Elija las funciones experimentales que desea probar

Este documento es un extracto de la web EUR-Lex

Documento 32003D0601

2003/601/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 54/2001 (πρώην NN 55/2000) Iρλανδία — Foreign Income (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 569]

ΕΕ L 204 της 13.8.2003, p. 51/59 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Estatuto jurídico del documento Vigente

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2003/601/oj

32003D0601

2003/601/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 54/2001 (πρώην NN 55/2000) Iρλανδία — Foreign Income (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 569]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 204 της 13/08/2003 σ. 0051 - 0059


Απόφαση της Επιτροπής

της 17ης Φεβρουαρίου 2003

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 54/2001 (πρώην NN 55/2000) Iρλανδία - Foreign Income

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 569]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2003/601/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα(1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Το Συμβούλιο ECOFIN, το 1997, θέσπισε ένα κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων(2) με στόχο να εμποδίσει τον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό· τούτο σύστησε ακολούθως μια ομάδα για την αξιολόγηση των φορολογικών μέτρων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού του κώδικα. Η Επιτροπή δημοσίευσε το 1998, ως συνέχεια της δέσμευσής της που ανέλαβε με αυτόν τον κώδικα, μια Ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων(3), υπογραμμίζοντας την αποφασιστικότητά της να εφαρμόσει αυστηρώς τα μέτρα και να τηρήσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Σ' αυτό το πλαίσιο η Επιτροπή δεσμεύθηκε να εξετάσει τα μέτρα που η ομάδα του κώδικα δεοντολογίας χαρακτήρισε επιζήμια. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή σημειώνει τον παραλληλισμό μεταξύ της εργασίας της ομάδας του κώδικα δεοντολογίας και της κοινοτικής πολιτικής για τις κρατικές ενισχύσεις, που έχουν ως κοινό στόχο την κατάργηση μέτρων που νοθεύουν ή απειλούν με νόθευση τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε για την επίτευξη του τελικού στόχου της εξάλειψης του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού και ιδίως των μέτρων που έλαβαν τα κράτη μέλη για την κατάργηση των χαρακτηρισθέντων ως επιζήμιων φορολογικών μέτρων ή την εξάλειψη απ' αυτά των επιζήμιων στοιχείων.

(2) Με επιστολή της στις 29 Μαΐου 2000 (D/53182), η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες σχετικά με το καθεστώς Foreign Income. Μετά από παράταση της ημερομηνίας υποβολής, η Ιρλανδία απάντησε με επιστολή της στις 19 Ιουλίου 2000 (A/36170). Μια δεύτερη αίτηση για πληροφορίες στάλθηκε στις 8 Αυγούστου 2000 και μια υπόμνηση στις 13 Σεπτεμβρίου 2000. Η Ιρλανδία απάντησε στις 20 Σεπτεμβρίου 2000 (A/37792).

(3) Με επιστολή της στις 11 Ιουλίου 2001 (SG 2001 D/289754), η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιρλανδία την αποφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά το καθεστώς Foreign Income. Με επιστολή της στις 4 Οκτωβρίου 2001 (A/37839), η Ιρλανδία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της.

(4) Η Απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καλώντας τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους(4). Δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις.

(5) Με επιστολή της στις 24 Ιανουαρίου 2002 (D/50287), η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες. Μετά από παράταση της ημερομηνίας υποβολής η Ιρλανδία απάντησε στις 29 Μαρτίου 2002 (A/32369).

II. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(6) Στην Ιρλανδία χορηγείται στις επιχειρήσεις, συνήθως, ελάφρυνση από τη διπλή φορολογία μέσω του συστήματος πίστωσης με βάση το οποίο ο εθνικός νόμος διπλά φορολογούμενων εισοδημάτων και κερδών μειώνεται κατά τον φόρο εξωτερικού που επιβαρύνει αυτό το εισόδημα ή αυτά τα κέρδη. Η φορολογική πίστωση δεν μπορεί να υπερβεί το ύψος του οφειλόμενου φόρου στην Ιρλανδία επί αυτού του εισοδήματος ή των κερδών. Ωστόσο, στα πλαίσια του καθεστώτος Foreign Income, η ελάφρυνση χορηγείται με εξαίρεση από την εθνική φορολογία επί των επιχειρήσεων των εισοδημάτων ή κερδών προέλευσης από το εξωτερικό. Το ιρλανδικό καθεστώς Foreign Income συνίσταται από δύο ξεχωριστά μέτρα: το ένα για τα μερίσματα εξωτερικού και το άλλο για οφέλη και κέρδη από παραρτήματα του εξωτερικού. Τα μέτρα αυτά περιγράφονται στα τμήματα 222 και 847 του Taxes Consolidation Act του 1997.

Τμήμα 222

(7) Η εξαίρεση για τα μερίσματα εξωτερικού είχε θεσπισθεί αρχικά στο τμήμα 41 του Finance Act 1988, σύμφωνα με το οποίο τα μερίσματα που ελάμβανε μια εταιρεία με έδρα στην Ιρλανδία από τις ξένες θυγατρικές της, εξαιρούνταν από τον ιρλανδικό φόρο επιχειρήσεων όταν αυτά τα μερίσματα χρησιμοποιούνται σε ένα επενδυτικό σχέδιο. Μια "ξένη θυγατρική" είναι μια εταιρεία με έδρα σε ένα κράτος με το οποίο η Ιρλανδία έχει σύμβαση διπλής φορολογίας και η οποία είναι κατά 51 % θυγατρική μιας εταιρείας με έδρα την Ιρλανδία, που ζητάει εξαίρεση. Το επενδυτικό σχέδιο πρέπει να υποβληθεί εκ των προτέρων στις ιρλανδικές αρχές οι οποίες, όταν θεωρούν ότι η επένδυση προορίζεται για τη δημιουργία ή τη διατήρηση θέσεων εργασίας στην Ιρλανδία, εκδίδουν ένα πιστοποιητικό εξαίρεσης για ένα συγκεκριμένο ύψος μερισμάτων. Τα εξαιρούμενα μερίσματα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του σχεδίου εντός μιας περιόδου τριών ετών, που αρχίζει ένα έτος πριν από την είσπραξή τους στην Ιρλανδία και λήγει δύο έτη μετά από την είσπραξη.

(8) Το τμήμα 40 του Finance Act 1991 τροποποίησε το μέτρο για να επιτρέψει την υποβολή ενός επενδυτικού σχεδίου εντός ενός έτους από την έναρξή του και να επιτρέψει στις ιρλανδικές αρχές να παρατείνουν την περίοδο των τριών ετών κατά την οποία τα μερίσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

(9) Καμία ειδική κατηγορία επενδύσεων ή απασχόλησης δεν ορίζεται, υπό τον όρο ότι οι σχετικές εμπορικές δραστηριότητες και η απασχόληση παραμένουν στην Ιρλανδία. Η επένδυση μπορεί να αφορά δραστηριότητες που η επιχείρηση πραγματοποιεί άμεσα ή και έμμεσα, π.χ. υπό μορφή αγοράς μετοχών μιας άλλης εταιρείας η οποία ακολούθως θα πραγματοποιήσει την επένδυση. Η απασχόληση μπορεί να αφορά είτε νέες θέσεις εργασίας σε μια νέα επιχείρηση ή επεκτεινόμενη, είτε σε υπάρχουσες θέσεις εργασίας σε μια επιχείρηση η οποία, απουσία επενδύσεων, θα μπορούσε πιθανόν να κλείσει ή να μειώσει τις θέσεις εργασίας. Δεν καθορίζεται ρητά ο αριθμός θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν ή που διατηρήθηκαν. Το ποσό το οποίο εξαιρείται μπορεί να μειωθεί όταν δεν προορίζονται για το εγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο όλα τα μερίσματα.

