϋποθέσεις άσκησης 1. Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει δικαίωμα διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του εξαμήνου εφόσον: (α) ασκεί οικονομική δραστηριότητα ως μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος. ή (β) διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογενείας του, ούτως ώστε να μην καταστεί κατά τη διάρκεια της διαμονής του βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και ασφάλιση ασθενείας καλύπτουσα το σύνολο των κινδύνων στο κράτος μέλος υποδοχής. ή (γ) είναι σπουδαστής που έχει γίνει δεκτός για να παρακολουθήσει μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης. ή (δ) είναι μέλος της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης που πληροί τις προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) ή γ). 2. Το δικαίωμα διαμονής εκτείνεται στα μέλη της οικογενείας τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος μέλος υποδοχής, τον πολίτη της Ένωσης και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, στοιχεία α), β) ή γ). Άρθρο 8 Διοικητικές διατυπώσεις για τους πολίτες της Ένωσης 1. Για τα διαστήματα διαμονής που υπερβαίνουν τους έξι μήνες, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τους πολίτες της Ένωσης να παρουσιάζονται προς εγγραφή στις αρμόδιες αρχές. 2. Η προθεσμία που τάσσεται για την εγγραφή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των έξι μηνών από την άφιξη. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα διαμονής πιστοποιείται με την άμεση χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής, στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του εγγραφέντος και η ημερομηνία εγγραφής. Η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση εγγραφής είναι δυνατό να επισύρει κυρώσεις, τηρουμένων των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας. 3. Για να χορηγήσουν βεβαίωση εγγραφής, τα κράτη μέλη μπορούν μόνο να απαιτήσουν από τον πολίτη της Ένωσης που εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β) να προσκομίσει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο και να βεβαιώσει με δήλωση ή με οποιοδήποτε άλλο, τουλάχιστον ισοδύναμο, μέσο κατ' επιλογή του ενδιαφερομένου ότι πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α) ή β). 4. Για να χορηγήσουν βεβαίωση εγγραφής, τα κράτη μέλη μπορούν μόνο να απαιτήσουν από τον πολίτη της Ένωσης που εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ) να προσκομίσει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο και έγγραφο που αποδεικνύει την εγγραφή του σε αναγνωρισμένο ίδρυμα με σκοπό την παρακολούθηση μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης ως κύρια δραστηριότητα και να βεβαιώσει με δήλωση ή με οποιοδήποτε άλλο, τουλάχιστον ισοδύναμο, μέσο κατ' επιλογή του ενδιαφερομένου ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογενείας του, ούτως ώστε να μην καταστεί κατά τη διάρκεια της διαμονής του βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και ασφάλιση ασθενείας καλύπτουσα το σύνολο των κινδύνων στο κράτος μέλος υποδοχής. 5. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να προσδιορίζουν το ύψος των πόρων που τα ίδια θεωρούν επαρκείς. 6. Για να χορηγήσουν βεβαίωση εγγραφής στα μέλη της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να προσκομισθούν τα εξής έγγραφα: (α) ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο. (β) έγγραφο που αποδεικνύει τον δεσμό συγγένειας. (γ) ανάλογα με την περίπτωση, τη βεβαίωση εγγραφής του πολίτη της Ένωσης που συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν. (δ) στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β), απόδειξη της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων που καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη. (ε) στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, έγγραφο χορηγηθέν από την αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής ή προέλευσης το οποίο πιστοποιεί ότι συντηρούνται από τον πολίτη της Ένωσης ή ότι ζούσαν στην οικία του στην εν λόγω χώρα. 7. