Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012AE1045

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών – Προς μια πολιτική ποινικού δικαίου της ΕΕ: κατοχύρωση της αποτελεσματικής εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου» [COM(2011) 573 final]

    ΕΕ C 191 της 29.6.2012, p. 97–102 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    29.6.2012   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 191/97


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών – Προς μια πολιτική ποινικού δικαίου της ΕΕ: κατοχύρωση της αποτελεσματικής εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου»

    [COM(2011) 573 final]

    2012/C 191/17

    Εισηγητής: ο κ. DE LAMAZE

    Στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την

    «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών - Προς μια πολιτική ποινικού δικαίου της ΕΕ: κατοχύρωση της αποτελεσματικής εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου»

    COM(2011) 573 final.

    Το ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις και δικαιώματα του πολίτη», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 22 Μαρτίου 2012.

    Κατά την 480ή σύνοδο ολομέλειας, της 25ης και 26ης Απριλίου 2012 (συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 2012), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 131 ψήφους υπέρ, καμία κατά και 2 αποχές.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1   Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τον στόχο της ανακοίνωσης να προβλέπεται η άσκηση της αρμοδιότητας της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣλΕΕ) σε νέους εναρμονισμένους τομείς. Με τον τρόπο αυτό, η ΕΕ θα έχει ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη βελτίωση και την ενίσχυση της εφαρμογής των πολιτικών της, και τούτο σε συνέχεια των εξελίξεων της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ το 2005 και των δύο οδηγιών του 2008 και 2009 για τη δημιουργία «ενός περιβαλλοντικού ποινικού δικαίου».

    1.2   Η ανακοίνωση της Επιτροπής αποτελεί αναμφισβήτητα πρόοδο, δεδομένου ότι, για πρώτη φορά, η ΕΕ προτείνει την καθιέρωση μιας πολιτικής που να διέπει τη δράση της σε θέματα ποινικού δικαίου. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, τούτο θα πρέπει να συνοδεύεται από έντονη πολιτική ώθηση.

    1.3   Σε σχέση με τις προαναφερθείσες νομικές εξελίξεις, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ευθύς εξαρχής ότι η βούληση να επιτευχθεί η υλοποίηση της πολιτικής της ΕΕ δεν αποτελεί από μόνη της επαρκή αιτιολόγηση για την προσφυγή στο ποινικό δίκαιο, στον βαθμό όπου η επέκταση του ευρωπαϊκού ποινικού πεδίου εξαρτάται από την τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

    1.4   Λόγω του σωματικού και ατιμωτικού χαρακτήρα της ποινικής κύρωσης, η ποινικοποίηση δεδομένης συμπεριφοράς πρέπει να είναι το έσχατο μέσο (ultima ratio) που θα επιβάλει η Ένωση στα κράτη. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη στην εφαρμογή της πολιτικής της ΕΕ, και οι οποίες επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα δεν επαρκούν αφ εαυτών για να δικαιολογήσουν την προσφυγή στο ποινικό δίκαιο. Θα πρέπει επίσης η εν λόγω συμπεριφορά να αποτελεί σοβαρή παράβαση συμφέροντος που θεωρείται θεμελιώδες.

    1.5   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι το σχέδιο της Επιτροπής προϋποθέτει καλύτερη κατανόηση του τι θα μπορούσε να καλύψει την έννοια του γενικού συμφέροντος που καθορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έννοια ανύπαρκτη ακόμη σε νομικό επίπεδο, αλλά αναγκαία για να δικαιολογήσει ότι ποινικές κυρώσεις που καθορίζονται σε επίπεδο της ΕΕ επιβάλλονται στους πολίτες της ΕΕ. Το συμφέρον και μόνο των καταναλωτών δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τα μέτρα αυτά.

    1.6   Η ΕΟΚΕ ζητά γενικότερα να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο, στο μέλλον, τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών δικαιωμάτων, θα μπορούσαν να προστατεύονται από ποινικές κυρώσεις που καθορίζονται σε επίπεδο ΕΕ, πράγμα που συνεπάγεται ότι για τις κυρώσεις αυτές πρέπει να εξεταστεί ο τρόπος προσέγγισής τους στα διάφορα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι ο ορισμός των αδικημάτων και των κυρώσεων μπορεί να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών μέχρι σημείου που να θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα παραβιάζοντας τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου, η ΕΟΚΕ θεωρεί αναγκαία, σε τέτοιες περιπτώσεις, την εναρμόνιση σε θέματα ποινικού δικαίου.

