EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006AE0409

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ, Ευρατόμ) ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων SEC(2005) 1240 τελικό

ΕΕ C 110 της 9.5.2006, p. 46–49 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/46


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ, Ευρατόμ) ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

SEC(2005) 1240 τελικό

(2006/C 110/09)

Στις 12 Οκτωβρίου 2006, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να καταρτίσει γνωμοδότηση σχετικά με το ανωτέρω θέμα.

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή» στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές εργασίες της ΕΟΚΕ επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 24 Φεβρουαρίου 2006 με εισηγητή τον κ. BURANI.

Κατά τη 425η σύνοδο ολομέλειάς της, συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 146 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 1 αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα

1.1

Η ΕΟΚΕ συγχαίρει την Επιτροπή για το σύνθετο και ενδελεχές έργο που επιτέλεσε με στόχο την απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών· επισημαίνει, εντούτοις, ότι υφίσταται κάποια απόκλιση μεταξύ της αναφοράς που πραγματοποιείται στην αρχή της αιτιολογικής έκθεσης («το παρόν σχέδιο .... εξετάζει τις τεχνικές τροποποιήσεις που μπορούν να εισαχθούν βάσει του ισχύοντος κανονισμού») και της απτής εμβέλειας πολυάριθμων διατάξεων.

1.1.1

Πολλές από τις «τεχνικές» τροποποιήσεις που αφορούν τις σχέσεις με τις επιχειρήσεις και τους πολίτες έχουν «πολιτική» σημασία και εμβέλεια: η μεγιστοποίηση της διαφάνειας, η επιτάχυνση των διαδικασιών, η επίσπευση του χρόνου ανταπόκρισης και η επίδειξη μεγαλύτερης εμπιστοσύνης προς τους κοινωνικούς εταίρους αποτελούν ενδείξεις μιας απολύτως ευπρόσδεκτης εξέλιξης όσον αφορά τη «διακυβέρνηση» της δημόσιας διοίκησης.

1.2

Εξάλλου, η ΕΟΚΕ οφείλει να επισημάνει ότι απαιτείται η επίδειξη σύνεσης: η επιθυμία για ευνοϊκή αντιμετώπιση των κοινωνικών εταίρων δεν πρέπει να επισκιάσει το γεγονός ότι για τους διαχειριστές του δημοσίου χρήματος απαιτείται ένα όριο ως προς την ευελιξία, το οποίο έγκειται στη συγκριτική αξιολόγηση των δυνητικών ελλειμμάτων και των πραγματικά εξοικονομούμενων πόρων, δηλαδή με άλλα λόγια αφορά το δύσκολο αλλά αναγκαίο εγχείρημα που συνίσταται στην αξιολόγηση του κινδύνου. Το εν λόγω εγχείρημα μπορεί να μην είναι διόλου προσφιλές στους διαχειριστές, αλλά φαίνεται ότι αποτελεί τη μόνη λογική ακολουθητέα πορεία.

2.   Ιστορικό

2.1

Στο υπό εξέταση έγγραφο καθορίζονται μεν οι κανόνες εφαρμογής του ισχύοντος δημοσιονομικού κανονισμού αριθ. 1605/2002, αλλά συγχρόνως — και με στόχο την επίσπευση του χρόνου εκτέλεσης — συνεκτιμώνται διάφορες τεχνικές τροποποιήσεις οι οποίες εισάγονται με τη νέα πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που βρίσκεται επί του παρόντος στο στάδιο της υιοθέτησης (1). Αυτό το τελευταίο έγγραφο έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ (2).

2.2

Σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε και στην προηγούμενη γνωμοδότησή της, η ΕΟΚΕ δεν προτίθεται να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τις αμιγώς τεχνικολογιστικές πτυχές, οι οποίες μπορούν να εξετασθούν αποτελεσματικότερα από τους θεσμικούς οργανισμούς που διαθέτουν κατάλληλη επαγγελματική ικανότητα και άμεση εμπειρία επί του θέματος. Αντ' αυτού, θα εστιάσει την προσοχή της, όπως και κατά το παρελθόν, στους κανόνες που θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο σε τρίτους (οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών), οι οποίοι διατηρούν σχέσεις με τα ευρωπαϊκά όργανα.

