Vyberte si experimentálne prvky, ktoré chcete vyskúšať

Tento dokument je výňatok z webového sídla EUR-Lex

Dokument 52012AE1052

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «7ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον, συνέχεια του 6ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον» (διερευνητική γνωμοδότηση)

    ΕΕ C 191 της 29.6.2012, s. 1 – 5 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    29.6.2012   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 191/1


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «7ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον, συνέχεια του 6ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον» (διερευνητική γνωμοδότηση)

    2012/C 191/01

    Εισηγητής: ο κ. RIBBE

    Στις 11 Ιανουαρίου 2012, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δανική Προεδρία της ΕΕ αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με το:

    «7ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον, συνέχεια του 6ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον»

    (διερευνητική γνωμοδότηση).

    Το ειδικευμένο τμήμα «Γεωργία, αγροτική ανάπτυξη, περιβάλλον», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 10 Απριλίου 2012.

    Κατά την 480ή σύνοδο ολομέλειας, της 25ης και 26ης Απριλίου 2012 (συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 2012), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 129 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 6 αποχές.

    1.   Σύνοψη των συμπερασμάτων και των συστάσεων της ΕΟΚΕ

    1.1   Τα έξι Προγράμματα Δράσης για το Περιβάλλον (ΠΔΠ) που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής, δεν κατόρθωσαν όμως να αποτρέψουν τη διατήρηση πολλών περιβαλλοντικών προβλημάτων στην Ευρώπη που εξακολουθούν να είναι άλυτα. Αυτό, ωστόσο, δεν οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης των αιτιών των προβλημάτων ή στην απουσία κατάλληλων λύσεων, αλλά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για εφαρμογή.

    1.2   Το 6ο ΠΔΠ (περίοδος ισχύος έως τα μέσα του 2012) σχεδιάστηκε για να αποτελέσει την απτή υλοποίηση της στρατηγικής της ΕΕ για την αειφόρο ανάπτυξη που θεσπίστηκε το 2001· η στρατηγική της Λισαβόνας αποτέλεσε τον αντίστοιχό της πυλώνα οικονομικής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άφησε –χωρίς σχετική απόφαση του Συμβουλίου– να λησμονηθεί σιωπηρά η στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη. Θεωρεί τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» ως το νέο στρατηγικό πολιτικό μέσο, ενώ ο συντονισμός της περιβαλλοντικής πολιτικής προβλέπεται να πραγματοποιηθεί μέσω της εμβληματικής πρωτοβουλίας «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους», στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής.

    1.3   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι δεν θα είχε νόημα, παράλληλα με την παραπάνω εμβληματική πρωτοβουλία, να εφαρμοστεί ένα πρόσθετο μέσο περιβαλλοντικής πολιτικής με τη μορφή ενός 7ου ΠΔΠ, στο οποίο να ενσωματωθούν οι πτυχές της περιβαλλοντικής πολιτικής που δεν καλύπτονται επαρκώς στη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Η σύνδεση του προτεινόμενου 7ου ΠΔΠ με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» και την εμβληματική πρωτοβουλία «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους» δεν καθίσταται σαφής.

    1.4   Η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αναζωογονήσουν τη στρατηγική της ΕΕ για την αειφόρο ανάπτυξη, να επιλέξουν, ως τη στρατηγική υλοποίησης της περιβαλλοντικής πολιτικής, ένα ολοκληρωμένο 7ο ΠΔΠ που προσανατολίζεται στα αποτελέσματα, να ενσωματώσουν σε αυτό την εμβληματική πρωτοβουλία «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους», καθώς και όλες τις επιμέρους πρωτοβουλίες, και να μεριμνήσουν για έναν στενό και αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των στοχοθετήσεων της περιβαλλοντικής και της οικονομικής πολιτικής. Η θεμελιώδους σημασίας στρατηγική «Ευρώπη 2020» θα αποκτούσε έτσι τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο να προετοιμάσει και να υλοποιήσει τους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους προσανατολισμούς της οικονομικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, οι οποίοι είναι απαραίτητοι στην πορεία προς τη μακροπρόθεσμη αειφόρο ανάπτυξη.