    1.7   Η απόφαση να ληφθούν νέα ποινικά μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει πρώτα να βασίζεται σε ανάλυση αντικτύπου εκπονηθείσα σε συνεργασία με εμπειρογνώμονες από διάφορα κράτη μέλη, που να περιλαμβάνει κυρίως μελέτη συγκριτικού δικαίου σχετικά με τα συστήματα που υποστηρίζουν την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού στα κράτη μέλη και σε μια ανάλυση της ανάγκης για βελτίωση της νομοθεσίας κράτους όπου διαφαίνεται η ανάγκη λήψης αυτής της νέας διάταξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

    1.8   Με άλλα λόγια, στη σχετική ανάλυση θα πρέπει να προβληθεί η ανάγκη ευρωπαϊκού προτύπου σε θέματα ποινικού δικαίου σε ό,τι αφορά τις αρχές της επικουρικότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (απαίτηση του έσχατου μέσου) της ποινικής κύρωσης. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η Επιτροπή προτίθεται με αυτό το πνεύμα να επεκτείνει την παρέμβαση της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου.

    1.9   Η αποτελεσματικότητα και ο αντίκτυπος στα θεμελιώδη δικαιώματα του ποινικού μέσου που καθορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, μία ανεξάρτητη και επιστημονική αξιολόγηση, απαραίτητη για την εκ των προτέρων μελέτη εκτίμησης των επιπτώσεων.

    1.10   Η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητο να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της πολιτικής εναρμόνισης σε θέματα ποινικού δικαίου, ιδίως όταν το αντικείμενο είναι η εναρμόνιση των ορισμών των κυρώσεων και των αδικημάτων.

    1.11   Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι οι ελάχιστοι κανόνες που έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο ΕΕ δεν πρέπει να επηρεάζουν τον ορισμό από τις εθνικές αρχές των κατηγοριών αδικημάτων, ο οποίος ορισμός συνδέεται επίσης με το δικαστικό τους σύστημα, και ότι θα πρέπει οι αρχές αυτές να καθορίζουν τη δική τους στρατηγική για την επιβολή του νόμου όσον αφορά θέματα καταστολής με αυστηρή εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας.

    1.12   Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, μια σταδιακή προσέγγιση των ουσιαστικών κανόνων του ποινικού δικαίου μπορεί να επιτευχθεί μόνον από τα αρμόδια όργανα, στη βάση στενής συνεργασίας των διωκτικών αρχών (υπουργεία Δικαιοσύνης και εισαγγελείς) με τις δικαστικές αρχές. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζεται από ειδικό προϋπολογισμό. Αυτή η προσέγγιση δεν αναιρεί ωστόσο την ανομοιογένεια των εθνικών κανόνων της ποινικής δικονομίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τις συγκεκριμένες εγγυήσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης (π.χ. άσκηση ενδίκων μέσων …). Εξάλλου τα διαδικαστικά θέματα δεν εντάσσονται στον τομέα της επικοινωνίας. Συνεπώς, οι ποινικές διαδικασίες και οι πρακτικές των διαφόρων συστημάτων επιβολής του νόμου συνεπάγονται παραλλαγές που δεν μπορούν να προβλεφθούν από την ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ΕΟΚΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός η μελλοντική ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή να παρακολουθεί, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, τη σταδιακή προσέγγιση των εθνικών ποινικών νομοθεσιών, βάσει των οποίων θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ποινικές διώξεις.

    1.13   Επιπλέον, η ΕΟΚΕ θεωρεί σκόπιμο να εξεταστεί το θέμα της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων που επί του παρόντος δεν αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη μέλη. Αλλά αυτή η ανισότητα ενώπιον του νόμου απαιτεί μια κατά προτεραιότητα εξέταση, σε περίπτωση μεγάλου αριθμού παραβάσεων οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα από βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις.

    1.14   Η διεύρυνση του ευρωπαϊκού ποινικού τομέα απαιτεί πρωτίστως την εξέταση των ακόλουθων θεμάτων:

    την προτίμηση του ποινικού δικαίου από όλα τα άλλα συστήματα πρόληψης και αποκατάστασης, όπως οι διοικητικές, ακόμα και φορολογικές κυρώσεις, και το άνοιγμα με συλλογικές δράσεις (class action), καθώς και η διαμεσολάβηση·

    τον προσδιορισμό του σωστού επιπέδου της κύρωσης που πρέπει να καθοριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ελλείψει του οποίου το ποινικό δίκαιο θα είναι λιγότερο αποτρεπτικό στα περισσότερα εθνικά δίκαια που θα αντικαταστήσει·

    τον ρόλο της Eurojust και τον ρόλο της μελλοντικής ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

