EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52002IG0705(01)

Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού της Ευρωπόλ

ΕΕ C 161 της 5.7.2002, p. 16–22 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52002IG0705(01)

Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού της Ευρωπόλ

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 161 της 05/07/2002 σ. 0016 - 0022


Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού της Ευρωπόλ

(2002/C 161/07)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη σύμβαση σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Ευρωπόλ)(1), και ιδίως το άρθρο 30 παράγραφος 3,

την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπόλ,

Εκτιμώντας τα κόλουθα:

(1) Είναι επιθυμητό να τροποποιηθεί ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπόλ, όπως ορίζεται στην πράξη του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 1998(2), ιδίως προκειμένου να θεσπισθούν οι διαδικασίες για τον διορισμό του διευθυντή και των αναπληρωτών διευθυντών καθώς και για την εφαρμογή άλλων μέτρων έναντί τους από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή,

(2) Εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου, ενεργώντας ομοφώνως, να θεσπίσει τις λεπτομερείς διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Ευρωπόλ και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΡΑΞΗ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης που εφαρμόζεται για το προσωπικό της Ευρωπόλ, εφεξής αποκαλούμενος "Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης", τροποποιείται ως ακολούθως:

1. Στο άρθρο 1 παράγραφος 2, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση: "Ιδίως, οι διαδικασίες σχετικά με την επιλογή και την συνταξιοδότησή τους καθώς και με την επιβολή πειθαρχικών μέτρων, ορίζονται στο Προσάρτημα 8."

2. Το προσάρτημα 8 αντικαθίσταται(3) από τα ακόλουθε:

"Προσάρτημα 8

Ειδικές διατάξεις όσον αφορά τον Διευθυντή και τους Αναπληρωτές Διευθυντές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Η γνώμη του διοικητικού συμβουλίου για το διορισμό του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή, η οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 της σύμβασης Ευρωπόλ, καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 2

Η επιλογή για τη θέση του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή της Ευρωπόλ πρέπει να στοχεύει στο να εξασφαλίζει στην Ευρωπόλ τις υπηρεσίες προσώπων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας.

Άρθρο 3

1. Η θέση του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή της Ευρωπόλ θεωρείται κενή:

- εννέα μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή,

- κατά την παραλαβή από το Συμβούλιο επιστολής παραίτησης του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 14,

- με απόφαση του Συμβουλίου για παύση, σύμφωνα με το άρθρο 15,

- με απόφαση του Συμβουλίου για απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 16,

- με απόφαση του Συμβουλίου για απόλυση, σύμφωνα με το άρθρο 17,

- εννέα μήνες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ο διευθυντής ή ο αναπληρωτής διευθυντής συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του,

- λόγω θανάτου του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή.

2. Για κάθε κενή θέση, η Ευρωπόλ συντάσσει ανακοίνωση με λεπτομερή περιγραφή του είδους της θέσης, καθώς και των αμοιβών, των προς εκτέλεση καθηκόντων και των προσόντων, των δεξιοτήτων και της πείρας που απαιτούνται. Τα χαρακτηριστικά καταρτίζονται από την Ευρωπόλ και εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο με απλή πλειοψηφία.

Οι υποψήφιοι υποβάλλουν εγγράφως τις αιτήσεις τους, συνοδευόμενες από βιογραφικό σημείωμα στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, εντός 90 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης, που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, κατά τα οριζόμενα σε αυτήν.

Η εν λόγω ανακοίνωση παρέχει επίσης πληροφορίες όσον αφορά τον έλεγχο ασφαλείας στον οποίο υποβάλλεται ο επιτυχών υποψήφιος σε συμμόρφωση προς τις περί απορρήτου διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 31 της σύμβασης Ευρωπόλ.

Άρθρο 4

1. Οι κενές θέσεις διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή ανακοινώνονται απ' ευθείας από την Ευρωπόλ προς όλα τα κράτη μέλη, με χρησιμοποίηση της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άλλων ανάλογων μέσων μαζικής ενημέρωσης, ώστε να εξασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή δημοσιότητα σε όλα τα κράτη μέλη.

