This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52001IE0239
Opinion of the Economic and Social Committee on "Coordination of economic policies as a consequence of EMU"
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής ως συνέπεια της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ)"
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής ως συνέπεια της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ)"
ΕΕ C 139 της 11.5.2001, pp. 60–72
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής ως συνέπεια της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ)"
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 139 της 11/05/2001 σ. 0060 - 0072
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής ως συνέπεια της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ)" (2001/C 139/13) Στις 2 Μαρτίου 2000, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 3 του ΕΚ να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα: "Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής ως συνέπεια της ΟΝΕ". Η ΟΚΕ ανέθεσε την προετοιμασία των σχετικών εργασιών στο τμήμα "Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή", το οποίο υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 12 Δεκεμβρίου 2000 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Lars Nyberg. Κατά την 379η σύνοδο ολομέλειας της 28ης Φεβρουαρίου και 1ης Μαρτίου 2001 (συνεδρίαση της 1ης Μαρτίου), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 87 ψήφους υπέρ και 1 ψήφο κατά την ακόλουθη γνωμοδότηση. 1. Εισαγωγή 1.1. Με τη θέσπιση της ενιαίας αγοράς και την εισαγωγή του κοινού νομίσματος η οικονομική ολοκλήρωση στην ΕΕ σημείωσε μεγάλη πρόοδο. Αυτό δημιούργησε νέες δυνατότητες για μεγαλύτερη ακόμη οικονομική ανάπτυξη. Όταν εφαρμόσθηκαν οι εν λόγω πολιτικές αποφάσεις, οι συνέπειες τους κατέστησαν ακόμη πιο εμφανή ορισμένα προβλήματα που ήταν ήδη γνωστά. Με ποιο άραγε τρόπο η ενιαία αγορά και το κοινό νόμισμα θα επηρεάσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση; 1.2. Η ΟΚΕ μέσω του ειδικού παρατηρητηρίου της υποβάλλει συνεχώς γνωμοδοτήσεις σχετικά με την εξέλιξη της ενιαίας αγοράς. Τέλος, η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς αποτελεί προϋπόθεση των υπολοίπων πολιτικών. Σε πολλές γνωμοδοτήσεις της ΟΚΕ εξετάστηκαν οι διάφορες πτυχές του κοινού νομίσματος. Σ' αυτές περιγράφηκαν οι δυσχέρειες που προέκυψαν κατά τη διαδικασία σύγκλισης υπό τη μορφή, μεταξύ άλλων, ανεργίας και απουσίας ανάπτυξης αλλά και την πρόοδο που επετεύχθη όσον αφορά τη μείωση του πληθωρισμού και το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Η επιτυχία αυτή θα αποτελέσει αργότερα μείζονα προϋπόθεση για την επίτευξη μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης. Οι συνήθεις τριβές εξαιτίας των κυμαινόμενων τιμών συναλλάγματος σταμάτησαν για τις δώδεκα πλέον χώρες με θετικές συνέπειες για την κοινωνία και αντικαταστάθηκαν από ανταλλαγές απόψεων για τον προσδιορισμό της τιμής του ευρώ σε συνάλλαγμα. Η γνωμοδότηση αυτή αποβλέπει στο να συμπληρώσει παλαιότερη γνωμοδότηση και να εξετάσει ιδιαίτερα τις ανάγκες για