    1.15   Τέλος, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι ο προβληματισμός για την αρχή της επέκτασης του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου απαιτεί και αντίστοιχο προβληματισμό για τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης τα οποία είναι λιγότερο εγγυημένα εκτός του νομικού πλαισίου που παρέχει η δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Ωστόσο, η επέκταση ενός ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου, λόγω της αποτελεσματικότητας που πρέπει να έχει αυτή η προσέγγιση, απαιτεί την ενίσχυση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, ιδίως στο πλαίσιο της Eurojust και της Europol. Αυτά πρέπει να διασφαλιστούν αποτελεσματικά στην πράξη, και για κάθε πολίτη της ΕΕ. Μόνο έτσι το ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο θα εκπληρώσει την απαίτηση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τις Συνθήκες (άρθρο 67, παράγραφος 1, και άρθρο 83, παράγραφος 3, της ΣλΕΕ).

    2.   Κύρια σημεία της ανακοίνωσης

    2.1   Στον χρηματοπιστωτικό τομέα και όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, την προστασία του ευρώ και την καταπολέμηση της παραχάραξης, η Επιτροπή αναφέρει ότι η παρέμβαση της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου αναγνωρίζεται ως αναγκαία προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματική εφαρμογή των πολιτικών της.

    2.2   Ζητά δε να αξιολογηθεί κατά πόσο αυτή μπορεί να επεκταθεί στους ακόλουθους τομείς: οδικές μεταφορές, προστασία δεδομένων, τελωνειακοί κανόνες, προστασία του περιβάλλοντος, αλιευτική πολιτική, πολιτικές για την εσωτερική αγορά (παραχάραξη, διαφθορά, δημόσιες συμβάσεις). Ο κατάλογος είναι μακρύς.

    2.3   Η εν λόγω παρέμβαση της ΕΕ θα έχει ως νομική βάση το άρθρο 83, παράγραφος 2, της ΣλΕΕ, που προβλέπει, «όταν η προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα του ποινικού δικαίου είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής πολιτικής της Ένωσης σε τομέα στον οποίο εφαρμόζονται μέτρα εναρμόνισης» τη δυνατότητα να θεσπίζουν «ελάχιστους κανόνες σχετικούς με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων».

    2.4   Εφόσον η Συνθήκη της Λισαβόνας παρέχει τη νομική βάση που διευκολύνει την υιοθέτηση οδηγιών σε θέματα ποινικού δικαίου, οι οδηγίες αυτές θα πρέπει να τηρούν αυστηρά, εκτός από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τις θεμελιώδεις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, η δε προσφυγή στο ποινικό δίκαιο θα πρέπει να αποτελεί, όπως διευκρινίζεται στην ανακοίνωση, έσχατο μέσο («ultima ratio»).

    2.5   Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως εξηγείται στην ανακοίνωση, η ΕΕ μπορεί να παρέμβει μόνον εάν τα κράτη μέλη αδυνατούν να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ένωσης, ή αν εμφανίζονται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών που οδηγούν σε αντιφάσεις κατά την εφαρμογή του.

    2.6   Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του έσχατου μέσου, η Επιτροπή αναφέρει ότι η επιλογή μεταξύ ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων θα βασίζεται σε ενδελεχή ανάλυση των επιπτώσεων. Μια ομάδα εμπειρογνωμόνων θα την επικουρεί στο έργο αυτό και θα προβαίνει σε ερμηνεία βασικών εννοιών του ποινικού δικαίου («αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις», «ήσσονος σημασίας υποθέσεις» ή «υποβοήθηση και συνέργεια»…).

    2.7   Η Επιτροπή αξιολογεί την προστιθέμενη αξία μιας παρέμβασης της ΕΕ στον τομέα του ποινικού δικαίου βάσει τεσσάρων στόχων:

    ενθάρρυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και των διασυνοριακών αγορών (με ελάχιστους κανόνες σχετικά με το δικονομικό δίκαιο)·

    αποτροπή της ύπαρξης «ασφαλών καταφυγίων»·

    ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστικών σωμάτων και των αρχών επιβολής του νόμου·

    πρόληψη και επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση σοβαρών παραβάσεων της νομοθεσίας της ΕΕ σε σημαντικούς τομείς πολιτικής (προστασία του περιβάλλοντος, παράνομη απασχόληση…).

    2.8   Η ανακοίνωση δεν αφορά τα μέτρα τα οποία, δυνάμει του άρθρου 83, παράγραφος 1, της ΣλΕΕ, μπορούν να ληφθούν για την καταπολέμηση των αδικημάτων που αποκαλούνται «ευρωεγκλήματα» λόγω της ιδιαίτερης σοβαρότητάς τους και του διασυνοριακού τους χαρακτήρα (1).

