Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31994R3286

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994 που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί ή άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

    ΕΕ L 349 της 31.12.1994, p. 71–78 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (FI, SV, CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 04/11/2015; καταργήθηκε από 32015R1843

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1994/3286/oj

    31994R3286

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994 που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί ή άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 349 της 31/12/1994 σ. 0071 - 0078
    Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 34 σ. 0066
    Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 34 σ. 0066


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 3286/94 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 1994 που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 113,

    τις ρυθμίσεις για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, καθώς και τις ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί βάσει του άρθρου 235 της συνθήκης και εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, και ιδίως τις διατάξεις που επιτρέπουν παρέκκλιση από τη γενική αρχή της αντικατάστασης όλων των ποσοτικών περιορισμών ή των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος με τα μέτρα που προβλέπονται από τους κανονισμούς αυτούς και μόνο,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

    Εκτιμώντας:

    ότι η κοινή εμπορική πολιτική πρέπει να βασίζεται σε ενιαίες αρχές, ιδίως όσον αφορά την εμπορική άμυνα 7

    ότι με τον κανονισμό (EOK) αριθ. 2641/84 του Συμβουλίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1984 για την ενίσχυση της κοινής εμπορικής πολιτικής, ιδίως στον τομέα της άμυνας κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (2) έχουν τεθεί στη διάθεση της Κοινότητας διαδικασίες με αντικείμενο:

    - την αντιμετώπιση κάθε αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, με σκοπό την εξάλειψη της ζημίας που προκύπτει,

    - την εξασφάλιση της πλήρους άσκησης των δικαιωμάτων της Κοινότητας έναντι των εμπορικών πρακτικών τρίτων χωρών 7

    ότι η εφαρμογή του κανονισμού (EOK) αριθ. 2641/84 κατέδειξε ότι εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη αντιμετώπισης τως εμποδίων στο εμπόριο που επιβάλλουν ή διατηρούν τρίτες χώρες και ότι η προσέγγιση που ακολούθησε ο κανονισμός (EOK) αριθ. 2641/84 αποδείχτηκε ότι δεν είχε πλήρη αποτελεσματικότητα 7

    ότι θεωρείται αναγκαία, συνεπώς, η θέσπιση νέων και βελτιωμένων κοινοτικών διαδικασιών για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου 7

    ότι οι κανόνες του διεθνούς εμπορίου είναι καταρχήν αυτοί που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο του ΠΟΕ και περιλαμβάνονται στα παραρτήματα της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ, αλλά είναι επίσης δυνατό να περιλαμβάνουν και τους κανόνες που περιέχονται σε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος η Κοινότητα και η οποία θεσπίζει κανόνες που ισχύουν στο εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών, και ότι είναι σκόπιμο να δοθεί μια σαφής εικόνα των συμφωνιών στις οποίες αναφέρεται ο όρος «κανόνες του διεθνούς εμπορίου» 7

    ότι οι προαναφερθείσες κοινοτικές διαδικασίες είναι σκόπιμο να βασίζονται σε νομικό μηχανισμό στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας, απόλυτα διαφανή, και να διασφαλίζουν ότι η απόφαση για επίκληση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων διεθνούς εμπορίου λαμβάνεται βάσει συγκεκριμένων πληροφοριών επί γεγονότων και δυνάμει νομικής ανάλυσης 7

    ότι ο μηχανισμός αυτός αποσκοπεί στην εξασφάλιση των διαδικαστικών μέσων που απαιτούνται για την διατύπωση αιτήματος προς τα κοινοτικά όργανα με αντικείμενο την επέμβασή τους σε περίπτωση που επιβάλλονται ή διατηρούνται εμπόδια στο εμπόριο εκ μέρους τρίτων χωρών, τα οποία προκαλούν ζημία ή έχουν δυσμενείς συνέπειες για το εμπόριο, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει δικαίωμα για δράση, όσον αφορά τέτοια εμπόδια, στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων του διεθνούς εμπορίου 7

    ότι το δικαίωμα των κρατών μελών να προσφεύγουν σ' αυτόν τον μηχανισμό δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα που έχουν να φέρουν τα ίδια ή παρόμοια θέματα προς εξέταση μέσω των υφισταμένων κοινοτικών διαδικασιών και ιδίως ενώπιον της επιτροπής του άρθρου 113 της συνθήκης 7

    ότι απαιτείται να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο θεσμικό ρόλο της επιτροπής αυτής όσον αφορά τη διατύπωση συστάσεων προς τα κοινοτικά όργανα επί όλων των θεμάτων εμπορικής πολιτικής 7 ότι, συνεπώς, η επιτροπή αυτή είναι σκόπιμο να ενημερώνεται για τις εξελίξεις σε επιμέρους περιπτώσεις, ώστε να είναι σε θέση να εξετάζει τις συνέπειές τους επί της γενικότερης πολιτικής της 7

    ότι, ακόμη, εφόσον κάποια συμφωνία με τρίτη χώρα φαίνεται ότι αποτελεί το καταλληλότερο μέσο για την επίλυση διαφοράς που προκύπτει από κάποιο εμπόδιο στο εμπόριο, διενεργούνται διαπραγματεύσεις για το σκοπό αυτό σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 113 της συνθήκης, ιδίως μετά από διαβουλεύσεις με την επιτροπή, τη σύσταση της οποίας αυτό ορίζει 7