    2.   Η σημασία των προηγούμενων Προγραμμάτων Δράσης της ΕΕ για το Περιβάλλον (ΠΔΠ)

    2.1   Κατά τη σύνοδο κορυφής που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1972, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, των συνθηκών διαβίωσης και της ποιότητας ζωής στην Ευρώπη. Υπό το πρίσμα αυτό, η τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ενέκρινε το 1ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον (περίοδος ισχύος: 1974 - 1975). Η αξιοσημείωτη επιτυχία αυτού του 1ου ΠΔΠ έγκειται στην καθιέρωση της αποκαλούμενης «αρχής της προφύλαξης», σύμφωνα με την οποία, όπως είναι γνωστό, προτεραιότητα έχει η πρόληψη της περιβαλλοντικής ρύπανσης έναντι της εκ των υστέρων καταπολέμησης των επιπτώσεών της.

    2.2   Το 2ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον (περίοδος ισχύος: 1977 - 1981) συμπλήρωσε τους στόχους του 1ου ΠΔΠ καθορίζοντας πέντε κατευθυντήριες αρχές: α) διασφάλιση της συνέχειας στην περιβαλλοντική πολιτική, β) δημιουργία μηχανισμών για την ανάληψη προληπτικής δράσης στους τομείς ρύπανση, χωροταξία και διαχείριση των αποβλήτων, γ) προστασία και ορθολογική χρήση του περιβάλλοντος, δ) προτεραιότητα σε μέτρα για την προστασία των εσωτερικών υδάτων και των θαλασσών, την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, καθώς και του θορύβου και ε) συνυπολογισμός των περιβαλλοντικών πτυχών στη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των αναπτυσσόμενων χωρών.

    2.2.1   Συνεπώς, το 2ο ΠΔΠ έθεσε τα πρώτα θεμέλια για τις ευρύτερες πτυχές της περιβαλλοντικής πολιτικής που παραμένουν επίκαιρες ακόμη και σήμερα, όπως: η προστασία των υδάτων, η πολιτική διαχείρισης των αποβλήτων, η διεθνής συνεργασία.

    2.3   Με το 3ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον (περίοδος ισχύος: 1982 - 1986) η αειφόρος χρήση των φυσικών πόρων κατέστη για πρώτη φορά στόχος της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής.

    2.4   Το 4ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον (περίοδος ισχύος: 1987 – 1992) θεσπίστηκε το 1987, δηλαδή κατά το «Ευρωπαϊκό Έτος Περιβάλλοντος». Το πρόγραμμα αυτό διαμορφώθηκε με γνώμονα την τότε επικύρωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, που είχε μόλις προηγηθεί, και με την οποία διευρύνθηκαν σαφώς οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, ενώ, ταυτόχρονα, με την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, περιορίστηκαν τα εθνικά περιβαλλοντικά πρότυπα και οι εθνικές οριακές τιμές. Εκείνη την εποχή, οι συζητήσεις για την περιβαλλοντική πολιτική ήταν πολύ έντονες. Στο τέλος της περιόδου ισχύος του 4ου ΠΔΠ διεξήχθη η Διάσκεψη του Ρίο με θέμα την «παγκόσμια αειφορία».

    2.4.1   Ωστόσο, μια έκθεση για την «Κατάσταση του περιβάλλοντος» που δημοσιεύτηκε το 1992 κατέδειξε ότι, παρά τις προσπάθειες που είχαν καταβληθεί έως τότε και παρά τα τέσσερα προγράμματα δράσης για το περιβάλλον που είχαν θεσπιστεί, στους περισσότερους τομείς της περιβαλλοντικής πολιτικής παρατηρούνταν ή διαφαινόταν υποβάθμιση· στους τομείς αυτούς συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η ποιότητα των υδάτων και του αέρα, καθώς και η βιοποικιλότητα (εκείνη την εποχή γινόταν ακόμη λόγος για τη βιοποικιλότητα).