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αρνηθούν τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής σε έναν εργαζόμενο που έχει παύσει να ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) αν ο ενδιαφερόμενος είναι προσωρινά ανίκανος προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος. ή (β) αν ο ενδιαφερόμενος κατέστη ακουσίως άνεργος, γεγονός που πρέπει να εξακριβώνεται δεόντως, και προσφεύγει στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης προκειμένου να εξεύρει εργασία. ή (γ) αν ο ενδιαφερόμενος κατέστη ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους και προσφεύγει στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης προκειμένου να εξεύρει εργασία. Στην περίπτωση αυτή η ιδιότητα του εργαζόμενου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου. Αν ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει δικαίωμα στις παροχές που προβλέπονται για τους ανέργους, η ιδιότητα αυτή διατηρείται μέχρι τη λήξη του εν λόγω δικαιώματος. ή (δ) αν ο ενδιαφερόμενος παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης. Με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος κατέστη ακουσίως άνεργος, η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζομένου προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και της κατάρτισης την οποία λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος. Άρθρο 9 Διοικητικές διατυπώσεις για τα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους 1. Τα κράτη μέλη χορηγούν στα μέλη της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους δελτίο διαμονής, εφόσον η προβλεπόμενη διάρκεια της διαμονής τους υπερβαίνει τους έξι μήνες. 2. Η προθεσμία που τάσσεται για την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των έξι μηνών από την άφιξη. Εντούτοις, τα μέλη της οικογενείας που υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης υποχρεούνται να υποβάλουν τη σχετική αίτηση πριν από τη λήξη ισχύος της θεώρησης. 3. Η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής είναι δυνατό να επισύρει κυρώσεις, τηρουμένων των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας. Άρθρο 10 Χορήγηση του δελτίου διαμονής 1. Το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους πιστοποιείται με τη χορήγηση εγγράφου καλουμένου «δελτίο διαμονής μέλους της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης» το αργότερο εντός τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Στον ενδιαφερόμενο χορηγείται αμέσως βεβαίωση υποβολής της αίτησης. Στη βεβαίωση μνημονεύεται επίσης το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος έχει την ιδιότητα του μέλους της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης. 2. Προκειμένου να χορηγήσουν δελτίο διαμονής, τα κράτη μέλη απαιτούν την προσκόμιση εγγράφων ίδιων με αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 6. Άρθρο 11 Ισχύς του δελτίου διαμονής 1. Η διάρκεια ισχύος του δελτίου διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1 είναι τουλάχιστον πέντε έτη από την ημερομηνία χορήγησης. 2. Διακοπή της διαμονής που δεν υπερβαίνει τους έξι συναπτούς μήνες, καθώς επίσης οι απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας που οφείλονται σε σοβαρούς λόγους, ιδίως την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων, σοβαρή ασθένεια, εγκυμοσύνη, μητρότητα, πραγματοποίηση σπουδών, επαγγελματική κατάρτιση, απόσπαση για εργασιακούς λόγους στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας δεν θίγουν την ισχύ του δελτίου διαμονής. Άρθρο 12 Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογενείας σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης 1. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, ο θάνατος του πολίτη της Ένωσης ή η αναχώρησή του από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δεν θίγει το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας του τα οποία έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους. Για να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να πληρούν οι ίδιοι τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία α), β), γ) ή δ). 2. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, ο θάνατος ενός πολίτη της Ένωσης δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διαμονής των εξαρτώμενων μελών της οικογενείας του τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους. Πριν από την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερομένων εξακολουθεί να τελεί υπό την προϋπόθεση της άσκησης οικονομικής δραστηριότητας υπό την ιδιότητα του μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου ή της ύπαρξης αφενός επαρκών πόρων για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο και τα μέλη της οικογενείας του, ούτως ώστε τα εν λόγω πρόσωπα να μην καταστούν κατά τη διάρκεια της διαμονής τους βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, και αφετέρου ασφάλισης ασθενείας καλύπτουσας το σύνολο των κινδύνων στο κράτος μέλος υποδοχής ή, τέλος, της ιδιότητας μέλους της ήδη συσταθείσας στο κράτος μέλος υποδοχής οικογενείας του ενδιαφερομένου, ο οποίος πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Οι πόροι αυτοί λογίζονται ως επαρκείς εφόσον είναι τουλάχιστον ίσοι με το ύψος πόρων κάτω του οποίου προβλέπεται η παροχή κοινωνικής συνδρομής από το κράτος μέλος υποδοχής στους υπηκόους του. Όταν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, οι πόροι του αιτούντος λογίζονται ως επαρκείς εφόσον είναι τουλάχιστον ίσοι με το ύψος της κατώτατης σύνταξης κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλεται από το κράτος μέλος υποδοχής. 3. Η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διαμονής των τέκνων του τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής και είναι εγγεγραμμένα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα δευτεροβάθμιου ή μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου με σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών. Το δικαίωμα αυτό ισχύει μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδών. Άρθρο 13 Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογενείας σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου 1. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, το διαζύγιο ή η ακύρωση του γάμου δεν θίγει το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης τα οποία έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους. Πριν από την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία α), β), γ) ή δ). 2. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, το διαζύγιο ή η ακύρωση του γάμου δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) αν ο γάμος διήρκεσε, μέχρι την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, επί πέντε έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα πρέπει οπωσδήποτε να έχει διανυθεί στο κράτος μέλος υποδοχής. ή (β) αν η επιμέλεια των τέκνων του πολίτη της Ένωσης έχει ανατεθεί στον/στη σύζυγο που δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους βάσει συμφωνίας μεταξύ των συζύγων ή με δικαστική απόφαση. ή (γ) αν τούτο υπαγορεύεται από ιδιαιτέρως δυσχερείς καταστάσεις. Πριν από την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερομένων εξακολουθεί να τελεί υπό την προϋπόθεση της άσκησης οικονομικής δραστηριότητας υπό την ιδιότητα του μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου ή της ύπαρξης αφενός επαρκών πόρων για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο και τα μέλη της οικογενείας του, ούτως ώστε τα εν λόγω πρόσωπα να μην καταστούν κατά τη διάρκεια της διαμονής τους βάρος για το κράτος μέλος υποδοχής, και αφετέρου ασφάλισης ασθενείας καλύπτουσας το σύνολο των κινδύνων στο κράτος μέλος υποδοχής ή, τέλος, της ιδιότητας μέλους της ήδη συσταθείσας στο κράτος μέλος υποδοχής οικογενείας του ενδιαφερομένου, ο οποίος πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Η έννοια των «επαρκών πόρων» που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο συμπίπτει με εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο. Κεφάλαιο IV Δικαίωμα μόνιμης διαμονής Τμήμα I Απόκτηση Άρθρο 14 Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογενείας τους 1 Κάθε πολίτης της Ένωσης ο οποίος έχει κατοικήσει νομίμως και συνεχώς επί τέσσερα έτη στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο III. 2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και στα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους και τα οποία έχουν κατοικήσει επί τέσσερα έτη τουλάχιστον με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής. 3. Αφ' ης στιγμής αποκτηθεί, απώλεια του δικαιώματος μόνιμης διαμονής επέρχεται μόνο σε περίπτωση απουσίας από το κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τέσσερα συναπτά έτη. Άρθρο 15 Παρεκκλίσεις για τους εργαζόμενους που έχουν παύσει τη δραστηριότητά τους στο κράτος μέλος υποδοχής και για τα μέλη των οικογενειών τους 1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 14, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πριν από τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών συνεχούς διαμονής αναγνωρίζεται: (α) στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς εργαζόμενους οι οποίοι, κατά τον χρόνο παύσης της δραστηριότητάς τους, έχουν φθάσει στην ηλικία που απαιτείται για την άσκηση των δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής ή οι οποίοι έχουν παύσει να ασκούν μισθωτή δραστηριότητα λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι εργάστηκαν εκεί τουλάχιστον τους τελευταίους δώδεκα μήνες και ότι διέμεναν εκεί συνεχώς τουλάχιστον την τελευταία τριετία. Αν η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος σε ορισμένες κατηγορίες μη μισθωτών εργαζομένων, λογίζεται ότι η προϋπόθεση ηλικίας πληρούται όταν ο δικαιούχος συμπληρώσει την ηλικία των 60 ετών, (β) στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς εργαζόμενους οι οποίοι διέμεναν συνεχώς τουλάχιστον την τελευταία διετία στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και έπαυσαν να ασκούν τη δραστηριότητά τους εξαιτίας μόνιμης ανικανότητας προς εργασία. Αν η ανικανότητα είναι συνέπεια εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας που παρέχουν δικαίωμα συντάξεως πληρωτέας εν όλω ή εν μέρει από φορέα του εν λόγω κράτους, η προϋπόθεση της διάρκειας διαμονής δεν ισχύει, (γ) στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς εργαζόμενους οι οποίοι, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών συνεχούς δραστηριότητας και διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους, διατηρώντας την κατοικία τους στο έδαφος του πρώτου κράτους, στο οποίο και επιστρέφουν, καταρχήν, καθημερινώς ή τουλάχιστον άπαξ εβδομαδιαίως. Σε σχέση με την απόκτηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α) και β), οι περίοδοι δραστηριότητας που συμπληρώνονται εν προκειμένω στο έδαφος του άλλου κράτους μέλους λογίζονται σαν να έχουν συμπληρωθεί στο έδαφος του κράτους μέλους διαμονής. Οι περίοδοι ακουσίας ανεργίας, δεόντως βεβαιούμενες από την αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης, ή οι περίοδοι διακοπής δραστηριότητας που δεν οφείλονται στη βούληση του ενδιαφερομένου και η απουσία από την εργασία ή η διακοπή λόγω ασθενείας ή ατυχήματος λογίζονται ως περίοδοι απασχολήσεως. 2. Οι προϋποθέσεις της διαρκείας διαμονής και δραστηριότητας που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχείο α) και η προϋπόθεση της διαρκείας διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο β) δεν ισχύουν αν ο/η σύζυγος του εργαζομένου είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους ή έχασε την ιθαγένεια του κράτους αυτού λόγω του γάμου του/της με τον ενδιαφερόμενο. 3. Τα μέλη της οικογενείας, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, ενός μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζόμενου που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής δυνάμει της παραγράφου 1 έχουν ομοίως δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής. 4. Αν ο εργαζόμενος απεβίωσε κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου και πριν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει της παραγράφου 1, τα μέλη της οικογενείας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους υπό τον όρο ότι: (α) ο μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε συμπληρώσει ένα έτος συνεχούς διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. ή (β) τα αίτια του θανάτου του οφείλονται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια. ή (γ) ο/η επιζών/ούσα σύζυγος έχει χάσει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους λόγω του γάμου του/της με τον εργαζόμενο. Άρθρο 16 Απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής από ορισμένα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 15, τα μέλη της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης που εμπίπτουν στο άρθρο 12, παράγραφος 2 και στο άρθρο 13, παράγραφος 2 και πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής μετά την πάροδο τεσσάρων ετών συνεχούς διαμονής από την άφιξή τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Τμήμα II Διοικητικές διατυπώσεις Άρθρο 17 Δελτίο μόνιμης διαμονής 1. Τα κράτη μέλη χορηγούν στους δικαιούχους δελτίο μόνιμης διαμονής εντός τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Το δελτίο μόνιμης διαμονής είναι απεριόριστης διάρκειας ισχύος και ανανεώνεται αυτοδικαίως ανά δεκαετία. 2. Η προθεσμία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου μόνιμης διαμονής δεν μπορεί να είναι μικρότερη της διετίας από την απόκτηση του δικαιώματος. Εντούτοις, τα μέλη της οικογενείας τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους οφείλουν να υποβάλουν την αίτηση αυτή πριν από τη λήξη ισχύος του πρώτου δελτίου διαμονής. Η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής είναι δυνατό να επισύρει κυρώσεις, τηρουμένων των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας. 3. Οι διακοπές της διαμονής των οποίων η διάρκεια δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη δεν θίγουν την ισχύ του δελτίου μόνιμης διαμονής. Άρθρο 18 Αδιάλειπτο της διαμονής 1. Το αδιάλειπτο της διαμονής μπορεί να πιστοποιείται με κάθε αποδεικτικό μέσο το οποίο προβλέπεται στο κράτος μέλος διαμονής. Δεν θίγεται από πρόσκαιρες απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι μήνες ετησίως ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας που οφείλονται σε σοβαρούς λόγους ιδίως την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων, σοβαρή ασθένεια, εγκυμοσύνη, μητρότητα, πραγματοποίηση σπουδών, επαγγελματική κατάρτιση, απόσπαση για εργασιακούς λόγους στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας. 2. Το αδιάλειπτο της διαμονής διακόπτεται από κάθε έγκυρη απόφαση για την απομάκρυνση του ενδιαφερομένου, εκτός αν η εκτέλεση του μέτρου τελεί υπό αναστολή. Κεφάλαιο V Διατάξεις κοινές για το δικαίωμα διαμονής και το δικαίωμα μόνιμης διαμονής Άρθρο 19 Eδαφική κάλυψη Το δικαίωμα διαμονής και το δικαίωμα μόνιμης διαμονής καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους. Η επιβολή εδαφικών περιορισμών στο δικαίωμα διαμονής και το δικαίωμα μόνιμης διαμονής από τα κράτη μέλη επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται και για τους ημεδαπούς. Άρθρο 20 Παρεπόμενα δικαιώματα Τα μέλη της οικογενείας ενός πολίτη της Ένωσης, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, τα οποία έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής σε ένα κράτος μέλος, δικαιούνται να ασκούν σε αυτό οικονομική δραστηριότητα ως μισθωτοί ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι. Άρθρο 21 Ίση μεταχείριση 1. Κάθε πολίτης της Ένωσης που διαμένει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής απολαύει ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς στον πεδίο εφαρμογής της συνθήκης. Το ευεργέτημα του ανωτέρω δικαιώματος εκτείνεται στα μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, πριν από την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε παροχές του κλάδου κοινωνικής πρόνοιας, παρά μόνο στα πρόσωπα που είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι και στα μέλη των οικογενειών τους, ούτε το δικαίωμα σε υποτροφία συντήρησης σε κατόχους του δικαιώματος διαμονής που βρίσκονται στο έδαφός του με σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών. Άρθρο 22 Γενικές διατάξεις περί των εγγράφων διαμονής 1. Η κατοχή βεβαίωσης εγγραφής, βεβαίωσης υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, δελτίου διαμονής μέλους της οικογενείας ή δελτίου μόνιμης διαμονής δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να αποτελεί προϋπόθεση, ιδίως για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας ή για την παροχή κάποιου βοηθήματος ή ευεργετήματος ή για οποιαδήποτε άλλη ενέργεια διοικητικού χαρακτήρα. 