Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CN0404

    Υπόθεση C-404/09: Προσφυγή της 20ής Οκτωβρίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας

    ΕΕ C 11 της 16.1.2010, p. 15–16 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    16.1.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 11/15


    Προσφυγή της 20ής Οκτωβρίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας

    (Υπόθεση C-404/09)

    2010/C 11/26

    Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: F. Castillo de la Torre, D. Recchia και J.-B. Laignelot)

    Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας

    Αιτήματα της προσφεύγουσας

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κρίνει:

    α)

    ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, εγκρίνοντας τη λειτουργία των υπαίθριων ορυχείων «Fonfría», «Nueva Julia» και «Los Ladrones» χωρίς να εξαρτήσει την έγκριση αυτή από προηγούμενη αξιολόγηση με σκοπό να προσδιοριστούν, να περιγραφούν και να εκτιμηθούν δεόντως τα άμεσα, έμμεσα και σωρευτικά αποτελέσματα που έχει η λειτουργία των υφιστάμενων υπαίθριων ορυχείων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 3 και 5, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, που τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΟΚ.

    β)

    ότι, από το 2000, ημερομηνία κατά την οποία η περιοχή «Alto Sil» χαρακτηρίστηκε ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας Πτηνών (στο εξής: ΖΕΠΠ), το Βασίλειο της Ισπανίας,

    εγκρίνοντας τη λειτουργία των υπαίθριων ορυχείων «Nueva Julia» και «Los Ladrones» χωρίς να εξαρτήσει την έγκριση αυτή από κατάλληλη αξιολόγηση των ενδεχομένων επιπτώσεων των εν λόγω σχεδίων και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να εξασφαλίσει ότι, παρά τους κινδύνους που παρουσίαζαν τα προαναφερθέντα σχέδια για το είδος «αγριόκουρκος» που συνιστά ένα από τα προστατευόμενα είδη που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό της περιοχής «Alto Sil» ως ΖΕΠΠ και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, εντούτοις πληρούνταν οι όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται η πραγματοποίηση ενός σχεδίου μόνο για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και μόνον κατόπιν ανακοινώσεως στην Επιτροπή των αναγκαίων αντισταθμιστικών μέτρων για την εξασφάλιση της συνοχής του προγράμματος Natura 2000,

    και, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αποτρέψει την καταστροφή των οικοτόπων του εν λόγω είδους, καθώς και την πρόκληση σημαντικής διατάραξης των συνθηκών διαβίωσης του είδους αυτού από τα ορυχεία «Feixolín», «Salguero-Prégame-Valdesegadas», «Fonfría», «Ampliación de Feixolín» και «Nueva Julia», γεγονός που οδήγησε στον χαρακτηρισμό της εν λόγω περιοχής ως ΖΕΠΠ,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, σε σχέση με τη ΖΕΠΠ «Alto Sil», από το άρθρο 6, παράγραφοι 2,3 και 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (2).

    γ)

    ότι, από τον Ιανουάριο του 1998, το Βασίλειο της Ισπανίας,

    παραλείποντας να λάβει, όσον αφορά την εξορυκτική δραστηριότητα των ορυχείων «Feixolín», «Salguero-Prégame-Valdesegadas», «Fonfría», και «Nueva Julia», τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει το οικολογικό ενδιαφέρον που είχε σε εθνικό επίπεδο η προτεινόμενη περιοχή «Alto Sil»,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, σε σχέση την προτεινόμενη περιοχή «Alto Sil», από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή διατυπώθηκε με τις αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2005, C–117/03, Società Italiana Dragaggi SpA και λοιποί κατά Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti και Regione Autonoma Friuli Venezia Giulia (Συλλογή 2005, σ. Ι-167) και της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C-244/05, Bund Naturschutz in Bayern eV και λοιποί κατά Freistaat Bayern (Συλλογή 2006, σ. Ι-8445), και

    δ)

    ότι, από τον Δεκέμβριο του 2004, το Βασίλειο της Ισπανίας,

    επιτρέποντας τη διεξαγωγή υπαίθριων εξορυκτικών εργασιών (στην περίπτωση των ορυχείων «Feixolín», «Salguero-Prégame-Valdesegadas», «Fonfría» και «Nueva Julia») οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό τα στοιχεία της φυσικής κληρονομιάς που καθόρισαν τον χαρακτηρισμό της περιοχής «Alto Sil» ως τόπου κοινοτικής σημασίας (στο εξής: ΤΚΣ) χωρίς να εκτιμήσει δεόντως τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των εν λόγω εξορυκτικών εργασιών και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να εξασφαλίσει ότι, παρά το γεγονός ότι τα σχέδια αυτά έθεταν σε κίνδυνο τα στοιχεία της φυσικής κληρονομιάς που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό της περιοχής «Alto Sil» και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, εντούτοις πληρούνταν οι όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται η πραγματοποίηση των προαναφερθέντων σχεδίων μόνο για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και μόνον κατόπιν ανακοινώσεως στην Επιτροπή των αναγκαίων αντισταθμιστικών μέτρων για την εξασφάλιση της συνοχής του προγράμματος Natura 2000,

