Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32007L0058

Οδηγία 2007/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007 , για τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων και της οδηγίας 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής

ΕΕ L 315 της 3.12.2007, p. 44–50 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 16/06/2015; καταργήθηκε εμμέσως από 32012L0034

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2007/58/oj

3.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 315/44


ΟΔΗΓΊΑ 2007/58/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2007

για τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων και της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, υπό το πρίσμα του κοινού κειμένου που ενέκρινε η επιτροπή συνδιαλλαγής στις 31 Ιουλίου 2007 (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (4), είχε σκοπό να διευκολυνθεί η προσαρμογή των κοινοτικών σιδηροδρόμων στις απαιτήσεις της ενιαίας αγοράς και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά τους.

(2)

Η οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής (5), αφορά τις αρχές και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για τον καθορισμό και τη χρέωση τελών σιδηροδρομικής υποδομής και την κατανομή της χωρητικότητας σιδηροδρομικής υποδομής.

(3)

Η Επιτροπή είχε εξαγγείλει στη Λευκή Βίβλο της με τίτλο «Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών», την πρόθεσή της να συνεχίσει την οικοδόμηση της εσωτερικής αγοράς για τις σιδηροδρομικές υπηρεσίες προτείνοντας άνοιγμα της αγοράς για τις υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών.

(4)

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι το άνοιγμα της αγοράς για τις διεθνείς υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών εντός της Κοινότητας, και, συνεπώς, δεν θα πρέπει να αφορά τις υπηρεσίες μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας υπηρεσίες που αφορούν διέλευση μέσω της Κοινότητας.

(5)

Η σημερινή κατάσταση όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών εμπεριέχει αντιθέσεις. Από τη μία πλευρά, οι υπηρεσίες μεταφορών μεγάλων αποστάσεων (παραδείγματος χάριν νυκτερινά τρένα) αντιμετωπίζουν δυσκολίες και οι οικείες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις έχουν, τελευταίως, αποσύρει πολλές από αυτές τις υπηρεσίες, προκειμένου να περιορίσουν τις απώλειες. Από την άλλη πλευρά, στην αγορά των υπηρεσιών διεθνών μεταφορών μεγάλης ταχύτητας, η κυκλοφορία σημείωσε μεγάλη αύξηση και πρόκειται να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο με τον διπλασιασμό και τη διασύνδεση του διευρωπαϊκού δικτύου μεγάλης ταχύτητας έως το έτος 2010. Ωστόσο, η πίεση του ανταγωνισμού από τις αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους είναι πολύ σημαντική και στις δύο περιπτώσεις. Επομένως, είναι ουσιώδους σημασίας να τονωθούν νέες πρωτοβουλίες με την προώθηση του ανταγωνισμού μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων.

(6)

Το άνοιγμα της αγοράς για τις υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών δεν θα ήταν δυνατό χωρίς λεπτομερείς διατάξεις για την πρόσβαση στην υποδομή, ουσιώδη πρόοδο στον τομέα της διαλειτουργικότητας και αυστηρό πλαίσιο για τη σιδηροδρομική ασφάλεια σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Όλα αυτά τα στοιχεία συντρέχουν πλέον, με τη μεταφορά στο δίκαιο των κρατών μελών της οδηγίας 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6), της οδηγίας 2004/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου (7), της οδηγίας 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παροχή αδειών σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (8), της οδηγίας 2001/14/ΕΚ, καθώς και της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων (9). Είναι ανάγκη να υποστηριχθεί το νέο αυτό κανονιστικό πλαίσιο, με τη σύσταση εδραιωμένων πρακτικών έως την ημερομηνία που προτείνεται για το άνοιγμα της αγοράς για τις υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών. Αυτό θα απαιτήσει ορισμένο χρονικό διάστημα. Για τον λόγο αυτόν, η 1η Ιανουαρίου 2010 θα πρέπει να καθορισθεί ως ημερομηνία-στόχος για το άνοιγμα της αγοράς.

