EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010IP0185

Διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με τη διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα

ΕΕ C 161E της 31.5.2011, p. 78–83 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

31.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 161/78


Τετάρτη 19 Μαΐου 2010
Διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα

P7_TA(2010)0185

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με τη διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα

2011/C 161 E/13

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την απόφαση της Συνέλευσης των συμβαλλομένων κρατών που εγκρίθηκε κατά την όγδοη σύνοδο ολομέλειάς της, στις 26 Νοεμβρίου 2009 (1), για τη σύγκληση διάσκεψης για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, στην Ουγκάντα, από 31 Μαΐου έως 11 Ιουνίου 2010,

έχοντας υπόψη παλαιότερα ψηφίσματα και εκθέσεις σχετικά με την αναθεωρητική διάσκεψη και ειδικότερα το Ψήφισμα ICC-ASP/7/Res.2 σχετικά με διαδικασία για τον ορισμό και την εκλογή των δικαστών, του εισαγγελέα και των αναπληρωτών εισαγγελέων του ΔΠΔ,

έχοντας υπόψη τα παλαιότερα ψηφίσματά του σχετικά με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και ιδίως τα ψηφίσματα της 19ης Νοεμβρίου 1998 (2), της 18ης Ιανουαρίου 2001 (3), της 28ης Φεβρουαρίου 2002 (4), της 4 Ιουλίου 2002 σχετικά με το νόμο για την προστασία των μελών των αμερικανικών υπηρεσιών («draft American Service Members’ Protection Act (ASPA)») (5) και της 26ης Σεπτεμβρίου 2002 (6), καθώς και τι ψήφισμά του της 22ας Μαΐου 2008 (7),

έχοντας υπόψη το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2002,

έχοντας υπόψη τη δήλωση στην οποία προέβη η Προεδρία του Συμβουλίου την 1η Ιουλίου 2002 εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο,

έχοντας υπόψη τη σημασία που αποδίδει τόσο το ΔΠΔ όσο και η ΕΕ στην ενίσχυση της αρχής του κράτους δικαίου και στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, στη διατήρηση της ειρήνης και στην ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις διατάξεις του άρθρου 21, παρ. 2, στοιχείο β) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

έχοντας υπόψη το γεγονός ότι το Συμβούλιο της ΕΕ καθόρισε την κοινή του θέση 2003/444/ΚΕΠΠΑ για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στις 16 Ιουνίου 2003 (8), σύμφωνα με την οποία τα σοβαρά ποινικά αδικήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ΔΠΔ αποτελούν ζήτημα που αφορά όλα τα κράτη μέλη, τα οποία είναι αποφασισμένα να συνεργαστούν για την πρόληψη των εγκλημάτων αυτών και να θέσεων τέρμα στην ατιμωρησία των δραστών, να υποστηρίξουν την αποτελεσματική λειτουργία του Δικαστηρίου και να προωθήσουν την καθολική υποστήριξή του με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή στο Καταστατικό της Ρώμης,

έχοντας υπόψη το σχέδιο δράσης για την εφαρμογή της κοινής θέσης (9) που οριστικοποιήθηκε από την ΕΕ στις 4 Φεβρουαρίου 2004 για το συντονισμό των δράσεων της ΕΕ, τη διασφάλιση της οικουμενικότητας και ακεραιότητας του Καταστατικού της Ρώμης καθώς και την ανεξαρτησία και αποτελεσματική λειτουργία του ΔΠΔ,

έχοντας υπόψη την έγκριση από την ΕΕ μιας δέσμης «κατευθυντηρίων αρχών» (10) που θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες τους οποίους οφείλουν να τηρούν τα συμβαλλόμενα κράτη του ΔΠΔ κατά τη σύναψη διμερών συμφωνιών για την μη παράδοση,

έχοντας υπόψη σειρά αποφάσεων (11) που ενέκρινε το Συμβούλιο της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ασφάλειας με στόχο την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της διερεύνησης και δίωξης της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου σε εθνικό επίπεδο,