    3.   Γενικές παρατηρήσεις

    3.1   Το αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης είναι ιδιαίτερα λεπτό, επειδή η πολιτική σε θέματα ποινικού δικαίου από της ιδρύσεως των κρατών είναι κυρίαρχο δικαίωμα και οι κανόνες καταστολής ενδέχεται να επηρεάσουν άμεσα τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα κάθε πολίτη.

    3.2   Εάν, σε ορισμένους τομείς, και κυρίως στον τομέα της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και γυναικών, που εμπίπτουν στο άρθρο 83, παράγραφος 1, της ΣλΕΕ, είναι βέβαιο ότι υπάρχει ενδιαφέρον για παρέμβαση της Ένωσης σε θέματα ποινικού δικαίου, η ΕΟΚΕ δεν είναι βέβαιη ότι παρόμοιο ενδιαφέρον υπάρχει στους τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 83, παράγραφος 2, της ΣλΕΕ.

    3.3   Οι βάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε θέματα ποινικού δικαίου

    3.3.1   Η ανάγκη για επαρκές έννομο συμφέρον.

    3.3.1.1   Οι καινοτομίες που εισάγει η Συνθήκη της Λισαβόνας συνιστούν ένα κεκτημένο για το οποίο η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της. Διευκολύνεται έτσι η υιοθέτηση οδηγιών σε θέματα ποινικού δικαίου και διασφαλίζεται καλύτερα η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    3.3.1.2   Ωστόσο, η ΕΟΚΕ επιθυμεί προηγουμένως να άρει μια πιθανή σύγχυση: το άρθρο 83, παράγραφος 2, της ΣλΕΕ δεν μπορεί να υπονοεί ότι η βούληση να διασφαλιστεί η εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ θα μπορούσε, από μόνη της, να είναι αρκετή προκειμένου να νομιμοποιηθεί η προσφυγή στο ποινικό δίκαιο.

    3.3.1.3   Η «οικονομική ανάκαμψη» στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή προκειμένου να διευρύνει τα πεδία παρέμβασης της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου (σελίδα 10), που αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό στόχο, η προτεραιότητα του οποίου αναγνωρίζεται από όλους, δεν μπορεί να αποτελεί από μόνη της επαρκές έννομο συμφέρον για να δικαιολογηθεί η προσφυγή στο ποινικό δίκαιο. Ο στόχος αυτός δεν εξαρτάται, εξάλλου, μόνο από την καταπολέμηση της «παραοικονομίας και του οικονομικού εγκλήματος», όπου η παρέμβαση της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου δεν θα πρέπει να περιορίζεται στο πνεύμα της Επιτροπής.

    3.3.1.4   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι το σχέδιο της Επιτροπής προϋποθέτει καλύτερη κατανόηση της έννοιας του γενικού συμφέροντος που καθορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έννοια ανύπαρκτη ακόμη από νομική άποψη, αλλά αναγκαία για να αιτιολογηθούν οι ποινικές κυρώσεις σε επίπεδο ΕΕ που επιβάλλονται στους πολίτες της. Το συμφέρον και μόνο των καταναλωτών δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τα μέτρα αυτά.

    3.3.1.5   Η ΕΟΚΕ ζητά γενικότερα να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο, στο μέλλον, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα κοινωνικά δικαιώματα θα μπορούσαν να προστατεύονται από ποινικές κυρώσεις που καθορίζονται σε επίπεδο ΕΕ, πράγμα που συνεπάγεται ότι για τις κυρώσεις αυτές πρέπει να εξεταστεί ο τρόπος προσέγγισής τους στα διάφορα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι ο ορισμός των αδικημάτων και των κυρώσεων μπορεί να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών μέχρι σημείου που να θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα παραβιάζοντας τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου, η ΕΟΚΕ θεωρεί επίσης αναγκαία, σε τέτοιες περιπτώσεις, την εναρμόνιση σε θέματα ποινικού δικαίου.

    3.3.2   Η βασική αρχή της επικουρικότητας και η απαίτηση του «έσχατου μέσου».

    3.3.2.1   Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε θέματα ποινικού δικαίου, η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αρχή της επικουρικότητας: η αρχή αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική με την έννοια ότι οι κοινωνικές αξίες που τυγχάνουν νομικής προστασίας ποινικά συνδέονται στενά με την κοινωνική δομή και την ταυτότητα των κοινωνιών των κρατών μελών. Η ταυτότητα αυτή κατοχυρώνεται στη ΣλΕΕ, η οποία τονίζει ότι τα κράτη δεν πρέπει να διστάσουν να ασκήσουν την εξουσία τους και να ενεργοποιήσουν τον μηχανισμό «χειρόφρενο έκτακτης ανάγκης», αν θεωρούν ότι η προτεινόμενη νομοθεσία θίγει θεμελιώδεις πτυχές του εθνικού τους συστήματος ποινικής δικαιοσύνης (άρθρο 83, παράγραφος 3).