(7)

Ο αριθμός των σιδηροδρομικών υπηρεσιών χωρίς ενδιάμεσες στάσεις είναι πολύ περιορισμένος. Στις διαδρομές που περιλαμβάνουν ενδιάμεσες στάσεις, είναι ουσιώδους σημασίας να επιτρέπεται στις νεοεισερχόμενες στην αγορά επιχειρήσεις η επιβίβαση και η αποβίβαση επιβατών κατά μήκος της διαδρομής, προκειμένου να εξασφαλισθεί, για τις επιχειρήσεις αυτές, ρεαλιστική πιθανότητα προκειμένου τα δρομολόγια αυτά να είναι οικονομικώς βιώσιμα και προκειμένου να μην τίθενται οι εν δυνάμει ανταγωνιστές σε μειονεκτική θέση ως προς τις υφιστάμενες επιχειρήσεις στις οποίες επιτρέπεται η επιβίβαση και η αποβίβαση επιβατών κατά μήκος της διαδρομής. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να ισχύει υπό την επιφύλαξη κοινοτικών και εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικών με την πολιτική του ανταγωνισμού.

(8)

Η εισαγωγή αυτών των νέων διεθνών υπηρεσιών μεταφορών ανοικτής πρόσβασης με ενδιάμεσες στάσεις θα πρέπει να μην έχει ως επακόλουθο το άνοιγμα της αγοράς για υπηρεσίες μεταφορών επιβατών εσωτερικού, αλλά θα πρέπει απλώς να επικεντρωθεί σε στάσεις βοηθητικές των διεθνών διαδρομών. Στη βάση αυτή, η εισαγωγή τους θα πρέπει να αφορά υπηρεσίες μεταφορών των οποίων ο βασικός σκοπός είναι η μεταφορά επιβατών σε διεθνές ταξίδι. Ο προσδιορισμός του κατά πόσον αυτός είναι ο βασικός σκοπός μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας μεταφορών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη κριτήρια, όπως είναι ο λόγος του κύκλου εργασιών επιβατών εσωτερικών μεταφορών προς τον κύκλο εργασιών επιβατών διεθνών μεταφορών και του αριθμού των επιβατών εσωτερικών μεταφορών προς τον αριθμό των επιβατών εξωτερικών μεταφορών καθώς και το μήκος του δρομολογίου. Ο προσδιορισμός αυτός θα πρέπει να διενεργείται από τον αντίστοιχο εθνικό ρυθμιστικό φορέα, κατόπιν αιτήσεως ενός των ενδιαφερομένων μερών.

(9)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές, επιτρέπει στα κράτη μέλη και στις τοπικές αρχές να αναθέτουν συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Οι συμβάσεις αυτές ενδέχεται να προβλέπουν αποκλειστικά δικαιώματα για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών μεταφορών. Είναι, επομένως, αναγκαίο να εξασφαλισθεί η συνοχή μεταξύ των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού και της αρχής του ανοίγματος της παροχής υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών στον ανταγωνισμό.

(10)

Το άνοιγμα της παροχής υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών στον ανταγωνισμό, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα επιβίβασης επιβατών σε κάθε σταθμό που βρίσκεται επί της διαδρομής του διεθνούς δρομολογίου και αποβίβασής τους σε άλλο σταθμό, συμπεριλαμβανομένων σταθμών ευρισκομένων στο ίδιο κράτος μέλος, μπορεί να έχει επιπτώσεις για την οργάνωση και τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών που παρέχονται στα πλαίσια σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περιορίζουν το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαίωμα αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική ισορροπία των εν λόγω συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η έγκριση χορηγείται από τον σχετικό ρυθμιστικό φορέα κατά το άρθρο 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ με βάση αντικειμενική οικονομική ανάλυση, κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ανάθεσης της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(11)

Ορισμένα κράτη μέλη έχουν κινηθεί ήδη προς το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών με διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την παροχή ορισμένων από τις υπηρεσίες αυτές, η οποία είναι διαφανής και ανοικτή. Δεν θα πρέπει να οφείλουν να παράσχουν τελείως ελεύθερη πρόσβαση στις υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός αυτός για το δικαίωμα χρήσης ορισμένων σιδηροδρομικών διαδρομών εμπεριέχει ικανοποιητική δοκιμασία της αγοραστικής αξίας της λειτουργίας των εν λόγω υπηρεσιών.