Τμήμα 847

(10) Η εξαίρεση που εφαρμόζεται στα κέρδη από παραρτήματα εξωτερικού θεσπίστηκε αρχικά στο τμήμα 29 του Finance Act 1995. Οι κατευθυντήριες γραμμές εκδόθηκαν το 1995.

(11) Μια επιχείρηση, για να αποκτήσει δικαίωμα εξαίρεσης, πρέπει να υποβάλει προκαταβολικά ένα επενδυτικό σχέδιο στο οποίο να περιγράφεται λεπτομερώς η επένδυση που πρότεινε η ίδια η εταιρεία ή μια εταιρεία συνδεδεμένη μ' αυτή. Οι πληροφορίες που υποβάλλονται με το σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: ιστορικό της εταιρείας, λεπτομέρειες και φύση τόσο των αρχικών όσο και των σχεδιασμένων δραστηριοτήτων, το ύψος και τη μορφή της επένδυσης, το χρονοδιάγραμμα, τις συμφωνίες χρηματοδότησης, τις χρηματοοικονομικές προβλέψεις, τις προβλέψεις απασχόλησης και την τοποθεσία των προτεινόμενων δραστηριοτήτων.

(12) Οι ιρλανδικές αρχές μπορούν να πιστοποιήσουν ότι η επιχείρηση είναι "επιλέξιμη επιχείρηση" (και μπορούν κατά συνέπεια να χορηγήσουν την εξαίρεση) εάν τούτες θεωρούν ότι το σχέδιο προορίζεται για τη δημιουργία "πολλών νέων θέσεων εργασίας" στην Ιρλανδία, ότι η επένδυση θα πραγματοποιηθεί, ότι θα επιτευχθεί η δημιουργία απασχόλησης και ότι η διατήρηση της απασχόλησης στην Ιρλανδία εξαρτάται από τη διεξαγωγή εμπορικών δραστηριοτήτων εξωτερικού. Το ελάχιστο επίπεδο δημιουργηθείσας βιώσιμης απασχόλησης πρέπει να ανέρχεται σε 40 νέες πρόσθετες θέσεις εργασίας και πρέπει να επιτευχθεί το αργότερο στο τέλος της τριετούς περιόδου που αρχίζει από την ημέρα έναρξης όπως αυτή διευκρινίζεται στο πιστοποιητικό εξαίρεσης. Το ουσιαστικό μόνιμο κεφάλαιο είναι εκείνο που θεωρείται "κατάλληλο" από τις ιρλανδικές αρχές και που καθορίζεται στο πιστοποιητικό εξαίρεσης. Το εισόδημα και τα κέρδη από εμπορικές δραστηριότητες εξωτερικού εξαιρούνται από τον φόρο μόνο όταν τούτες προέρχονται από τη χώρα που καθορίζεται στο πιστοποιητικό εξαίρεσης.

III. ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(13) Η Επιτροπή, στην αξιολόγησή της των πληροφοριών που υπέβαλε η Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας, θεώρησε ότι οι ιρλανδικές αρχές χορήγησαν πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις με την εξαίρεση από την ιρλανδική φορολογία ορισμένων μερισμάτων ξένων θυγατρικών ή κερδών ορισμένων ξένων παραρτημάτων. Τούτη θεώρησε ότι αυτό το πλεονέκτημα χορηγήθηκε από κρατικούς πόρους, επηρέασε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και ήταν επιλεκτικό. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι δεν εφαρμόστηκε καμία από τις εξαιρέσεις της γενικής απαγόρευσης για κρατική ενίσχυση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 και 3 της συνθήκης ΕΚ. Γι' αυτούς τους λόγους η Επιτροπή έτρεφε αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβιβασιμότητα του μέτρου με την κοινή αγορά και κατά συνέπεια αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

IV. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ

(14) Στην επιστολή τους της 4ης Οκτωβρίου 2001, εκτός της περίληψης των απαιτήσεων, αντίστοιχα, των τμημάτων 222 και 847 του Τaxes Consolidation Act (βλέπε παραγράφους 7-12 ανωτέρω), οι ιρλανδικές αρχές έκαναν ορισμένες παρατηρήσεις, πρόσθεσαν ορισμένα σχόλια για τα δύο μέτρα και προσπάθησαν να διορθώσουν οποιεσδήποτε ανακριβείς περιγραφές ή κακές ερμηνείες που περιείχε η επιστολή της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2001. Τούτες επίσης πρόβαλαν επιχειρήματα σχετικά με την πιθανή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων στις οποίες χορηγήθηκε ελάφρυνση φορολογίας στα πλαίσια των καθεστώτων. Οι ιρλανδικές αρχές, στην επιστολή τους της 26ης Μαρτίου 2002, χορήγησαν συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την πρακτική εφαρμογή των δύο μέτρων. Οι παρατηρήσεις αυτές μπορούν να συνοψισθούν ως εξής.

Γενικές παρατηρήσεις

(15) Το τμήμα 86 του Finance Act 2001 κατάργησε τη φορολογική ελάφρυνση των μερισμάτων εξωτερικού που χορηγούσε το τμήμα 222, περιορίζοντας την ελάφρυνση στα μερίσματα που πιστοποιήθηκαν πριν από τη 15η Φεβρουαρίου 2001. Το τμήμα 89 του Finance Act 2001 προέβλεπε ότι καμία επιχείρηση δεν μπορούσε να τύχει ελάφρυνσης στα πλαίσια του τμήματος 847 εκτός αν διαθέτει πιστοποιητικό εξαίρεσης που έχει εκδοθεί πριν τις 15 Φεβρουαρίου 2001.

(16) Στην αξιολόγηση(5) του μέτρου (αμφότερες οι απαλλαγές), από την ομάδα κώδικα δεοντολογίας, το μέτρο είχε θεωρηθεί ότι δεν παραβίαζε κανένα από τα κριτήρια της παραγράφου Β του κώδικα(6). Η λογική που χρησιμοποίησε η ομάδα δεν αναφέρεται στην εξαίρεση των κερδών εμπορικών παραρτημάτων εξωτερικού.

(17) Αμφότερες οι απαλλαγές είναι ενισχύση στις επενδύσεις, λόγω του ό,τι αμφότερες περιλαμβάνουν επενδυτικά σχέδια. Το μεγαλύτερο μέρος των ποσών που απαλλάχθηκαν του φόρου επενδύθηκαν σε εγκαταστάσεις, μηχανολογικό εξοπλισμό, γήπεδα, κτίρια και κεφάλαιο κίνησης. Εκείνη την εποχή, το σύνολο της Ιρλανδίας αποτελούσε μια περιφέρεια που ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης. Κατά συνέπεια, τα μέτρα είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγήθηκε πιστοποιητικό εξαίρεσης ήταν στην περιφέρεια του Δουβλίνου, των οποίων, όμως, οι επενδύσεις πραγματοποιούντο τόσο στο Δουβλίνο όσο και σε άλλα μέρη της Ιρλανδίας. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις είχαν ως έδρα τις νοτιοανατολικές ή τις κεντροδυτικές περιοχές της χώρας. Πριν την 1η Ιανουαρίου 2000, η ανώτατη ένταση κρατικής ενίσχυσης γι' αυτές τις περιοχές ήταν 57 %. Επειδή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, δηλαδή το 1989, το υψηλότερο ποσοστό φόρου επιχειρήσεων ήταν 43 %, το όριο αυτό δεν μπορούσε να παραβιασθεί, ακόμη και όταν δεν υπήρχαν ειδικοί έλεγχοι. Επειδή το ποσοστό του φόρου επιχειρήσεων μειώθηκε, κατά τα τελευταία χρόνια οι φορολογικές απαλλαγές θα ήταν ελάχιστες ή ανύπαρκτες.

