Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CN0450

Υπόθεση C-450/17 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Ιουλίου 2017 η Landeskreditbank Baden-Württemberg — Förderbank κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 16 Μαΐου 2017 στην υπόθεση T-122/15, Landeskreditbank Baden-Württemberg — Förderbank κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

ΕΕ C 293 της 4.9.2017, p. 27–28 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

4.9.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 293/27


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Ιουλίου 2017 η Landeskreditbank Baden-Württemberg — Förderbank κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 16 Μαΐου 2017 στην υπόθεση T-122/15, Landeskreditbank Baden-Württemberg — Förderbank κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

(Υπόθεση C-450/17 P)

(2017/C 293/31)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Landeskreditbank Baden-Württemberg — Förderbank (εκπρόσωποι: A. Glos, T. Lübbig και M. Benzing, δικηγόροι)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2017 στην υπόθεση T-122/15·

να ακυρώσει την απόφαση της ΕΚΤ της 5ης Ιανουαρίου 2015 (αριθ. ECB/SSM/15/1 — 0SK1ILSPWNVBNQWU0W18/3) (αριθ. ECB/SSM/15/1 — 0SK1ILSPWNVBNQWU0W18/3) που διατάσσει τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της αντικαταστάσεως της αποφάσεως της ΕΚΤ της 1ης Σεπτεμβρίου 2014 (αριθ. ECB/SSM/14/1 — 0SK1ILSPWNVBNQWU0W18/1)·

επικουρικώς, να αναιρέσει την προαναφερθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1.

Πρώτος λόγος: Παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΕΜ (1) και του άρθρου 70 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ (2)

Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τη σχετική διάταξη του άρθρου 6, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού ΕΕΜ σε συνδυασμό με το άρθρο 70, παράγραφος 1 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ. Κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι οι «ειδικές περιστάσεις», που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό ενός ιδρύματος ως λιγότερο σημαντικού, συντρέχουν μόνο όταν η άμεση προληπτική εποπτεία από τις εθνικές αρχές είναι καταλληλότερη για την επίτευξή των στόχων του κανονισμού ΕΕΜ από την άμεση εποπτεία εκ μέρους της ΕΚΤ. Το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη στην ερμηνεία του μόνο την αγγλική απόδοση του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ και παραβίασε την αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι γλωσσικές αποδόσεις είναι εξίσου δεσμευτικές. Το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέλειψε να ερμηνεύσει τους κανόνες δικαίου βάσει του υπέρτερης ισχύος δικαίου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με την αρμοδιότητα. Εσφαλμένως δεν έκανε δεκτό ότι συνέτρεχε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από την ΕΚΤ και δεν εξέτασε, όπως ακριβώς δεν είχε εξετάσει και προηγουμένως η ΕΚΤ, εάν η αναιρεσείουσα λόγω των από μέρους της προβληθεισών ιδιαίτερων και πραγματικών συνθηκών πρέπει να χαρακτηριστεί, λόγω «ειδικών περιστάσεων», ως λιγότερο σημαντικό ίδρυμα, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού ΕΕΜ σε συνδυασμό με το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ. Το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, ως εκ τούτου, την υποχρέωσή του να προβεί σε ενδελεχή εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την ύπαρξη προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως.

2.

Δεύτερος λόγος: Παραμόρφωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και εσφαλμένη εκτίμηση της απαιτήσεως αιτιολογήσεως

Το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και αντικατέστησε την αιτιολογία της ΕΚΤ με την δική του. Επειδή παραμόρφωσε το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέβλεψε ότι αυτό δεν πληροί τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έχει συνοχή και περιέχει αντιφάσεις.

3.

Τρίτος λόγος: Διαδικαστικό σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου λόγω συμπεριλήψεως στοιχείων που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της διαδικασίας

Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου παραβιάζει το δικαίωμα της αναιρεσείουσας σε δίκαιη δίκη και την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Το σκεπτικό της απόφασης περιέχει ουσιώδη στοιχεία, τα οποία δεν αποτέλεσαν αυτά καθ’ εαυτά αντικείμενο συζήτησης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287, σ. 63).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (EE L 141, σ. 1).


Top