περαιτέρω συντονισμό της μακροοικονομικής πολιτικής, ανάγκες που δημιουργούνται λόγω της εισαγωγής του ευρώ. 1.3. Η ΟΚΕ στις γνωμοδοτήσεις της του Μαρτίου 1998(1) και του Μαρτίου 2000(2) εξετάζει τις διακυμάνσεις των τιμών του δολαρίου και του γιεν: Κατά τα τελευταία είκοσι έτη, οι διακυμάνσεις μεταξύ ευρώ και δολαρίου σημείωσαν διαφορές ύψους 1,7 και 0,6, πράγμα που καταδεικνύει ότι η πρόσφατη πορεία δεν είναι καθόλου εξαιρετική. Στο κατωτέρω διάγραμμα παρουσιάζονται οι διακυμάνσεις του ευρώ έναντι του δολαρίου. Μολονότι η αύξηση της τιμής του δολαρίου δεν είναι πρωτοφανής, εντούτοις η αύξηση ήταν ταχύτατη. Αυτή όμως η αύξηση δεν αποτελεί θέμα της παρούσας γνωμοδότησης. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1: Η τιμή του ευρώ σε σχέση με την τιμή του δολαρίου των ΗΠΑ >PIC FILE= "C_2001139EL.006002.EPS"> Πηγή: ΕΚΤ Μηνιαίο Δελτίο (Οκτώβριος 2000). 1.3.1. Μία άλλη πτυχή που αναφέρεται στη γνωμοδότηση του 1998 όσον αφορά τις θετικές συνέπειες της νομισματικής ένωσης είναι "ότι θα μειωθεί κατά πολύ η εξωτερική εξάρτηση των κρατών μελών όταν το κύριο μέρος των συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχουσών στη νομισματική ένωση χωρών θα γίνεται σε ευρώ. Συνεπώς, η εξωτερική αξία του ευρώ θα έχει λιγότερη σημασία σε σύγκριση με το παρόν". Αυτό κατέστη σαφές στη γνωμοδότηση για την οικονομική κατάσταση του 2000: "Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της ζώνης είναι η έντονη εξάρτηση από την εσωτερική ζήτηση η οποία αντιπροσωπεύει το 90 % του ΑΕγχΠ". Το εν λόγω θέμα αναπτύχθηκε σε γνωμοδότηση για την Ευρώπη ως οικονομική οντότητα-μία οικονομική πρόκληση(3). 1.3.2. Στη γνωμοδότηση του 2000(4) εξετάζεται η αντιπληθωριστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με βάση τη σημερινή κατάσταση, που "μπορεί να επιβραδύνει τη συγκυριακή βελτίωση που είχε μόλις αρχίσει σε ορισμένες χώρες". Αυτό αποτελεί τη βάση της συζήτησή μας όσον αφορά τη σημασία του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής. Υποθέτουμε επίσης ότι "η ανεργία παραμένει η μεγαλύτερη ανησυχία της ΟΚΕ η οποία έχει εκφράσει από παλαιότερα την άποψη ότι, μεσοπρόθεσμα, στόχος της ΕΕ πρέπει να είναι ένας μέσος ρυθμός ανάπτυξης τουλάχιστον 3,5 % προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική μείωση της ανεργίας"(5). Τη σημασία του συντονισμού των πολιτικών διαδικασιών(6) η ΟΚΕ την αποκαλεί ως "τον κατάλληλο συνδυασμό μακροοικονομικών μέτρων - που να περιλαμβάνουν τη δημοσιονομική, τη νομισματική, και την εισοδηματική πολιτική - ώστε να δημιουργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης που να τονώσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις και επομένως να δώσει μια νέα, βιώσιμη, ώθηση στην απασχόληση"(7). 