    ότι είναι επίσης σκόπιμο να επιβεβαιωθεί ότι η Κοινότητα οφείλει να ενεργεί κατά τρόπο που να συνάδει με τις διεθνείς της υποχρεώσεις και, σε περίπτωση που οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν από συμφωνίες, να διαφυλάττει την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, την οποία επιδιώκουν να δημιουργήσουν οι εν λόγω συμφωνίες 7

    ότι είναι επίσης σκόπιμο να επιβεβαιωθεί ότι κάθε μέτρο που λαμβάνεται στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών θα πρέπει ομοίως να συμβαδίζει με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας, καθώς επίσης να μη θίγει την ισχύ άλλων μέτρων, σε περιπτώσεις μη καλυπτόμενες από τον παρόντα κανονισμό, τα οποία ενδέχεται να θεσπίζονται απευθείας δυνάμει του άρθρου 113 της συνθήκης 7

    ότι είναι επίσης σκόπιμο να επιβεβαιωθούν οι διαδικαστικές ρυθμίσεις που πρέπει να ακολουθούνται κατά την προβλεπόμενη από τον παρόντα κανονισμό εξεταστική διαδικασία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κοινοτικών αρχών και των εμπλεκομένων ενδιαφερομένων πλευρών, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι είναι δυνατό να αποκτούν πρόσβαση στο πληροφοριακό υλικό και να ζητούν να ενημερώνονται για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό, τα οποία έχουν προκύψει από την εξεταστική διαδικασία 7

    ότι, όταν ενεργεί βάσει του παρόντος κανονισμού, η Κοινότητα οφείλει να συνεκτιμά την ανάγκη για ταχεία και αποτελεσματική λήψη μέτρων μέσω των διαδικασιών λήψης αποφάσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό 7

    ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο υποχρεούνται να ενεργούν όσον αφορά τα εμπόδια στο εμπόριο που επιβάλλονται ή διατηρούνται από τρίτες χώρες, στο πλαίσιο των διεθνών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Κοινότητας, μόνον όταν τα συμφέροντα της Κοινότητας απαιτούν παρέμβαση και ότι, κατά την εκτίμηση τέτοιων συμφερόντων, η Επιτροπή και το Συμβούλιο επιβάλλεται να εξετάζουν δεόντως τις απόψεις που εκφράζουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την εξέλιξη της διαδικασίας,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Στόχοι

    Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλίσει την άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως εκείνων που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, οι οποίοι, υπό τον όρο ότι συμβιβάζονται με τις ισχύουσες διεθνείς υποχρεώσεις και διαδικασίες, αποσκοπούν στην:

    α) αντιμετώπιση των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν συνέπειες για την αγορά της Κοινότητας, με σκοπό την απάλειψη της ζημίας που προκαλείται από αυτά 7

    β) αντιμετώπιση των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν συνέπειες για την αγορά τρίτης χώρας, με σκοπό την απάλειψη των δυσμενών συνεπειών για το εμπόριο που προκαλούνται από αυτά.

    Οι διαδικασίες αυτές εφαρμόζονται ειδικότερα για την κίνηση και την επακόλουθη διεξαγωγή και περάτωση των διεθνών διαδικασιών επίλυσης διαφορών στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «εμπόδια στο εμπόριο» νοούνται οι πρακτικές επιβολής ή διατήρησης εκ μέρους τρίτης χώρας εμποδίων στο εμπόριο, ως προς τα οποία οι κανόνες του διεθνούς εμπορίου αναγνωρίζουν δικαίωμα δράσης. Τέτοιο δικαίωμα δράσης υπάρχει όταν οι κανόνες του διεθνούς εμπορίου είτε απαγορεύουν ρητά κάποια πρακτική είτε παρέχουν σε άλλο μέρος που θίγεται από την εν λόγω πρακτική το δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψη του αποτελέσματός της.

    2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, «τα δικαιώματα της Κοινότητας» είναι τα δικαιώματα διεθνούς εμπορίου των οποίων αυτή απολαύει στο πλαίσιο των κανόνων διεθνούς εμπορίου. Οι «κανόνες διεθνούς εμπορίου» δε, είναι καταρχήν αυτοί που θεσπίζονται υπό την αιγίδα του ΠΟΕ που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, αλλά είναι δυνατό να περιλαμβάνονται και σε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία της οποίας η Κοινότητα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος και η οποία θεσπίζει κανόνες που ισχύουν στο εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών.

    3. Ως «ζημία», κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοείται κάθε σημαντική ζημία η οποία προκαλείται ή υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί ως προς κάποιο προϊόν ή υπηρεσία από εμπόδιο στο εμπόριο εις βάρος κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας.

    4. Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως «δυσμενείς συνέπειες για τις συναλλαγές» νοούνται εκείνες οι οποίες προκαλούνται ή υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν, ως προς κάποιο προϊόν ή υπηρεσία, από εμπόδιο στο εμπόριο εις βάρος κοινοτικών επιχειρήσεων στην αγορά οποιασδήποτε τρίτης χώρας και οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την οικονομία της Κοινότητας ή περιφέρειας της Κοινότητας ή τον τομέα σχετικής οικονομικής δραστηριότητας. Το γεγονός ότι καταγγέλων υφίσταται τέτοιες δυσμενείς συνέπειες δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εκ μέρους των οργάνων της Κοινότητας.