έχοντας υπόψη το πρόγραμμα της Στοκχόλμης με το οποίο τα όργανα της ΕΕ καλούνται να υποστηρίξουν και να προωθήσουν τα μέτρα της Ένωσης και των κρατών μελών για την καταπολέμηση της ατιμωρησίας και των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου και να προωθήσουν στο πλαίσιο αυτό τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και του ΔΠΔ,

λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί μετά τον ορισμό των πρώτων δικαστών και εισαγγελέων του ΔΠΔ καθώς και το γεγονός ότι το Δικαστήριο διενεργεί σήμερα έρευνες σε πέντε χώρες (Κένυα, ΛΔ Κονγκό, Σουδάν/Νταρφούρ, Ουγκάντα και Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής),

λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αναθεωρητική διάσκεψη για το ΔΠΔ αποτελεί κατάλληλη ευκαιρία προκειμένου να γίνει ένας απολογισμός όσον αφορά την πρόοδο και τις εργασίες του Δικαστηρίου για την αποτροπή και διευθέτηση ένοπλων συγκρούσεων, με ιδιαίτερη αναφορά στο Ψήφισμα 1325 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τις γυναίκες, την ειρήνη και την ασφάλεια,

λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το Καταστατικό της Ρώμης, όπου ορίζεται η αρμοδιότητα του ΔΠΔ και αναγνωρίζονται ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ο βιασμός, η σεξουαλική δουλεία, η αναγκαστική πορνεία, η αναγκαστική εγκυμοσύνη, η αναγκαστική στείρωση καθώς και κάθε άλλη μορφή σεξουαλικής βίας συγκρίσιμης βαρύτητας,

έχοντας υπόψη τις δηλώσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα,

έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 2, του Κανονισμού του,

A.

εκτιμώντας ότι η ΕΕ αποτελεί ένθερμο υποστηρικτή του ΔΠΔ, προωθεί τον οικουμενικό χαρακτήρα του Καταστατικού της Ρώμης και υπερασπίζεται την ακεραιότητά του με στόχο την προστασία και ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της νομιμοποίησης και της αποτελεσματικότητας της διεθνούς ποινικής διαδικασίας,

Β.

εκτιμώντας ότι η επίτευξη της ευρύτερης δυνατής επικύρωσης και εφαρμογής του Καταστατικού της Ρώμης υπήρξε στόχος της ΕΕ και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη διεύρυνση και στο πλαίσιο της διαδικασίας προσχώρησης νέων κρατών μελών της ΕΕ και ότι η επικύρωση και η εφαρμογή του Καταστατικού της Ρώμης πρέπει επίσης να αποτελεί σημαντικό στόχο της ΕΕ στο πλαίσιο των σχέσεών της με άλλους εταίρους και ιδίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, τη Ρωσία και το Ισραήλ,

Γ.

εκτιμώντας ότι η ΕΕ τάσσεται συστηματικά υπέρ της ενσωμάτωσης μιας ρήτρας σχετικά με το ΔΠΔ στις εντολές διαπραγμάτευσης και στις συμφωνίες με τρίτες χώρες,

Δ.

εκτιμώντας ότι ο σεβασμός, η προώθηση και η διασφάλιση του οικουμενικού χαρακτήρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί μέρος του ενωσιακού ηθικού και νομικού κεκτημένου και έναν εκ των ακρογωνιαίων λίθων της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ολοκλήρωσης (12),

Ε.

εκτιμώντας ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει ενισχυθεί ο διεθνής ρόλος της ΕΕ,

ΣΤ.

εκτιμώντας ότι οι ειδικοί εκπρόσωποι της ΕΕ προάγουν τις πολιτικές και τα συμφέροντα της ΕΕ σε ταραγμένες περιοχές και χώρες και διαδραματίζουν δραστήριο ρόλο στις προσπάθειες για την παγίωση της ειρήνης, της σταθερότητας και της αρχής του κράτους δικαίου,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τον Απρίλιο του 2006 η ΕΕ κατέστη ο πρώτος περιφερειακός οργανισμός που υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας και υποστήριξης με το ΔΠΔ (13),

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ σε διάστημα 10 ετών έχει παράσχει περισσότερα από 40 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο του χρηματοδοτικού μέσου για την ΕΠΔΑΔ για σχέδια υποστήριξης του ΔΠΔ και της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κοινοβουλευτική Συνέλευση Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ–ΕΕ έχει μεριμνήσει ενεργητικά υπέρ της ένταξης της διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας στην αναθεωρημένη συμφωνία εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΕ (Συμφωνία Κοτονού) και έχει σε σειρά ψηφισμάτων αναγνωρίσει ότι η καταπολέμηση της ατιμωρησίας συνιστά κύριο ζήτημα της διεθνούς συνεργασίας για την ανάπτυξη και του σχετικού πολιτικού διαλόγου,

Ι.

