This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62020TN0775
Case T-775/20: Action brought on 24 December 2020 — PB v Commission
Υπόθεση T-775/20: Προσφυγή-αγωγή της 24ης Δεκεμβρίου 2020 — PB κατά Επιτροπής
Υπόθεση T-775/20: Προσφυγή-αγωγή της 24ης Δεκεμβρίου 2020 — PB κατά Επιτροπής
ΕΕ C 72 της 1.3.2021, p. 30–32
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
1.3.2021 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 72/30 |
Προσφυγή-αγωγή της 24ης Δεκεμβρίου 2020 — PB κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-775/20)
(2021/C 72/42)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων-ενάγων: PB (εκπρόσωποι: L. Levi και M. Vandenbussche, δικηγόροι)
Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα
Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να κρίνει την παρούσα προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη· |
κατά συνέπεια:
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 22ας Οκτωβρίου 2020, η οποία κοινοποιήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2020 και με την οποία ελήφθη διοικητικό μέτρο σε βάρος του προσφεύγοντος περί ανακτήσεως από αυτόν του ποσού που φέρεται να καταβλήθηκε αχρεωστήτως στην [HB] στο πλαίσιο των συμβάσεων TACIS/2006/101-510 και CARDS/2008/166-429· |
— |
να διατάξει να επιστραφούν όλα τα ποσά που τυχόν ανέκτησε ή θα ανακτήσει η Επιτροπή δυνάμει της αποφάσεως αυτής, πλέον τόκων υπερημερίας βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσαυξημένου κατά 7 μονάδες· |
— |
να διατάξει να καταβληθεί σε αυτόν ποσό ύψους 10 000 ευρώ ως αποζημίωση υπό την επιφύλαξη επαυξήσεώς του· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων προβάλλει δέκα λόγους.
1. |
Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις της OLAF και οι παρατυπίες για τις οποίες κατηγορήθηκε η εταιρία την οποία διευθύνει ο προσφεύγων ενέχουν στοιχεία παρανομίας. Συναφώς, ο προσφεύγων φρονεί ότι οι παρατυπίες που του προσάπτονται συνδέονται άρρηκτα με τις παρατυπίες για τις οποίες κατηγορήθηκε η εταιρία την οποία διευθύνει και τις οποίες αμφισβήτησε η εταιρία αυτή με δύο προσφυγές-αγωγές (υποθέσεις T-795/19 και T-796/19, HB κατά Επιτροπής), υποστηρίζει δε ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώσει τον παράνομο χαρακτήρα των εκθέσεων της OLAF και/ή των αποφάσεων της 15ης Οκτωβρίου 2019 στο πλαίσιο των εν λόγω υποθέσεων, οι διαπιστώσεις αυτές θα σημαίνουν κατ’ ανάγκην ότι είναι παράνομη και η εν προκειμένω προσβαλλόμενη απόφαση. |
2. |
Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ένσταση παραγραφής της προβαλλομένης αξιώσεως και, εν πάση περιπτώσει, υπέρβαση του εύλογου χρόνου, παράβαση του άρθρου 73α, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός του 2002), καθώς και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ). Κατά τον προσφεύγοντα, η αξίωση που προβάλλει η Επιτροπή σε βάρος του έχει παραγραφεί, δεδομένου ότι έχει παρέλθει η προθεσμία των πέντε ετών που προβλέπεται στο άρθρο 73α του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002 και, εν πάση περιπτώσει, η καθυστέρηση στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και του χρεωστικού σημειώματος που τη συνοδεύει είναι προδήλως μη εύλογη και παραβιάζει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ στο μέτρο που καθιερώνει ένα θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο αποτελεί επίσης γενική αρχή του δικαίου. |
3. |
Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται έλλειψη νομικής βάσης και παραβίαση της αρχής της νομιμότητας των ποινών και της αρχής της εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου. Ο προσφεύγων φρονεί ότι, κατά το άρθρο 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002, μόνον κατά του αντισυμβαλλομένου, ήτοι κατά της εταιρίας την οποία διευθύνει, μπορεί να κινηθεί διαδικασία ανακτήσεως. Πράττοντας τούτο, η καθής παραβίασε επίσης την αρχή της εφαρμογής του ηπιότερου «ποινικού» νόμου ή ακόμη και την αρχή της νομιμότητας των ποινών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 του Χάρτη, καθόσον επιδίωξε να εφαρμόσει νομική υποχρέωση αυστηρότερη από την προβλεπόμενη στον δημοσιονομικό κανονισμό του 2002. Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν είναι οικονομικός φορέας, ότι δεν αποκόμισε κανένα πλεονέκτημα από τις εικαζόμενες παρατυπίες, ότι δεν ήταν παραλήπτης καμίας πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή και ότι ουδέποτε αποκόμισε πλεονέκτημα αντίστοιχο της συνολικής αξίας των δύο επίμαχων συμβάσεων. |