    5. Ο όρος «κοινοτική βιομηχανία» σημαίνει το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ή φορέων παροχής υπηρεσιών, αντιστοίχως:

    - προϊόντων ή υπηρεσιών ίδιων ή ομοειδών προς το προϊόν ή την υπηρεσία που αποτελεί αντικείμενο εμποδίου στο εμπόριο ή

    - προϊόντων ή υπηρεσιών άμεσα ανταγωνιστικών προς το εκάστοτε προϊόν ή υπηρεσία ή

    - οι οποίοι καταναλώνουν ή μεταποιούν το εκάστοτε προϊόν ή οι οποίοι καταναλώνουν ή χρησιμοποιούν την υπηρεσία που αποτελεί αντικείμενο εμποδίου στο εμπόριο,

    ή το σύνολο των παραγωγών ή φορέων παροχής υπηρεσιών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αποτελεί μείζον τμήμα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής των εκάστοτε προϊόντων ή υπηρεσιών, ωστόσο:

    α) όταν οι παραγωγοί ή οι φορείς παροχής υπηρεσιών συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή όταν εισάγουν οι ίδιοι το προϊόν ή την υπηρεσία που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο εμποδίων στο εμπόριο, ο όρος «κοινοτική βιομηχανία» είναι δυνατό να νοείται ως αναφερόμενος στους υπόλοιπους παραγωγούς ή φορείς παροχής υπηρεσιών 7

    β) σε ειδικές περιπτώσεις, οι παραγωγοί ή οι φορείς παροχής υπηρεσιών μιας περιφέρειας της Κοινότητας είναι δυνατό να θεωρηθούν ως «κοινοτική βιομηχανία» εφόσον η παραγωγή τους αθροιστικά αποτελεί μείζον τμήμα της παραγωγής του εκάστοτε προϊόντος ή υπηρεσίες στο κράτος μέλος ή στα κράτη μέλη στα οποία εκτείνεται η εν λόγω περιφέρεια, υπό την προϋπόθεση ότι οι συνέπειες του εμποδίου στο εμπόριο έχουν ως επίκεντρο το συγκεκριμένο κράτος μέλος ή κράτη μέλη.

    6. Με τον όρο «κοινοτική επιχείρηση» νοείται κάθε επιχείρηση συσταθείσα κατά το νόμο κράτους μέλους και διαθέτουσα την καταστατική της έδρα, κεντρική διοίκηση ή κύρια επιχειρηματική εγκατάσταση στην Κοινότητα με άμεσο συμφέρον για την παραγωγή εμπορευμάτων ή την παροχή υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο εμποδίου στο εμπόριο.

    7. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια «φορείς παροχής υπηρεσιών» στο πλαίσιο τόσο του όρου «κοινοτική βιομηχανία» όπως ορίζεται στην παράγραφο 5, όσο και του όρου «κοινοτική επιχείρηση» όπως ορίζεται στην παράγραφο 6, δεν θίγει το μη εμπορικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει η παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας σύμφωνα με τη νομοθεσία ή τις κανονιστικές ρυθμίσεις κράτους μέλους,

    8. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, με τον όρο «υπηρεσίες» νοούνται οι υπηρεσίες ως προς τις οποίες είναι δυνατό να συναφθούν από την Κονότητα διεθνείς συμφωνίες βάσει του άρθρου 113 της συνθήκης,

    Άρθρο 3

    Καταγγελία εξ ονόματος της κοινοτικής βιομηχανίας

    1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε ένωση χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί εξ ονόματος κοινοτικής βιομηχανίας που θεωρεί ότι έχει υποστεί ζημία εξαιτίας εμποδίων στο εμπόριο που είναι δυνατό να έχουν συνέπειες για την αγορά της Κοινότητας, δύναται να υποβάλει γραπτή καταγγελία.

    2. Η καταγγελία πρέπει να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη εμποδίων στο εμπόριο και με την εξ αυτών προκύπτουσα ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδεικνύεται, ενδεχομένως, βάσει του επεξηγηματικού πίνακα παραγόντων που αναφέρεται στο άρθρο 10.

    Άρθρο 4

    Καταγγελία εξ ονόματος κοινοτικών επιχειρήσεων

    1. Κάθε κοινοτική επιχείρηση, καθώς και κάθε ένωση, είτε διαθέτει είτε όχι νομική προσωπικότητα, η οποία ενεργεί εξ ονόματος μιας ή περισσοτέρων κοινοτικών επιχειρήσεων και η οποία θεωρεί ότι εν λόγω κοινοτικές επιχειρήσεις έχουν υποστεί δυσμενείς για τις συναλλαγές συνέπειες λόγω εμποδίων στο εμπόριο που επηρεάζουν την αγορά τρίτης χώρας, δύναται να υποβάλει γραπτή καταγγελία. Η καταγγελία αυτή, ωστόσο, γίνεται αποδεκτή μόνον αν η προβαλλόμενη ως εμπόδιο στις συναλλαγές συμπεριφορά αποτελεί το αντικείμενο δικαιώματος δράσης που θεσπίζεται από κανόνες διεθνούς εμπορίου οι οποίοι περιλαμβάνονται σε πολυμερή ή πλειομερή εμπορική συμφωνία.