    2.5   Ως απάντηση στη Διάσκεψη του Ρίο και αντίδραση στην μάλλον απογοητευτική περιγραφή της κατάστασης του περιβάλλοντος εκείνη την εποχή, στις αρχές του 1993 θεσπίστηκε το 5ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον, με επίσημη περίοδο ισχύος 1992-2000.

    2.5.1   Σε συνέχεια των συζητήσεων που είχαν διεξαχθεί στη Διάσκεψη του Ρίο, το 5ο ΠΔΠ έθεσε ως στόχο την «αλλαγή των αναπτυξιακών σχημάτων στην Κοινότητα ώστε τελικά να ακολουθηθεί ο δρόμος που οδηγεί στην αειφόρο ανάπτυξη», ένας στόχος εκείνης της εποχής που δεν έχασε ούτε στο ελάχιστο τον επίκαιρο πολιτικό του χαρακτήρα. Το 5ο ΠΔΠ μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες της ΕΕ στον τομέα της αειφόρου ανάπτυξης, όπως αντικατοπτρίστηκε και στον υπότιτλό της «Στόχος η αειφόρος ανάπτυξη».

    2.5.2   Στο 5ο ΠΔΠ προτάθηκαν «στρατηγικές» για επτά τομείς δράσης, συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά:

    την υπερθέρμανση του πλανήτη

    την όξυνση του περιβάλλοντος

    την προστασία της βιοποικιλότητας

    τη διαχείριση των υδατικών πόρων

    το αστικό περιβάλλον

    τις παράκτιες ζώνες και

    τη διαχείριση αποβλήτων.

    Αξιοσημείωτο είναι ότι ορισμένοι από αυτούς τους τομείς είχαν ήδη εξεταστεί σε προηγούμενα ΠΔΠ.

    2.5.3   Κατά την επανεξέταση του 5ου ΠΔΠ το 1996, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντόπισε ως πρωταρχικές αδυναμίες του προγράμματος την απουσία συγκεκριμένων στοχοθετήσεων και την έλλειψη δέσμευσης εκ μέρους των κρατών μελών. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στη γνωμοδότησή της τής 24ης Μαΐου 2000 αναγνώρισε ότι «το πρόγραμμα είχε μερικά θετικά αποτελέσματα» προσέθεσε, ωστόσο, ότι «… ανησυχεί πολύ για τη συνεχή χειροτέρευση της ποιότητας του περιβάλλοντος της Ευρώπης, την οποία θεωρεί ως το μόνο σοβαρότερο κριτήριο για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των διαδοχικών Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Δράσης και της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής γενικά».

    2.5.4   Από πολιτική και στρατηγική άποψη, το 5ο ΠΔΠ αποτέλεσε τον προπομπό της στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη που θεσπίστηκε το 2001 στο Γκέτεμποργκ από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων.

    2.6   Αυτή η στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη προοριζόταν, με τη σειρά της, να λάβει συγκεκριμένη μορφή στην περιβαλλοντική πολιτική με το 6ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον (περίοδος ισχύος: 2002 έως 21.7.2012) και στην οικονομική πολιτική με στη στρατηγική της Λισαβόνας.

    2.6.1   Στο 6ο ΠΔΠ δόθηκε επίσης υπότιτλος («Το μέλλον μας, η επιλογή μας»). Στο πρόγραμμα προσδιορίστηκαν τέσσερεις τομείς προτεραιότητας για την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική: 1) καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, 2) προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας, 3) περιβάλλον, υγεία και ποιότητα ζωής, καθώς και 4) αειφόρος χρήση και διαχείριση των φυσικών πόρων και των αποβλήτων.

    2.6.2   Επιπλέον, όπως και στο 5ο ΠΔΠ, καθορίστηκαν, και αργότερα θεσπίστηκαν, επτά θεματικές στρατηγικές όσον αφορά:

    την ατμοσφαιρική ρύπανση,

    το θαλάσσιο περιβάλλον,

    την πρόληψη και ανακύκλωση των αποβλήτων,

    την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων,

    το αστικό περιβάλλον,

    την προστασία του εδάφους και

    την αειφόρο χρήση των φυτοφαρμάκων.