Η Ευρωπόλ ενημερώνει επίσης τις εθνικές μονάδες της Ευρωπόλ για την κενή θέση διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή. Οι εθνικές μονάδες ενημερώνουν τις αρμόδιες υπηρεσίες των κρατών μελών τους για την κενή θέση. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές είναι υπεύθυνες για την ενημέρωση των υπηρεσιών και όλων των ενδιαφερομένων υπαλλήλων σχετικά με την κενή θέση.

2. Για όλες τις κενές θέσεις εξετάζονται όλες οι αιτήσεις, εσωτερικές και εξωτερικές.

3. Η Ευρωπόλ αποστέλλει σε όλους τους υποψηφίους βεβαίωση παραλαβής.

Άρθρο 5

1. Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει εξεταστική επιτροπή του διοικητικού συμβουλίου (εφεξής καλούμενη "Εξεταστική επιτροπή"). Η εξεταστική επιτροπή καταρτίζει τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων, η οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 της σύμβασης Ευρωπόλ.

2. Για τη θέση αναπληρωτή διευθυντή, η εξεταστική επιτροπή απαρτίζεται από τον διευθυντή ή τον εκπρόσωπό του. Πέραν αυτού, τέσσερα κράτη μέλη που υποδεικνύονται προς τούτο, με κλήρωση από το διοικητικό συμβούλιο, ορίζουν αντιπρόσωπο ο οποίος υπηρετεί ως μέλος της εξεταστικής επιτροπής.

3. Για τη θέση διευθυντή, πέντε κράτη μέλη που υποδεικνύονται προς τούτο με κλήρωση από το διοικητικό συμβούλιο, ορίζουν αντιπρόσωπο ο οποίος υπηρετεί ως μέλος της εξεταστικής επιτροπής.

4. Τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που ορίζονται για να υπηρετήσουν σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, υπηρετούν ως μέλη της εξεταστικής επιτροπής έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία επιλογής.

5. Εάν υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι ένα μέλος της εξεταστικής επιτροπής έχει προσωπική σχέση με υποψήφιο για τη θέση, δεν συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής. Στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος μέλος που υπέδειξε το μέλος, προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο την αντικατάστασή του.

6. Η γραμματεία της εξεταστικής επιτροπής εξασφαλίζεται από τη γραμματεία του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 6

1. Κατά την πρώτη συνεδρίαση της εξεταστικής επιτροπής του διοικητικού συμβουλίου, τα μέλη υποδεικνύουν ένα από τα μέλη της ως πρόεδρο.

2. Η εξεταστική επιτροπή του διοικητικού συμβουλίου δύναται να ζητάει την επικουρία ενός ή περισσοτέρων κριτών για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου ο οποίος αποφασίζει σχετικά. Οι κριτές δεν έχουν το καθεστώς των μελών της εξεταστικής επιτροπής του διοικητικού συμβουλίου.

3. Τα καθήκοντα της εξεταστικής επιτροπής του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνουν:

α) αρχική επιλογή υποψηφίων βάσει των αιτήσεων που παρελήφθησαν·

β) συνεντεύξεις με τους επιλεγέντες υποψηφίους·

γ) αναφορά προς το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 7

1. Βάσει των προσόντων, της πείρας, των αναζητουμένων χαρακτηριστικών και οιασδήποτε προεπιλογής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 24 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η εξεταστική επιτροπή προβαίνει σε μια πρώτη διαλογή των αιτήσεων που παραλαμβάνει.

2. Σε περίπτωση που θεωρείται προσήκον, η εξεταστική επιτροπή μπορεί να αποφασίζει να διοργανώνει ειδικές για τη θέση γραπτές εξετάσεις ή οιαδήποτε άλλη δοκιμασία. Η εξεταστική επιτροπή αποφασίζει περί των ειδικών αναγκώv.

Στην περίπτωση αυτή, η (οι) δοκιμασία(-ες) καταρτίζεται(-ονται) από την εξεταστική επιτροπή προκειμένου να αξιολογηθούν τα συγκεκριμένα προσόντα και η πείρα των υποψηφίων για τη συγκεκριμένη θέση. Η (οι) δοκιμασία(-ες) βαθμολογείται(-ούνται) - με βάση την ανωνυμία- από την εξεταστική επιτροπή.