(12)

Η εκτίμηση του εάν θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική ισορροπία της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη προκαθορισμένα κριτήρια, όπως είναι ο αντίκτυπος στην αποδοτικότητα κάθε υπηρεσίας μεταφορών παρεχόμενης στο πλαίσιο της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των συνακόλουθων επιπτώσεων στο καθαρό κόστος για την αρμόδια δημόσια αρχή ανάθεσης της σύμβασης, η επιβατική ζήτηση, η τιμολόγηση των εισιτηρίων, οι διακανονισμοί ως προς τα εισιτήρια, η θέση και ο αριθμός των στάσεων εκατέρωθεν των συνόρων και το χρονοδιάγραμμα και η συχνότητα της προτεινόμενης νέας υπηρεσίας. Στο πλαίσιο σεβασμού της εκτίμησης αυτής και της απόφασης του σχετικού ρυθμιστικού φορέα, τα κράτη μέλη θα είχαν τη δυνατότητα να χορηγούν, να τροποποιούν ή να αρνούνται το δικαίωμα πρόσβασης για την επιδιωκόμενη υπηρεσία διεθνών μεταφορών επιβατών, συμπεριλαμβανομένης της χρέωσης του φορέα εκμετάλλευσης νέας υπηρεσίας διεθνών μεταφορών επιβατών, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ανάλυση και σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και τις αρχές της ισότητας και της μη διακριτικής μεταχείρισης.

(13)

Προκειμένου να συμβάλουν στη λειτουργία υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών σε διαδρομές που υπόκεινται στην υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στις αρχές που είναι αρμόδιες για τις υπηρεσίες αυτές να εισπράττουν εισφορά για τις υπηρεσίες μεταφορών επιβατών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους. Η εισφορά αυτή θα πρέπει να συμβάλει στη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που καθορίζουν οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που συνήφθησαν κατά το κοινοτικό δίκαιο. Η εισφορά θα πρέπει να επιβάλλεται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως με τις αρχές της δικαιοσύνης, της διαφάνειας, της μη διακριτικής μεταχείρισης και της αναλογικότητας.

(14)

Ο ρυθμιστικός φορέας θα πρέπει να λειτουργεί κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται κάθε σύγκρουση συμφερόντων και κάθε δυνατή ανάμειξη στην ανάθεση της υπό εξέταση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η λειτουργική του ανεξαρτησία, εάν για λόγους οργανωτικούς ή νομικής φύσεως είναι στενά συνδεδεμένος με την αρμόδια αρχή που εμπλέκεται στην ανάθεση της υπό εξέταση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Η αρμοδιότητα του ρυθμιστικού φορέα θα πρέπει να επεκταθεί προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση του σκοπού διεθνούς υπηρεσίας και, εφόσον απαιτείται, των πιθανών οικονομικών επιπτώσεων στις υφιστάμενες συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(15)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί περαιτέρω φάση του ανοίγματος της αγοράς των σιδηροδρόμων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη ανοίξει την αγορά των υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών στο έδαφός τους. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εννοηθεί ως δημιουργούσα υποχρεώσεις για τα εν λόγω κράτη μέλη ώστε αυτά να χορηγήσουν, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010, δικαιώματα πρόσβασης σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν άδεια σε κράτος μέλος στο οποίο δεν έχουν χορηγηθεί παρόμοια δικαιώματα.

(16)

Για την προώθηση των επενδύσεων σε υπηρεσίες που χρησιμοποιούν ειδικευμένες υποδομές, όπως οι σιδηροδρομικές συνδέσεις υψηλής ταχύτητας, οι αιτούντες πρέπει να είναι σε θέση να προγραμματίζουν και απαιτούν ασφάλεια δικαίου, ανταποκρινόμενη στις εκτεταμένες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις που αναλαμβάνουν. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να επιτραπεί στις επιχειρήσεις αυτές να συνάπτουν κατά κανόνα συμφωνίες-πλαίσιο με διάρκεια έως 15 έτη.