Τμήμα 222

(18) Το 1988, όταν θεσπίστηκε αυτό το μέτρο, η ιρλανδική οικονομία διένυε μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδο και παρουσίαζε ποσοστό ανεργίας 16,3 %. Ελήφθησαν δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του μεγάλου ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού. Στόχος της φορολογικής ελάφρυνσης ήταν να επαναφέρει στην Ιρλανδία τα μερίσματα και να βοηθήσει την απασχόληση και όχι να προαγάγει τις εμπορικές πράξεις των ξένων θυγατρικών. Συνολικά χορηγήθηκαν σε ιρλανδικές εταιρείες 12 πιστοποιητικά για τον επαναπατρισμό των ειδικών μερισμάτων. Σε δύο περιπτώσεις, δεν ακολούθησε υλοποίηση του σχεδίου και δεν ζητήθηκε η σχετική φορολογική ελάφρυνση και σε μια τρίτη περίπτωση πιθανόν η ελάφρυνση να μη ζητήθηκε ποτέ πραγματικά. Σε μια άλλη περίπτωση, ζητήθηκε λιγότερο από το 20 % της εγκριθείσας ελάφρυνσης. Το πρώτο πιστοποιητικό εκδόθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1989 και το τελευταίο στις 5 Δεκεμβρίου 1996. Όλες οι επενδύσεις που έγιναν με βάση τα εγκεκριμένα σχέδια εκτελέστηκαν πριν το τέλος του 1999, όταν ολόκληρη η Ιρλανδία θεωρήθηκε ως περιοχή του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο α).

(19) Εάν τα μερίσματα δεν είχαν επαναπατρισθεί στην Ιρλανδία τότε δεν θα είχε προκύψει κανένα φορολογικό χρέος σε σχέση με τις ξένες θυγατρικές. Το κίνητρο συνίστατο στο γεγονός ότι κανένας πρόσθετος φόρος δεν θα προέκυπτε εάν επαναπατρίζονταν τα μερίσματα.

(20) Πολλές από τις επιχειρήσεις που έτυχαν ελάφρυνσης ανήκαν στον τομέα της μεταποίησης και πολλά από τα επαναπατρισθέντα μερίσματα χρησιμοποιήθηκαν για επένδυση σε εγκαταστάσεις, μηχανολογικό εξοπλισμό, κτίρια, γήπεδα και κεφάλαιο κίνησης. Μία από τις εταιρείες ήταν η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιρλανδίας. Σ' αυτήν την περίπτωση, τα μερίσματα χορηγήθηκαν για παραγωγικές επενδύσεις στους τομείς αλιείας, γεωργίας, τουρισμού, υγείας και μικρών επιχειρήσεων καθώς και για κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης και για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(21) Μόνο τρεις εταιρείες ζήτησαν οριστικά την εξαίρεση των επαναπατρισθέντων μερισμάτων με σκοπό τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων για τα οποία είχε εκδοθεί πιστοποιητικό.

(22) Κατά τη χορήγηση των ελαφρύνσεων δεν διεξάχθηκε καμία αξιολόγηση των προηγούμενων πράξεων επαναπατρισμού των μερισμάτων των σχετικών εταιριών. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο τα εξαιρεθέντα μερίσματα θα είχαν επαναπατρισθεί εάν δεν υπήρχε η ελάφρυνση.

(23) Σε ένα μεγάλο ιρλανδικό πολυεθνικό όμιλο μεταποίησης, που δραστηριοποιείται σε άλλους τομείς συμπεριλαμβανομένης της δασοκομίας, του τουρισμού και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, χορηγήθηκαν πιστοποιητικά σε 7 περιπτώσεις μεταξύ των ετών 1988 και 1996 για συνολικό ύψος μερισμάτων 99 εκατομμύρια ΙΕΡ που επαναπατρίσθηκαν από θυγατρικές που εδρεύουν στις ΗΠΑ. Τα εγκεκριμένα σχέδια αφορούσαν επενδύσεις, μεταξύ άλλων, σε/για:

α) νέα μηχανήματα, εγκαταστάσεις, εξοπλισμό, οχήματα και software·

β) δασοκομία·

γ) ορισμένες εταιρείες του ομίλου, υπό μορφή παροχής κεφαλαίων·

δ) ένα νέο ξενοδοχείο και κλαμπ για γκολφ·

ε) ένα κλαμπ για γκολφ·

στ) ανάπτυξη ξενοδοχείου και club golf με σκοπό την αντιστάθμιση ζημιών εκκίνησης·

ζ) μια βιομηχανία επεξεργασίας ξυλείας για την αντιστάθμιση των λειτουργικών ζημιών·

η) υφιστάμενες εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών του ομίλου και σε μια νέα εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών·

θ) ένα ειδικό ταμείο της επιχείρησης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας·

ι) software·

ια) βελτίωση των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού, των μηχανημάτων και του software·

ιβ) μηχανογράφηση.

(24) Σε ένα άλλο όμιλο επιχειρήσεων που δραστηριοποιείται στον τομέα της μεταποίησης χορηγήθηκε πιστοποιητικό εξαίρεσης για 10 εκατομμύρια ΙΕΡ μερισμάτων που προέρχονται από μια θυγατρική στις ΗΠΑ. Το εγκεκριμένο σχέδιο αφορούσε τις ακόλουθες επενδύσεις: Κατασκευή μιας νέας εγκατάστασης γάλακτος, κατασκευή ενός νέου τυροκομείου, την πλήρη ανανέωση εγκαταστάσεων σφαγής και τεμαχισμού ώστε να τηρούνται οι κοινοτικοί και ιρλανδικοί κανονισμοί, και την ανανέωση ενός τυροκομείου.

(25) Στην ιρλανδική τράπεζα χορηγήθηκε πιστοποιητικό για 125 εκατομμύρια IEP που επαναπατρίσθηκαν από μια θυγατρική στις ΗΠΑ. Το εγκεκριμένο σχέδιο προέβλεπε επιχορήγηση δανειοδότησης σε διάφορους επιχειρηματικούς τομείς στα πλαίσια διαφόρων καθεστώτων, που περιλαμβάνει:

α) το επιχειρησιακό πρόγραμμα για μικρές επιχειρήσεις: τούτο χορήγησε δάνεια σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) στον τομέα των υπηρεσιών, της μεταποίησης, των τροφίμων και του τουρισμού για την κατασκευή ή ανανέωση των χώρων, την αγορά νέων ή μεταχειρισμένων εγκαταστάσεων και εξοπλισμού την παροχή μακρόχρονου κεφαλαίου κίνησης·

β) δάνεια για σχέδια σε ορισμένα παραθαλάσσια κέντρα: τούτα χορήγησαν δάνεια για επενδύσεις κεφαλαίων σε ξενοδοχειακούς χώρους και για την κατασκευή, ανανέωση και αναδόμηση των κέντρων ψυχαγωγίας·

γ) ειδικά δάνεια για την αγορά γαλακτοκομικών ποσοστώσεων: τούτα χορήγησαν δάνεια το 2000 για την αγορά μεριδίου γάλακτος από τους κτηνοτρόφους στα πλαίσια του Milk Quota Restructuring Scheme (καθεστώς αναδιάρθρωσης των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων ΕΕ) του ιρλανδικού Υπουργείου Γεωργίας·

δ) καθεστώς δανείων στις επιχειρήσεις: τούτο χορήγησε δάνεια για την έναρξη και την πρώτη περίοδο λειτουργίας των εταιριών κατά την περίοδο 1994-2001·

ε) δάνεια σε διάφορες κυβερνητικές πρωτοβουλίες: με τούτες χορηγήθηκαν δάνεια για την ανανέωση της υπαίθρου στην περιοχή Upper Shannon (κατασκευή και ανανέωση κατοικιών και εμπορικών κτιρίων), την κατασκευή ή την ανανέωση των κλινικών και την ανάπτυξη του ιρλανδικού αλιευτικού στόλου·

στ) δύο αποθεματικά καινοτομικών κεφαλαίων.