    και παραλείποντας, σε σχέση με τα σχέδια αυτά, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αποτρέψει την καταστροφή των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και την πρόκληση σημαντικής διατάραξης των συνθηκών διαβίωσης των ειδών από τα ορυχεία «Feixolín», «Salguero-Prégame-Valdesegadas», «Fonfría», «Nueva Julia» και «Ampliación de Feixolín»,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, σε σχέση με τον ΤΚΣ «Alto Sil», από το άρθρο 6, παράγραφοι 2,3 και 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ,

    να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

    Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

    Η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι η επιχείρηση Minero Siderúrgica de Ponferrada (MSP) εκμεταλλευόταν διάφορα υπαίθρια ανθρακωρυχεία που μπορούσαν να επηρεάσουν τα στοιχεία της φυσικής κληρονομιάς της περιοχής «Alto Sil» (ES0000210) που βρίσκεται στην επαρχία León, στα νοτιανατολικά της αυτόνομης κοινότητας Castilla y León, και η οποία προτεινόταν να χαρακτηριστεί ως τόπος κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ). Οι πληροφορίες επιβεβαίωσαν όχι μόνον ότι υπήρχαν διάφορες υπαίθριες εγκαταστάσεις εξορύξεως άνθρακα, αλλά επίσης, ότι η υπαίθρια εξορυκτική δραστηριότητα θα εξακολουθούσε μέσω της λειτουργίας νέων ορυχείων που είχαν εγκριθεί ή άλλων των οποίων εκκρεμούσε η έγκριση.

    Όσον αφορά την οδηγία 85/337/ΕΟΚ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν ελήφθη υπόψη η ενδεχόμενη έμμεση, σωρευτική ή συνεργιστική επίδραση της λειτουργίας των τριών επίμαχων ορυχείων στα ευπαθέστερα είδη.

    Η Επιτροπή φρονεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των οικείων σχεδίων, της εγγύτητάς τους και των διαχρονικών τους αποτελεσμάτων, η περιγραφή της σημαντικής επίδρασής τους περιβάλλον πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνει «τις άμεσες, τις έμμεσες και τις σωρευτικές, τις βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες […] επιπτώσεις του σχεδίου», σύμφωνα με το παράρτημα IV της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ.

    Ως προς την οδηγία 92/43 περί των οικοτόπων, τα αιτήματα της προσφυγής αφορούν κυρίως τα είδη «αγριόκουρκος» και «άρκτος η κοινή». Η Επιτροπή φρονεί ότι οι συνέπειες της λειτουργίας των ορυχείων επί των ειδών αυτών δεν μπορούν να εκτιμηθούν μόνον ως προς την άμεση καταστροφή των κρίσιμων για τα εν λόγω είδη ζωνών, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη ο ευρύτερος κατακερματισμός, η επιδείνωση και η καταστροφή οικοτόπων που είναι δυνητικώς κατάλληλοι για την αναπλήρωση των ειδών αυτών καθώς και η αύξηση του βαθμού της προκαλούμενης διατάραξης των συνθηκών διαβίωσής τους, πτυχές που δεν έχουν συνεκτιμηθεί. Προστίθεται επιπλέον ο κίνδυνος να επέλθει οριστική στεγανοποίηση λόγω της μετακίνησης και του κατακερματισμού των πληθυσμών.

    Συνοψίζοντας, κατά την Επιτροπή, τα εν λόγω υπαίθρια ορυχεία επιδεινώνουν τις συνθήκες που θεωρείται ότι συμβάλλουν στην παρακμή των ειδών αυτών, οπότε οι αρχές δεν μπορούν να συναγάγουν ότι οι επιπτώσεις των οικείων δραστηριοτήτων επί των εν λόγω ειδών είναι ασήμαντες.

    Επομένως, η Επιτροπή φρονεί ότι οι ισπανικές αρχές δεν αξιολόγησαν δεόντως τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της λειτουργίας των ορυχείων επί των ειδών «αγριόκουρκος» και «άρκτος η κοινή», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3. Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, αν είχε πραγματοποιηθεί τέτοια αξιολόγηση, θα έπρεπε να έχει συναχθεί, τουλάχιστον, ότι δεν ικανοποιείται η απαίτηση της νομολογίας κατά την οποία πρέπει να υφίσταται βεβαιότητα ότι τα εγκεκριμένα σχέδια δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί των απειλούμενων ειδών. Τούτο προϋποθέτει ότι οι αρχές θα μπορούσαν να έχουν εγκρίνει τα προαναφερθέντα σχέδια εκμετάλλευσης υπαίθριων ορυχείων μόνον κατόπιν ελέγχου της συνδρομής των όρων του άρθρου 4, παράγραφος 4, ήτοι, ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, περιλαμβανομένης της «εναλλακτικής μηδέν», μόνον αφού ορίσουν ότι συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι σημαντικού συμφέροντος που δικαιολογούν την εφαρμογή του συστήματος παρεκκλίσεων που περιέχει το εν λόγω άρθρο και αφού καθορίσουν, εφόσον απαιτείται, τα κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα.


    (1)  ΕΕ L 175, σ. 40.

    (2)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7)


    Top