Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CN0567

    Υπόθεση C-567/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Raad van State (Κάτω Χώρες) στις 27 Δεκεμβρίου 2007 — Minister voor Wonen, Wijken en Integratie κατά Woningstichting Sint Servatius

    ΕΕ C 64 της 8.3.2008, p. 24–25 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    8.3.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 64/24


    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Raad van State (Κάτω Χώρες) στις 27 Δεκεμβρίου 2007 — Minister voor Wonen, Wijken en Integratie κατά Woningstichting Sint Servatius

    (Υπόθεση C-567/07)

    (2008/C 64/36)

    Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

    Αιτούν δικαστήριο

    Raad van State

    Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

    Εφεσείων: Minister voor Wonen, Wijken en Integratie

    Εφεσίβλητο: Woningstichting Sint Servatius

    Προδικαστικά ερωτήματα

    1.

    Υφίσταται περιορισμός της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56 της Συνθήκης ΕΚ, όταν, χωρίς προηγούμενη συναίνεση του υπουργού, δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση διασυνοριακών δραστηριοτήτων από επιχείρηση που έχει λάβει έγκριση βάσει νόμου για να μεριμνά για τα συμφέροντα της λαϊκής στέγης στις Κάτω Χώρες, δυναμένη προς τούτο να ζητεί να της χορηγηθούν δημόσιοι πόροι, μπορεί να ασκεί δραστηριότητες βάσει του νόμου αποκλειστικώς χάριν αυτού του συμφέροντος, ο δε τομέας δραστηριοτήτων της βρίσκεται κατ' αρχήν στις Κάτω Χώρες («εγκεκριμένος φορέας»);

    2.α.

    Μπορεί το συμφέρον της λαϊκής στέγης ενός κράτους μέλους να θεωρηθεί ως συμφέρον που αφορά τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 58 της Συνθήκης ΕΚ;

    2.β.

    Μπορεί το συμφέρον της λαϊκής στέγης ενός κράτους μέλους να θεωρηθεί ως αναγνωριζόμενος από τη νομολογία του Δικαστηρίου επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος;

    2.γ.

    Μπορεί, ειδικότερα, το συμφέρον που αφορά την αποτελεσματικότητα και τη δυνατότητα χρηματοδοτήσεως του συστήματος λαϊκής στέγης σε κράτος μέλος να θεωρηθεί ως συμφέρον που αφορά τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 58 της Συνθήκης ΕΚ ή ως αναγνωριζόμενος από τη νομολογία του Δικαστηρίου επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος;

    3.α.

    Αν θεωρηθεί ότι η προϋπόθεση περί προηγούμενης συναινέσεως για έναν εγκεκριμένο φορέα κατά την έννοια του ερωτήματος 1 συνιστά περιορισμό για τον οποίο υφίστανται δικαιολογητικές αιτίες κατά την έννοια των ερωτημάτων 2.α, 2.β και 2.γ, είναι τότε ο περιορισμός αυτός αναγκαίος και σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας;

    3.β.

    Διαθέτει ένα κράτος μέλος κατά την επίκληση αυτών των δικαιολογητικών αιτιών ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό του περιεχομένου του οικείου γενικού συμφέροντος και του τρόπου με τον οποίο αυτό εξυπηρετείται; Έχει επίσης σημασία εν προκειμένω το ότι η Κοινότητα δεν έχει καμία, ή σχεδόν καμία, αρμοδιότητα στον τομέα της λαϊκής στέγης;

    4.α.

    Μπορεί ένα κράτος μέλος να επικαλεσθεί επίσης το άρθρο 86, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, προκειμένου να δικαιολογήσει ένα περιορισμό στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, παράλληλα, ή σε συνάρτηση, με τους μνημονευόμενους στο άρθρο 58 της Συνθήκης ΕΚ και αναγνωριζόμενους από τη νομολογία του Δικαστηρίου επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όταν στις οικείες επιχειρήσεις έχουν παρασχεθεί ειδικά δικαιώματα και οι επιχειρήσεις αυτές είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος;

    4.β.

    Έχουν οι κατά το άρθρο 58 της Συνθήκης ΕΚ και αναγνωριζόμενοι από τη νομολογία του Δικαστηρίου επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος το ίδιο περιεχόμενο με το γενικό οικονομικό συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ;

    4.γ.