(26) Η εταιρεία για την οποία δεν ήταν δυνατόν να καθορισθεί κατά πόσο η χορηγηθείσα ελάφρυνση, είχε πράγματι ζητηθεί, ενεργοποιείται στον τομέα των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Το επενδυτικό σχέδιο αφορούσε την ανάπτυξη ενός κλαμπ για γκολφ καθώς και για βίλες διακοπών. Η εξαίρεση κάλυψε μόνο 0,15 εκατομμύρια IEP μερισμάτων: το σχέδιο χρηματοδοτήθηκε κατά μεγάλο μέρος από άλλες πηγές.

Τμήμα 847

(27) Χορηγήθηκαν μόνο τρία πιστοποιητικά. Σε μία περίπτωση, η ελάφρυνση αφορούσε παραρτήματα με έδρα σε διάφορες χώρες, παρόλο που ιδρύθηκαν παραρτήματα μόνο σε τέσσερις χώρες: Γερμανία, Ιταλία, Νότια Αφρική και Ιαπωνία. Το πιστοποιητικό εκδόθηκε τον Ιούλιο 1999 και τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο 1996.

(28) Στις άλλες δύο περιπτώσεις, η ελάφρυνση δεν ζητήθηκε ποτέ, σε μια περίπτωση γιατί δεν θα οφειλόταν κανένας συμπληρωματικός ιρλανδικός φόρος και στην άλλη γιατί τα σχετικά παραρτήματα εξωτερικού δεν είχαν ποτέ ιδρυθεί.

Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη

(29) Οι εταιρείες θα μπορούσαν να επικαλεσθούν το γεγονός ότι έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη να λάβουν τις ελαφρύνσεις τις οποίες δικαιούνται στα πλαίσια της νομοθεσίας, εφόσον δεν γνώριζαν μέχρι πρόσφατα ότι τα μέτρα δεν είχαν τύχει καμίας έγκρισης δυνάμει της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων. Τούτες υπέβαλαν σχέδια, έλαβαν πιστοποιητικά και προέβησαν σε δαπάνες για την υλοποίηση των σχεδίων τους πιστεύοντας ότι, εφόσον τους είχε δοθεί πιστοποίηση από τις ιρλανδικές αρχές, θα εδικαιούντο ελάφρυνσης σύμφωνα με τη νομοθεσία. Κατά λογική συνέπεια οι εταιρείες δεν μπορούσαν να προβλέψουν την κατάσταση στην οποία, σε συνέχεια ουσιαστικών επενδύσεων και δημιουργίας θέσεων εργασίας, η εφαρμογή των ελαφρύνσεων δεν θα ακολουθούσε την ομαλή της πορεία. Ο τρόπος με τον οποίο τα μέτρα τροποποιήθηκαν από τον Finance Act 2001 αποκλείοντας από την ελάφρυνση του τμήματος 847 τους νεοεισερχόμενους και στην ουσία καταργώντας την ελάφρυνση του τμήματος 222 επιβεβαιώνει την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους των εταιριών.

V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(30) Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις των ιρλανδικών αρχών, εμμένει στη θέση της, όπως αυτή εκφράστηκε στην επιστολή της της 10ης Ιουνίου 2001(7) στην Ιρλανδία με την οποία κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης, δηλαδή ότι το υπό εξέταση καθεστώς συνιστά παράνομη επιχειρησιακή κρατική ενίσχυση, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Η Επιτροπή, στην αξιολόγηση που ακολουθεί, εξετάζει ρητώς το καθεστώς ως να αποτελείται από δύο ατομικά μέτρα που περιγράφονται στα τμήματα 222 και 847 του Taxes Consolidation Act 1997. Η αξιολόγηση δεν πρόκειται να παράσχει μια εκτίμηση των ατομικών χορηγήσεων ενίσχυσης σε ξεχωριστές εταιρείες στα πλαίσια των δύο μέτρων. Καμία ατομική περίπτωση δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να την αξιολογήσει. Η Επιτροπή υποχρεούται από τη φύση των δύο μέτρων να πραγματοποιήσει μια γενική και αφηρημένη εξέταση τόσο όσον αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 όσο και για το ζήτημα της συμβιβασιμότητας αυτής της ενίσχυσης. Συνεπώς, όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αξιολογηθεί το κατά πόσον το καθεστώς Foreign Income συνιστά κρατική ενίσχυση και κατά πόσο τούτο είναι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά μπορούν να βρεθούν στο ίδιο το καθεστώς. Η ίδια η συνθήκη, καθώς και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 193 της συνθήκης ΕΚ(8), και η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(9) εξουσιοδοτούν την Επιτροπή να πραγματοποιήσει αυτή την ανάλυση. Κατά συνέπεια η Επιτροπή δεν θα εξετάσει επισήμως την εφαρμογή των μέτρων σε κάθε ατομική περίπτωση. Η Επιτροπή δεν γνωρίζει την ταυτότητα των δικαιούχων του καθεστώτος, ούτε και όλες τις σχετικές πληροφορίες για κάθε ατομική υπόθεση.

Ύπαρξη ενίσχυσης

(31) Η Επιτροπή σημειώνει τις παρατηρήσεις των ιρλανδικών αρχών σχετικά με την αξιολόγηση του καθεστώτος Foreign Income από την ομάδα του κώδικα δεοντολογίας. Ωστόσο, η αξιολόγηση αυτή δεν επηρεάζει την αντικειμενική αξιολόγηση της ύπαρξης ή μη κρατικής ενίσχυσης.

(32) Ένα μέτρο για να θεωρηθεί ότι συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 πρέπει να πληροί τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:

(33) Πρώτον, το μέτρο πρέπει να παρέχει στους δικαιούχους ένα πλεονέκτημα το οποίο να μειώνει το κόστος που συνήθως επιβαρύνει τις επιχειρήσεις τους. Τόσο οι πιστώσεις φόρου και οι απαλλαγές φόρου είναι μηχανισμοί για την αποφυγή της διπλής φορολογίας του επιχειρηματικού εισοδήματος. Όταν χορηγείται πίστωση φόρου για πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν στο εξωτερικό, οι φόροι εισοδήματος που καταβλήθηκαν στις ξένες φορολογικές αρχές αφαιρούνται από το ποσό του φόρου που βαρύνει αυτά τα εισοδήματα στην εθνική φορολογική αρχή, μέχρι το ύψος του οφειλόμενου εθνικού φόρου. Αντιθέτως, όταν το εξωτερικό εισόδημα εξαιρείται, δεν οφείλεται κανένας εθνικός φόρος επί των επιχειρήσεων. Συνεπώς, εκεί όπου ο οφειλόμενος εθνικός φόρος είναι υψηλότερος του φόρου που καταβλήθηκε στην ξένη φορολογική αρχή, στα πλαίσια της πίστωσης φόρου οφείλεται ένας επιπλέον φόρος, ενώ σε καθεστώς εξαίρεσης δεν οφείλεται κανένας συμπληρωματικός φόρος. Κατά συνέπεια, εάν χορηγείται ειδική φορολογική απαλλαγή στο ξένο εισόδημα σε ένα καθεστώς που ο γενικός κανόνας προβλέπει πίστωση φόρου, η απαλλαγή αυτή συνιστά φορολογικό πλεονέκτημα και μειώνει τη φορολογική επιβάρυνση της δικαιούχου εταιρείας.