    2. Η καταγγελία πρέπει να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη των εμποδίων στο εμπόριο και με τις δυσμενείς για τις συναλλαγές συνέπειες που απορρέουν από αυτά. Οι δυσμενείς συνέπειες για τις συναλλαγές πρέπει να αποδεικνύονται βάσει του επεξηγηματικού πίνακα παραγόντων που αναφέρεται στο άρθρο 10, όπου τυγχάνει εφαρμογής.

    Άρθρο 5

    Διαδικασίες που ισχύουν για την καταγγελία

    1. Η καταγγελία υποβάλλεται στην Επιτροπή, η οποία αποστέλλει αντίγραφό της στα κράτη μέλη.

    2. Η καταγγελία είναι δυνατό να ανακληθεί, οπότε χωρεί περάτωση της διαδικασίας, εκτός αν τυχόν περάτωση της διαδικασίας δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Κοινότητας.

    3. Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, καθίσταται σαφές ότι η καταγγελία δεν συνοδεύεται από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας, ο καταγγέλων ενημερώνεται σχετικά.

    4. Σε περίπτωση που έχει υποβληθεί καταγγελία βάσει του άρθρου 3 ή 4 η Επιτροπή αποφασίζει το ταχύτερο δυνατόν σχετικά με την κίνηση κοινοτικής εξεταστικής διαδικασίας 7 η σχετική απόφαση πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να λαμβάνεται εντός 45 ημερών από την υποβολή της καταγγελίας 7 η προθεσμία αυτή είναι δυνατό να αναστέλλεται μετά από αίτηση ή με τη συγκατάθεση του καταγγέλοντος, προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριακών στοιχείων, τα οποία ενδεχομένως απαιτούνται για τη διεξοδική αξιολόγηση της βασιμότητας των ισχυρισμών του καταγγέλοντος.

    Άρθρο 6

    Προσφυγή κράτους μέλους

    1. Κάθε κράτος μέλος δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να κινήσει τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 1.

    2. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς θεμελίωση της αίτησής του αναφορικά με τα εμπόδια στο εμπόριο και, κατά περίπτωση, αναφορικά με τις συνέπειες που ενδεχομένως απορρέουν από αυτές. Σε περίπτωση που είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ζημία ή δυσμενείς συνέπειες για τις συναλλαγές, τα θέματα αυτά πρέπει να αποδεικνύονται βάσει του επεξηγηματικού πίνακα παραγόντων που αναφέρεται στο άρθρο 10.

    3. Η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί τα υπόλοιπα κράτη μέλη σχετικά με τις αιτήσεις.

    4. Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, καθίσταται σαφές ότι η αίτηση δεν συνοδεύεται από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνεται σχετικά.

    5. Σε περίπτωση που έχει ασκηθεί προσφυγή εκ μέρους κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 6, η Επιτροπή αποφασίζει το ταχύτερο δυνατόν σχετικά με την κίνηση κοινοτικής εξεταστικής διαδικασίας 7 η σχετική απόφαση πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες, να λαμβάνεται εντός 45 ημερών από την άσκηση της προσφυγής 7 η προθεσμία αυτή είναι δυνατό να αναστέλλεται μετά από αίτηση ή με τη συγκατάθεση του προσφεύγοντος κράτους μέλους, προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριακών στοιχείων, τα οποία ενδεχομένως απαιτούνται για τη διεξοδική αξιολόγηση της βασιμότητας των ισχυρισμών του προσφεύγοντος κράτους μέλους.

    Άρθρο 7

    Διαδικασία διαβουλεύσεων

    1. Για τις διαβουλεύσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, συστήνεται συμβουλευτική επιτροπή (στο εξής: «η επιτροπή»), η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους υπό την προεδρία εκπροσώπου της Επιτροπής.

    2. Διαβουλεύσεις αρχίζουν αμέσως είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής και οπωσδήποτε εντός χρονικού διαστήματος που επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που τάσσει ο παρών κανονισμός. Ο πρόεδρος της επιτροπής παρέχει το ταχύτερο δυνατόν στα κράτη μέλη όλα τα χρήσιμα πληροφοριακά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Η Επιτροπή διαβιβάζει επίσης τις εν λόγω πληροφορίες στην επιτροπή η σύσταση της οποίας προβλέπεται από το άρθρο 113, ώστε αυτή να είναι σε θέση να εξετάζει τις τυχόν περαιτέρω συνέπειες για την κοινή εμπορική πολιτική.

    3. Η επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της.

    4. Όταν είναι απαραίτητο, οι διαβουλεύσεις είναι δυνατό να διεξάγονται εγγράφως. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή ενημερώνει γραπτώς τα κράτη μέλη, τα οποία δικαιούνται εντός οκτώ εργάσιμων ημερών από την ενημέρωση αυτή να διατυπώνουν γραπτώς τις απόψεις τους ή να ζητήσουν τη διεξαγωγή προφορικών διαβουλεύσεων τις οποίες διοργανώνει ο πρόεδρος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι δυνατό να διεξαχθούν εντός χρονικού διαστήματος που επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που τάσσει ο παρών κανονισμός.