    2.6.3   Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι και στο 6ο ΠΔΠ επανεξετάζονται «παλαιά» θέματα.

    3.   Η κατάσταση της περιβαλλοντικής πολιτικής και η συζήτηση για την αειφόρο ανάπτυξη στην Ευρώπη στη λήξη του 6ου ΠΔΠ

    3.1   Κατ'αρχάς διαπιστώνεται, ότι, στο τέλος της περιόδου ισχύος του 6ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον, πολλοί τομείς της περιβαλλοντικής πολιτικής που, επί σειρά ετών, συμπεριλαμβάνονται στα θεματολόγια των ΠΔΠ, δεν εξετάστηκαν επαρκώς ή έχουν εγκαταλειφθεί πλήρως. Για να αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα:

    εδώ και αρκετά χρόνια, η «προστασία των εδαφών» συνιστά μεν θέμα προτεραιότητας πολλών προγραμμάτων δράσης για το περιβάλλον, όμως, σε επίπεδο ΕΕ, δεν έχουν αναληφθεί ουσιαστικές «δράσεις», κυρίως λόγω της απουσίας συναίνεσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με το σχέδιο οδηγίας που πρότεινε η Επιτροπή.

    Το θέμα της «προστασίας των ειδών/βιοποικιλότητας» αποτελεί τον μίτο της Αριάδνης στην ιστορία των Προγραμμάτων Δράσης για το Περιβάλλον. Το 2001, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποσχέθηκε την ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας μέχρι το 2010. Παρόλα αυτά, ακόμη και ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσης για τη βιοποικιλότητα που περιελάμβανε 160 δράσεις δεν αρκούσε για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το 2011 καταρτίστηκε νέα στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, η οποία υπόσχεται να υλοποιήσει τον αρχικό στόχο με 10 χρόνια καθυστέρηση.

    3.2   Στη γνωμοδότησή της τής 18ης Ιανουαρίου 2012 (NAT/528, CESE 152/2012: «Το έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον – Τελική αξιολόγηση»), η ΕΟΚΕ επανεξέτασε τα εν μέρει απογοητευτικά αποτελέσματα του 6ου ΠΔΠ· στην εν λόγω γνωμοδότηση εξετάζεται και μια νέα έκθεση σχετικά με την «Κατάσταση του περιβάλλοντος», η οποία αποτελεί ουσιαστικά μια αρνητική αποτίμηση βασικών τομέων της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ.

    3.3   Μέχρι σήμερα, η ΕΕ δεν αναζήτησε πραγματικά τους λόγους για τους οποίους πολλά περιβαλλοντικά προβλήματα παραμένουν άλυτα, παρά το πλήθος των πολυετών ΠΔΠ, ούτε επιδίωξε να δώσει εξηγήσεις. Για την ΕΟΚΕ είναι σαφές: δεν πρόκειται για ελλιπή γνώση των προβλημάτων και των αναγκαίων λύσεων, αλλά, συχνά, για έλλειψη βούλησης για αποφασιστική δράση. Απουσιάζει η εφαρμογή των γνώσεων και, ορισμένες φορές, ακόμη και των πολιτικών αποφάσεων. Αυτό οφείλεται ενδεχομένως σε περιστασιακές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των αναγκαίων δράσεων της περιβαλλοντικής πολιτικής και των βραχυπρόθεσμων οικονομικών συμφερόντων, οι οποίες αποβαίνουν προς όφελος της οικονομίας.

    3.4   Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, το κεντρικό στοιχείο στο τέλος της περιόδου ισχύος του 6ου ΠΔΠ είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται να έχει αποχωρήσει από τη στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη, ο περιβαλλοντικός πυλώνας της οποίας ενσαρκωνόταν στο 6ο ΠΔΠ.