(17)

Οι εθνικοί ρυθμιστικοί φορείς θα πρέπει, βάσει του άρθρου 31 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ, να ανταλλάσσουν πληροφορίες και, εφόσον αρμόζει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να συντονίζονται όσον αφορά τις αρχές και τις πρακτικές της εκτίμησης του κινδύνου της οικονομικής ισορροπίας σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Θα πρέπει να αναπτύσσουν βαθμιαία κατευθυντήριες γραμμές με βάση την εμπειρία τους.

(18)

Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αξιολογηθεί με βάση έκθεση που θα υποβάλει η Επιτροπή δύο έτη από την ημερομηνία του ανοίγματος της αγοράς παροχής υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών. Η έκθεση αυτή θα πρέπει επίσης να αναλύει την ανάπτυξη της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης της προετοιμασίας για το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών. Με την έκθεση αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να αναλύει τα διάφορα πρότυπα οργάνωσης της αγοράς και τις επιπτώσεις της παρούσας οδηγίας στις συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας και στη χρηματοδότησή τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 και τις ενδογενείς διαφορές μεταξύ των κρατών μελών (πυκνότητα δικτύων, αριθμός επιβατών, μέση απόσταση διαδρομών). Με την έκθεσή της η Επιτροπή θα πρέπει, κατά περίπτωση, να προτείνει συμπληρωματικά μέτρα για τη διευκόλυνση του εν λόγω ανοίγματος και θα πρέπει να εκτιμά τις επιπτώσεις των τυχόν σχετικών μέτρων.

(19)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των οδηγιών 91/440/ΕΟΚ και 2001/14/ΕΚ θα πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (11).

(20)

Ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόζει τα παραρτήματα των εν λόγω οδηγιών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων των εν λόγω οδηγιών, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(21)

Κράτη μέλη που δεν διαθέτουν σιδηροδρομικό δίκτυο και δεν αντιμετωπίζουν άμεση προοπτική να αποκτήσουν, θα υποβάλλοντο σε δυσανάλογη και περιττή υποχρέωση εάν ώφειλαν να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο και να εφαρμόσουν τις οδηγίες 91/440/ΕΟΚ και 2001/14/ΕΚ. Επομένως, τα κράτη μέλη αυτά θα πρέπει να εξαιρεθούν, για όσο διάστημα δεν διαθέτουν σιδηροδρομικό δίκτυο, από την υποχρέωση να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκτυο και να εφαρμόσουν τις εν λόγω οδηγίες.

(22)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, δεδομένης της ανάγκης να εξασφαλίζονται δίκαιοι όροι πρόσβασης στην υποδομή, χωρίς διακρίσεις, και να λαμβάνεται υπόψη η προφανής διεθνής διάσταση του τρόπου λειτουργίας σημαντικών τμημάτων των σιδηροδρομικών δικτύων καθώς και η ανάγκη για συντονισμένη διακρατική δράση, και μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(23)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (12), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να συντάσσουν και να δημοσιοποιούν, προς ίδιο όφελος και προς το συμφέρον της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, στους οποίους θα παρουσιάζεται, όσο το δυνατόν περισσότερο, ο συσχετισμός μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

(24)

Θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθούν αναλόγως οι οδηγίες 91/440/ΕΟΚ και 2001/14/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 2, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας κάθε υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών που παρέχεται με διέλευση διά της Κοινότητας και η οποία έχει έναρξη και πέρας εκτός του κοινοτικού εδάφους».

2.

Στο άρθρο 3, απαλείφεται η τέταρτη περίπτωση.

3.