3. Η εξεταστική επιτροπή εξετάζει προφορικά όλους τους υποψηφίους που εγκρίνονται στην πρώτη διαλογή, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή, ενδεχομένως, στην παράγραφο 2, προκειμένου να εξακριβώσει τα επαγγελματικά προσόντα και την πείρα τους. Οι συνεντεύξεις αυτές είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται επίσης για να εξακριβωθούν οι γνώσεις του υποψηφίου στον τομέα των επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 της σύμβασης Ευρωπόλ και στο άρθρο 1 του παρόντος προσαρτήματος.

4. Εφόσον η εξεταστική επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, είναι δυνατόν να πραγματοποιείται δεύτερος γύρος συνεντεύξεων για όλους τους υποψηφίους ή για ορισμένους εξ αυτών.

Άρθρο 8

Οι δοκιμασίες και οι συνεντεύξεις λαμβάνουν χώρα στη Χάγη. Τα έξοδα ταξιδίου και οι δαπάνες διαβίωσης και ξενοδοχειακού καταλύματος επιστρέφονται στους υποψήφιους, στα μέλη της εξεταστικής επιτροπής και στους κριτές σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο προσάρτημα 5.

Άρθρο 9

Άμα τη ολοκληρώσει των συνεντεύξεων, η εξεταστική επιτροπή συντάσσει αναφορά που περιέχει τον κατάλογο των επιτυχόντων υποψηφίων κατά σειράν επιτυχίας, οι οποίοι, κατά τη γνώμη της εξεταστικής επιτροπής, είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για διορισμό. Η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία. Η αναφορά αυτή διαβιβάζεται στο διοικητικό συμβούλιο, το ταχύτερο δυνατόν, μόλις διεκπεραιωθούν οι συνεντεύξεις, μαζί με το βιογραφικό σημείωμα των υποψηφίων.

Η εξεταστική επιτροπή μεριμνά προκειμένου οι υποψήφιοι του καταλόγου που διαβιβάζεται στο διοικητικό συμβούλιο να πληρούν τις προϋποθέσεις πρόσληψης που προβλέπονται στο άρθρο 24 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 10

Το διοικητικό συμβούλιο διατυπώνει, βασιζόμενο στην αναφορά της εξεταστικής επιτροπής, τη γνώμη του υπό μορφή καταλόγου τριών υποψηφίων προς διορισμό κατά σειράν επιτυχίας. Εφόσον το κρίνει αναγκαίο, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, προτού διατυπώσει τη γνώμη του, να πραγματοποιεί συνέντευξη με ορισμένους ή με όλους τους επιτυχόντες υποψηφίους. Η γνώμη του πρέπει να εγκριθεί με πλειοψηφία των δύο τρίτων. Σε περίπτωση που μέλος του διοικητικού συμβουλίου συγκαταλέγεται επίσης και στον κατάλογο των υποψηφίων, δεν παρίσταται κατά την διατύπωση της γνώμης του διοικητικού συμβουλίου.

Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου διαβιβάζει τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου στο Συμβούλιο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 της σύμβασης Ευρωπόλ.

Άρθρο 11

Τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, οι κριτές καθώς και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι συμμετέχοντες υπάλληλοι της Ευρωπόλ τηρούν άκρα εχεμύθεια όσον αφορά τους υποψηφίους και τα αποτελέσματα της διαδικασίας επιλογής.

Άρθρο 12

Εάν η θητεία του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 ή παράγραφος 2 της σύμβασης Ευρωπόλ, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, με πλειοψηφία, να παρεκκλίνει από τη διαδικασία που θεσπίζεται στο παρόν κεφάλαιο. Στις περιπτώσεις αυτές, το διοικητικό συμβούλιο διατυπώνει, δώδεκα τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη της θητείας, γνώμη με την οποία συνιστά προς το Συμβούλιο να ανανεώσει τη θητεία. Η διαδικασία η οποία ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο ακολουθείται σε περίπτωση που το Συμβούλιο αποφασίζει να μην ανανεώσει το διορισμό ή σε περίπτωση που το Συμβούλιο παραλείπει να λάβει σχετική απόφαση εντός τριών μηνών από την παραλαβή της γνώμης του διοικητικού συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ

Άρθρο 13

Η υπαλληλική σχέση του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή της Ευρωπόλ λύεται:

α) με παραίτηση·

β) με παύση·

γ) με απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας·

δ) με απόλυση·

ε) με συνταξιοδότηση· ή

στ) με τον θάνατο.