    3.3.2.2   Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι οι ελάχιστοι κανόνες που έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο ΕΕ δεν πρέπει να επηρεάζουν τον ορισμό από τις εθνικές αρχές των κατηγοριών αδικημάτων, ορισμός ο οποίος συνδέεται επίσης με το δικαστικό τους σύστημα, και ότι θα πρέπει οι αρχές αυτές να καθορίζουν τη δική τους στρατηγική για την επιβολή του νόμου όσον αφορά θέματα καταστολής με αυστηρή εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας

    3.3.2.3   Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι, δυνάμει της αρχής της επικουρικότητας, η παρέμβαση της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου δικαιολογείται μόνον εάν το σύνολο ή σημαντικός αριθμός κρατών μελών αδυνατούν με τα δικά τους ρυθμιστικά μέσα να εξασφαλίσουν την τήρηση του ενωσιακού δικαίου. Το ερώτημα της παρέμβασης της ΕΕ θα πρέπει να τεθεί σε περίπτωση που ένα ή λίγα κράτη μέλη βρεθούν σε παρόμοια αδυναμία.

    3.3.2.4   Επειδή ενδέχεται να θίγονται τα δικαιώματα του ατόμου, κάθε ευρωπαϊκή ποινική ρύθμιση πρέπει να βασίζεται και στην αρχή της αναλογικότητας και, ειδικότερα, στην απαίτηση του έσχατου μέσου, η οποία προϋποθέτει την εκ των προτέρων απόδειξη μη ύπαρξης άλλου λιγότερου δεσμευτικού μέσου για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου.

    3.3.2.5   Στην ανακοίνωση τονίζεται η σημασία της εφαρμογής των αρχών αυτών, πράγμα που προϋποθέτει τη διενέργεια αξιολογήσεων με τη συνεκτίμηση όλων των πιθανών εναλλακτικών λύσεων.

    3.3.2.6   Η ΕΟΚΕ εκτιμά τη βούληση της Επιτροπής να εκπονήσει παρόμοιες μελέτες. Η Επιτροπή αναγγέλλει ότι «θα αναπτύξει σχέδια για την περαιτέρω συλλογή στατιστικών δεδομένων και πραγματικών στοιχείων για να εξετάσει τους τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 325 παράγραφος 4 και το άρθρο 83 παράγραφος 2» (σημείο 2.2.2).

    3.3.2.7   Κατ' εφαρμογήν της απαίτησης του έσχατου μέσου, στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι ο νομοθέτης θα πρέπει να στηρίζεται σε μελέτες αντικτύπου στις οποίες να περιλαμβάνεται «αξιολόγηση του κατά πόσον τα συστήματα κυρώσεων των κρατών μελών επιτυγχάνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα και των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι εθνικές αρχές κατά την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ στην πράξη» (σημείο 2.2.1).

    3.3.2.8   Πρέπει να αναγνωριστεί ότι υπάρχουν μέχρι στιγμής ελάχιστες αξιολογήσεις της μεταφοράς και της εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη, καθώς και εργασίες συγκριτικής έρευνας σχετικά με τα διάφορα νομικά συστήματα. Πρώτιστο καθήκον είναι η ανάπτυξη των συστημάτων αυτών. Μόνον μετά τα αποτελέσματα των ερευνών θα κατοχυρωθεί, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, ο «απαραίτητος» χαρακτήρας της εναρμόνισης.

    3.3.2.9   Η ΕΟΚΕ επιμένει στο γεγονός ότι πρέπει να επισημανθούν τόσο οι αδυναμίες των έννομων τάξεων των κρατών μελών όσο και η φύση των δυσκολιών που ανέκυψαν σε επίπεδο ΕΕ από τις διαφορετικές αντιλήψεις περί ποινικοποίησης, κυρώσεων και αποτελεσματικότητας της επιβολής του νόμου.

    3.3.2.10   Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι το ευρωπαϊκό ποινικό μέσο θα πρέπει επίσης να υπόκειται σε ανεξάρτητη επιστημονική αξιολόγηση όσον αφορά την αποτελεσματικότητά του και τις επιπτώσεις του στα θεμελιώδη δικαιώματα. Μόνο μια τέτοια αξιολόγηση θα συμβάλει στην ενίσχυση των πραγματικά αποτελεσματικών μέτρων και στην απόρριψη άλλων. Αυτό συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν ένα ειδικό χρηματοδοτικό μέσο για την κατανομή, εντός του προϋπολογισμού τους, των αναγκαίων οικονομικών μέσων. Προϋποθέτει επίσης, επίσης, τον καθορισμό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μιας κοινής μεθοδολογίας για τη θέσπιση των βασικών δεικτών και των οργάνων μέτρησης.