Στο άρθρο 3, μετά την πέμπτη περίπτωση, παρεμβάλλεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

“υπηρεσία διεθνών μεταφορών επιβατών”: υπηρεσία μεταφορών επιβατών στο πλαίσιο της οποίας η αμαξοστοιχία διέρχεται τουλάχιστον μία συνοριακή γραμμή κράτους μέλους και ο κύριος σκοπός της οποίας είναι η μεταφορά επιβατών μεταξύ σταθμών που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη· η αμαξοστοιχία μπορεί να συνενώνεται ή/και να διαχωρίζεται, και τα διάφορα τμήματα μπορεί να έχουν διαφορετικές προελεύσεις και διαφορετικούς προορισμούς, με την προϋπόθεση ότι όλα τα βαγόνια διέρχονται τουλάχιστον μία συνοριακή γραμμή,».

4.

Στο άρθρο 3, μετά την έκτη περίπτωση, παρεμβάλλεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

“διέλευση”: η διάσχιση κοινοτικού εδάφους, η οποία πραγματοποιείται χωρίς φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων ή/και χωρίς επιβίβαση επιβατών ή αποβίβασή τους στο κοινοτικό έδαφος,».

5.

Στο άρθρο 5 παράγραφος 3 απαλείφεται η πρώτη περίπτωση.

6.

Στο άρθρο 8 παράγραφος 1 απαλείφονται οι λέξεις «και οι διεθνείς ενώσεις».

7.

Στο άρθρο 10 απαλείφεται η παράγραφος 1.

8.

Στο άρθρο 10 παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3α.   Στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 χορηγείται, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010, δικαίωμα πρόσβασης στην υποδομή όλων των κρατών μελών με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών. Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα, όταν παρέχουν υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών, να επιβιβάζουν επιβάτες σε οποιονδήποτε σταθμό βρίσκεται επί της διεθνούς διαδρομής και να τους αποβιβάζουν σε άλλον, συμπεριλαμβανομένων σταθμών ευρισκομένων στο ίδιο κράτος μέλος.

Το δικαίωμα πρόσβασης στην υποδομή των κρατών μελών για τα οποία το μερίδιο των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών αντιπροσωπεύει πλέον του 50 % του κύκλου εργασιών του τμήματος επιβατών των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων στο εν λόγω κράτος μέλος, παρέχεται έως την 1η Ιανουαρίου 2012.

Το ζήτημα αν ο κύριος σκοπός της υπηρεσίας είναι η μεταφορά επιβατών μεταξύ σταθμών που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη προσδιορίζεται από τον ή τους οικείους ρυθμιστικούς φορείς του άρθρου 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ, κατόπιν αιτήματος των σχετικών αρμόδιων αρχών ή/και των ενδιαφερομένων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων.

3β.   Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν το δικαίωμα πρόσβασης που καθορίζεται στην παράγραφο 3α όσον αφορά υπηρεσίες μεταφορών μεταξύ του σημείου αναχώρησης και του σημείου προορισμού, οι οποίες διέπονται από μία ή περισσότερες συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία. Ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί να επιφέρει τον περιορισμό του δικαιώματος επιβίβασης επιβατών σε οποιονδήποτε σταθμό βρίσκεται επί της διεθνούς διαδρομής συγκεκριμένης υπηρεσίας μεταφορών και αποβίβασής τους σε άλλον, συμπεριλαμβανομένων σταθμών ευρισκόμενων στο ίδιο κράτος μέλος, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική ισορροπία της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

Το ζήτημα αν τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική ισορροπία προσδιορίζεται από τον ή τους οικείους ρυθμιστικούς φορείς του άρθρου 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ, βάσει αντικειμενικής οικονομικής ανάλυσης και προκαθορισμένων κριτηρίων, κατόπιν αιτήματος:

της αρμόδιας αρχής ή αρχών που ανέθεσαν τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας,

κάθε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής με το δικαίωμα να περιορίζει την πρόσβαση δυνάμει του παρόντος άρθρου,

του διαχειριστή της υποδομής, ή

της σιδηροδρομικής επιχείρησης που εκτελεί τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