εκτιμώντας ότι η αναθεωρητική αυτή διάσκεψη αποτελεί αποφασιστική ευκαιρία τόσο για τα συμβαλλόμενα όσο και για τα μη συμβαλλόμενα κράτη, την κοινωνία πολιτών και τους άλλους συμμετέχοντες να επιβεβαιώσουν μετ' επιτάσεως την προσήλωση στη δικαιοσύνη και τη λογοδοσία,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν αξιοποιήσει την ευκαιρία που τους προσφέρει η αναθεωρητική διάσκεψη για να προβούν εκτός από τις προταθείσες τροποποιήσεις του Καταστατικού της Ρώμης σε ένα απολογισμό του ΔΠΔ 10 χρόνια μετά την ίδρυσή του και να αξιολογήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό την κατάσταση της διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας, εστιάζοντας την προσοχή τους σε τέσσερα μείζονα θέματα όπως η συμπληρωματικότητα, η συνεργασία, οι συνέπειες του συστήματος που θεσπίζει το Καταστατικό της Ρώμης για τα θύματα και τις πληγείσες κοινότητες καθώς και η ειρήνη και η ασφάλεια,

ΙΒ.

εκτιμώντας ότι παρά το γεγονός ότι 111 κράτη είναι συμβαλλόμενα μέρη του ΔΠΔ, ορισμένες περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή, η Βόρεια Αφρική και η Ασία, εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται,

ΙΓ.

εκτιμώντας ότι η συνεργασία μεταξύ των κρατών, των διεθνών οργανισμών και του ΔΠΔ έχει ζωτική σημασία για την αποτελεσματικότητα και την επιτυχία της διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα άσκησης διώξεων,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το ΔΠΔ εξέτασε στις 19 Απριλίου 2010 για πρώτη φορά από τη σύστασή του μια αίτηση σχετικά με την έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους ενός κράτους,

ΙΕ.

εκτιμώντας ότι από την αρχή της συμπληρωματικότητας στην οποία βασίζεται το Καταστατικό της Ρώμης απορρέει ότι αρμόδιο για τη διερεύνηση και ενδεχομένως την άσκηση ποινικής δίωξης κατά προσώπων που έχουν διαπράξει εγκλήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο είναι το ίδιο το κράτος,

ΙΣΤ.

εκτιμώντας ότι στις περισσότερες συγκρούσεις στις οποίες δεν συμμετείχε στην ειρηνευτική διαδικασία σημειώθηκε επιστροφή στη βία,

1.

επαναλαμβάνει την αμέριστη υποστήριξή του προς το ΔΠΔ και τους σκοπούς του· υπογραμμίζει ότι το Καταστατικό της Ρώμης επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ ως βασική συνιστώσα των δημοκρατικών αρχών και αξιών της Ένωσης και καλεί, συνεπώς, τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν πλήρως με το Καταστατικό που αποτελεί μέρος του κεκτημένου της ΕΕ·

2.

τονίζει τη σημασία της επιλογής μιας αφρικανικής χώρας, δηλ. της Ουγκάντας, για να διοργανώσει την αναθεωρητική αυτή διάσκεψη και εκφράζει την υποστήριξή του στο αίτημα του Δικαστηρίου να ανοίξει ένα γραφείο σύνδεσης στην Αφρικανική Ένωση στην Αντίς Αμπέμπα, αναγνωρίζοντας συγχρόνως την οικουμενική διάσταση του συστήματος που θεσπίζει το Καταστατικό της Ρώμης·

3.

υπογραμμίζει τη σημασία της αρχής της οικουμενικότητας του Καταστατικού της Ρώμης και καλεί τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας να προωθήσει δυναμικά την προσχώρηση στο Καταστατικό καθώς και την επικύρωσή του·

4.

