Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CN0457

    Υπόθεση C-457/10 P: Αναίρεση που άσκησαν στις 16 Σεπτεμβρίου 2010 η AstraZeneca AB και η AstraZeneca plc κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο πενταμελές τμήμα,) την 1η Ιουλίου 2010 στην υπόθεση T-321/05, AstraZeneca AB, AstraZeneca plc κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    ΕΕ C 301 της 6.11.2010, p. 18–19 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    6.11.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 301/18


    Αναίρεση που άσκησαν στις 16 Σεπτεμβρίου 2010 η AstraZeneca AB και η AstraZeneca plc κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο πενταμελές τμήμα,) την 1η Ιουλίου 2010 στην υπόθεση T-321/05, AstraZeneca AB, AstraZeneca plc κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    (Υπόθεση C-457/10 P)

    ()

    2010/C 301/27

    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσες: AstraZeneca AB, AstraZeneca plc (εκπρόσωποι: Μ. Brealey QC, M. Hoskins QC, D. Jowell, Barristers, F. Murphy, Solicitor)

    Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA), Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Αιτήματα των αναιρεσειουσών

    Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010 στην υπόθεση T-321/05·

    να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής (2005) 1757 τελικό της 15ης Ιουνίου 2005 (υπόθεση COMP/A.37.507/F3 — AstraZeneca)·

    επικουρικώς, να μειώσει, κατά την κρίση του, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν διάφορους λόγους αναιρέσεως που στηρίζονται σε πλάνη περί το δίκαιο και παρατίθενται συνοπτικώς με χωριστούς τίτλους ως εξής:

     

    Ορισμός της σχετικής αγοράς των προϊόντων. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεχόμενο την εκτίμηση που περιέχεται στην απόφαση της Επιτροπής για τη σχετική αγορά των προϊόντων, ότι κατά την περίοδο 1993-2000 υπήρχε αυτοτελής αγορά αναστολέων αντλίας πρωτονίων (στο εξής: PPI). Προβάλλονται συναφώς δύο λόγοι αναιρέσεως.

    Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έχει δύο σκέλη. Πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε διότι παρέλειψε να αναλύσει χρονολογικά τα αποδεικτικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να κρίνει τη σχετική αγορά των προϊόντων το 1993 στηριζόμενο στην επικρατούσα το 2000 κατάσταση του ανταγωνισμού μεταξύ των PPI και των αναστολέων H2. Δεύτερον, ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε διότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η χρήση των PPI αυξήθηκε σταδιακώς, κρίνοντας ότι η χαρακτηριζόμενη από «αδράνεια» πρακτική των συνταγογραφούντων ιατρών ήταν άνευ σημασίας για τον ορισμό της σχετικής αγοράς.

    Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως συνίσταται στο ότι το ζήτημα του συνολικού κόστους θεραπείας με αναστολείς H2 σε σύγκριση με το κόστος θεραπείας με PPI είναι ουσιώδες προκειμένου να συνεκτιμηθούν οι διαφοροποιήσεις των τιμών κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς και το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε διότι δεν έλαβε υπόψη το συνολικό κόστος θεραπείας.

     

    Η πρώτη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως σε σχέση με τα συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασίας. Ο λόγος αναιρέσεως που αφορά την πρώτη κατάχρηση έχει δύο σκέλη. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας την έννοια του ανταγωνισμού βάσει του κριτηρίου της αποδόσεως. Το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε, εκτιμώντας αν οι δηλώσεις των αναιρεσειουσών ενώπιον των αρμοδίων αρχών απονομής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ήταν αντικειμενικώς παραπλανητικές, διότι απέρριψε ως άνευ σημασίας την εύλογη και καλόπιστη αντίληψη της αναιρεσείουσας περί των νομίμων δικαιωμάτων της όσον αφορά τα συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασίας. Η έλλειψη διαφάνειας δεν αρκεί από μόνη της για τη διαπίστωση καταχρήσεως, αλλά απαιτείται επιπροσθέτως η ύπαρξη δόλου ή απάτης. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ποια συμπεριφορά κατατείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι αυτή καθαυτή η υποβολή αιτήσεως για την παροχή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο μπορεί να τεθεί σε ισχύ μετά από 5-6 έτη συνιστά συμπεριφορά δυνάμενη να θεωρηθεί ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό ανεξαρτήτως της παροχής και/ή της ασκήσεως τελικώς του εν λόγω δικαιώματος. Και τούτο διότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν συνδέεται ή απέχει χρονικά από την αγορά που φέρεται να επηρεάζει.

     

    Η δεύτερη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως: ανάκληση αδειών κυκλοφορίας των προϊόντων στην αγορά. Ο λόγος αναιρέσεως που αφορά τη δεύτερη κατάχρηση έχει δύο σκέλη. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας την έννοια του ανταγωνισμού βάσει του κριτηρίου της αποδόσεως. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε εσφαλμένως ότι η άσκηση ενός απόλυτου δικαιώματος βάσει του κοινοτικού δικαίου καθιστά αδύνατο τον αξιοκρατικό ανταγωνισμό.

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ποια συμπεριφορά κατατείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι αυτή καθαυτή η άσκηση ενός νομίμου δικαιώματος βάσει του κοινοτικού δικαίου κατατείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Επικουρικώς, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η άσκηση ενός δικαιώματος που απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο μπορεί κατ’ αρχήν να συνεπάγεται κατάχρηση, τότε απαιτείται η συνδρομή ενός πρόσθετου στοιχείου προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταχρήσεως και δεν αρκεί απλώς η δυνατότητα στρεβλώσεως του ανταγωνισμού. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η άσκηση ενός νομίμου δικαιώματος κατέτεινε στον περιορισμό του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Τούτο ισχύει και για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν στην περίπτωση υποχρεωτικής χορηγήσεως αδειών, την οποία αφορά εν προκειμένω η δεύτερη κατάχρηση.

     

    Πρόστιμα. Το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (1) διότι δεν απέρριψε τον εκ μέρους της Επιτροπής υπολογισμό του προστίμου και δεν έλαβε υπόψη τον καινοφανή χαρακτήρα των φερόμενων καταχρήσεων, την μη ουσιώδη επιρροή τους στον ανταγωνισμό και άλλες ελαφρυντικές περιστάσεις.


    (1)  ΕΟΚ Συμβούλιο: Κανονισμός αριθ. 17: Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΕ Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 08, τόμος 1, σ. 0025.


    Top