    Άρθρο 8

    Κοινοτική εξεταστική διαδικασία

    1. Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, έχει καταστεί σαφές στην Επιτροπή ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την έναρξη εξεταστικής διαδικασίας και ότι αυτή επιβάλλεται από το συμφέρον της Κοινότητας, η Επιτροπή ενεργεί ως εξής:

    α) ανακοινώνει την έναρξη εξεταστικής διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 7 στην ανακοίνωση αυτή διευκρινίζεται το προϊόν ή η υπηρεσία, καθώς και οι χώρες τις οποίες αφορά η διαδικασία, παρουσιάζονται περιληπτικά τα προσκομισθέντα πληροφοριακά στοιχεία και ορίζεται ότι κάθε χρήσιμη πληροφορία πρέπει να γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή 7 επίσης καθορίζεται η προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από την Επιτροπή κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 7

    β) ειδοποιεί επίσημα τους εκπροσώπους της χώρας ή των χωρών τις οποίες αφορά η διαδικασία, με τις οποίες είναι δυνατό, όταν συντρέχει λόγος να διεξάγονται διαβουλεύσεις 7

    γ) διεξάγει την εξέταση σε επίπεδο Κοινότητας, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη.

    2. α) Όταν είναι αναγκαίο, η Επιτροπή αναζητεί κάθε πληροφορία που κρίνει απαραίτητη και καταβάλλει προσπάθεια για τη διασταύρωση των πληροφοριών αυτών με τα στοιχεία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί, οι εμπορικές ενώσεις και οργανώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες επιχειρήσεις ή οργανώσεις παρέχουν τη συγκατάθεσή τους 7

    β) όταν συντρέχει λόγος, η Επιτροπή διεξάγει έρευνες στο έδαφος τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ειδοποιηθεί επισήμως σχετικά οι κυβερνήσεις των οικείων χωρών και δεν έχουν εγείρει αντίρρηση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος 7

    γ) κατά την έρευνα, η Επιτροπή επικουρείται από υπαλλήλους του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διενεργούνται οι έλεγχοι, υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα από το οικείο κράτος μέλος.

    3. Τα κράτη μέλη παρέχουν, εφόσον τους ζητηθεί, στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες για την έρευνα πληροφορίες, με τον τρόπο που έχει προσδιορίσει επακριβώς η Επιτροπή.

    4. α) Οι καταγγέλλοντες και οι ενδιαφερόμενοι εξαγωγείς και εισαγωγείς, καθώς και οι εκπρόσωποι της ή των κυριοτέρων ενδιαφερομένων χωρών δύνανται να λαμβάνουν γνώση όλων των πληροφοριακών στοιχείων που έχουν τεθεί στη διάθεση της Επιτροπής, πλην των εγγράφων εσωτερικής χρήσης της Επιτροπής και των κατά τόπους διοικητικών υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία έχουν χρησιμότητα για την προστασία των συμφερόντων τους, δεν είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 9 και χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή στο πλαίσιο της εξεταστικής διαδικασίας. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα απευθύνουν γραπτή αίτηση στην Επιτροπή, στην οποία προσδιορίζουν τα ζητούμενα πληροφοριακά στοιχεία 7

    β) οι καταγγέλλοντες και οι ενδιαφερόμενοι εξαγωγείς και εισαγωγείς, καθώς και οι εκπρόσωποι της ή των κυριότερων ενδιαφερομένων χωρών δύνανται να ζητούν να ενημερωθούν σχετικά με τα βασικά πραγματικά περιστατικά και με το σκεπτικό που έχει προκύψει από την εξεταστική διαδικασία.

    5. Η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να δεχθεί τους ενδιαφερόμενους σε ακρόαση. Οφείλει να το πράξει, αν εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση που έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι ενδιαφερόμενοι έχουν ζητήσει γραπτώς να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση και παράλληλα αποδεικνύουν ότι συγκαταλέγονται στα μέρη που ενδιαφέρονται κατ' εξοχήν για την έκβαση της διαδικασίας.

    6. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέχει, εφόσον της ζητηθεί, στα κατ' εξοχήν ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να συναντηθούν, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η παρουσίαση των αντικρουόμενων απόψεων και η προβολή τυχόν αντεπιχειρημάτων. Κατά την παροχή της εν λόγω ευκαιρίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες των ενδιαφερομένων, καθώς και την ανάγκη προστασίας της εμπιστευτικότητας ορισμένων στοιχείων. Η παρουσία οιουδήποτε μέρους στις συναντήσεις δεν είναι υποχρεωτική, η δε απουσία ενός μέρους δεν επιβαρύνει τη θέση του.

    7. Σε περίπτωση που τα στοιχεία που έχει ζητήσει η Επιτροπή δεν παρασχεθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή όταν η έρευνα παρακωλύεται σε σημαντικό βαθμό, είναι δυνατή η διατύπωση συμπερασμάτων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

    8. Μετά την περάτωση της έρευνας, η Επιτροπή υποβάλλει σχετική έκθεση στην επιτροπή. Η έκθεση πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να υποβάλλεται εντός πέντε μηνών από την ανακοίνωση της έναρξης της διαδικασίας, εκτός αν η εξέταση χαρακτηρίζεται από τέτοια περιπλοκότητα, ώστε να δικαιολογείται η παράταση από την Επιτροπή της εν λόγω προθεσμίας στους επτά μήνες.

    Άρθρο 9

    Εμπιστευτική μεταχείριση

    1. Τα στοιχεία που λαμβάνονται κατ' εφαρμογήν του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.