επαναλαμβάνει τη θέση του σύμφωνα με την οποία καμία συμφωνία περί ασυλίας δεν πρέπει να επιτρέπει την ατιμωρησία οιουδήποτε ατόμου κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ή γενοκτονία· χαιρετίζει την ανακοίνωση της αμερικανικής διοίκησης ότι δεν θα συναφθούν νέες συμφωνίες περί ασυλίας και καλεί τις ΗΠΑ και τους εταίρους της να εγκαταλείψουν τις ισχύουσες αυτές συμφωνίες·

5.

καλεί μετ' επιτάσεως τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν στην αναθεωρητική διάσκεψη στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο με συμμετοχή των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων και να επιβεβαιώσουν δημόσια την προσήλωσή τους στο ΔΠΔ·

6.

καλεί τα κράτη μέλη να προβούν σε διαβεβαιώσεις όσον αφορά την προσήλωσή τους στο ΔΠΔ και να προβάλλουν τα πρακτικά μέτρα που σχεδιάζουν να λάβουν προς την κατεύθυνση αυτή, δεσμευόμενα μεταξύ άλλων να εφαρμόσουν το Καταστατικό της Ρώμης, να επικυρώσουν και να εφαρμόσουν τη συμφωνία για τα προνόμια και τις ασυλίες του Δικαστηρίου, να συνεργασθούν με άλλα κράτη που στερούνται επαρκών δυνατοτήτων προκειμένου να προωθήσουν την οικουμενική αποδοχή του Δικαστηρίου και να επιβεβαιώσουν τη συμβολή τους στην ενίσχυση του συστήματος συμπληρωματικότητας και συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις για τα θύματα και τις πληγείσες τοπικές κοινότητες καθώς και των άλλων τομέων του Καταστατικού της Ρώμης·

7.

υποστηρίζει ένθερμα την υπαγωγή του εγκλήματος της επίθεσης στο άρθρο 5, παρ. 1 του Καταστατικού της Ρώμης και συνεπώς την ουσιαστική δικαιοδοσία του ΔΠΔ· διαπιστώνει ότι η ειδική ομάδα εργασίας των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Καταστατικό της Ρώμης έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, για τους σκοπούς του καταστατικού, το έγκλημα της επίθεσης σημαίνει το σχεδιασμό, την προετοιμασία, την έναρξη ή την εκτέλεση, από ένα πρόσωπο που είναι σε θέση να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο ή να διευθύνει την πολιτική ή στρατιωτική δράση ενός κράτους, μιας επίθεσης η οποία, λόγω του χαρακτήρα, της βαρύτητας και της κλίμακάς της, συνιστά κατάφορη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών·

8.

επιβεβαιώνει με έμφαση ότι κάθε απόφαση σχετικά με τον ορισμό του εγκλήματος της επίθεσης πρέπει να σέβεται την ανεξαρτησία του Δικαστηρίου· συνιστά στα κράτη να εγκρίνουν πρόταση σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται δικαστικός έλεγχος για να διαπιστωθεί αν έχει διενεργηθεί επίθεση προκειμένου ο εισαγγελέας του ΔΠΔ να μπορεί να προβεί σε έρευνα και ότι εάν η αναθεωρητική συνδιάσκεψη αποφασίσει ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί δικαστικός έλεγχος, η τυχόν επιθετική ενέργεια πρέπει να διαπιστώνεται από το αρμόδιο τμήμα στο πλαίσιο της διαδικασίας που έχει ήδη θεσπίσει το Καταστατικό της Ρώμης·

9.

καλεί τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στον απολογισμό, λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις επίσημες συζητήσεις καθώς και στις εκδηλώσεις που διοργανώνει η κοινωνία των πολιτών (και άλλοι συμμετέχοντες) στο περιθώριο της επίσημης διάσκεψης·

10.

καλεί επίσης τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν την ευκαιρία της αναθεωρητικής διάσκεψης για να επαναβεβαιώσουν την προσήλωσή τους στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο με ειδικές αναφορές στα τέσσερα θέματα απολογισμού και να τηρήσουν τις σχετικές τους δεσμεύσεις·

11.