ΤΜΗΜΑ 1

Παραίτηση

Άρθρο 14

1. Ο διευθυντής ή ο αναπληρωτής διευθυντής που επιθυμεί να παραιτηθεί πριν από τη λήξη της θητείας του, δηλώνει εγγράφως και ρητώς την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την υπηρεσία της Ευρωπόλ. Η επιστολή παραίτησης απευθύνεται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, με αποστολή αντιγράφου στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

2. Το Συμβούλιο λαμβάνει απόφαση που οριστικοποιεί την παραίτηση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της επιστολής παραίτησης. Εντούτοις, το Συμβούλιο μπορεί να αρνηθεί να δεχθεί την παραίτηση εάν, κατά την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής, εκκρεμεί πειθαρχική διαδικασία κατά του ενδιαφερομένου ή πρόκειται να αρχίσει πειθαρχική διαδικασία εντός των επομένων 60 ημερών.

3. Η παραίτηση αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία που ορίζει το Συμβούλιο. Η ημερομηνία αυτή δεν δύναται να ορίζεται καθ' υπέρβαση των τριών μηνών που ακολουθούν την ημερομηνία που έχει προτείνει ο ενδιαφερόμενος στην επιστολή παραίτησής του. Ωστόσο, το Συμβούλιο μπορεί να ορίζει ότι η παραίτηση δεν αρχίζει να ισχύει προτού αναλάβει καθήκοντα ο διάδοχός του.

ΤΜΗΜΑ 2

Παύση

Άρθρο 15

Το Συμβούλιο δύναται να παύσει τον διευθυντή ή τον αναπληρωτή διευθυντή από τα καθήκοντά του κατόπιν αιτήματος του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς προειδοποίηση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 95 στοιχεία β) ή γ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

ΤΜΗΜΑ 3

Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

Άρθρο 16

1. Ο διευθυντής ή ο αναπληρωτής διευθυντής δύναται να απομακρύνεται προς το συμφέρον της Ευρωπόλ με απόφαση του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο λαμβάνει τη σχετική απόφαση αφού παραλάβει τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου και ακούσει τον ενδιαφερόμενο, με πλειοψηφία των δύο τρίτων. Η απομάκρυνση αυτή δεν συνιστά πειθαρχικό μέτρο.

2. Ο απομακρυνθείς διευθυντής ή αναπληρωτής διευθυντής αποζημιώνεται ως ακολούθως:

α) επί τρεις μήνες, με μηνιαία αποζημίωση ίση προς το βασικό του μισθό·

β) από τον τέταρτο έως τον έκτο μήνα, με μηνιαία αποζημίωση ίση προς το 85 % του βασικού του μισθού·

γ) για την περίοδο που ακολουθεί έως την προβλεπόμενη ημερομηνία λήξης της θητείας του, με μηνιαία αποζημίωση ίση προς το 70 % του βασικού του μισθού.

3. Τα έσοδα που εισπράττει ο ενδιαφερόμενος στην τυχόν νέα θέση απασχόλησης κατά την περίοδο κατά την οποία λαμβάνει αποζημίωση, σύμφωνα με την παράγραφο 2, αφαιρούνται από την αποζημίωση που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, εφόσον τα έσοδα αυτά προστιθέμενα στην αποζημίωση, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές αποδοχές που εισέπραξε ο υπάλληλος, υπολογιζόμενες με βάση πίνακα αποδοχών που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα για τον οποίο καταβάλλεται η αποζημίωση. Ο ενδιαφερόμενος καταθέτει τις έγγραφες αποδείξεις που τυχόν απαιτούνται και ενημερώνει την Ευρωπόλ για τυχόν στοιχεία που ενδέχεται να επηρεάζουν το δικαίωμά του.