2. Όλα τα έγγραφα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 χορηγούνται ατελώς ή έναντι ποσού που δεν υπερβαίνει τα τέλη και τους φόρους που καλούνται να καταβάλουν οι ημεδαποί για τη χορήγηση παρεμφερών εγγράφων. Άρθρο 23 Διενέργεια ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές Τα κράτη μέλη μπορούν να διενεργούν ελέγχους με αντικείμενο την τήρηση της υποχρέωσης που ενδεχομένως απορρέει από την εθνική νομοθεσία σχετικά με τη δυνατότητα επίδειξης ανά πάσα στιγμή βεβαίωσης εγγραφής ή δελτίου διαμονής, υπό την προϋπόθεση ότι η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ημεδαπούς σε σχέση με το δελτίο ταυτότητας. Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις ίδιες με εκείνες που επιβάλλουν στους υπηκόους τους για μη τήρηση της υποχρέωσης κατοχής του δελτίου ταυτότητας. Άρθρο 24 Διαδικαστικές εγγυήσεις 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου VI, οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 28 και 29 εφαρμόζονται κατ' αναλογία για κάθε απόφαση περί απομάκρυνσης που λαμβάνεται από το κράτος μέλος υποδοχής κατά του πολίτη της Ένωσης ή των μελών της οικογενείας του, για λόγους άλλους από λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. 2. Το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλλει απαγόρευση εισόδου στην επικράτεια σε συνδυασμό με απόφαση περί απομακρύνσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1. Κεφάλαιο VI Περιορισμοί του δικαιώματος εισόδου και διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Άρθρο 25 Γενικές αρχές 1 Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν για τις αποφάσεις άρνησης εισόδου ή απομάκρυνσης από την επικράτεια πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογενείας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Η επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών απαγορεύεται. 2. Κάθε μέτρο δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά και μόνο στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου κατά του οποίου στρέφεται. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν δύνανται καθαυτές και αυτομάτως να αιτιολογήσουν τη λήψη του μέτρου αυτού. Η προσωπική συμπεριφορά πρέπει να συνιστά παρούσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δεν συνδέονται με την εκάστοτε ατομική περίπτωση ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης. Η προσωπική συμπεριφορά δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως αρκούντως σοβαρή απειλή εάν το οικείο κράτος μέλος δεν λαμβάνει αυστηρά κατασταλτικά μέτρα για την πάταξη παρόμοιων συμπεριφορών από ημεδαπούς. 3. Η λήξη ισχύος του πιστοποιούντος την ταυτότητα εγγράφου που επέτρεψε την είσοδο στη χώρα υποδοχής και την έκδοση της βεβαίωσης εγγραφής ή του δελτίου διαμονής δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απομάκρυνσης από την επικράτεια. 4. Κατά τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ή δελτίου διαμονής, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητήσει από το κράτος μέλος καταγωγής και ενδεχομένως από άλλα κράτη μέλη πληροφορίες για το ποινικό μητρώο πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογενείας του. Η ενημέρωση αυτή δεν μπορεί να έχει συστηματικό χαρακτήρα. Το κράτος μέλος από το οποίο ζητούνται τα στοιχεία οφείλει να απαντήσει εντός διμήνου. 