(34) Σύμφωνα με το τμήμα 9 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων σε μέτρα σχετικά με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων(10) (εφεξής "η ανακοίνωση"), το φορολογικό πλεονέκτημα μπορεί να χορηγηθεί μέσω διαφόρων τύπων μείωσης της επιβάρυνσης της εταιρείας και ιδίως μέσω μείωσης του ύψους του φόρου. Το καθεστώς Foreign Income σαφώς πληροί αυτό το κριτήριο. Με την εξαίρεση από οποιαδήποτε φορολογία στην Ιρλανδία των εισοδημάτων και κερδών προέλευσης από το εξωτερικό, οι σχετικές εταιρείες και οι όμιλοι στους οποίους αυτές ανήκουν ελαφρύνονται, εντός του ορίου του ποσού που διαφορετικά θα προέκυπτε, κατά τον οφειλόμενο συμπληρωματικό φόρο μετά την εφαρμογή της γενικώς εφαρμοζόμενης πίστωσης φόρου. Το καθεστώς δεν συνιστά τεχνικό μέτρο που εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις αδιακρίτως, του τύπου που προβλέπεται στο σημείο 13 της ανακοίνωσης.

(35) Η παρατήρηση σύμφωνα με την οποία εάν τα μερίσματα δεν είχαν επαναπατρισθεί στην Ιρλανδία, τότε δεν θα προέκυπτε κανένα χρέος φόρου σε σχέση με τις ξένες θυγατρικές, δεν αλλάζει το γεγονός ότι το μέτρο χορηγεί φορολογικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους. Παρόλο που το πλεονέκτημα χορηγείται από το μέτρο για να ενθαρρύνει μια συγκεκριμένη δράση, αυτό το γεγονός δεν μπορεί να επηρεάσει την αντικειμενική ανάλυση όσον αφορά το κατά πόσο το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση.

(36) Δεύτερον, το πλεονέκτημα πρέπει να χορηγείται από το κράτος ή από κρατικούς πόρους. Η χορήγηση φορολογικής μείωσης, όπως αυτή χορηγήθηκε στις εταιρείες στα πλαίσια του καθεστώτος Foreign Income από τις ιρλανδικές αρχές, συνεπάγεται απώλεια φορολογών εσόδων η οποία, σύμφωνα με το σημείο 10 της ανακοίνωσης, ισοδυναμεί με τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων υπό μορφή φορολογικής δαπάνης.

(37) Tρίτον, το μέτρο μπορεί να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Όπως εξηγήθηκε στο σημείο 11 της ανακοίνωσης, το κριτήριο αυτό πληρούται εάν η εταιρεία που ωφελείται από ένα μέτρο διεξάγει οικονομικές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν και εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Οι εταιρείες στις οποίες χορηγείται φορολογική ελάφρυνση στα πλαίσια του καθεστώτος Foreign Income αποτελούν αναγκαία μέρος διεθνών ομίλων με ξένες θυγατρικές ή παραρτήματα. Με βάση τις πληροφορίες που χορήγησαν οι ιρλανδικές αρχές είναι σαφές ότι τουλάχιστον ορισμένες από τις ενδιαφερόμενες εταιρείες ή τους όμιλους στους οποίους αυτές ανήκουν δραστηριοποιούνταν σε τομείς που διεξάγουν ενδοκοινοτικό εμπόριο.

(38) Τέλος, το μέτρο πρέπει να είναι ειδικό ή επιλεκτικό εφόσον ευνοεί "ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών". Δικαιούχοι του μέτρου είναι μόνο οι εταιρείες οι οποίες έτυχαν πιστοποιητικού εξαίρεσης σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις τόσο του τμήματος 222 όσο και του τμήματος 847 (βλέπε παραγράφους 7-12 ανωτέρω). Οι όροι που προβλέπονται στη νομοθεσία είναι άκρως περιοριστικοί. Κατά συνέπεια, το καθεστώς Foreign Income δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενικό μέτρο, αλλά αποτελεί επιλεκτικό πλεονέκτημα για εκείνες τις λίγες εταιρείες που πληρούν τις απαιτήσεις του και κατά συνέπεια συνιστά ένα καθεστώς κρατικής ενίσχυσης.

(39) Ωστόσο, παρά αυτή τη γενική αξιολόγηση του καθεστώτος, η Επιτροπή σημειώνει τις παρατηρήσεις των ιρλανδικών αρχών ότι νέα πιστοποιητικά εξαίρεσης δεν μπορούν να χορηγηθούν και ότι μόνο μία από τις τρεις εταιρείες στις οποίες χορηγήθηκε πιστοποιητικό εξαίρεσης του τμήματος 847 ζήτησε πράγματι την φορολογική ελάφρυνση. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι από το τρέχον δημοσιονομικό έτος, ο φόρος επιχειρήσεων είναι 12,5 % και ότι, κατ'αρχήν, το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από τα ποσοστά που ισχύουν εκεί όπου τα υποκαταστήματα της εν αναφορά εταιρείας εδρεύουν. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποδέχεται ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, η ελάφρυνση δυνάμει του τμήματος 847 δεν παρέχει πλέον πλεονέκτημα σ' εκείνες τις εταιρείες στις οποίες χορηγήθηκαν πιστοποιητικά. Συνεπώς, όσον αφορά εκείνες τις εταιρείες, το μέτρο δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Συμβιβασιμότητα

(40) Στο μέτρο που το καθεστώς Foreign Income συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης η συμβιβασιμότητά του πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3.

(41) Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 οι οποίες αφορούν ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγούνται σε ατομικούς καταναλωτές, ενισχύσεις για την αντιμετώπιση ζημιών που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές ή από έκτακτα περιστατικά και ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε ορισμένες περιοχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν εφαρμόζονται σ'αυτή την περίπτωση.

(42) Η εξαίρεση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) προβλέπει την εξουσιοδότηση για ενίσχυση της προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών όπου ο μέσος όρος του βιοτικού επιπέδου είναι ασυνήθως χαμηλός ή όπου υπάρχει σοβαρή υποαπασχόληση.

(43) Η Επιτροπή σημειώνει τις παρατηρήσεις των ιρλανδικών αρχών σύμφωνα με τις οποίες το καθεστώς Foreign Income συνιστά μάλλον ενίσχυση στις επενδύσεις παρά ενίσχυση στη λειτουργία, όπως επίσης και ότι όλες οι επενδύσεις που έτυχαν ενίσχυσης από το μέτρο του τμήματος 222 πραγματοποιήθηκαν πριν από το τέλος του 1999, περίοδο κατά την οποία το σύνολο της Ιρλανδίας θεωρήθηκε ως περιοχή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, καθώς και ότι όλες οι αιτήσεις και πιστοποιήσεις στα πλαίσια του τμήματος 847 είχαν επίσης περατωθεί πριν το τέλος του 1999.