    3.5   Ενώ στο παρελθόν η Επιτροπή και το Συμβούλιο θεωρούσαν ότι η στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη αποτελεί την υπέρτατη στρατηγική, οι στόχοι της οποίας αποτελούσαν σημείο αναφοράς ακόμη και για τη στρατηγική της Λισαβόνας, σήμερα επικρατεί ανησυχητική σιωπή σχετικά με το θέμα. Δεν εμφανίζεται πλέον στα προγράμματα εργασίας της Επιτροπής (μολονότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν έχει εκδώσει επίσημη απόφαση για το ζήτημα). Η ΕΟΚΕ επέκρινε επανειλημμένα την κατάσταση αυτή και επαναλαμβάνει την κριτική της στην παρούσα γνωμοδότηση, καθιστώντας όμως σαφές ότι θεωρεί σφάλμα την αφομοίωση της στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη στη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Έχει αιτιολογήσει επανειλημμένα τη θέση της, χωρίς ωστόσο να υπάρξει καμία αντίδραση εκ μέρους της Επιτροπής, του Συμβουλίου ή του Κοινοβουλίου.

    3.6   Επομένως, η αρχιτεκτονική που εφαρμοζόταν μέχρι σήμερα στον προγραμματισμό των πολιτικών της ΕΕ, δηλαδή, ο συντονισμός των τριών πυλώνων, οικονομία, περιβάλλον, κοινωνικές υποθέσεις, στο πλαίσιο της στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη, ανεστάλη. Συνεπώς, προκύπτει το ερώτημα σε ποιο πλαίσιο επιθυμούν να συντονίσουν μελλοντικά η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο την πολιτική αειφόρου ανάπτυξης και την περιβαλλοντική πολιτική.

    4.   Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» και η προοπτική ενός 7ου ΠΔΠ

    4.1   Η στρατηγική «Ευρώπη 2020», η οποία θεωρείται από την Επιτροπή ο ακρογωνιαίος λίθος του πολιτικού προγραμματισμού και της πολιτικής διακυβέρνησης, απαντά τουλάχιστον με αρκετή σαφήνεια στο ερώτημα ποια είναι η θέση της Επιτροπής στο συγκεκριμένο θέμα.

    4.2   Όπως είναι γνωστό, η στρατηγική «Ευρώπη 2020» προβλέπει επτά εμβληματικές πρωτοβουλίες:

    Ένωση καινοτομίας

    Νεολαία σε κίνηση

    Ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη

    Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους

    Βιομηχανική πολιτική για την εποχή της παγκοσμιοποίησης

    Ατζέντα για νέες δεξιότητες και θέσεις εργασίας, καθώς και η

    Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την καταπολέμηση της φτώχειας.

    4.3   Αναμφίβολα, η εμβληματική πρωτοβουλία «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους» θεωρείται από την Επιτροπή ως το «νέο» Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον· και το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκπονηθεί κανένα σχέδιο για ένα νέο 7ο ΠΔΠ, μολονότι το 6ο ΠΔΠ λήγει τον Ιούλιο του 2012, οφείλεται ακριβώς σε αυτή την αντίληψη.

    4.4   Επομένως, δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε προκαταρκτικές δραστηριότητες με στόχο την εκπόνηση ενός 7ου ΠΔΠ παρά μόνο μετά την επικριτική στάση του Συμβουλίου Περιβάλλοντος και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την απουσία του 7ου ΠΔΠ.

    4.5   Η Επιτροπή επέλεξε ως «νέα αρχιτεκτονική» του πολιτικού σχεδιασμού και του προγραμματισμού της τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» ως συνολική στρατηγική, η υλοποίηση της οποίας εξασφαλίζεται μέσω των επτά εμβληματικών πρωτοβουλιών, ενώ η περιβαλλοντική πολιτική έχει ενσωματωθεί στην πρωτοβουλία «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους».

    4.6   Άλλωστε, καταδεικνύεται όλο και περισσότερο ότι:

    από τη μια πλευρά, συγκεκριμένοι γενικοί τομείς που, μέχρι σήμερα, καλύπτονταν από τη στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη (π.χ. θέματα όπως η δικαιοσύνη μεταξύ γενεών και η δίκαιη κατανομή των πόρων), δεν ρυθμίζονται επαρκώς με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» και

    από την άλλη πλευρά, συγκεκριμένοι τομείς της περιβαλλοντικής πολιτικής απουσιάζουν από την εμβληματική πρωτοβουλία «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους».