5. Το κράτος μέλος που εξέδωσε το έγγραφο που πιστοποιεί την ταυτότητα του ενδιαφερομένου οφείλει να δεχθεί χωρίς διατυπώσεις στο έδαφός του τον κάτοχο του εγγράφου, έστω και αν η ισχύς του έχει λήξει ή αμφισβητείται η ιθαγένεια του κατόχου. Άρθρο 26 Προστασία κατά της απομάκρυνσης 1. Πριν από τη λήψη απόφασης απομάκρυνσης από την επικράτειά του για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να λάβει υπόψη ιδίως τη διάρκεια διαμονής του ενδιαφερομένου στο έδαφός του, την ηλικία, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στο κράτος μέλος υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής. 2. Το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να αποφασίσει την απομάκρυνση από την επικράτειά του για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογενείας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο έδαφός του. το ίδιο ισχύει για τα ανήλικα μέλη της οικογενείας. Άρθρο 27 Δημόσια υγεία 1. Οι μόνες ασθένειες ή αναπηρίες που μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση εισόδου ή του δικαιώματος διαμονής στην επικράτεια ενός κράτους μέλους είναι οι υποκείμενες στο μέτρο της καραντίνας ασθένειες που αναφέρονται στον διεθνή υγειονομικό κανονισμό αριθ. 2 της 25ης Μαΐου 1951 της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, καθώς και άλλες μεταδοτικές λοιμώδεις ή παρασιτικές ασθένειες, υπό τον όρο ότι αποτελούν, στη χώρα υποδοχής, αντικείμενο διατάξεων προστασίας έναντι των ημεδαπών. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν νέες διατάξεις και πρακτικές οι οποίες να είναι πιο περιοριστικές από τις ισχύουσες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας. 2. Οι επιγενόμενες ασθένειες ή αναπηρίες μετά την εγγραφή ενώπιον της αρμόδιας αρχής του τόπου διαμονής ή μετά τη χορήγηση του πρώτου δελτίου διαμονής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση χορήγησης δελτίου μόνιμης διαμονής ή την απομάκρυνση από την επικράτεια. 3. Ένα κράτος μέλος μπορεί, αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που το δικαιολογούν, να υποβάλει σε δωρεάν ιατρική εξέταση τους δικαιούχους διαμονής, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι δεν πάσχουν από τις ασθένειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Αυτές οι ιατρικές εξετάσεις δεν μπορούν να έχουν συστηματικό χαρακτήρα. Άρθρο 28 Κοινοποίηση των αποφάσεων 1. Κάθε απόφαση περί άρνησης εισόδου ή απομάκρυνσης από την επικράτεια πρέπει να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο κατά τρόπο που να του επιτρέπει να κατανοήσει το περιεχόμενο και τις συνέπειες της απόφασης. 2. Οι ακριβείς λόγοι δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση που τον αφορά γνωστοποιούνται πλήρως και εγγράφως στον ενδιαφερόμενο, εκτός αν λόγοι ασφαλείας του κράτους αντιτίθενται στην κοινοποίηση. 3. Η κοινοποίηση περιέχει μνεία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή και της σχετικής προς τούτο προθεσμίας καθώς και, ενδεχομένως, μνεία της προθεσμίας που τάσσεται στον ενδιαφερόμενο για την εγκατάλειψη της επικρατείας. Με εξαίρεση τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε ημερών, οσάκις ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ακόμη προσέλθει προς εγγραφή στην αρμόδια αρχή του τόπου διαμονής του ή δεν έχει ακόμη λάβει δελτίο διαμονής, και ενός μήνα στις άλλες περιπτώσεις. Άρθρο 29 Διαδικαστικές εγγυήσεις 1. Όταν λαμβάνεται απόφαση άρνησης εισόδου, απομάκρυνσης από την επικράτεια ή άρνησης χορήγησης βεβαίωσης εγγραφής, δελτίου διαμονής ή δελτίου μόνιμης διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να ασκήσει τις διοικητικές και δικαστικές προσφυγές που προβλέπονται στο κράτος μέλος υποδοχής. 2. Αν προβλέπεται διοικητική προσφυγή, η αρμόδια διοικητική αρχή, εφόσον δεν συντρέχει λόγος κατεπείγοντος, εκδίδει απόφαση μόνο μετά από γνωμοδότηση αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, η οποία πρέπει να είναι διαφορετική από την αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη των αποφάσεων που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 και ενώπιον της οποίας ο ενδιαφερόμενος, κατόπιν αιτήσεώς του, πρέπει να μπορεί να προβάλει αυτοπροσώπως τα μέσα υπεράσπισής του, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ασφαλείας του κράτους, ή να υποβοηθηθεί ή να εκπροσωπηθεί υπό τους διαδικαστικούς όρους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία. 3. Σε περίπτωση άσκησης δικαστικής προσφυγής η οποία δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ο δικαστής που επιλαμβάνεται της υπόθεσης πρέπει να μπορεί να διατάξει, κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης. 4. Ο έλεγχος που διενεργεί ο δικαστής καλύπτει τόσο τη νομιμότητα της απόφασης όσο και τα γεγονότα και τις περιστάσεις που δικαιολογούν το προβλεπόμενο μέτρο. Ο δικαστής ελέγχει επίσης αν η απόφαση είναι δυσανάλογα αυστηρή σε σχέση με τις επιταγές του άρθρου 26. 