2.3

Τρεις από τις τεχνικολογιστικού περιεχομένου αρχές του προϋπολογισμού — δηλαδή, η αρχή της ενότητας, η αρχή της ετήσιας διάρκειας και η αρχή της ενιαίας νομισματικής μονάδας — παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες και απλώς τροποποιούνται ή αποσαφηνίζονται. Όσον αφορά την τέταρτη αρχή — την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης — η πρόταση κανονισμού εμπνέεται από τα ήδη ισχύοντα κριτήρια, παρέχοντας ωστόσο περισσότερες διευκρινίσεις σχετικά με το περιεχόμενο της εκ των προτέρων αξιολόγησης, καθώς και σαφέστερες κατευθύνσεις όσον αφορά την εμβέλεια της εκ των προτέρων, της ενδιάμεσης και της εκ των υστέρων αξιολόγησης, υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας. Η ΕΟΚΕ σημειώνει την πρόθεση της Επιτροπής να προβεί στην «αναδιατύπωση» των προτεραιοτήτων αξιολόγησης, «έτσι ώστε να εστιασθούν σε προτάσεις με πραγματική επίδραση στις επιχειρήσεις και στους πολίτες», δήλωση η οποία δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτή με εξαιρετική ικανοποίηση.

2.4

Επιδεικνύοντας την ίδια ευαισθησία έναντι των προσδοκιών των επιχειρήσεων και των πολιτών, αλλά και τη μέγιστη δυνατή προσοχή έναντι της ορθολογικής χρησιμοποίησης του δημοσίου χρήματος, η Επιτροπή τονίζει ότι τα πειραματικά σχέδια και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες ενδείκνυται να υπόκεινται σε αξιολόγηση όταν πρόκειται να συνεχισθούν ως προγράμματα. Ωστόσο, προκειμένου να απλοποιηθούν οι διαδικασίες, δεν θα πρέπει να επαναλαμβάνεται η αξιολόγηση σχεδίων ή ενεργειών που έχουν ήδη αξιολογηθεί, όπως π.χ. σε περίπτωση ανάληψης κοινών ενεργειών από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Οι παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η ΕΟΚΕ στην προαναφερθείσα γνωμοδότησή της σχετικά με την πρόταση κανονισμού ισχύουν, προφανώς, και για τους κανόνες εφαρμογής: από τη μια πλευρά η ΕΟΚΕ δεν μπορεί παρά να επικροτήσει την υιοθέτηση απλούστερων διαδικασιών και ελαστικότερων κριτηρίων για την εφαρμογή των κανόνων, αλλά από την άλλη πλευρά δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί την τάση να εκλαμβάνεται ως «αμελητέο» κάθε ποσό που είναι χαμηλότερο από ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο. Με άλλα λόγια, η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την αύξηση των κατώτατων ορίων πέραν των οποίων οι διαδικασίες απλοποιούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το επίπεδο της προσοχής και του ελέγχου των δαπανών μπορεί να καταστεί ελαστικότερο, με το αιτιολογικό ότι η ενδεχόμενη υλική ζημία δεν θα είχε καμία ουσιαστική επίπτωση στο σύνολο του προϋπολογισμού.

3.2

Χωρίς να επιδιώκει να αναφερθεί στην καταπάτηση και στην υπερβολική επίκληση των αρχών της δημόσιας ηθικής, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να επιστήσει την προσοχή στον κίνδυνο που εγκυμονεί η χαλάρωση της επαγρύπνησης έναντι της νομιμότητας των πράξεων δαπανών που αφορούν ποσά θεωρούμενα ως «χαμηλά», ιδιαίτερα στην περίπτωση των επιχορηγήσεων και των δημοσίων συμβάσεων. Η επιτάχυνση των διαδικασιών δεν πρέπει να δημιουργήσει στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι είναι δυνατόν να εξευρεθούν και άλλοι τρόποι, πέραν των νομίμων, για την άντληση κεφαλαίων από τις δημόσιες αρχές: μια τέτοιου είδους εντύπωση θα συνιστούσε βαρύτατο πλήγμα για την εικόνα της Ευρώπης.