(44) Εκ πρώτης όψεως, το τμήμα 222 θα μπορούσε να φαίνεται ότι είναι ένα μέτρο ενίσχυσης στις επενδύσεις. Ωστόσο, κανένα στοιχείο στη νομοθεσία ή στις πληροφορίες που χορήγησαν οι ιρλανδικές αρχές δεν αποδεικνύει ότι τα κριτήρια για τη χορήγηση της φορολογικής ελάφρυνσης ικανοποιούν τις κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις που ίσχυαν εκείνη τη χρονική περίοδο(11). Στο μέτρο που αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν τη χορήγηση ενίσχυσης για αρχική επένδυση ή δημιουργία θέσεων εργασίας, η Επιτροπή σημειώνει ότι σύμφωνα με την Ιρλανδία, η φορολογική ελάφρυνση χορηγήθηκε για, μεταξύ άλλων, κεφάλαιο κίνησης, ζημίες έναρξης και χρήσης, έκτακτες επιχορηγήσεις κεφαλαίου, αναβάθμιση των εγκαταστάσεων, μηχανολογικό εξοπλισμό και software, καθώς και ανανέωση των εγκαταστάσεων. Όπως έχει βάσιμα αποφανθεί η Επιτροπή σε προηγούμενες αποφάσεις, καμία από αυτές δεν θεωρείται ότι αποτελεί κανονικά αρχική επένδυση ή δημιουργία θέσεων εργασίας για τις οποίες η κρατική ενίσχυση θα μπορούσε να χορηγηθεί. Ομοίως, η Επιτροπή σημειώνει ότι το τμήμα 222 προβλέπει φορολογικές ελαφρύνσεις για τη διατήρηση της απασχόλησης καθώς και τη δημιουργία αυτής. Τούτο προκύπτει από τις πληροφορίες που χορήγησε η Ιρλανδία για την πρακτική εφαρμογή του τμήματος 222. Ομοίως, κανένα στοιχείο στη νομοθεσία ή στις πληροφορίες που χορήγησαν οι ιρλανδικές αρχές δεν αποδεικνύει ότι υφίσταντο έλεγχοι για την εξασφάλιση της τήρησης των άλλων κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, ιδίως ενισχύσεων σε ευαίσθητους τομείς, ενισχύσεων σε προβληματικές επιχειρήσεις και σώρευση ενισχύσεων. Ειδικότερα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η ελάφρυνση χορηγήθηκε στην παραγωγή και στην μεταποίηση αγαθών του παραρτήματος Ι της συνθήκης ΕΚ και σε επιχειρήσεις οι οποίες, σύμφωνα με τις ιρλανδικές αρχές, δεν θα ήταν διαφορετικά βιώσιμες.

(45) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το τμήμα 222 χορηγεί ενίσχυση στη λειτουργία σ' εκείνες τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγήθηκε φορολογική ελάφρυνση για επαναπατρισθέντα μερίσματα από ξένες θυγατρικές. Παρόλο που λειτουργική ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί σε περιοχές προβλεπόμενες στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) μια τέτοια ενίσχυση υπόκειται σε αυστηρούς όρους. Ειδικότερα, η ενίσχυση πρέπει να περιοριστεί χρονικά και να είναι σχεδιασμένη ώστε να ξεπεράσει τα διαρθρωτικά μειονεκτήματα επιχειρήσεων που εδρεύουν σ' αυτές τις περιοχές(12). Παρόλο που η ενίσχυση που χορηγήθηκε στα πλαίσια του τμήματος 222 είναι, κατ' αρχήν, περιορισμένη στη διάρκεια τριών ετών, τίποτα στη νομοθεσία ή στις πληροφορίες που χορήγησε η Ιρλανδία δεν αποδεικνύει ότι η χορηγηθείσα φορολογική ελάφρυνση είναι σχεδιασμένη για να ξεπεράσει τα διαρθρωτικά μειονεκτήματα επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Ιρλανδία. Αναφορικά με τούτο η Επιτροπή σημειώνει ότι το μέτρο είναι περιορισμένης εφαρμογής. Αντί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών μειονεκτημάτων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στην Ιρλανδία γενικά, τούτο έχει ως στόχο ένα πολύ περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων οι οποίες έχουν ξένες θυγατρικές σε ορισμένες ξένες φορολογικές περιφέρειες όπου συνολικά το ποσοστό φορολογίας είναι χαμηλότερο από εκείνο της Ιρλανδίας. Είναι δύσκολο να καθορισθεί ποιά ειδικά διαρθρωτικά μειονεκτήματα, εάν υπάρχουν, αντιμετωπίζουν αυτές οι επιχειρήσεις. Φαίνεται επίσης ότι τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις η χορηγηθείσα ενίσχυση μέσω της φορολογικής ελάφρυνσης δεν αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα για τον καθορισμό του κατά πόσο θα πραγματοποιείτο η επένδυση. Η Επιτροπή επίσης σημειώνει ότι η επένδυση που στηρίχθηκε από την ελάφρυνση μπορεί να πραγματοποιηθεί έμμεσα μέσω αγοράς μετοχών μιας επιχείρησης η οποία θα μπορούσε κατόπιν να πραγματοποιήσει την επένδυση. Ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν αυτός ο μηχανισμός ενεργεί ως κίνητρο για τη δημιουργία ή τη διατήρηση απασχόλησης. Για να πραγματοποιηθεί τούτο, οι ιρλανδικές αρχές θα έπρεπε να είναι βέβαιες ότι απουσία ειδικής αγοράς μετοχών η επένδυση δεν θα πραγματοποιηθεί και ότι η αγορά δεν θα πραγματοποιηθεί εκτός εάν χορηγηθεί η φορολογική ελάφρυνση. Κανένα στοιχείο στη νομοθεσία ή στις πληροφορίες που χορήγησε η Ιρλανδία δεν αποδεικνύει ότι ένας τέτοιος μηχανισμός ελέγχου ήταν σε λειτουργία.

(46) Όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 30, η Επιτροπή δεν διεξάγει ειδική αξιολόγηση για το κατά πόσο ένα στοιχείο ενίσχυσης είναι παρόν στις ατομικές φορολογικές απαλλαγές που χορηγήθηκαν στα πλαίσια του καθεστώτος Foreign Income ούτε και κατά πόσο οι ελαφρύνσεις αυτές είναι συμβιβάσιμες. Ωστόσο, όσον αφορά την τράπεζα στην οποία χορηγήθηκε η φορολογική ελάφρυνση στα πλαίσια του τμήματος 222, η Επιτροπή οφείλει να κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις: Ανεξάρτητα από τον σκοπό για τον οποίο τα επαναπατρισθέντα μερίσματα χρησιμοποιήθηκαν, η φορολογική ελάφρυνση πρέπει να θεωρηθεί ως λειτουργική ενίσχυση στην τράπεζα. Ακόμη και αν μέρος της ενίσχυσης είχε μεταφερθεί από την τράπεζα στους πελάτες της, ως μέρος του νέου δανεισμού, αυξάνοντας τους διαθέσιμους πόρους δανειοδότησης της τράπεζας, η ελάφρυνση θα είχε ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση τόσο της ίδιας της τράπεζας όσο και του διεθνούς ομίλου στον οποίο τούτη ανήκει. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι δεν υπήρχαν έλεγχοι για την διασφάλιση ότι η δανειοδότηση από την τράπεζα στα πλαίσια του εγκεκριμένου επενδυτικού σχεδίου πληρούσε τους όρους των σχετικών κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Ως παράδειγμα, η Επιτροπή θα σημείωνε ότι, όπως έπραξε σε προγενέστερες αποφάσεις, κρατική ενίσχυση για την αγορά γαλακτοκομικών ποσοστώσεων είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά(13).