4. |
Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αποφάσεως του tribunal de première instance de Bruxelles (πρωτοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο) της 5ης Οκτωβρίου 2017 και της αρχής κατά την οποία «εκκρεμούσης της ποινικής δίκης αναστέλλεται η διοικητική διαδικασία». Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2017 που εξέδωσε το βελγικό ποινικό δικαστήριο, το οποίο έκρινε απαράδεκτη την ποινική δίωξη ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων που να αποδεικνύουν τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά. Η Επιτροπή, η οποία δήλωσε εξάλλου παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, έχοντας αποφασίσει να αναμείνει την έκβαση της διαδικασίας στο Βέλγιο πριν από την έκδοση της απόφασης ανάκτησης, δεσμεύεται από το αποτέλεσμα αυτό και από τις διαπιστώσεις του εθνικού δικαστηρίου, τούτο δε, έστω και αν η απόφαση του βελγικού δικαστηρίου δεν έχει ισχύ δεδικασμένου ως προς την Επιτροπή. |
5. |
Με τον πέμπτο λόγο προσβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως. Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά προφανώς δεν είναι τεκμηριωμένα και ότι προδήλως δεν υφίστανται παρατυπίες, πόσο μάλλον σοβαρές. Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε δύο εκθέσεις της OLAF ενώ οι αιτιάσεις της καθής δεν έχουν αποδειχθεί και είναι, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένες. |
6. |
Με τον έκτο λόγο προβάλλεται ότι δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο προσφεύγων για τις προσαπτόμενες παρατυπίες βάσει του βελγικού εταιρικού δικαίου. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η εταιρία την οποία διευθύνει είναι ιδιωτική εταιρία περιορισμένης ευθύνης βελγικού δικαίου, της οποίας το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι το πρόσωπο που τη διευθύνει ή τα πρόσωπα που τη διευθύνουν δεν ευθύνονται προσωπικώς για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται επ’ ονόματι της εταιρίας και ότι η περιουσία τους δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των οφειλών της εταιρίας. |
7. |
Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, για τον λόγο ότι οι εκθέσεις της OLAF που επισυνάπτονταν στα έγγραφα προκαταρκτικής ενημερώσεως είχαν τόσα πολλά απαλειφθέντα στοιχεία ώστε κατέστη αδύνατη η ανάγνωσή τους, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση ο προσφεύγων να κατανοήσει το περιεχόμενό τους και να υποβάλει εν συνεχεία χρήσιμες παρατηρήσεις. |
8. |
Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, της αρχής της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων και της αρχής της απαγόρευσης της «κατάχρησης δικαιώματος», καθόσον η Επιτροπή δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια ούτε ενήργησε κατά τρόπο αμερόληπτο. |
9. |
Με τον ένατο λόγο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002, για τον λόγο ότι το άρθρο αυτό παραβιάζει τη γενική αρχή της απαγόρευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο προσφεύγων φρονεί ότι το άρθρο αυτό παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να ανακτήσουν το σύνολο των καταβληθέντων ποσών καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης ακόμη και αν η σύμβαση έχει εκτελεστεί πλήρως από τον αντισυμβαλλόμενο, πράγμα που σημαίνει ότι το θεσμικό όργανο μπορεί ωσαύτως να επωφεληθεί όλων των υπηρεσιών που παρέχει ο ανάδοχος, χωρίς να οφείλεται σε αυτόν οιοδήποτε αντάλλαγμα. Επομένως, το εν λόγω άρθρο πρέπει να κριθεί παράνομο, καθόσον παρέχει στο θεσμικό όργανο τη δυνατότητα αδικαιολόγητης επαύξησης του ενεργητικού της περιουσίας του σε βάρος της περιουσίας του αντισυμβαλλομένου. |
10. |
Με τον δέκατο λόγο, ο προσφεύγων προβάλλει επικουρικώς παράβαση του άρθρου 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Κατά τον προσφεύγοντα, η αξιολόγηση εκ μέρους του θεσμικού οργάνου πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002, πράγμα που σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλλει πλείονες κυρώσεις, καθόσον οι κυρώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 103 δεν επιβάλλονται σωρευτικώς. Επιπλέον, κατά την εν λόγω αξιολόγηση, το θεσμικό όργανο πρέπει να διασφαλίζει ότι η απόφασή του είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα της επίμαχης παρατυπίας, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης που επιβάλλεται κατά την εκτέλεση των συμβάσεων, πράγμα που εν προκειμένω, όμως, δεν συνέβη. |