    4.7   Συνεπώς, μεταξύ των συνολικά 20 ειδικών πρωτοβουλιών της περιβαλλοντικής πολιτικής που θεωρείται ότι προσδίδουν υπόσταση στη στρατηγική «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους» συμπεριλαμβάνονται, αφενός, μια σειρά «παλαιών γνώριμων πολιτικών» από προηγούμενα προγράμματα δράσης για το περιβάλλον, όπως η πολιτική για τη βιοποικιλότητα, η πολιτική των υδάτων και η πολιτική για την προστασία του ατμοσφαιρικού αέρα (συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής μεταφορών), αφετέρου όμως, θέματα όπως «Το περιβάλλον και η ανθρώπινη υγεία» εξετάζονται εξίσου ανεπαρκώς όπως και η πολιτική για τα χημικά προϊόντα ή η νανοτεχνολογία.

    4.8   Η ΕΟΚΕ έχει εκφράσει τη θέση της τόσο για την ίδια την εμβληματική πρωτοβουλία «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους», όσο και για τον συνοδευτικό χάρτη πορείας και έχει επισημάνει στο πλαίσιο αυτό τις ελλείψεις που χαρακτήριζαν τα Προγράμματα Δράσης για το Περιβάλλον μέχρι σήμερα: πολλαπλοί αξιέπαινοι στόχοι και υποσχέσεις, ελάχιστες συγκεκριμένες δράσεις, πλήρης σχεδόν απουσία δεικτών και πραγματικά αμελητέα εφαρμογή.

    4.9   Η ΕΟΚΕ είχε ζητήσει συγκεκριμένα από την Επιτροπή «να προσδιορίσει στις 20 αναγγελθείσες πρωτοβουλίες με ακρίβεια τα εξής:

    τι ακριβώς σημαίνει “αποτελεσματική χρήση των πόρων”,

    τι μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τεχνολογικές βελτιώσεις,

    και σε ποιους τομείς χρειάζεται ο προτεινόμενος “σημαντικός μετασχηματισμός”, πώς θα διαμορφωθεί αυτός ο μετασχηματισμός στον εκάστοτε τομέα και με ποια μέσα θα πρέπει να επιτευχθεί,

    ποιες συγκεκριμένες αλλαγές είναι απαραίτητες όσον αφορά τη συμπεριφορά των παραγωγών και των καταναλωτών, και πώς μπορούν να επιταχυνθούν οι αλλαγές αυτές.»  (1)

    Εντούτοις, η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό το αίτημα, αντ' αυτού, αρκέστηκε και πάλι στη διατύπωση αόριστων και μη δεσμευτικών προτάσεων.

    4.10   Αυτή η διαπίστωση ενισχύει την πεποίθηση της ΕΟΚΕ ότι η Επιτροπή, με την προσέγγιση που ακολουθεί μέχρι σήμερα, δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στο σύνολο των απαιτήσεων της περιβαλλοντικής πολιτικής και, πρωτίστως, της αειφόρου ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, τι θα μπορούσε να προσφέρει ένα 7ο ΠΔΠ;

    4.11   Η εποχή κατά την οποία τα Προγράμματα Δράσης για το Περιβάλλον ήταν αναγκαία για να εξακριβωθούν και να περιγραφούν οι δράσεις που έπρεπε να αναληφθούν έχουν παρέλθει. Οι φορείς λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη γνωρίζουν πολύ καλά τι πρέπει να γίνει. Λίγοι είναι μόνον οι τομείς στους οποίους πρέπει να αναπτυχθούν νέες ιδέες· η νανοτεχνολογία μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από αυτούς. Για τον σκοπό αυτό, όμως, δεν χρειάζεται η θέσπιση ειδικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον.

    4.12   Η βασική αδυναμία της Ευρώπης εντοπίζεται στην εφαρμογή των γνώσεων που έχουν αποκτηθεί. Υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα εφαρμογής στο οποίο συμβάλλουν όλα τα επίπεδα (η ΕΕ, τα κράτη μέλη, οι περιφέρειες, οι κοινότητες και οι πολίτες). Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να καταστήσει σαφές το εξής: ακόμη κι αν η Επιτροπή εκπονεί αξιόλογα προγράμματα και προβαίνει σε δηλώσεις, υπεύθυνα για την υλοποίησή τους είναι σε μεγάλο βαθμό τα πολιτικά όργανα των κρατών μελών.