    3.3.2.11   Η ΕΟΚΕ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ο προβληματισμός σχετικά με την αρχή της επικουρικότητας στον τομέα του ποινικού δικαίου είναι ακόμη στα σπάργανα. Η νομολογία είναι ακόμα εν τη γενέσει της. Τονίζει εν προκειμένω τη σημασία ανάπτυξης της σκέψης για την καλύτερη κατανόηση αυτής της έννοιας. Γενικότερα, καλεί για περαιτέρω προβληματισμό σχετικά με τις αρχές που θα αποτελέσουν τη βάση κάθε ευρωπαϊκής ρύθμισης σε θέματα ποινικού δικαίου.

    3.3.2.12   Οι λόγοι που αναφέρονται στην ανακοίνωση για να τονιστεί η προστιθέμενη αξία της παρέμβασης της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου (σελίδα 4) χρήζουν, κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, περαιτέρω εμβάθυνσης.

    3.3.2.12.1   Ειδικότερα, αν και το επιχείρημα σχετικά με τις διαφορές των κυρώσεων εντός της ΕΕ, προξενεί, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, διακρίσεις μεταξύ των πολιτών της ΕΕ όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα, το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να σχετικοποιηθεί: αφενός, λόγω της διακριτικής ευχέρειας του δικαστή σε πολλά κράτη, αφετέρου δε, επειδή το αποτρεπτικό αποτέλεσμα εξαρτάται κυρίως από την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών δίωξης.

    3.3.2.12.2   Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, μια σταδιακή προσέγγιση των ουσιαστικών κανόνων του ποινικού δικαίου μπορεί να επιτευχθεί μόνο από τα αρμόδια όργανα, βασιζόμενη στη συνεργασία των εθνικών δικαστικών αρχών η οποία θα πρέπει να εξασφαλίζεται από ειδικό προϋπολογισμό. Εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η επιδιωκόμενη εναρμόνιση δεν θα μπορέσει να απαλείψει πλήρως τις διαφορές της ποινικής διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά την έννοια της εκατέρωθεν ακροάσεως και των δικαιωμάτων της υπεράσπισης.

    3.3.2.12.3   Εάν μια παρέμβαση σε θέματα ποινικού δικαίου κριθεί αναγκαία, η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στην ανάγκη επιδίωξης εναρμόνισης όσον αφορά τη διαχείριση των αποδεικτικών στοιχείων.

    3.3.2.13   Τέλος, η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με την απαίτηση του έσχατου μέσου, θα πρέπει να διερευνηθούν προληπτικά μέσα, ιδίως μέσω δράσεων στον κοινωνικό τομέα. Θα μπορούσαν δε αυτά να συνδυαστούν αποτελεσματικά με ποινικές κυρώσεις.

    3.3.3   Άλλες αρχές.

    3.3.3.1   Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και τη Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο νομοθέτης υποχρεούται να είναι σαφής και ακριβής κατά την αναφορά των αδικημάτων, πράγμα που αντικατοπτρίζει μια γενική υποχρέωση ασφάλειας δικαίου. Η υποχρέωση αυτή πρέπει να επεκταθεί, σύμφωνα με την ΕΟΚΕ, σε δευτερεύουσες συμπεριφορές όπως η απόπειρα και η συνενοχή που ορίζονται διαφορετικά από χώρα σε χώρα.

    3.3.3.2   Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το σχέδιο εναρμόνισης της νομοθεσίας δεν πρέπει να οδηγήσει σε αύξηση των κυρώσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη. Σύμφωνα με την αρχή της (κάθετης) συνοχής, η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι οι ελάχιστες ποινές που προβλέπονται από την ΕΕ δεν πρέπει να οδηγήσουν σε αύξηση των μέγιστων ποινών σε ένα κράτος μέλος, αύξηση η οποία θα ήταν αντίθετη προς το νομικό σύστημα του κράτους αυτού (άρθρο 67, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ). Ζητά διάκριση των εννοιών της αυστηρότητας και της αποτελεσματικότητας κατά την αξιολόγηση της ποινής.

    3.3.3.3   Όσον αφορά κυρώσεις που προτείνει η ΕΕ, η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη επίσης, στο όνομα του σεβασμού της οριζόντιας συνοχής, τα επίπεδα των κυρώσεων που έχουν ήδη καθοριστεί από ευρωπαϊκές νομικές πράξεις.