1.3.3. Στη γνωμοδότηση για την ΟΝΕ και την κοινωνική συνοχή(8) εξετάζεται το πως η ΟΝΕ αυξάνει την παραγωγικότητα μέσω του σκληρού ανταγωνισμού, πράγμα όμως που μπορεί να εγκυμονεί τον κίνδυνο της κατάργησης θέσεων απασχόλησης. "Εντούτοις, εάν κατορθώσουν οι αρμόδιοι παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συντονίσουν τις διάφορες οικονομικές πολιτικές, θα μπορούσε, αντίθετα, να προκύψει μια αρκετά ισχυρή ζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, η καθαρή επίδραση επί της απασχόλησης θα μπορούσε να είναι θετική". Μία από τις θετικές συνέπειες της ΟΝΕ, που διευκολύνει τα κράτη μέλη στην άσκηση παρόμοιας δραστήριας πολιτικής είναι ότι τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν το κόστος των τόκων που καταβάλλει το κράτος και ως εκ τούτου βελτιώνουν το υπόλοιπο του προϋπολογισμού. 2. Ιστορικό 2.1. Το σημείο εκκίνησής μας είναι ότι η ΟΝΕ αποτελεί γεγονός. Δεν εξετάζουμε πιθανές τροποποιήσεις των συνθηκών όπως την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΚΠ, Συμβουλίου Υπουργών και Κοινοβουλίου. Με βάση τους νόμους και τα κριτήρια σύγκλισης της συνθήκης Μάαστριχτ που συμπληρώθηκαν με το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, θα εξετάσουμε το πώς ο οικονομικός και πολιτικός συντονισμός μπορεί να συμβάλει στην αύξηση των θετικών αποτελεσμάτων της ΟΝΕ(9). Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικά η συνθήκη Άμστερνταμ και η σύνοδος κορυφής της Λισσαβώνας. 2.2. Σύμφωνα με τη συνθήκη, η ΕΚΤ καθορίζει την πολιτική των επιτοκίων. Στην πράξη η ΕΚΤ καθορίζει μόνο τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Τα εν λόγω επιτόκια καθορίζονται με βάση όχι μόνο τον πληθωρισμό αλλά και την ανάπτυξη και την απασχόληση διότι μέσω αυτών επιδιώκεται η σταθερότητα των τιμών(10). 2.2.1. Το ΕΣΚΤ(11) διαθέτει το κοινό τμήμα των αποθεμάτων συναλλάγματος και συνεπώς και το μέσο για τον καθορισμό της τιμής του ευρώ, όμως για τη χρησιμοποίηση του εν λόγω μέσου πρέπει να ενημερωθεί το Συμβούλιο Υπουργών (ευρώ 11). Το πώς λειτουργεί η συνεργασία αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση ιδιαίτερης συζήτησης. 2.2.2. Για να προχωρήσει η ΟΝΕ στην τρίτη φάση, δηλ. στην εισαγωγή του κοινού νομίσματος, του ευρώ, τα κριτήρια σύγκλισης καθόρισαν το ποιες χώρες θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σ' αυτή. Για τα κράτη μέλη που δεν εισήλθαν ακόμη στην τρίτη φάση, αυτή ισχύει βασικά ακόμη. 2.3. Για τις δώδεκα χώρες που θέσπισαν το ευρώ, το επίπεδο των επιτοκίων και ο πληθωρισμός δεν είναι παρά ένα μέρος από τους εθνικούς πολιτικούς στόχους. Αντίθετα, καθορίζονται από την ΕΚΤ ως μέσες τιμές. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα ο πληθωρισμός πρέπει να συγκρατείται κάτω του 2 %. Έχει ζητηθεί από το Συμβούλιο να επιβλέπει την εξέλιξη των τιμών συναλλάγματος του ευρώ. Βάσει της απαίτησης των κριτηρίων σύγκλισης οι τομείς του υπολοίπου του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους υπάγονται στην εθνική πολιτική. Η απαίτηση αυτή καθορίζεται σήμερα από το Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Σχετικά με το δημόσιο χρέος, αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60 % του ΑΕγχΠ. Όσον αφορά το ισοζύγιο του προϋπολογισμού, η απαίτηση έχει αυξηθεί σημαντικά. Το ανώτατο επιτρεπτό έλλειμμα του προϋπολογισμού παραμένει το ίδιο (- 3 % του ΑΕγχΠ) είναι όμως ευκταία η ύπαρξη ισοζυγίου ή πλεονάσματος. Η αιτία αναφέρεται με σαφήνεια - προκειμένου να υπάρχουν επαρκείς πόροι που θα διατεθούν για να τονώσουν οικονομικά μελλοντικές χαμηλές οικονομικές συγκυρίες χωρίς να υπάρξει κίνδυνος προσέγγισης του ορίου δηλαδή του - 3 %. Τέλος, η ΕΕ δεν θέτει κανένα στόχο για το υπόλοιπο του προϋπολογισμού, παρόλα αυτά η συγκέντρωση επαρκών πόρων για την οικονομική τόνωση των περιόδων ύφεσης αποτελεί στόχο. 