    2. α) Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους οφείλουν να μην κοινολογούν τα εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφοριακά στοιχεία που λαμβάνουν κατ' εφαρμογήν του παρόντος κανονισμού, ούτε τα πληροφοριακά στοιχεία που έχουν παρασχεθεί ως εμπιστευτικά από τα μέρη που μετέχουν σε εξεταστική διαδικασία, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του μέρους που έχει υποβάλει το εκάστοτε πληροφοριακό στοιχείο 7

    β) κάθε αίτηση για εμπιστευτική μεταχείριση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεδομένη πληροφορία είναι εμπιστευτική και συνοδεύεται από μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη της πληροφορίας ή από ανάπτυξη των λόγων για τους οποίους η συγκεκριμένη πληροφορία δεν επιδέχεται περιληπτική παρουσίαση.

    3. Μια πληροφορία θεωρείται κατά κανόνα ως εμπιστευτική αν η κοινολόγησή της είναι πιθανό να επιφέρει σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για αυτόν που την παρέχει ή για αυτόν από τον οποίον έχει προέλθει η πληροφορία.

    4. Εντούτοις, αν προκύπτει ότι μια αίτηση για εμπιστευτική μεταχείριση δεν είναι δικαιολογημένη και αν το πρόσωπο που έχει παράσχει δεδομένη πληροφορία είτε δεν επιθυμεί να την καταστήσει δημόσια γνωστή, είτε αρνείται να επιτρέψει την κοινολόγησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, τότε η εν λόγω πληροφορία είναι δυνατό να μη λαμβάνεται υπόψη.

    5. Το παρόν άρθρο δεν σημαίνει ότι οι αρχές της Κοινότητας δεν δύνανται να κοινολογούν πληροφορίες γενικού χαρακτήρα, και ιδίως τους λόγους στους οποίους βασίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Για την κοινολόγηση αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών να μην αποκαλύπτονται τα επαγγελματικά τους απόρρητα.

    Άρθρο 10

    Απόδειξη

    1. Η εξέταση της ζημίας περιλαμβάνει, ενδεχομένως, τα ακόλουθα στοιχεία:

    α) τον όγκο των σχετικών κοινοτικών εισαγωγών ή εξαγωγών, ιδίως όταν αυτές έχουν σημειώσει σημαντική αύξηση ή μείωση, είτε σε απόλυτα μεγέθη, είτε σε σχέση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην οικεία αγορά 7

    β) τις τιμές που εφαρμόζουν οι ανταγωνιστές της κοινοτικής βιομηχανίας, ιδίως προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί στην Κοινότητα ή στις αγορές τρίτων χωρών πωλήσεις του σχετικού προϊόντος σε τιμές αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές που εφαρμόζει η κοινοτική βιομηχανία 7

    γ) τις συνέπειες για την κοινοτική βιομηχανία, με βάση μεταξύ άλλων την πορεία ορισμένων οικονομικών δεδομένων, όπως είναι: η παραγωγή, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, τα αποθέματα, οι πωλήσεις, το μερίδιο αγοράς, οι τιμές (δηλαδή η συμπίεση των τιμών ή η παρεμπόδιση αυξήσεων των τιμών που θα είχαν σημειωθεί κανονικά), τα κέρδη, η αποδοτικότητα του κεφαλαίου, οι επενδύσεις, η απασχόληση.

    2. Όταν καταγγέλλεται ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας, η Επιτροπή εξετάζει επίσης κατά πόσον προβλέπεται σαφώς η συγκεκριμένη κατάσταση είναι πιθανό να εξελιχθεί σε πραγματική ζημία. Εν προκειμένω, είναι δυνατό να συνεκτιμηθούν επιπλέον ορισμένοι παράγοντες, όπως είναι:

    α) το ποσοστό αύξησης των εξαγωγών προς την αγορά στην οποία παρατηρείται ο ανταγωνισμός με κοινοτικά προϊόντα 7

    β) η εξαγωγική ικανότητα στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής, είτε αυτή υφίσταται ήδη, είτε πρόκειται να διαμορφωθεί στο ορατό μέλλον, όπως επίσης η πιθανότητα οι εξαγωγές που θα προκύψουν από την ικανότητα αυτή να διοχετευθούν στην αγορά που αναφέρεται στο στοιχείο α).

    3. Η ζημία που προξενείται από άλλους παράγοντες, οι οποίοι, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, έχουν επίσης δυσμενείς συνέπειες για την κοινοτική βιομηχανία, δεν πρέπει να αποδίδεται στις υπό εξέταση πρακτικές.

    4. Όταν υποστηρίζεται ότι υπάρχουν δυσμενείς συνέπειες για τις συναλλαγές, η Επιτροπή εξετάζει τον αντίκτυπο των εν λόγω δυσμενών συνεπειών για την οικονομία της Κοινότητας ή μιας περιφέρειας της Κοινότητας ή για δεδομένο τομέα οικονομικής δραστηριότητας στην Κοινότητα. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, ορισμένους παράγοντες όπως αυτοί που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 και 2. Δυσμενείς συνέπειες είναι δυνατό να δημιουργηθούν, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις που παρακωλύονται, παρεμποδίζονται, ή εκτρέπονται εμπορικά ρεύματα όσον αφορά κάποιο προϊόν ή υπηρεσία λόγω κάποιου εμποδίου στο εμπόριο ή λόγω καταστάσεων κατά τις οποίες εμπόδια στο εμπόριο θίγουν σημαντικά την προμήθεια ή την εισροή (π.χ. μερών ή συστατικών ή πρώτων υλών) σε κοινοτικές επιχειρήσεις. Όταν υποστηρίζεται ότι υπάρχει κίνδυνος για τη δημιουργία δυσμενών συνεπειών, η Επιτροπή επίσης εξετάζει αν είναι δυνατό να προβλεφθεί η πιθανότητα εξέλιξης τέτοιας κατάστασης σε πραγματικές δυσμενείς συνέπειες για το εμπόριο.