    3.4   Νομικές έννοιες που πρέπει να διευκρινιστούν

    3.4.1   Η Επιτροπή ήθελε σαφώς να ξεκινήσει μια συζήτηση πριν ακόμη ορίσει μερικές βασικές έννοιες. Εξ ου και κάποια έλλειψη σαφήνειας της ανακοίνωσης. Μολονότι η πολιτική σημασία του εγγράφου δεν διαφεύγει της προσοχής της, η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της που η συζήτηση δεν ξεκίνησε στις σταθερές βάσεις που θα επιθυμούσε. Τονίζει κυρίως την πολυπλοκότητα μιας διάκρισης, απαραίτητης εντούτοις, μεταξύ των εννοιών των ποινικών κυρώσεων και των διοικητικών κυρώσεων, και διερωτάται τι σημαίνει «σοβαρό αδίκημα» στο δίκαιο της Ένωσης.

    3.4.2   Το έργο της ομάδας εμπειρογνωμόνων πρέπει να συμβάλλει στην άρση της ασάφειας. Η ΕΟΚΕ θα μεριμνήσει ούτως ώστε, όπως έχει αναγγελθεί, οι εμπειρογνώμονες αυτοί να είναι πράγματι νομικοί, δικηγόροι, δικαστές, εγκληματολόγοι ….

    3.5   Σε ποιους τομείς επεκτείνεται η παρέμβαση της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου;

    3.5.1   Στην ανακοίνωση αναφέρονται, ορθώς, εναλλακτικές προς το ποινικό δίκαιο λύσεις, χωρίς όμως, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, να εκτιμώνται όλες οι συνέπειες: η απάντηση της ΕΕ σε αποκλίνουσες συμπεριφορές όσον αφορά χρηματοπιστωτικά, κοινωνικά και οικονομικά θέματα, πρέπει, κατά τη γνώμη της, να εμπεριέχει την ίδια την οικονομική επιλογή, δηλαδή, διοικητικές και αστικές κυρώσεις (απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, για παράδειγμα).

    3.5.2   Η απουσία συνολικής στρατηγικής σε θέματα ποινικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη αυστηρής αιτιολόγησης του καταλόγου των τομέων στους οποίους η Επιτροπή θα μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλίες.

    3.5.3   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η παρέμβαση της ΕΕ πρέπει να βασίζεται σε τρία κριτήρια: το επίπεδο σοβαρότητας (προς προσδιορισμό) και τη διακρατική διάσταση των αδικημάτων, αλλά και το κοινό κριτήριο του «προσβλητικού χαρακτήρα» τους, σε συνάρτηση με τη σπουδαιότητα του συμφέροντος που έχει θιγεί.

    3.6   Ποιό επίπεδο εναρμόνισης;

    3.6.1   Η ΕΟΚΕ σημειώνει τον στόχο της ανακοίνωσης για τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων. Η Συνθήκη δεν επιτρέπει τίποτα περισσότερο και αποκλείει οποιαδήποτε πλήρη εναρμόνιση. Ωστόσο, οι ελάχιστοι κανόνες μπορεί να εκφράζουν μια επιθυμία για μια περισσότερο ή λιγότερο φιλόδοξη εναρμόνιση. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι είναι σημαντικό να προσδιοριστεί με ακρίβεια το επίπεδο της επιδιωκόμενης εναρμόνισης, και αυτό ανάλογα με τους τομείς. Για να παράσχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την απαραίτητη πολιτική ώθηση με παράλληλη εξασφάλιση της δημοκρατικής νομιμότητας, είναι σημαντικό σε εθνικό επίπεδο τα κοινοβούλια να επιλαμβάνονται του θέματος και να αποφασίζουν σχετικά, σύμφωνα με τις νέες αρμοδιότητές τους προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο.

    3.6.2   Η ΕΟΚΕ εκτιμά, ότι εφόσον το κολοσσιαίο και διαρκές έργο εναρμόνισης των ορισμών των αδικημάτων και των κυρώσεων – έστω και αν αυτό έχει ελάχιστο σχεδιασμό –, συνεχίζεται δεν θα μπορέσει να επηρεάσει την ταυτότητα κάθε εθνικού συστήματος κανόνων δικαίου.

    3.7   Δικαιώματα της υπεράσπισης

    3.7.1   Η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι εάν, για τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η κύρωση, διοικητική ή ποινική, προϋποθέτει ισοδύναμες εγγυήσεις για τον διάδικο (σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών), στην πράξη, ενδέχεται να προκύψουν διαφορές στην προστασία των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, ανάλογα με την επιλεγόμενη κύρωση. Το γεγονός αυτό συνηγορεί, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, υπέρ του σαφούς και εκ των προτέρων ορισμού του τι είναι διοικητική κύρωση και τι ποινική κύρωση.