4. Κατά την περίοδο του δικαιώματος αποζημίωσης και κατά τους έξι πρώτους μήνες που ακολουθούν, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται, για τον ίδιο και για τα πρόσωπα που καλύπτει η ασφάλειά του, τις παροχές του συστήματος υγειονομικής ασφάλισης, που προβλέπει το άρθρο 56 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλει τις δέουσες εισφορές οι οποίες υπολογίζονται, κατά περίπτωση είτε επί του βασικού του μισθού είτε επί ενός ποσοστού του εν λόγω βασικού μισθού, που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, και ότι δεν δύναται να καλυφθεί κατά των αυτών κινδύνων από άλλο δημόσιο σύστημα.

5. Ύστερα από το χρονικό διάστημα το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 4 και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται σε αυτήν, ο ενδιαφερόμενος δύναται, κατόπιν αιτήματός του, να συνεχίζει να απολαμβάνει των παροχών που προβλέπει το εν λόγω σύστημα υγειονομικής ασφάλισης, υπό τον όρο ότι καταβάλλει το σύνολο των εισφορών που αναφέρει το άρθρο 56 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Μετά τη λήξη του δικαιώματος αποζημίωσης, οι εισφορές του υπολογίζονται βάσει της τελευταίας μηνιαίας αποζημιώσεως που εισέπραξε.

ΤΜΗΜΑ 4

Απόλυση

Άρθρο 17

Μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3, η υπαλληλική σχέση μπορεί να λύνεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 6 της σύμβασης Ευρωπόλ για πειθαρχικούς λόγους, σε σοβαρή περίπτωση παράλειψης, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους.

ΤΜΗΜΑ 5

Συνταξιοδότηση

Άρθρο 18

Η υπηρεσία του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή λήγει την τελευταία ημέρα του μηνός κατά τον οποίο ο ενδιαφερόμενος συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Πειθαρχικά μέτρα

Άρθρο 19

1. Κάθε παράλειψη του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή της σύμβασης Ευρωπόλ, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, αποτελεί λόγο επιβολής πειθαρχικών μέτρων.

Στην παράλειψη αυτή, συγκαταλέγεται η σκόπιμη παροχή ψευδών στοιχείων ως προς την επαγγελματική του ικανότητα ή τις απαιτήσεις του άρθρου 24 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον τα παρασχεθέντα ψευδή στοιχεία υπήρξαν αποφασιστικός παράγων για την πρόσληψή του.

2. Τα πειθαρχικά μέτρα λαμβάνουν μία από τις ακόλουθες μορφές:

α) έγγραφη προειδοποίηση·

β) επίπληξη·

γ) μείωση του βασικού μηνιαίου μισθού έως 25 % κατ' ανώτατο όριο, για περίοδο έξι το πολύ μηνών·

δ) ανάκληση, και οσάκις ενδείκνυται, μείωση ή κατάργηση του δικαιώματος συντάξεως γήρατος.

3. Σε περίπτωση που κινείται πειθαρχική διαδικασία κατά του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή, εφαρμόζεται το άρθρο 88 παράγραφοι 3 έως 6 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 20

1. Ο διευθυντής δικαιούται να εκδίδει έγγραφη προειδοποίηση ή επίπληξη κατά του αναπληρωτή διευθυντή, με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να ζητάει τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται περί τούτου γραπτώς και ακούγεται από τον διευθυντή προτού αναληφθεί τέτοια δράση.

2. Το διοικητικό συμβούλιο δικαιούται να εκδίδει έγγραφη προειδοποίηση ή επίπληξη κατά του διευθυντή, με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να ζητάει τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται περί τούτου γραπτώς και ακούγεται από το διοικητικό συμβούλιο προτού αναληφθεί τέτοια δράση.

Άρθρο 21

Σε περίπτωση βαρέως παραπτώματος που αποδίδεται στον διευθυντή ή τον αναπληρωτή διευθυντή, είτε πρόκειται για παράλειψη κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών του καθηκόντων είτε για παράβαση δικαίου, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, αποφασίζοντας με πλειοψηφία των δύο τρίτων και αφού δώσει στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του, να διατάσσει πάραυτα την αναστολή του ενδιαφερομένου, υπό τους όρους που θεσπίζει το άρθρο 90 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η απόφαση αυτή αιτιολογείται δεόντως.