Οι αρμόδιες αρχές και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που παρέχουν τις δημόσιες υπηρεσίες παρέχουν στον σχετικό ρυθμιστικό φορέα ή φορείς τις πληροφορίες που ευλόγως απαιτούνται για να λάβει απόφαση. Ο ρυθμιστικός φορέας εξετάζει τις παρεχόμενες πληροφορίες, διαβουλευόμενος με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατά περίπτωση, και τα ενημερώνει για την αιτιολογημένη απόφασή του εντός προκαθορισμένου ευλόγου χρονικού διαστήματος και, οπωσδήποτε, εντός δύο μηνών από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών. Ο ρυθμιστικός φορέας αιτιολογεί την απόφασή του και καθορίζει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου, και τους όρους υπό τους οποίους:

η σχετική αρμόδια αρχή ή αρχές,

ο διαχειριστής της υποδομής,

η σιδηροδρομική επιχείρηση που εκτελεί τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ή

η σιδηροδρομική επιχείρηση που διεκδικεί πρόσβαση,

μπορούν να ζητήσουν αναθεώρηση της απόφασης.

3γ.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να περιορίζουν το δικαίωμα επιβίβασης και αποβίβασης επιβατών σε σταθμούς εντός του αυτού κράτους μέλους σε διαδρομή κατά την οποία παρέχεται υπηρεσία διεθνών μεταφορών επιβατών όταν έχει χορηγηθεί αποκλειστικό δικαίωμα διακίνησης επιβατών μεταξύ αυτών των σταθμών σύμφωνα με σύμβαση παραχώρησης που έχει ανατεθεί πριν από τις 4 Δεκεμβρίου 2007, με βάση διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών, εντός δικαίου ανταγωνιστικού πλαισίου, και σύμφωνα με τις σχετικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να συνεχισθεί καθ’ όλη την αρχική διάρκεια της σύμβασης, ή επί 15 χρόνια, αναλόγως του ποιο χρονικό διάστημα είναι συντομότερο.

3δ.   Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν απαιτούν από κράτος μέλος να χορηγεί, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010, το σημειούμενο στην παράγραφο 3α δικαίωμα πρόσβασης των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενων θυγατρικών τους στις οποίες έχει δοθεί άδεια σε κράτος μέλος στο οποίο δεν χορηγούνται δικαιώματα πρόσβασης παρόμοιας φύσης.

3ε.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3β, 3γ και 3δ υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

3στ.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3β, τα κράτη μέλη δύνανται, με βάση τους όρους του παρόντος άρθρου, να εξουσιοδοτούν την υπεύθυνη για τις σιδηροδρομικές μεταφορές αρχή να επιβάλει στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών, εισφορά για την εκμετάλλευση συνδέσεων οι οποίες ανήκουν στη δικαιοδοσία της εν λόγω αρχής και πραγματοποιούνται μεταξύ δύο σταθμών του οικείου κράτους μέλους.

Στην περίπτωση αυτή, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες εθνικών ή διεθνών μεταφορών υπόκεινται στην ίδια εισφορά για την εκμετάλλευση των εν λόγω συνδέσεων.

Η εισφορά προορίζεται για την αντιστάθμιση των υποχρεώσεων της εν λόγω αρχής για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών βάσει συμβάσεων παροχής δημοσίων υπηρεσιών που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Τα έσοδα από τυχόν εισφορές που καταβάλλονται ως αντιστάθμιση δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που συνεπάγονται οι συναφείς υποχρεώσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών αποδείξεων και ενός λογικού κέρδους για την απαλλαγή από αυτές τις υποχρεώσεις.

Η εισφορά διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, με σεβασμό ιδίως των αρχών της δικαιοσύνης, της διαφάνειας, της μη διακριτικής μεταχείρισης και της αναλογικότητας, ιδίως μεταξύ της μέσης τιμής της υπηρεσίας και του επιπέδου της εισφοράς. Το σύνολο των επιβληθεισών εισφορών κατά την παρούσα παράγραφο δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της υπηρεσίας σιδηροδρομικής μεταφοράς επιβατών στην οποία επιβάλλονται.

Οι αρμόδιες αρχές διατηρούν τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα εντοπισμού της προέλευσης των εισφορών και της χρήσης τους. Τα κράτη μέλη παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή».

9.