    5. Κατά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τις δυσμενείς συνέπειες για τις συναλλαγές, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις, τις αρχές ή την πρακτική που διέπουν το δικαίωμα λήψης μέτρων βάσει των εφαρμοστέων διεθνών εμπορικών κανόνων, για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 2 παράγραφος 1.

    6. Η Επιτροπή εξετάζει ακόμη κάθε άλλο χρήσιμο αποδεικτικό στοιχείο το οποίο διαλαμβάνεται στην καταγγελία ή στην προσφυγή. Εν προκειμένω, η απαρίθμηση των παραγόντων και των ενδείξεων που παρατίθενται στις ανωτέρω παραγράφους 1 έως 5 δεν είναι εξαντλητική, ούτε ένας ή περισσότεροι από τους εν λόγω παράγοντες και τις ενδείξεις είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για το θέμα της ύπαρξης της ζημίας ή των δυσμενών συνεπειών για τις συναλλαγές.

    Άρθρο 11

    Περάτωση και αναστολή της διαδικασίας

    1. Όταν από την εξεταστική διαδικασία έχει προκύψει ότι τα συμφέροντα της Κοινότητας δεν επιβάλλουν τη λήψη οιουδήποτε μέτρου, η διαδικασία περατούται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14.

    2. α) Όταν, μετά από εξεταστική διαδικασία, η οικεία τρίτη χώρα ή οι οικείες τρίτες χώρες προβαίνουν στη λήψη μέτρων τα οποία κρίνονται ικανοποιητικά και κατά συνέπεια δεν είναι αναγκαία η λήψη μέτρων εκ μέρους της Κοινότητας, είναι ομοίως δυνατή η αναστολή της διαδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 7

    β) η Επιτροπή επιβλέπει την εφαρμογή των προαναφερθέντων μέτρων, ενδεχομένως βάσει στοιχείων που της παρέχονται περιοδικά, τα οποία δύναται να ζητά από τις οικείες τρίτες χώρες και να ελέγχει, εάν είναι απαραίτητο 7

    γ) σε περίπτωση ανάκλησης, αναστολής ή μη προσήκουσας εφαρμογής των μέτρων που έχει λάβει η οικεία τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες ή αν η Επιτροπή έχει λόγους να πιστεύει ότι συντρέχει κάτι τέτοιο ή, τέλος, αν η Επιτροπή έχει ζητήσει ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία κατά τα προβλεπόμενα στο στοιχείο β) και το αίτημά της αυτό δεν έχει ικανοποιηθεί, τότε η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη, και λαμβάνονται μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3, εφόσον αυτό επιβάλλεται και δικαιολογείται με βάση τα πορίσματα της έρευνας και τα νέα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά.

    3. Όταν, είτε μετά από διαδικασία ελέγχου είτε νωρίτερα κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας διαδικασίας επίλυσης διαφοράς σε διεθνές επίπεδο φαίνεται ότι το καταλληλότερο μέσο για την επίλυση διαφοράς που προκύπτει από εμπόδιο στο εμπόριο είναι η σύναψη συμφωνίας με την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες που είναι δυνατό να μεταβάλει τα ουσιαστικά δικαιώματα της Κοινότητας και της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας ή τρίτων χωρών, η διαδικασία αναστέλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 και διεξάγονται διαπραγματεύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 113 της συνθήκης.

    Άρθρο 12

    Θέσπιση μέτρων εμπορικής πολιτικής

    1. Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα πραγματικά και νομικά δεδομένα της υπόθεσης είναι τέτοια, ώστε ενδεχομένως να μην είναι επιβεβλημένη η διεξαγωγή εξεταστικής διαδικασίας, όταν από τη διεξαχθείσα εξεταστική διαδικασία προκύπτει ότι τα συμφέροντα της Κοινότητας υπαγορεύουν τη λήψη μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων διεθνούς εμπορίου, με σκοπό την εξάλειψη της ζημίας ή των δυσμενών για τις συναλλαγές συνεπειών που απορρέουν από εμπόδια στο εμπόριο που επιβάλλονται ή διατηρούνται από τρίτες χώρες, τότε αποφασίζονται τα κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 13.

    2. Σε περίπτωση που οι διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας επιβάλλουν την προηγούμενη εξάντληση διεθνούς διαδικασίας διαβουλεύσεων ή επίλυσης διαφορών, η απόφαση για τα μέτρα που μνημονεύονται στην παράγραφο 3 λαμβάνεται μόνο μετά την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας και αφού ληφθεί υπόψη η έκβασή της. Ειδικότερα, αν η Κοινότητα έχει ζητήσει από ένα διεθνές όργανο επίλυσης διαφορών να υποδείξει και να εγκρίνει τα μέτρα που απαιτούνται για την υλοποίηση των αποτελεσμάτων μιας διεθνούς διαδικασίας επίλυσης διαφορών, τα κοινοτικά μέτρα εμπορικής πολιτικής που πρέπει ενδεχομένως να θεσπισθούν συνεπεία της έγκρισης αυτής πρέπει να συνάδουν με τις συστάσεις του εν λόγω διεθνούς οργάνου επίλυσης διαφορών.