ΤΜΗΜΑ 2

Ειδικές διατάξεις για την περίπτωση περί της οποίας το άρθρο 29 παράγραφος 6 της σύμβασης Ευρωπόλ

Άρθρο 22

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 20, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να διατάξει τα πειθαρχικά μέτρα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, αφού ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη στο παρόν τμήμα πειθαρχική διαδικασία. Η πειθαρχική διαδικασία κινείται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου και με δική του πρωτοβουλία, ύστερα από ακρόαση του ενδιαφερομένου.

2. Το διοικητικό συμβούλιο συγκροτεί πειθαρχικό συμβούλιο. Διατυπώνει τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου ως προς την ανάγκη επιβολής πειθαρχικών μέτρων που ορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, η οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 6 της σύμβασης Ευρωπόλ.

3. Το πειθαρχικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν εκπρόσωπο του κράτους μέλους που είχε την προεδρία του διοικητικού συμβουλίου όταν το διοικητικό συμβούλιο έλαβε την απόφαση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1, έναν εκπρόσωπο του κράτους μέλους που είχε την αμέσως προηγούμενη προεδρία, έναν εκπρόσωπο του κράτους μέλους που θα έχει την αμέσως επόμενη προεδρία, και από εκπροσώπους δύο άλλων κρατών μελών τα οποία ορίζονται διά κληρώσεως.

4. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου διορίζεται ωσαύτως διά κλήρου, δεν μπορεί όμως να είναι εκπρόσωπος του κράτους μέλους που έχει την προεδρία. Ο εκπρόσωπος πρέπει να είναι του αυτού ή ανώτερου βαθμού ή επιπέδου αρχαιότητας με τον αφορώμενο διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή και δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα μέλος του διοικητικού συμβουλίου.

5. Εντός πέντε ημερών από τη συγκρότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, ο κρινόμενος διευθυντής ή αναπληρωτής διευθυντής μπορεί να προβάλει ένσταση όσον αφορά οποιονδήποτε εκ των μελών του.

Εντός της αυτής προθεσμίας, κάθε μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να ζητάει την εξαίρεσή του, προβάλλοντας νόμιμους λόγους.

Το διοικητικό συμβούλιο προβαίνει στην πλήρωση κενών θέσεων διά κληρώσεως, μεριμνώντας να μην υπάρχουν στο πειθαρχικό συμβούλιο περισσότεροι του ενός εκπρόσωποι ανά κράτος μέλος.

6. Τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου τα οποία πρόκειται να πληρώσουν τις κενές θέσεις, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 5, υπηρετούν ως μέλη του, έως ότου τα καθήκοντα του πειθαρχικού συμβουλίου στην πειθαρχική διαδικασία ολοκληρωθούν.

7. Όταν υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι ένα μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου έχει προσωπική σχέση με τον κρινόμενο διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή, δεν συμμετέχει στην πειθαρχική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος μέλος που υπέδειξε το μέλος προτείνει την αντικατάστασή του στο διοικητικό συμβούλιο.

8. Τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου απολαύουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Οι εργασίες του πειθαρχικού συμβουλίου δεν είναι δημόσιες.

9. Η γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου εξασφαλίζεται από τη γραμματεία του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 23

1. Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει στο πειθαρχικό συμβούλιο έκθεση αναφέρουσα σαφώς τις πράξεις που έχουν καταγγελθεί και, ανάλογα με την περίπτωση, τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκαν.

2. Το διοικητικό συμβούλιο ορίζει εκπρόσωπο κατά την πειθαρχική διαδικασία.

3. Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαβιβάζεται στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου, ο οποίος τη φέρει εις γνώση των μελών του και του κρινομένου διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή.

4. Άμα τη παραλαβή της εν λόγω εκθέσεως, ο κρινόμενος διευθυντής ή αναπληρωτής διευθυντής δικαιούται να λαμβάνει πλήρη γνώση του υπηρεσιακού του φακέλου και να παίρνει αντίγραφα όλων των εγγράφων τα οποία είναι χρήσιμα για τη διαδικασία.

Άρθρο 24

Κατά την πρώτη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου, τα μέλη υποδεικνύουν ένα από τα μέλη του ως πρόεδρο και αναθέτουν σε ένα από τα μέλη του να συντάξει γενική έκθεση επί του θέματος.