Στο άρθρο 10 αντικαθίσταται η παράγραφος 8 από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Η έκθεση αυτή αφορά:

την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη, ιδίως τις επιπτώσεις της στα κράτη μέλη κατά την παράγραφο 3α, δεύτερο εδάφιο, και την αποτελεσματική λειτουργία των διάφορων φορέων τους οποίους αφορά,

τις εξελίξεις της αγοράς, ιδίως τις διεθνείς τάσεις της κυκλοφορίας, τις δραστηριότητες και το μερίδιο αγοράς όλων των παραγόντων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των νεοεισερχομένων.»

10.

Στο άρθρο 10 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών έκθεση για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 3α έως 3στ.

Η εκτίμηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας πραγματοποιείται βάσει εκθέσεως που θα υποβληθεί στην Επιτροπή δύο έτη από την ημερομηνία του ανοίγματος της αγοράς διεθνών μεταφορών επιβατών.

Η έκθεση αυτή αναλύει επίσης την ανάπτυξη της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης της προετοιμασίας για το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών. Με την έκθεση αυτή, η Επιτροπή αναλύει επίσης τα διάφορα πρότυπα οργάνωσης της αγοράς και τις επιπτώσεις της παρούσας οδηγίας στις συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας και στη χρηματοδότησή τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές (13) και τις ενδογενείς διαφορές μεταξύ των κρατών μελών (πυκνότητα δικτύων, αριθμός επιβατών, μέση απόσταση ταξιδίων). Με την έκθεσή της η Επιτροπή προτείνει, κατά περίπτωση, συμπληρωματικά μέτρα για τη διευκόλυνση του εν λόγω ανοίγματος και εκτιμά τις επιπτώσεις των τυχόν σχετικών μέτρων.

11.

Στο άρθρο 11 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέτρα που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας και αφορούν την προσαρμογή των παραρτημάτων θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 11α παράγραφος 3».

12.

Στο άρθρο 11α αντικαθίσταται η παράγραφος 3 από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης».

13.

Στο άρθρο 15 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι υποχρεώσεις για τη μεταφορά στο εθνικό τους δίκαιο και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν ισχύουν για την Κύπρο και τη Μάλτα ενόσω δεν έχει εγκατασταθεί σιδηροδρομικό δίκτυο στο έδαφός τους».

Άρθρο 2

Η οδηγία 2001/14/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 1 παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«ε)

δραστηριότητες μεταφορών υπό μορφή παροχής υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών με διέλευση διά της Κοινότητας».

2.

Στο άρθρο 2 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«ιδ)

“διέλευση”: η διάσχιση κοινοτικού εδάφους, η οποία πραγματοποιείται χωρίς φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων ή/και χωρίς επιβίβαση επιβατών ή αποβίβασή τους στο κοινοτικό έδαφος».

3.

Στο άρθρο 13 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Όταν αιτών προτίθεται να ζητήσει χωρητικότητα υποδομής με σκοπό την παροχή υπηρεσίας διεθνών μεταφορών επιβατών, όπως ορίζεται με το άρθρο 3 της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ, ενημερώνει τους ενδιαφερόμενους διαχειριστές υποδομής και τους ενδιαφερόμενους ρυθμιστικούς φορείς. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση του σκοπού της διεθνούς υπηρεσίας να μεταφέρει επιβάτες μεταξύ σταθμών που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, και τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις στις υφιστάμενες συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι ρυθμιστικοί φορείς διασφαλίζουν ότι ενημερώνεται κάθε αρμόδια αρχή που έχει αναθέσει υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών καθοριζόμενη σε σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, κάθε άλλη ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή με το δικαίωμα να περιορίζει την πρόσβαση δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 3β της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ και κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση που εκτελεί τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας επί της διαδρομής της εν λόγω υπηρεσίας διεθνούς μεταφοράς επιβατών».

4.

Στο άρθρο 17 αντικαθίσταται η παράγραφος 5 από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι συμφωνίες-πλαίσιο ισχύουν, καταρχήν, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, ανανεώσιμο για περιόδους ίσες προς την αρχική τους διάρκεια. Ο διαχειριστής υποδομής μπορεί να συμφωνεί για συντομότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Κάθε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα πέντε έτη, πρέπει να δικαιολογείται με την ύπαρξη εμπορικών συμβάσεων, εξειδικευμένων επενδύσεων ή κινδύνων.