5. Τα κράτη μέλη μπορούν να αρνηθούν την παρουσία του ενδιαφερομένου στο έδαφός τους μέχρι τη δίκη, αλλά δεν μπορούν να απαγορεύσουν την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του εθνικού δικαστή. Άρθρο 30 Χρονική ισχύς της απαγόρευσης παρουσίας στην επικράτεια 1. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να λάβουν κατά των δικαιούχων της παρούσας οδηγίας το μέτρο της ισόβιας απαγόρευσης εισόδου στην επικράτειά τους. 2. Ο δικαιούχος της παρούσας οδηγίας που έχει απομακρυνθεί από την επικράτεια για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση προκειμένου να του επιτραπεί η είσοδος στην επικράτεια εντός εύλογης κατά τις περιστάσεις προθεσμίας και το αργότερο μετά την πάροδο διετίας από τη σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία έκδοση της απόφασης περί απομάκρυνσης, επικαλούμενος στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την ουσιώδη μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την απόφαση περί απομάκρυνσης. Το οικείο κράτος μέλος οφείλει να αποφανθεί επί της νέας αίτησης εντός τριών μηνών από την υποβολή της. 3. Ο κατά την παράγραφο 2 αιτών δεν έχει κανένα δικαίωμα εισόδου στην επικράτεια όσο εξετάζεται η νέα του αίτηση. Άρθρο 31 Η απομάκρυνση ως ποινή ή συμπληρωματικό μέτρο 1. Το κράτος μέλος υποδοχής νομιμοποιείται να διατάξει το μέτρο της απομάκρυνσης από την επικράτεια ως ποινή ή ως μέτρο συμπληρωματικό σε σχέση με μια ποινή κράτησης μόνον εφόσον πληρούνται οι όροι που προκύπτουν από τα άρθρα 25, 26, 27 και 30, παράγραφος 1. 2. Πριν προχωρήσει στην εκτέλεση του μέτρου απομάκρυνσης, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να βεβαιωθεί ότι η απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια είναι υπαρκτή και πραγματική, καθώς επίσης και να εξετάσει κατά πόσον έχει ενδεχομένως επέλθει μεταβολή των περιστάσεων από τότε που ελήφθη η απόφαση περί απομάκρυνσης. Κεφάλαιο VII Τελικές διατάξεις Άρθρο 32 Δημοσιότητα Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών και σχετικά με τα θέματα που ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 33 Κυρώσεις Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται στην περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές και πρέπει να είναι συγκρίσιμες με εκείνες που τα κράτη μέλη εφαρμόζουν για τις ήσσονος σημασίας παραβάσεις που διαπράττουν οι ημεδαποί. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή το αργότερο κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 37, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τις αφορά το συντομότερο δυνατό. Άρθρο 34 Ευνοϊκότερες εθνικές διατάξεις Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν την ισχύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών οι οποίες είναι ενδεχομένως ευνοϊκότερες για τους δικαιούχους της παρούσας οδηγίας. Άρθρο 35 Κατάργηση 1. Τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 καταργούνται από 1ης Ιουλίου 2003. 2. Οι οδηγίες 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕOΚ καταργούνται από 1ης Ιουλίου 2003. Άρθρο 36 Εκθέσεις Το αργότερο την 1η Ιουλίου 2006, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, καθώς και, ενδεχομένως, κάθε αναγκαία πρόταση. Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που απαιτούνται για την κατάρτιση της έκθεσης. Άρθρο 37 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο 1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν πριν από την 1η Ιουλίου 2003 τις διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από 1ης Ιουλίου 2003. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 38 Έναρξη ισχύος Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 39 Αποδέκτες Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο Η Πρόεδρος Ο Πρόεδρος