(47) Η Επιτροπή σημειώνει τις παρατηρήσεις της Ιρλανδίας, σύμφωνα με τις οποίες η φορολογική ελάφρυνση του τμήματος 847, αφότου χορηγηθεί, εφαρμόζεται σε μια συνεχή βάση εάν συνεχίζουν να πληρούνται οι όροι και ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καταληκτική ημερομηνία για τις απαλλαγές που ήδη χορηγήθηκαν. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση του τμήματος 847, ένας από τους όρους της ελάφρυνσης είναι ότι η διατήρηση της δημιουργηθείσας απασχόλησης εξαρτάται από τη διεξαγωγή εμπορικών δραστηριοτήτων εξωτερικού βάσει των οποίων χορηγείται η εξαίρεση. Είναι συνεπώς σαφές ότι, αντί να χορηγήσει ενίσχυση στις επενδύσεις, το τμήμα 847 σχεδιάστηκε σε μια περίοδο κατά την οποία το ποσοστό φόρου των επιχειρήσεων στην Ιρλανδία ήταν πολύ υψηλότερο του ισχύοντος, αποτέλεσε ένα μέτρο ενίσχυσης στη λειτουργία, τα οφέλη του οποίου θα έπαυαν αμέσως με την κατάργηση αυτού του μέτρου. Επειδή οι φορολογικές ελαφρύνσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει του τμήματος 847 εφαρμόστηκαν σε μια συνεχή βάση χωρίς καταληκτική ημερομηνία, τούτες δεν πληρούν την απαίτηση σύμφωνα με την οποία η λειτουργική ενίσχυση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) εκεί όπου παρέχεται, είναι χρονικά περιορισμένη(14).

(48) Σύμφωνα με την Ιρλανδία, το επενδυτικό σχέδιο της εταιρείας που ζήτησε την ελάφρυνση του τμήματος 847 "ετοιμάστηκε τον Σεπτέμβριο 1994 και οι ιρλανδικές αρχές δεσμεύτηκαν τον Δεκέμβριο 1994 να θεσπίσουν την εν λόγω φορολογική ελάφρυνση". Γι' αυτό τον σκοπό, δεδομένων αυτών των περιστάσεων καθώς και του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής και δεδομένου ότι η χρήση της ελάφρυνσης του τμήματος 847 ήταν πολύ περιορισμένη, η Επιτροπή σημειώνει ότι μια ατομική ad hoc πληρωμή ενίσχυσης που πραγματοποιήθηκε προς μια ατομική επιχείρηση, ή ενισχύσεις που περιορίζονται σε ένα μόνο τομέα δραστηριότητας, μπορούν να έχουν σημαντική επίπτωση στον ανταγωνισμό της σχετικής αγοράς και ότι τα αποτελέσματά τους στην περιφερειακή ανάπτυξη είναι πιθανόν να είναι πολύ περιορισμένα για τους σκοπούς των κατευθυντηρίων γραμμών για εθνικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα(15).

(49) Σύμφωνα με το σημείο 33 της ανακοίνωσης, για να θεωρηθεί ως συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά μια κρατική ενίσχυση που προορίζεται για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης ορισμένων περιοχών πρέπει να είναι αναλογική και να αποβλέπει στους ζητούμενους στόχους. Οι ιρλανδικές αρχές παρείχαν λίγα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τόσο το τμήμα 222 όσο και το τμήμα 847 πληρούν αυτές τις απαιτήσεις. Λίγες αιτήσεις για ενίσχυση υποβλήθηκαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είτε η φορολογική ελάφρυνση δεν χρησιμοποιήθηκε πλήρως, καθότι δευτερεύουσα ως προς την εκτέλεση του επενδυτικού σχεδίου, ή η επένδυση δεν πραγματοποιήθηκε. Οι ιρλανδικές αρχές παραδέχθηκαν επίσης ότι παρόλο που χορηγήθηκαν ελαφρύνσεις, τα τελευταία έτη οι αιτήσεις ελάφρυνσης που υποβλήθηκαν ήταν λίγες ή και ανύπαρκτες. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι αμφότερες οι ελαφρύνσεις ήταν διαθέσιμες για τις επιχειρήσεις του τομέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Η πρακτική της Επιτροπής σε προηγούμενες αποφάσεις, σε συμφωνία με το σημείο 33 της ανακοίνωσης, ήταν να αποκλείσει τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων λειτουργικής ενίσχυσης(16).

(50) Κατά συνέπεια, η φορολογική ελάφρυνση στα πλαίσια των τμημάτων 222 και 847 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α).

(51) Οι εξαιρέσεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) και δ) δεν εφαρμόζονται στο καθεστώς του Foreign Income. Τούτο δεν έχει ως στόχο ούτε την προώθηση της εκτέλεσης ενός σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε και την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας της Ιρλανδίας. Ούτε και προορίζεται να προωθήσει τον πολιτισμό ή τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

(52) Τέλος, το καθεστώς του Foreign Income πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) το οποίο προβλέπει την εξουσιοδότηση ενίσχυσης για την διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντίκεινται στο κοινό συμφέρον. Όπως ορίστηκε στις παραγράφους 43-46, τα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν από το καθεστώς του Foreign Income είναι λειτουργικές ενισχύσεις, τα οφέλη των οποίων παύουν να ισχύουν αμέσως με την κατάργηση της ενίσχυσης. Σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής μια τέτοια ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών.

(53) Οι ιρλανδικές αρχές δεν προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι το καθεστώς Foreign Income τηρεί τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις στην απασχόληση(17) στα πλαίσια των οποίων ορισμένα μέτρα ενισχύσεων μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Ωστόσο, η Επιτροπή σημειώνει ότι στο βαθμό που το τμήμα 222 αποβλέπει στη διατήρηση της απασχόλησης, το μέτρο δεν χορηγεί ενίσχυση σε μια επιχείρηση για να την πείσει να μην απολύσει τους εργαζομένους της, υπολογίζοντας την επιχορήγηση με βάση τον αριθμό των εργαζομένων στη χρονική περίοδο κατά την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση. Στο βαθμό που τόσο το τμήμα 222 όσο και το τμήμα 847 έχουν ως στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας, καμία διάταξη δεν προβλέπει ότι το ποσό ενίσχυσης ανά εργαζόμενο πρέπει να είναι αιτιολογημένο, ούτε και ότι η ενίσχυση δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει ένα ποσοστό πολύ υψηλό για το κόστος παραγωγής της επιχείρησης. Το καθεστώς του Foreign Income δεν μπορεί κατά συνέπεια να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις στην απασχόληση.

Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και ανάκτηση

(54) Όταν η παρανόμως χορηγηθείσα κρατική ενίσχυση θεωρείται ότι είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, η λογική συνέπεια είναι ότι η ενίσχυση θα πρέπει να ανακτηθεί από τους δικαιούχους(18). Στο μέτρο του δυνατού η ανταγωνιστική θέση που υπήρχε πριν τη χορήγηση ενίσχυσης αποκαθίσταται μέσω της ανάκτησης αυτής της ενίσχυσης. Ωστόσο το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999(19) ορίζει ότι "η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν τούτο αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου". Η νομολογία του Δικαστηρίου και η πρακτική της Επιτροπής έχουν ορίσει ότι όπου, ως αποτέλεσμα των δράσεων της Επιτροπής, υφίσταται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη εκ μέρους του δικαιούχου ενός μέτρου, ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε σύμφωνα με τον κοινοτικό νόμο, τότε μια εντολή ανάκτησης της ενίσχυσης θα παραβίαζε μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

(55) Στην εκδίκαση της υπόθεσης Van den Bergh en Jurgens(20), το Δικαστήριο αποφάνθηκε:

"Το Δικαστήριο στην πάγια νομολογία του ορίζει ότι οποιοσδήποτε εμπορευόμενος έναντι του οποίου ένα θεσμικό όργανο έδωσε λαβή για αιτιολογημένες ελπίδες μπορεί να προβάλει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Από την άλλη πλευρά, εάν ένας συνετός και οξυδερκής εμπορευόμενος μπορούσε να προβλέψει τη θέσπιση ενός κοινοτικού μέτρου που κατά πάσα πιθανότητα θα έβλαπτε τα συμφέροντά του, τούτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή εάν το μέτρο έχει θεσπιστεί."

(56) Στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή σημειώνει ότι το καθεστώς θεσπίστηκε στο Βέλγιο με το βασιλικό διάταγμα αριθ. 187 της 30ής Δεκεμβρίου 1982 σχετικά με την φορολογική αντιμετώπιση των κέντρων συντονισμού(21), όπως και το καθεστώς του ιρλανδικού Foreign Income, αποτελεί ένα μέτρο το οποίο επηρεάζει τη φορολογία πολυεθνικών επιχειρήσεων και αφορά κανόνες που σχεδιάστηκαν για την αποφυγή της διπλής φορολογίας. Η Επιτροπή, στην απόφαση της 2ας Μαΐου 1984, θεώρησε ότι το βελγικό καθεστώς δεν συνιστούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ (τώρα άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ). Παρόλο που αυτή η απόφαση δεν είχε δημοσιευτεί, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε αντιρρήσεις για το βελγικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού δημοσιοποιήθηκαν αμφότερες στην 16η έκθεση ανταγωνισμού και στην απάντηση σε μια γραπτή ερώτηση(22). Η Επιτροπή, σ' αυτή την απάντηση, ιδίως, όρισε ότι "αυτοί οι κανόνες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ (τώρα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ)".

(57) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποδέχεται ότι οι δικαιούχοι των μέτρων είχαν το δικαίωμα να τρέφουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι τα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, αυτές οι απόψεις εμποδίζουν την Επιτροπή να δώσει εντολή ανάκτησης οποιασδήποτε χορηγηθείσας ενίσχυσης.

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(58) Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ιρλανδία έθεσε παράνομα σε εφαρμογή το καθεστώς του Foreign Income στα τμήματα 222 και 847 του Taxes Consolidation Act 1997. Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι εν λόγω φορολογικές ελαφρύνσεις συνιστούσαν καθεστώς λειτουργικής ενίσχυσης το οποίο δεν εκαλύπτετο από καμία από τις εξαιρέσεις για την απαγόρευση της κρατικής ενίσχυσης που ορίζονται στα άρθρα 87 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και κατά συνέπεια είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή σημειώνει ότι το τμήμα 222 έχει πράγματι καταργηθεί και ότι αφότου θεσπίστηκε το τμήμα 847 το ποσοστό του φόρου επί των επιχειρήσεων μειώθηκε σε βαθμό που το τμήμα 847 δεν συνιστά πλέον κρατική ενίσχυση σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις οι οποίες σήμερα απολαύουν αυτής. Η Επιτροπή συμπεραίνει επίσης ότι στο βαθμό που η ενίσχυση χορηγήθηκε δυνάμει των τμημάτων 222 και 847, οι δικαιούχοι είχαν το δικαίωμα να τρέφουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το ιρλανδικό καθεστώς Foreign Income δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν απαιτεί την ανάκτηση καμίας από τις χορηγηθείσες ενισχύσεις.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων υπό μορφή φορολογικών απαλλαγών, που παράνομα έθεσε σε εφαρμογή η Ιρλανδία, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, μέσω του τμήματος 41 του Finance Act 1988 και του τμήματος 29 του Finance Act 1995, ενοποιημένων στα πλαίσια των τμημάτων 222 και 847 του Taxes Consolidation Act 1997, είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Τα πιστοποιητικά φορολογικής απαλλαγής που εκδόθηκαν δυνάμει του τμήματος 847 του Taxes Consolidation Act 1995 και που είναι ακόμη σε ισχύ δεν θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.

Βρυξέλλες, 17 Φεβρουαρίου 2003.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 308 της 1.11.2001, σ. 2.

(2) ΕΕ C 2 της 6.1.1998, σ. 1.

(3) ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3.

(4) Βλέπε υποσημείωση 1.

(5) Έκθεση της ομάδας κώδικα δεοντολογίας (φορολογία των επιχειρήσεων) στο Συμβούλιο ECOFIN, SN 1401/99, 23.11.1999.

(6) Βλέπε υποσημείωση 2.

(7) Βλέπε υποσημείωση 1.

(8) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(9) Αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 14ης Οκτωβρίου 1987, στην υπόθεση 248/84 Γερμανία κατά Επιτροπής Germany [1987] ECR 4013, στις παραγράφους 17-18· της 5ης Οκτωβρίου, 1994 στην Υπόθεση C-47/91 Iταλία κατά Επιτροπής [1994] ECR I-4635, στις παραγράφους 20-21· της 17ης Ιουνίου 1999, στην Υπόθεση C-75/97 Bέλγιο κατά Επιτροπής [1999] ECR I-3671, στην παράγραφο 48· της 19ης Οκτωβρίου 2000, Κοινές Υποθέσεις C-15/98 και C-105/99, Iταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής [2000] ECR I-8855, στην παράγραφο 51.

(10) Βλέπε υποσημείωση 3.

(11) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο εφαρμογής του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) στις περιφερειακές ενισχύσεις: ΕΕ C 212, 12.8.1988, σ. 2.

(12) Τμήμα 6, πρώτη παύλα, της ανακοίνωσης του 1988 σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις.

(13) Βλέπε για παράδειγμα τις αποφάσεις της Επιτροπής 1996/616/ΕΚ, ΕΕ L 274 της 26.10.1996, σ. 26 και 2002/411/EΚ, ΕΕ L 144 της 1.6.2002, σ. 49.

(14) Τμήμα 6, πρώτη παύλα, της ανακοίνωσης του 1988 περί περιφερειακών ενισχύσεων.

(15) ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9· βλέπε τίτλο 2.

(16) Βλέπε για παράδειγμα το άρθρο 2 της απόφασης της Επιτροπής σχετικά με το φορολογικό καθεστώς στις Αζόρες νήσους, SG (2002) 233143.

(17) ΕΕ C 334 της 12.12.1995, σ. 4.

(18) Βλέπε για παράδειγμα υπόθεση αριθ. C-169/1995, Ισπανία κατά Επιτροπής ECR [1997] I 135, παράγραφος 47.

(19) Βλέπε υποσημείωση 8.

(20) Υπόθεση C-265/85, Van den Bergh en Jurgens BV κατά Επιτροπής [1987] ECR 1155, στην παράγραφο 44.

(21) Moniteur belge, 13.1.1983 (Φάκελος αριθ. 1982-12-30/69).

(22) Γραπτή ερώτηση αριθ. 1735/90, ΕΕ C 63 της 11.3.1991, σ. 37.

Arriba