5α.   Για υπηρεσίες που χρησιμοποιούν εξειδικευμένη υποδομή, κατά το άρθρο 24, η οποία απαιτεί σημαντικές και μακροπρόθεσμες επενδύσεις, καταλλήλως αιτιολογημένες από τον αιτούντα, οι συμφωνίες-πλαίσιο μπορούν να διαρκούν 15 έτη. Κάθε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα 15 έτη επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως στο πλαίσιο εκτεταμένων και μακροπρόθεσμων επενδύσεων, και ιδίως όταν οι επενδύσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων που περιλαμβάνουν πολυετές σχέδιο αποσβέσεων.

Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα λεπτομερής καθορισμός των χαρακτηριστικών χωρητικότητας της υποδομής, μεταξύ άλλων της συχνότητας, του όγκου και της ποιότητας των σιδηροδρομικών διαδρομών, που παραχωρείται στον αιτούντα για τη διάρκεια της συμφωνίας-πλαισίου. Ο διαχειριστής υποδομής μπορεί να μειώνει τη διατεθείσα χωρητικότητα η οποία, για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, χρησιμοποιήθηκε λιγότερο από το κατώτατο όριο ποσόστωσης που προβλέπει το άρθρο 27.

Από την 1η Ιανουαρίου 2010 και εφεξής, μπορεί να συνταχθεί αρχική συμφωνία-πλαίσιο διάρκειας πέντε ετών, ανανεώσιμη άπαξ, βάσει των χαρακτηριστικών χωρητικότητας των οποίων κάνουν χρήση οι αιτούντες φορείς εκτέλεσης υπηρεσιών πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010, προκειμένου να ληφθούν υπόψη εξειδικευμένες επενδύσεις ή η ύπαρξη εμπορικών συμβάσεων. Ο ρυθμιστικός φορέας του άρθρου 30 είναι υπεύθυνος να εγκρίνει την έναρξη ισχύος της συμφωνίας αυτής».

5.

Στο άρθρο 30 παράγραφος 1, παρεμβάλλεται η ακόλουθη περίοδος πριν από την τελευταία:

«Είναι, επιπλέον, λειτουργικά ανεξάρτητοι από κάθε αρμόδια αρχή που συμμετέχει στην ανάθεση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας».

6.

Στο άρθρο 34 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα μέτρα που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας και αφορούν την προσαρμογή των παραρτημάτων της θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 35 παράγραφος 3».

7.

Στο άρθρο 35 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης».

8.

Στο άρθρο 38 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι υποχρεώσεις για τη μεταφορά στο εθνικό τους δίκιο και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν ισχύουν για την Κύπρο και τη Μάλτα ενόσω δεν έχει εγκατασταθεί σιδηροδρομικό δίκτυο στο έδαφός τους».

Άρθρο 3

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από τις 4 Ιουνίου 2009. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων αυτών.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα τον οποίο διέπει η παρούσα οδηγία.

3.   Οι διατάξεις των σημείων 2, 5, 6 και 7 του άρθρου 1 εφαρμόζονται από την1η Ιανουαρίου 2010.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2007.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. LOBO ANTUNES


(1)  ΕΕ C 221 της 8.9.2005, σ. 56.

(2)  ΕΕ C 71 της 22.3.2005, σ. 26.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 (ΕΕ C 227 E της 21.9.2006, σ. 460), κοινή θέση του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ C 289 E της 28.11.2006, σ. 30), θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2007 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2007, και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2007.

(4)  ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 25. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/103/ΕΚ (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 344).

(5)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/49/ΕΚ (ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44). Διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 220 της 21.6.2004, σ. 16.

(6)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 164. Διορθωμένη έκδοση: ΕΕ L 220 της 21.6.2004, σ. 58.

(8)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26.

(9)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44. Διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 220 της 21.6.2004, σ. 16.

(10)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(11)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(12)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1».


Top