3.3

Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι μια προσεκτική διερεύνηση των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) από τις αρμόδιες λογιστικές υπηρεσίες της Επιτροπής θα συνέβαλε στην εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας ή των δυνητικών «αδυναμιών» τόσο των υφισταμένων όσο και των μελλοντικών απλοποιήσεων: τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις αποκαλυφθείσες περιπτώσεις απάτης θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή πολύτιμων πληροφοριών.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1

Το νέο άρθρο 85α αφορά την άσκηση προσφυγής εκ μέρους τρίτων κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα, περιοδικές χρηματικές ποινές ή άλλες κυρώσεις: για την προστασία των συμφερόντων της Κοινότητας, ο υπόλογος οφείλει να ζητήσει από τον προσφεύγοντα την προσωρινή κατάθεση είτε του αντίστοιχου ποσού είτε χρηματικής εγγύησης (ο χρησιμοποιούμενος τεχνικός όρος είναι απλώς «εγγύηση»). Η εγγύηση πρέπει να προβλέπει ότι — σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής — ο εγγυητής θα καταβάλει το ποσό που ζητεί η αρμόδια αρχή πάραυτα, άνευ όρων και χωρίς να απαιτείται προγενέστερη αναγκαστική εκτέλεση έναντι του οφειλέτη. Από τεχνική άποψη, πρόκειται για εγγύηση εκτελεστή κατόπιν του πρώτου αιτήματος, σύμφωνα με την αρχή «solve et repete» που έχει υιοθετηθεί από πολλές φορολογικές υπηρεσίες και συνηθίζεται στο πλαίσιο των διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων.

4.1.1

Η ΕΟΚΕ δεν έχει καμία ιδιαίτερη αντίρρηση ως προς αυτό το είδος εγγύησης· σημειώνει, απλώς, ότι η εγγύηση που καθίσταται εκτελεστή κατόπιν του πρώτου αιτήματος είναι πιο επαχθής από μια συνήθη εγγύηση, καθώς και ότι οι προμήθειες υπολογίζονται κατ' αναλογία προς τη χρονική διάρκεια ισχύος της εγγύησης. Λαμβανομένης υπόψη της δαπάνης που επιβαρύνει τον προσφεύγοντα, οι διαδικασίες εξέτασης των προσφυγών θα πρέπει εύλογα να καταστούν ταχύτερες από ό,τι επί του παρόντος. Μολονότι η εν λόγω παράμετρος — για την οποία διαμαρτύρονται αρκετοί κοινωνικοί εταίροι — δεν σχετίζεται άμεσα ούτε με το δημοσιονομικό κανονισμό ούτε με τους κανόνες εφαρμογής του, καλό θα ήταν να αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης στο πλαίσιο των σχέσεων των διοικητικών αρχών με τρίτους.

4.2

Το νέο άρθρο 90 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι στην περίπτωση των δημοσίων συμβάσεων και των επιχορηγήσεων που συνδέονται με τομεακά προγράμματα, η έγκριση των ετήσιων προγραμμάτων εργασίας θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε αυτή καθ'εαυτή την απόφαση χρηματοδότησης που είναι αναγκαία για την καταχώρηση της ανάληψης μιας δαπάνης στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το εν λόγω μέτρο, παρότι έχει λογιστικό-διοικητικό εσωτερικό χαρακτήρα, θα μπορούσε ωστόσο να επιταχύνει τις διαδικασίες διάθεσης των πόρων και ως εκ τούτου να αποβεί, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, προς όφελος των πιστωτών ή των δικαιούχων.