    Έχει η επίκληση από το οικείο κράτος μέλος του άρθρου 86, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, στο πλαίσιο της οποίας προβάλλεται ότι οι οικείες επιχειρήσεις, στις οποίες έχουν παρασχεθεί ειδικά δικαιώματα, εκπληρώνουν αποστολή γενικού οικονομικού συμφέροντος, μεγαλύτερη βαρύτητα έναντι της επικλήσεως γενικών συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 58 της Συνθήκης ΕΚ και των αναγνωριζόμενων από τη νομολογία του Δικαστηρίου επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος;

    5.α.

    Μπορούν επιχειρήσεις, όπως εγκεκριμένοι φορείς κατά την έννοια του ερωτήματος 1, που, αφενός, πρέπει να χρησιμοποιούν όλες τις δυνατότητές τους επ' ωφελεία της λαϊκής στέγης, οι οποίες όμως, αφετέρου, επιδίδονται επίσης σε εμπορικές δραστηριότητες επ' ωφελεία της λαϊκής στέγης, να θεωρηθούν ως προς το σύνολο ή ως προς μέρος της αποστολής τους ως επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ;

    5.β.

    Είναι αναγκαίο, για να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα 5.α, οι οικείες επιχειρήσεις να τηρούν χωριστή λογιστική, βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστώνεται σαφώς ποιες δαπάνες και ποια έσοδα συνδέονται με, αφενός, τις κοινωνικές και, αφετέρου, τις εμπορικές τους δραστηριότητες και η υποχρέωση αυτή να προβλέπεται από εθνική νομοθετική διάταξη; Πρέπει τότε να διασφαλίζεται κατ' αυτόν το τρόπο ότι οι χρηματοοικονομικοί πόροι κράτους μέλους αποβαίνουν αποκλειστικώς προς όφελος των κοινωνικών δραστηριοτήτων και της συνεχούς ασκήσεώς τους;

    6.α.

    Αν ένας εγκεκριμένος φορέας κατά την έννοια του ερωτήματος 1 μπορεί να θεωρηθεί ως προς το σύνολο ή ως προς μέρος των δραστηριοτήτων του ως επιχείρηση που είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, μπορεί τότε το γεγονός ότι είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση τέτοιου είδους υπηρεσιών να δικαιολογεί την επιβολή στον εγκεκριμένο φορέα περιορισμού στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56 της Συνθήκης ΕΚ;

    6.β.

    Διαθέτει ένα κράτος μέλος κατά την επίκληση αυτών των δικαιολογητικών αιτιών ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό του περιεχομένου του οικείου γενικού συμφέροντος και του τρόπου με τον οποίο αυτό εξυπηρετείται; Έχει επίσης σημασία εν προκειμένω το ότι η Κοινότητα δεν έχει καμία, ή σχεδόν καμία, αρμοδιότητα στον τομέα της λαϊκής στέγης;

    7.α.

    Μπορεί το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος θέτει στη διάθεση ορισμένων επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, χρηματοοικονομικούς πόρους να καθιστά αναγκαίο τον εδαφικό περιορισμό των δραστηριοτήτων τους, προκειμένου κατ' αυτόν τον τρόπο να αποτρέπεται το ενδεχόμενο οι πόροι αυτοί να συνιστούν αθέμιτη κρατική ενίσχυση και οι επιχειρήσεις, χρησιμοποιώντας αυτούς τους πόρους, να ανταγωνίζονται υπό μη σύμφωνους με την αγορά όρους σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεις εντός αυτού του κράτους μέλους;

    7.β.

    Μπορεί ένα κράτος μέλος, εν προκειμένω οι Κάτω Χώρες, να επιβάλλει έναντι εγκεκριμένων φορέων κατά την έννοια του ερωτήματος 1, που θέλουν να ασκήσουν εντός άλλου κράτους μέλους δραστηριότητες κοινωνικής και οικονομικής φύσεως στον τομέα της κατασκευής κατοικιών, τον όρο περί προηγουμένης συναινέσεως, όταν στο πρώτο από αυτά τα κράτη μέλη δεν υφίσταται καμία νομική υποχρέωση διαχωρισμού αυτών των δύο ειδών δραστηριοτήτων; Αποτελεί, σ' αυτή την περίπτωση, ο όρος περί προηγουμένης συναινέσεως αναγκαίο και σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας μέσο αναφορικά με την τήρηση των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ;


    Top