υποστηρίζει το ΔΠΔ κατά την αναθεωρητική αυτή συνδιάσκεψη όσον αφορά τον απολογισμό, την εφαρμογή και τις συνέπειες του Καταστατικού της Ρώμης, σε κάθε επιμέρους στάδιο, λαμβάνοντας υπόψη τα θύματα και τις πληγείσες τοπικές κοινότητες·

12.

εκφράζει την ανησυχία του για τις επιπτώσεις του συστήματος του Καταστατικού της Ρώμης στα θύματα, τα μεμονωμένα άτομα και τις τοπικές κοινότητες που πλήττονται από τα εγκλήματα στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του ΔΠΔ· πιστεύει ότι είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι τα θύματα και οι πληγείσες τοπικές κοινότητες έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες του Δικαστηρίου την οποία και κατανοούν και ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των θυμάτων πρέπει να αποτελούν πρωταρχική μέριμνα των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη του Καταστατικού της Ρώμης, λαμβανομένου υπόψη ότι το ΔΠΔ αποτελεί ένα δικαιοδοτικό όργανο που συμπληρώνει τον πρωταρχικό ρόλο των κρατών στην παροχή προστασίας και στη διευκόλυνση της προσφυγής στη δικαιοσύνη και την αποτελεσματική αποζημίωση των θυμάτων, μεμονωμένα ή συλλογικά· φρονεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν:

να συνεργάζονται αποτελεσματικά όταν ένα πρόσωπο είναι αντικείμενο εντάλματος σύλληψης του ΔΠΔ, και να διευκολύνουν τη μεταφορά του προσώπου στο ΔΠΔ προκειμένου να δικαστεί·

να αναγνωρίζουν τα καινοτόμα μέσα που έχει στη διάθεσή του το ΔΠΔ για την απονομή δικαιοσύνης στα θύματα, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας των θυμάτων να συμμετέχουν στις διαδικασίες του ΔΠΔ και να ζητούν αποζημίωση, λαμβανομένου υπόψη του συμπληρωματικού ρόλου του ταμείου υπέρ των θυμάτων στη χορήγηση αποζημίωσης και άλλης βοήθειας, όπως η προστασία των μαρτύρων· να μεριμνούν ώστε τα θύματα καθώς και οι συνήγοροί τους να τυγχάνουν επαρκούς νομικής συνδρομής και προστασίας·

να αναγνωρίζουν την πρόοδο που είχε επιτελέσει μέχρι σήμερα το Δικαστήριο όσον αφορά τη διενέργεια ερευνών σε πληγείσες τοπικές κοινότητες και να το ενθαρρύνουν να αναπτύξει περαιτέρω το έργο αυτό· και να τονίσει τη σημασία των επιτόπιων δραστηριοτήτων του ΔΠΔ για την ενίσχυση του κύρους του Ποινικού Δικαστηρίου μεταξύ των θυμάτων και των πληγεισών τοπικών κοινοτήτων·

να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή για εκείνες τις ομάδες που ευρίσκοντο ανέκαθεν στο περιθώριο, όπως τα παιδιά, οι γυναίκες και οι αυτόχθονες, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η διεθνής ποινική δικαιοσύνη δεν καθίσταται ένα μέσο για τη διαιώνιση των επιζήμιων συνεπειών και των στερεοτύπων·

να ανακοινώσουν την παροχή σημαντικών χρηματοδοτικών πόρων στο ταμείο υπέρ των θυμάτων·

να συνεργασθούν με την κοινωνία των πολιτών κατά τη διάρκεια της αναθεωρητικής διάσκεψης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι απόψεις τους απηχούνται κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής σε εκδηλώσεις στο «Χώρο των Λαών» που οργανώνουν τα δίκτυα για τα ανθρώπινα δικαιώματα·

13.

επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν πλήρη συνεργασία μεταξύ συμβαλλομένων κρατών, συνυπογραφόντων κρατών και Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Καταστατικού της Ρώμης, προκειμένου να σεβαστούν το αντικείμενο και το στόχο του, σύμφωνα με τον οποίο βάσει του προοιμίου «τα σοβαρότερα εγκλήματα που προκαλούν ανησυχία στη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της δεν πρέπει να παραμείνουν ατιμώρητα», με τα ακόλουθα μέσα:

θέσπιση εθνικών νομοθετικών διατάξεων για τη συνεργασία, σύμφωνα με το Μέρος IX του Καταστατικού της Ρώμης, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει·

επιβεβαίωση της δέσμευσής τους να συνεργασθούν και να συνδράμουν με κάθε απαραίτητο μέσο το Δικαστήριο χωρίς επιφυλάξεις·

σύναψη ειδικών συμφωνιών με το Δικαστήριο για τη μεταφορά των θυμάτων και μαρτύρων και την εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου·

διασφάλιση της συνεργασίας ως σταθερό στοιχείο του θεματολογίου των συμβαλλομένων κρατών στο ΔΠΔ, του διαλόγου σχετικά με τις πραγματικές προκλήσεις και ανάγκες του Δικαστηρίου και της μέτρησης της προόδου που επιτυγχάνουν τα κράτη·

14.

χαιρετίζει την αναθεώρηση και συζήτηση του άρθρου 124 («μεταβατική διάταξη») του Καταστατικού της Ρώμης, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μπορούν να επιλέγουν να μην υπάγουν τους υπηκόους τους στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για εγκλήματα πολέμου για μια περίοδο επτά ετών μετά την επικύρωση και ζητεί την άμεση απάλειψή του από το Καταστατικό ούτως ώστε ο νόμος να εφαρμόζεται εξίσου για όλους τους φερόμενους ως δράστες εγκλημάτων πολέμου που έχουν διαπραχθεί στις επικράτειες των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Καταστατικό ή που έχουν διαπραχθεί από τους υπηκόους των κρατών αυτών·

15.

καλεί τα κράτη μέλη να υπαγάγουν άμεσα ως έγκλημα πολέμου στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τη χρήση ορισμένων όπλων που χρησιμοποιούνται σε ένοπλες συγκρούσεις που στερούνται διεθνούς χαρακτήρα, σύμφωνα με την πρόταση του Βελγίου για την τροποποίηση του άρθρου 8 του Καταστατικού της Ρώμης, η οποία υποβλήθηκε κατά την όγδοη σύνοδο της Συνέλευσης των Συμβαλλομένων Κρατών με την οποία διευρύνεται η ποινικοποίηση της χρησιμοποίησης δηλητηριωδών ουσιών, χημικών όπλων, ασφυξιογόνων, δηλητηριωδών ή άλλων αερίων και όλων των ανάλογων υγρών, υλικών ή διατάξεων καθώς και της χρήσης βολίδων που εκρήγνυνται ή διογκώνονται στο σώμα, σε ένοπλες συγκρούσεις που στερούνται διεθνούς χαρακτήρα·

16.

τονίζει την αποτελεσματικότητα της αρχής της συμπληρωματικότητας του Δικαστηρίου, που αποτελεί τη βάση του συνεκτικού συστήματος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (σύστημα του Καταστατικού της Ρώμης) και σύμφωνα με την οποία η πρωταρχική αποστολή των συμβαλλομένων κρατών να ερευνούν και να διώκουν τα διεθνή εγκλήματα σαφώς ενισχύεται από τη συμπληρωματική (επικουρική) δικαιοδοσία του ΔΠΔ·

17.

πιστεύει ακράδαντα, ότι κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στην Καμπάλα, τα κράτη μέλη οφείλουν:

να επιβεβαιώσουν την πρωταρχική υποχρέωσή τους να διερευνούν και να διώκουν τα εγκλήματα πολέμου, τη γενοκτονία και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και να δεσμευτούν να θεσπίσουν στις νομοθετικές διατάξεις τους ορισμούς των εγκλημάτων πολέμου, της γενοκτονίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, σύμφωνα με το Καταστατικό της Ρώμης·

να εφαρμόσουν «θετική συμπληρωματικότητα» τονίζοντας, μεταξύ άλλων, την ανάγκη αποτελεσματικών εθνικών διαδικασιών, συμπεριλαμβάνοντας χώρες στις οποίες υπάρχει μεγάλη ανάγκη απονομής δικαιοσύνης, όπως χώρες για τις οποίες πρέπει να επιληφθεί το ΔΠΔ και χώρες για τις οποίες το ΔΠΔ διενεργεί προκαταρκτικές έρευνες·