4.3

Το άρθρο 129 προβλέπει ότι θα πρέπει να διευκολυνθεί η διαχείριση των δημοσίων συμβάσεων με ύψος χαμηλότερο από συγκεκριμένα κατώτατα όρια. Στην πράξη τούτο σημαίνει ότι, όταν τα σχετικά ποσά δεν είναι πολύ υψηλά, η αρμόδια αρχή δύναται να καταφεύγει σε μια «διαδικασία με διαπραγμάτευση» (ή, ακριβέστερα, σε απευθείας συμφωνία) κατόπιν διαβουλεύσεων με διαφόρους υποψηφίους, και πιο συγκεκριμένα:

για συμβάσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 60 000 ευρώ, με πέντε υποψηφίους·

για συμβάσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 25 000 ευρώ, με τρεις υποψηφίους·

για συμβάσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 3 500 ευρώ, επιτρέπεται η υποβολή προσφοράς από έναν μόνο υποψήφιο.·

Στην πράξη, η εν λόγω νέα διάταξη δεν καινοτομεί, αλλά περιορίζεται στην αναπροσαρμογή, προς τα άνω, των κατώτατων ορίων που ίσχυαν βάσει των προηγούμενων κανόνων.

4.3.1

Εν συνεχεία, τα άρθρα 130 και 134 εισάγουν επίσης ορισμένες απλοποιήσεις. Βάσει του πρώτου εξ αυτών (άρθρο 130), για τις συμβάσεις ύψους κατώτερου των 60 000 ευρώ, η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν να περιορίσει το περιεχόμενο των εγγράφων που αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφοράς στα «απολύτως απαραίτητα» (προφανώς σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια και υπ'ευθύνη της). Βάσει του δεύτερου εξ αυτών (άρθρο 134), η τεκμηρίωση των ικανοτήτων που απαιτούνται για τη συμμετοχή στη διαδικασία ανάθεσης μιας σύμβασης μπορεί να αντικατασταθεί από υπεύθυνη δήλωση· ωστόσο, η αναθέτουσα αρχή διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει, σε ένα δεύτερο στάδιο, την κατάθεση των αποδεικτικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν την αρχική δήλωση.

4.3.2

Μια άλλη απλοποίηση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 134 συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία έχουν ήδη υποβληθεί για άλλους σκοπούς σε αυτήν την ίδια ή σε άλλη αναθέτουσα αρχή, πριν από την πάροδο διαστήματος έξι μηνών. Και σε αυτήν την περίπτωση, η τεκμηρίωση μπορεί να αντικατασταθεί από υπεύθυνη δήλωση.

4.3.3

Το άρθρο 135 προβλέπει την παροχή περαιτέρω διευκολύνσεων όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία της οικονομικής, χρηματοδοτικής, τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας των υποψηφίων. Όντως, το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν, ανάλογα με την αξιολόγηση κινδύνων που πραγματοποιεί, να αποφασίσει να μη ζητήσει τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή περιορίζεται στις συμβάσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 60 000 ευρώ, εάν ο δικαιούχος της σύμβασης είναι η ίδια η αρχή, ή στις συμβάσεις διαφορετικού ύψους, ανάλογα με την περίπτωση, όπου οι δικαιούχοι είναι τρίτοι. Πρόσθετο περιορισμό συνιστά η απαγόρευση της πραγματοποίησης προχρηματοδότησης ή ενδιάμεσης πληρωμής, όταν αποφασίζεται να μη ζητηθούν αποδεικτικά στοιχεία: τούτο αποτελεί μεν εγγύηση για την αρχή, αλλά τροχοπέδη για το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, το οποίο μπορεί να αποφασίσει να προσκομίσει ούτως ή άλλως τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία για να αποφύγει μια δυνητικά επαχθή επιβάρυνση.

4.3.4

Η ΕΟΚΕ επικροτεί το σύνολο των εν λόγω διατάξεων που αποσκοπούν στην ελάφρυνση των διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων — οι οποίες είναι δαπανηρές και για τους υποψηφίους και για την αναθέτουσα αρχή — όταν πρόκειται για σχετικά μικρά ποσά. Εντούτοις, επισημαίνει ότι απαιτείται να επιδειχθεί εξαιρετική επαγρύπνηση για την αποτροπή ενδεχόμενων καταχρήσεων, δεδομένου ότι οι πιθανότητες καταχρήσεων αυξάνονται όταν οι διαδικασίες καθίστανται ελαστικότερες.