    3.7.2   Για την καλύτερη προστασία των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε περίπτωση διοικητικών κυρώσεων, η ΕΟΚΕ θα επικροτούσε τη θέσπιση αρχών με στόχο τη «δικαστικοποίησή» τους.

    3.7.3   Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει επίσης ότι το θέμα των δικαιωμάτων της υπεράσπισης τίθεται και στο πλαίσιο της συνεργασίας των δικαστικών και των διωκτικών υπηρεσιών (Eurojust και Europol κυρίως).

    3.8   Δευτερεύοντα θέματα

    3.8.1   Το θέμα της ευθύνης (ποινικής ή αστικής) των νομικών προσώπων.

    3.8.1.1   Το γεγονός ότι ορισμένα κράτη αγνοούν μέχρι σήμερα την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ της αποτελεσματικότητας των μεθόδων καταστολής και καθιστά πιθανή την προσφυγή σε αρμόδιο δικαστήριο (ποινικό ή αστικό σύμφωνα με τους κανόνες ορισμού του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξ ου και ο κίνδυνος του «forum shopping»). Για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της ανταπόκρισης της ποινικής δικαιοσύνης σε σημαντικές διασυνοριακές ρυπάνσεις κατά των υπευθύνων, που είναι συνήθως επιχειρήσεις, με περιορισμό της δίωξης στην αποκλειστική ενοχοποίηση των υπευθύνων, ακόμα και των απλών συνεργών. Πρόκειται για ένα θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί διεξοδικά, ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα της δυνατότητας εκχώρησης της ευθύνης εντός της εταιρείας, διαφορετικά δεν μπορεί να υπάρξει ισοδυναμία στην καταστολή και, ως εκ τούτου, στην αποτρεπτική επίδραση του προληπτικού πλαισίου.

    3.8.1.2   Στον βαθμό που η εναρμόνιση του ποινικού εταιρικού δικαίου αντιμετωπίζει εννοιολογικές δυσκολίες μεταξύ των κρατών μελών, η καταστολή της παραβίασης των θεμελιωδών κανόνων που διασφαλίζουν τη θέσπιση των ευρωπαϊκών προτύπων εξακολουθεί να έχει αμιγώς διοικητικό χαρακτήρα είτε πρόκειται για πρωτοβουλία της Επιτροπής, είτε των κρατών μελών, είτε ανεξάρτητων αρχών. Είναι σημαντικό ενώπιον αυτών των οργάνων που έχουν την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις, τα νομικά πρόσωπα που καλούνται να έχουν την εγγύηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, όπως εκείνη που τους έχει αναγνωρίσει προηγουμένως ένα ποινικό δικαστήριο.

    3.8.2   Άλλα θέματα που τίθενται στην ανακοίνωση:

    3.8.2.1   Πρέπει να οριστεί στη νομοθεσία της Ένωσης η έννοια της βαριάς αμέλειας;

    3.8.2.2   Πιστή στις απαιτήσεις της αρχής της «nulla poena sine culpa (καμιά ποινή χωρίς ενοχή)», η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι, αν και η νομοθεσία της ΕΕ σε θέματα ποινικού δικαίου όριζε την εκ προθέσεως συμπεριφορά, τα κράτη μέλη, είναι τα μόνα αρμόδια για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση βαριάς αμέλειας (προς συζήτηση).

    3.8.3   Πρέπει να εισαχθούν στη νομοθεσία της Ένωσης μέτρα δήμευσης;

    3.8.3.1   Εάν και δεν φαίνεται να υπάρχει κατ' αρχήν αντίθεση στην εισαγωγή στην ευρωπαϊκή νομοθεσία της ποινής της δήμευσης (ανεξάρτητα από την κατάσχεση αγαθών), ιδίως όσον αφορά την διακίνηση ναρκωτικών, το θέμα χρήζει διεξοδικής συζήτησης όταν πρόκειται για γενική δήμευση της περιουσίας, άγνωστη σε πολλά νομικά συστήματα και που ενδέχεται να εγείρει το ζήτημα της αναλογικότητας και της αβεβαιότητας της ποινής.

    Βρυξέλλες, 25 Απριλίου 2012.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Staffan NILSSON


    (1)  Τρομοκρατία, εμπορία ανθρώπων, σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, παράνομη εμπορία ναρκωτικών και όπλων, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διαφθορά, παραχάραξη μέσων πληρωμής, εγκληματικότητα στον χώρο της πληροφορικής και την οργανωμένη εγκληματικότητα.


    Top