    4.13   Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, δεν αποτελεί εναλλακτική λύση απλώς και μόνο η εκπόνηση ενός 7ου ΠΔΠ για τη «μετεγκατάσταση» των τομέων της περιβαλλοντικής πολιτικής που δεν καλύπτονται από την εμβληματική πρωτοβουλία «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους». Η σύνδεση του προτεινόμενου 7ου ΠΔΠ με την εμβληματική πρωτοβουλία αλλά και με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» παραμένει ασαφής.

    4.14   Ωστόσο, η ΕΟΚΕ παραμένει ανοικτή στη δρομολόγηση ενός 7ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον υπό την προϋπόθεση ότι θα αποσαφηνιστεί η σκοπιμότητά του, θα εξασφαλιστεί η τελική του επιτυχία σε σχέση με τα προηγούμενα προγράμματα και, το σημαντικότερο, θα καθοριστεί ο γενικός πολιτικός άξονας στον οποίο θα εστιασθεί.

    4.15   Η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αναζωογονήσουν τη στρατηγική της ΕΕ για την αειφόρο ανάπτυξη, να επιλέξουν, ως τη στρατηγική υλοποίησης της περιβαλλοντικής πολιτικής, ένα ολοκληρωμένο 7ο ΠΔΠ που προσανατολίζεται στα αποτελέσματα, να ενσωματώσουν σε αυτό την εμβληματική πρωτοβουλία «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους», καθώς και όλες τις επιμέρους πρωτοβουλίες και να μεριμνήσουν για έναν στενό και αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των στοχοθετήσεων της περιβαλλοντικής και της οικονομικής πολιτικής. Η θεμελιώδους σημασίας στρατηγική «Ευρώπη 2020» θα αποκτούσε έτσι τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο να προετοιμάσει και να υλοποιήσει τους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους προσανατολισμούς της οικονομικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, οι οποίοι είναι απαραίτητοι στην πορεία προς την μακροπρόθεσμη αειφόρο ανάπτυξη.

    4.16   Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι ένα 7ο ΠΔΠ θα πρέπει επικεντρωθεί στην εφαρμογή απολύτως δεσμευτικών αποφάσεων για πολλαπλά θέματα που εκκρεμούν εδώ και πολλά χρόνια.

    4.17   Το ζήτημα είναι κατά πόσο η Ευρώπη είναι πρόθυμη και ικανή να το πράξει. Δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες, επανειλημμένα, θέτουν φιλόδοξους στόχους και ζητούν την ανάληψη πρωτοβουλιών. Όταν όμως υποβάλλονται συγκεκριμένες προτάσεις, για παράδειγμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι ίδιοι ακριβώς πολιτικοί ιθύνοντες βρίσκουν λόγους για την αδυναμία υιοθέτησης ή εφαρμογής των εν λόγω προτάσεων. Ο κατάλογος σχετικών παραδειγμάτων είναι μακρύς. Είτε πρόκειται για την οδηγία για την ενεργειακή απόδοση, η οποία παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα στο Συμβούλιο, είτε για τη μη εφαρμογή μιας παλαιότερης υπόσχεσης (που είχε διατυπωθεί στη στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη) σχετικά με την κατάρτιση ενός καταλόγου με τις ζημιογόνες για το περιβάλλον επιδοτήσεις και, κατά συνέπεια, την κατάργησή τους: επικρατεί, επομένως, ένα ευρύ χάσμα μεταξύ των λόγων και των πράξεων, και η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο καλούνται να εξηγήσουν στους πολίτες πώς σκοπεύουν να το καλύψουν.

    Βρυξέλλες, 25 Απριλίου 2012.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Staffan NILSSON


    (1)  Βλέπε τη γνωμοδότηση EE C 376, 22/12/2011, σ. 97, σημείο 1.2.


    Začiatok