Άρθρο 25

1. Από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης με την οποία κινείται πειθαρχική διαδικασία, ο κρινόμενος διευθυντής ή αναπληρωτής διευθυντής διαθέτει δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες ώστε να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

2. Ο διευθυντής ή ο αναπληρωτής διευθυντής δικαιούται να υποβάλλει ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου γραπτές ή προφορικές προτάσεις, να προσαγάγει μάρτυρες και να παρίσταται με συνήγορο της δικής του επιλογής.

Άρθρο 26

Το διοικητικό συμβούλιο δικαιούται επίσης να προσαγάγει μάρτυρες.

Άρθρο 27

1. Εάν το πειθαρχικό συμβούλιο ζητάει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις πράξεις που έχουν καταγγελθεί ή με τις περιστάσεις της τελέσεώς τους, μπορεί να διατάσσει τη διεξαγωγή έρευνας στο πλαίσιο της οποίας κάθε πλευρά μπορεί να υποβάλλει τους ισχυρισμούς της και να απαντάει στους ισχυρισμούς του αντιδίκου.

2. Την έρευνα διεξάγει ο εισηγητής. Για τους σκοπούς της έρευνας, το πειθαρχικό συμβούλιο δικαιούται να ζητάει την υποβολή ή προσκόμιση κάθε εγγράφου το οποίο έχει σχέση με την υπόθεση.

Άρθρο 28

Μόλις εξετάσει τα υποβληθέντα έγγραφα και λαμβάνοντας υπόψη κάθε γραπτή ή προφορική δήλωση του ενδιαφερομένου διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή και των μαρτύρων καθώς και το αποτέλεσμα της τυχόν διεξαχθείσας έρευνας, το πειθαρχικό συμβούλιο εκδίδει, διά πλειοψηφίας, δεόντως αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με το πειθαρχικό μέτρο που πρέπει να επιβληθεί για τις πράξεις που έχουν καταγγελθεί και τη διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο και στον ενδιαφερόμενο διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή εντός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία το πειθαρχικό συμβούλιο επελήφθη της υποθέσεως. Εάν το πειθαρχικό συμβούλιο διατάξει έρευνα, η προθεσμία αυτή γίνεται τρίμηνη.

Άρθρο 29

1. Ο γραμματέας τηρεί πρακτικά των συνεδριάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου.

2. Οι μάρτυρες υπογράφουν τα πρακτικά που περιέχουν τις καταθέσεις τους.

3. Η δεόντως αιτιολογημένη γνώμη που προβλέπεται στο άρθρο 28 υπογράφεται από όλα τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου.

Άρθρο 30

Έξοδα προκληθέντα κατόπιν πρωτοβουλίας του ενδιαφερομένου διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας, και ιδίως έξοδα του προσώπου το οποίο επέλεξε για την υπεράσπισή του, επιβαρύνουν τον ενδιαφερόμενο διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή εάν η πειθαρχική διαδικασία καταλήξει σε ένα από τα μέτρα τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχεία γ) ή δ).

Άρθρο 31

1. Μόλις παραλάβει την έκθεση του πειθαρχικού συμβουλίου, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει εάν θα υποβληθεί στο Συμβούλιο γνώμη, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 6 της σύμβασης Ευρωπόλ και, εάν ναι, διατυπώνει δεόντως αιτιολογημένη γνώμη για το πειθαρχικό μέτρο, όπως ορίζεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2, το οποίο ενδείκνυται να επιβληθεί για τις πράξεις που έχουν καταγγελθεί.

2. Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει την απόφαση, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ταχύτερο δυνατόν. Προτού διατυπώσει τη γνώμη του, δίνει στον ενδιαφερόμενο διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή την ευκαιρία ακρόασης.

3. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου διαβιβάζει τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου στο Συμβούλιο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 6 της σύμβασης Ευρωπόλ, με αποστολή αντιγράφου στον κρινόμενο διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή.

4. Σε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει ότι δεν θα υποβληθεί γνώμη στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 6 της σύμβασης ευρωπόλ, το διοικητικό συμβούλιο έχει το δικαίωμα να εκδίδει έγγραφη προειδοποίηση ή επίπληξη σύμφωνα με το άρθρο 20.