    3. Είναι δυνατό να θεσπίζεται οιοδήποτε μέτρο εμπορικής πολιτικής, το οποίο συμβιβάζεται με τις υφιστάμενες διεθνείς υποχρεώσεις και διαδικασίες, και ιδίως:

    α) η αναστολή ή ανάκληση κάθε παραχώρησης που έχει προκύψει από διαπραγματεύσεις για την εμπορική πολιτική 7

    β) η αύξηση των ισχυόντων δασμών ή η επιβολή οιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης κατά την εισαγωγή 7

    γ) η επιβολή ποσοτικών περιορισμών ή οιουδήποτε άλλου μέτρου με το οποίο μεταβάλλονται οι όροι των εισαγωγών ή των εξαγωγών ή επηρεάζονται με οποιονδήποτε τρόπο οι συναλλαγές με την οικεία τρίτη χώρα.

    4. Οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να μνημονεύουν τους λόγους επί των οποίων στηρίζονται, και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η δημοσίευση υπέχει επίσης θέση ενημέρωσης των κατεξοχήν ενδιαφερομένων χωρών και μερών.

    Άρθρο 13

    Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

    1. Οι αποφάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους και 2 στοιχείο α) του άρθρου 11 λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14.

    2. Όταν η Κοινότητα, μετά από καταγγελία σύμφωνα με τα άρθρα 3 ή 4 ή προσφυγή βάσει του άρθρου 6, εφαρμόζει τις επίσημες διεθνείς διαδικασίες διαβουλεύσεων ή επίλυσης διαφορών, οι αποφάσεις οι σχετικές με την κίνηση, τη διεξαγωγή και την περάτωση των εν λόγω διαδικασιών λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14.

    3. Σε περίπτωση που η Κοινότητα, αφού προηγουμένως έχει ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού, είναι υποχρεωμένη να λάβει απόφαση σχετικά με τα μέτρα εμπορικής πολιτικής που πρέπει να θεσπισθούν δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 στοιχείο γ) ή δυνάμει του άρθρου 12, το Συμβούλιο αποφασίζει βάσει των διατάξεων του άρθρου 113 της συνθήκης με ειδική πλειοψηφία το αργότερο 30 εργάσιμες ημέρες από τη λήψη της σχετικής πρότασης.

    Άρθρο 14

    Διαδικασία στο πλαίσιο της επιτροπής

    1. Όταν γίνεται επίκληση της διαδικασίας που προβλέπεται από το παρόν άρθρο, η υπόθεση υποβάλλεται στην επιτροπή από τον πρόεδρό της.

    2. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο της προς λήψη απόφασης. Η επιτροπή συζητεί την υπόθεση εντός προθεσμίας που καθορίζει ο πρόεδρος, ανάλογα με το επείγον της υπόθεσης.

    3. Η Επιτροπή εκδίδει απόφαση, την οποία ανακοινώνει στα κράτη μέλη και η οποία αρχίζει να ισχύει μετά από διάστημα δέκα ημερών, υπό την προϋπόθεση ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα κανένα κράτος μέλος δεν έχει παραπέμψει την υπόθεση στο Συμβούλιο.

    4. Το Συμβούλιο δύναται, μετά από αίτηση ενός κράτους μέλους και με ειδική πλειοψηφία, να τροποποιήσει την απόφαση της Επιτροπής.

    5. Η απόφαση της Επιτροπής αρχίζει να ισχύει μετά την πάροδο 30 ημερών, εφόσον το Συμβούλιο δεν λάβει σχετική απόφαση εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος, το οποίο θεωρείται ότι αρχίζει από την ημέρα παραπομπής της υπόθεσης στο Συμβούλιο.

    Άρθρο 15

    Γενικές διατάξεις

    1. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις οι οποίες καλύπτονται από άλλες υφιστάμενες ρυθμίσεις στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής. Εφαρμόζεται συμπληρωματικά προς:

    - τις ρυθμίσεις για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών και τις σχετικές διατάξεις εφαρμογής,

    - τις ειδικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 235 της συνθήκης και εφαρμόζονται για τα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων.

    Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την ισχύ άλλων μέτρων που ενδεχομένως λαμβάνονται βάσει του άρθρου 113 της συνθήκης, ούτε τις κοινοτικές διαδικασίες για την αντιμετώπιση θεμάτων που αφορούν εμπόδια στο εμπόριο, τα οποία τα κράτη μέλη φέρουν προς εξέταση ενώπιον της επιτροπής του άρθρου 113 της συνθήκης.

    2. Ο κανονισμός (EOK) αριθ. 2641/84 καταργείται. Οποιαδήποτε αναφορά στον καταργηθέντα κανονισμό νοείται ως αναφορά στον παρόντα κανονισμό.

    Άρθρο 16

    Έναρξη ισχύος

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1995. Εφαρμόζεται σε διαδικασίες που αρχίζουν μετά την ημερομηνία αυτή.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 22 Δεκεμβρίου 1994.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    H. SEEHOFER

    (1) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1994 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (2) EE αριθ. L 252 της 20. 9. 1984, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EK) αριθ. 522/94 (EE αριθ. L 66 της 10. 3. 1994, σ. 10).

    Top