4.4

Στο πλαίσιο των κανόνων εφαρμογής, το ζήτημα των επιχορηγήσεων εξετάζεται με ευρύτητα πνεύματος έναντι των κοινωνικών εταίρων και — όπως μπορεί να συναχθεί από το σύνολο των διατάξεων — με συνεκτίμηση της ιδιαίτερης φύσεως των δικαιούχων. Το άρθρο 164 προβλέπει, ως αρχικό μέτρο για τις επιχορηγήσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 25.000 ευρώ, ότι ο διατάκτης έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την παροχή εξαιρετικά απλοποιημένων αποδεικτικών στοιχείων: η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει μεν αυτή τη διαδικασία αλλά δεν μπορεί να μην επισημάνει, αφενός, τις βαριές ευθύνες που επωμίζεται ο διατάκτης και, αφετέρου, τον κίνδυνο να εξαλειφθούν σε ορισμένες περιπτώσεις τα οφέλη της απλοποίησης εξαιτίας μιας — κατανοητής — απροθυμίας για την ανάληψη των εν λόγω ευθυνών.

4.5

Διάφορες άλλες διατάξεις έχουν ως στόχο τη διευκόλυνση ή την παροχή πρόσβασης στην κοινοτική χρηματοδότηση για οργανισμούς διαφόρων ειδών: προς το σκοπό αυτό, για τους οργανισμούς που βρίσκονται σε κατάσταση μονοπωλίου εκ των πραγμάτων ή εκ του νόμου, το άρθρο 168 επιβάλλει απλώς τη διενέργεια μιας άτυπης έρευνας η οποία πρέπει να λάβει τη μορφή αιτιολογημένης δήλωσης του διατάκτη. Το άρθρο 162, το οποίο προέβλεπε επιδοτήσεις λειτουργίας — χωρίς μείωση σε περίπτωση ανανέωσης — προς όφελος οργανισμών που επιδιώκουν στόχο γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος, επεκτείνει τον κατάλογο των πιθανών δικαιούχων στους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται τόσο στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας όσο και για την προώθηση της ιθαγένειας. Το άρθρο 172 επιτρέπει στο διατάκτη να υπολογίσει τη συγχρηματοδότηση σε είδος (όπως η εθελοντική εργασία) ως συνεισφορά εκ μέρους του χρηματοδοτούμενου οργανισμού.

4.5.1

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει μεν το σύνολο των εν λόγω διατάξεων, αλλά επισημαίνει ακόμη μια φορά ότι οι ελαστικότεροι κανόνες ενέχουν κινδύνους για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, επιβαρύνουν με ευθύνες τους διατάκτες και επιβάλλουν τη διενέργεια αυστηρότερων ελέγχων.

4.6

Μια σειρά άλλων διατάξεων αποσκοπεί στην απλοποίηση των διαδικασιών: πλέον όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα (και όχι μόνον τα ιδρύματα δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως κατά το παρελθόν) απαλλάσσονται από την επαλήθευση της οικονομικής ικανότητας (άρθρο 176)· όσον αφορά τις επιχορηγήσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 25 000 ευρώ, ο διατάκτης έχει τη δυνατότητα να συντάξει μια συμφωνία/σύμβαση επιχορήγησης με περιορισμένο αριθμό στοιχείων (άρθρο 164). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 173, η υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων για τη διενέργεια εξωτερικού λογιστικού ελέγχου δεν ισχύει για τις συμφωνίες/συμβάσεις επιχορήγησης ύψους κάτω των 750 000 ευρώ, για τις συμφωνίες/συμβάσεις ύψους κάτω των 100 000 ευρώ, καθώς και για τις συμφωνίες/συμβάσεις με πολυάριθμους δικαιούχους οι οποίοι έχουν υπογράψει ένα έγγραφο ανάληψης υποχρεώσεων, αλληλεγγύως και από κοινού.