Άρθρο 32

1. Άμα τη παραλαβή της γνώμης του διοικητικού συμβουλίου, το Συμβούλιο αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 6 της σύμβασης Ευρωπόλ και αφού δοθεί στον ενδιαφερόμενο διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή η ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του, εάν θα επιβληθεί πειθαρχικό μέτρο.

2. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο αποφασίσει ότι πρέπει να επιβληθεί πειθαρχικό μέτρο, όπως ορίζεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2, υποδεικνύει στην απόφασή του το συγκεκριμένο είδος του μέτρου καθώς και την ημερομηνία από την οποία το μέτρο πρέπει να επιβληθεί. Η απόφαση αιτιολογείται δεόντως και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο και στην Ευρωπόλ.

3. Το Συμβούλιο λαμβάνει την απόφαση, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 33

1. Εάν ανακύψουν νέα στοιχεία τα οποία υποστηρίζονται από αντίστοιχο αποδεικτικό υλικό, δύναται να κινείται εκ νέου η πειθαρχική διαδικασία κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου διευθυντή ή αναπληρωτή διευθυντή.

2. Σε περίπτωση που ο διευθυντής έχει λάβει οριστικό πειθαρχικό μέτρο, η αίτηση υποβάλλεται στον διευθυντή. Ο διευθυντής αποφασίζει εάν θα δώσει συνέχεια στην αίτηση του αναπληρωτή διευθυντή.

3. Σε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο έχει λάβει οριστικό πειθαρχικό μέτρο, η αίτηση υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει εάν θα δώσει συνέχεια στην αίτηση του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή.

4. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο έχει λάβει οριστικό πειθαρχικό μέτρο, η αίτηση υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει εάν θα υποβάλει γνώμη προς το Συμβούλιο, συνιστώντας του να δώσει συνέχεια στην αίτηση του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 34

1. Οι ενστάσεις δυνάμει του άρθρου 92 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, υποβάλλονται στην αρχή η οποία έλαβε την οριστική απόφαση επί του θέματος και διεκπεραιώνονται από αυτήν.

2. Οι προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 93 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δεσμευτικές, μόνον όταν η αρχή η οποία έλαβε την οριστική απόφαση επί του θέματος είχε επιληφθεί προηγουμένως ενστάσεως που της είχε υποβληθεί δυνάμει της παραγράφου 1 και η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με ρητή ή σιωπηρή απόφαση. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος δύναται, αφού υποβάλει ένσταση δυνάμει της παραγράφου 1, να καταθέτει πάραυτα προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 93 παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ

Άρθρο 35

1. Σε περίπτωση που ο διευθυντής επιθυμεί να ασκήσει για τον εαυτό του δικαίωμα παραχωρούμενο στους υπαλλήλους της Ευρωπόλ από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, και η εξουσία λήψεως αποφάσεως επί του θέματος ανήκει, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, στον διευθυντή, ο διευθυντής ενημερώνει σχετικά τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίζει την υποβολή του ζητήματος στο διοικητικό συμβούλιο προκειμένου να ληφθεί οριστική απόφαση.

2. Σε περίπτωση που ο διευθυντής είναι προσωρινά ανίκανος να ασκήσει τα καθήκοντά του για περίοδο που υπερβαίνει τον ένα μήνα ή σε περίπτωση που η θέση του διευθυντή είναι κενή, τα καθήκοντά του ασκούνται από τον αναπληρωτή διευθυντή. Το διοικητικό συμβούλιο υποδεικνύει τη σειρά αντικατάστασης κάθε φορά που διορίζεται νέος αναπληρωτής διευθυντής.".

Άρθρο 2

Η παρούσα πράξη αρχίζει να ισχύει την ημέρα που έπεται της εκδόσεώς της.

Άρθρο 3

Η παρούσα πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

...

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

...

(1) ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 1.

(2) ΕΕ C 26 της 30.1.1999, σ. 23.

(3) Οι φορολογικές διατάξεις του πρωτοτύπου προσαρτήματος 8 στην πράξη του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 1998 καλύπτονται από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπόλ της 16ης Νοεμβρίου 1999 (ΕΕ C 65 της 28.2.2001).

Top