να τονίσουν τη σημασία της έναρξης και εφαρμογής αποτελεσματικών εθνικών διαδικασιών και, ιδίως να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της έλλειψης πολιτικής βούλησης εκ μέρους των κρατών·

να τονίσουν τη ζωτική σημασία σχηματισμού πολιτικής βούλησης των κρατών προκειμένου να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της συμπληρωματικότητας και να λάβουν μέτρα για να ενθαρρύνουν τα κράτη να συνδράμουν τη δικαιοσύνη και να καταπολεμήσουν την ατιμωρησία·

18.

καλεί μετ' επιτάσεως όλα τα συμβαλλόμενα κράτη στο Καταστατικό της Ρώμης και ιδίως τα κράτη μέλη της ΕΕ να θεσπίσουν ή να εφαρμόσουν εθνικές νομοθετικές διατάξεις προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη συνεργασία τους με το ΔΠΔ·

19.

καλεί μετ' επιτάσεως όλα τα συμβαλλόμενα κράτη στο Καταστατικό της Ρώμης να συνάψουν συμφωνίες με το Δικαστήριο σχετικά με τη μεταφορά των θυμάτων και των μαρτύρων και την εκτέλεση των αποφάσεων·

20.

καλεί την Ένωση, τα κράτη μέλη και τους λοιπούς διεθνείς δωρητές να υποστηρίξουν τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες και τις εθνικές προσπάθειες δημιουργίας δυνατοτήτων με στόχο την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και του σωφρονιστικού συστήματος σε όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες που επηρεάζονται άμεσα από τη διάπραξη εγκλημάτων που προβλέπονται στο Καταστατικό της Ρώμης, διασφαλίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της συμπληρωματικότητας και συγχρόνως συμμόρφωση των κρατών με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου·

21.

καλεί τα κράτη μέλη να εγκρίνουν ένα ψήφισμα, βάσει των συζητήσεων στην Καμπάλα, το οποίο θα τονίζει τη σημασία της απονομής δικαιοσύνης στα θύματα, στο πλαίσιο δίκαιης και αμερόληπτης δίκης·

22.

καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να επιβεβαιώσουν την προσήλωσή τους στο ΔΠΔ για το μέλλον·

23.

υποστηρίζει την πρόταση αντιπροσώπων υψηλού επιπέδου των κρατών-συμβαλλομένων μερών στο Καταστατικό της Ρώμης του ΔΠΔ να ορίσουν την 17η Ιουλίου, που είναι η ημέρα θέσπισης του Καταστατικού της Ρώμης το 1998, ως ημέρα διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης·

24.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και των υποψηφίων προς ένταξη χωρών.


(1)  Ψήφισμα ICC-ASP/8/Res.6.

(2)  ΕΕ C 379, 7.12.1998, σ. 265.

(3)  ΕΕ C 262, 18.9.2001, σ. 262.

(4)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P5_TA(2002)0082.

(5)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P5_TA(2002)0367.

(6)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P5_TA(2002)0449.

(7)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0238.

(8)  ΕΕ L 150, 18.6.2003, σ. 67.

(9)  Έγγραφο του Συμβουλίου 5742/04.

(10)  Κατευθυντήριες αρχές σχετικά με τις συμφωνίες μεταξύ ενός συμβαλλόμενου κράτους του καταστατικού της Ρώμης του ΔΠΔ και των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με τους όρους για την παράδοση προσώπων στο Δικαστήριο.

(11)  Απόφαση 2002/494/ΔΕΥ της 13ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικτύου σημείων επαφής σε σχέση με πρόσωπα που ευθύνονται για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου (ΕΕ L 167, 26.6.2002, σ. 1)· απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, 18.7.2002, σ. 1)· απόφαση 2003/335/JHA, της 8ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη διερεύνηση και δίωξη της γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου (ΕΕ L 118, 14.5.2003, σ. 12).

(12)  Άρθρα 2, 3, παράγραφος 5, και 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(13)  ΕΕ L 115, 28.4.2006, σ. 50.


Top