4.6.1

Η ΕΟΚΕ κατανοεί, και επί της αρχής επικροτεί, τη βούληση να απλοποιηθούν οι διαδικασίες όσο το δυνατόν περισσότερο. Διερωτάται, εντούτοις, μήπως η ακολουθούμενη προσέγγιση είναι υπερβολική στην προκειμένη περίπτωση: η απαλλαγή των δικαιούχων από την υποχρέωση να υποβάλλουν μια δαπανηρή και ενίοτε υπερβολική τεκμηρίωση είναι ένα πράγμα, αλλά η εξαίρεση από την κοινοποίηση της οικονομικής κατάστασης των δικαιούχων επιχορήγησης όταν πρόκειται για ποσά τα οποία — ιδιαίτερα όσον αφορά τις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 173 — κρίνονται εξαιρετικά υψηλά, είναι εντελώς άλλο πράγμα. Καθοριστικό κριτήριο θα πρέπει να αποτελεί πάντοτε η εξεύρεση της δέουσας ισορροπίας μεταξύ των προσδοκώμενων ωφελημάτων (εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος για την Επιτροπή και για τους πολίτες) και των ενδεχόμενων δαπανών (απώλεια δημόσιου χρήματος, υπολογιζόμενη βάσει των πιθανοτήτων και του μεγέθους του κινδύνου).

4.7

Εξάλλου, το κριτήριο της προσεκτικής αξιολόγησης των κινδύνων, το οποίο αναφέρεται στο προηγούμενο σημείο (4.6.1), φαίνεται να έχει υιοθετηθεί αντιθέτως όσον αφορά την προχρηματοδότηση: κατά κανόνα, απαιτείται η παροχή κάποιας μορφής εγγύησης για κάθε προχρηματοδότηση ίσης αξίας με την επιχορήγηση, καθώς και για οποιαδήποτε προχρηματοδότηση υπερβαίνει το 80 % του ύψους της επιχορήγησης και αφορά ποσό άνω των 60 000ευρώ.

4.7.1

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο προαναφερθείς κανόνας εμπνέεται από συνετά κριτήρια βασισμένα στην αρχή της προφύλαξης, όπως εκτίθεται στο σημείο 4.6.1· διερωτάται, ωστόσο, μήπως θα ήταν δυνατή η υιοθέτηση των ίδιων κριτηρίων και για αυτές καθ'εαυτές τις επιχορηγήσεις (π.χ. στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 4.6), δεδομένου ότι, από την άποψη του πραγματικού κινδύνου , η διαφορά μεταξύ προχρηματοδότησης και επιχορήγησης, είναι πολύ συχνά περισσότερο γραφειοκρατική από ό,τι αντικειμενική — παρά την ύπαρξη ορισμένων, και ενίοτε αξιοσημείωτων, εξαιρέσεων.

4.8

Το άρθρο 165 εισάγει ένα απολύτως αποδεκτό κριτήριο το οποίο, όμως, δεν έχει τύχει πάντοτε εφαρμογής στο παρελθόν: όταν οι δικαιούχοι των επιχορηγήσεων είναι οργανισμοί που επιδιώκουν στόχο γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να ανακτήσει το ποσοστό του ετήσιου κέρδους που αντιστοιχεί στη συνεισφορά που είχε πραγματοποιήσει στον προϋπολογισμό των εν λόγω οργανισμών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, ωστόσο, μόνον όταν το υπόλοιπο ποσό του προϋπολογισμού των συναφών οργανισμών καταβάλλεται από αρχές των κρατών μελών, οι οποίες οφείλουν να ανακτήσουν οι ίδιες το μερίδιό τους επί των κερδών.

4.8.1

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί πλήρως με την εν λόγω διάταξη, αλλά δυσκολεύεται να πιστέψει ότι το κείμενο, υπό την παρούσα διατύπωσή του, αφήνει να εννοηθεί ότι η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα ανάκτησης των κερδών ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόλοιπο ποσό του προϋπολογισμού δεν καταβάλλεται από δημόσιες αρχές, αλλά από ιδιωτικούς φορείς.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006.

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  COM(2005) 181 τελικό

(2)  ΕΕ C 28 της 03.02.2006, σελ. 83.


Top