2.4. Τα σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ και το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής καθορίζονται στο άρθρο 99 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο οποίο αναφέρονται τα εξής: "Τα κράτη μέλη θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος και τις συντονίζουν στα πλαίσια του Συμβουλίου". Για τις χώρες που ακολουθούν αντισυγκυριακή πολιτική δεν υπάρχει παρά ένα ελάχιστο όριο (- 3 % του ΑΕγχΠ) και προβλέπεται η δυνατότητα κυρώσεων εάν δεν πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση πτώσης του ΑΕγχΠ. Όσον αφορά το πλεόνασμα του προϋπολογισμού προβλέπεται ότι όταν η οικονομική κατάσταση το επιτρέπει θα πρέπει να δημιουργούνται το ταχύτερο δυνατό τα αποθεματικά που είναι απαραίτητα. Κριτήρια ή κυρώσεις για τα ανωτέρω δεν καθορίζονται ούτε στη συνθήκη ούτε στο σύμφωνο. Οι προσδοκίες για το ερχόμενο έτος διατυπώνονται σε συνδυασμό με τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής (ΓΚΓΟΠ - Γενικές Κατευθυντήριες Γραμμές Οικονομικής Πολιτικής). Επίσημα, δεν υπάρχουν υποχρεωτικοί κανόνες έχουν όμως ήδη καταστεί ένα ισχυρό μέσο πίεσης της οικονομικής πολιτικής. 3. Οι παράγοντες και η επιρροή τους 3.1. Με τη συνθήκη του Μάαστριχτ το Συμβούλιο Εcofin καθίσταται ο βασικός παράγων για την οικονομική πολιτική της ΕΕ. Μέσω των κριτηρίων σύγκλισης είχαν επιβληθεί απαιτήσεις και για τους δύο αυτούς τομείς. Το μέσο είναι οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής και τα συναφή προγράμματα σύγκλισης και σταθερότητας. Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι μεν υπεύθυνες για τις οικονομικές πολιτικές που ακολουθούν με τη μορφή των κρατικών εσόδων και δαπανών, αυτές όμως δεν επηρεάζουν μόνο την οικονομική εξέλιξη, αλλά επηρεάζονται και από αυτήν. Μια πολιτική η οποία έχει σχεδιασθεί για να υλοποιήσει τα εν λόγω προγράμματα μπορεί επιτύχει ή να αποτύχει του στόχου της διότι εξαρτάται από την εξέλιξη της οικονομικής συγκυρίας. 3.2. Από την 1.1.1999 η ΕΚΤ ανέλαβε την πλήρη διεύθυνση της νομισματικής πολιτικής η οποία και τυπικά έγινε κοινή. Το βασικό μέσο είναι τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Παραμένει όμως ακόμη ο διαχωρισμός της κατανομής των ρόλων όσον αφορά τις τιμές συναλλάγματος. Έτσι, επανερχόμεθα στην "εξουσία" της ΕΚΤ όσον αφορά τα επιτόκια και την οικονομική ανάπτυξη. 3.3. Το τρίτο σκέλος της κοινής οικονομικής πολιτικής είναι η μισθολογική πολιτική. Αυτή καθορίζεται από τους εθνικούς εταίρους της αγοράς εργασίας, μεταξύ άλλων σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα για το πως δημιουργήθηκε, σε εθνικό επίπεδο, μέσω των κοινωνικών συμφώνων μια σταθερή βάση για την απασχόληση και την ανάπτυξη. Η αρχή για έναν πραγματικό συντονισμό μεταξύ των εταίρων υπάρχει και σε επίπεδο ΕΕ. Μολονότι η μισθολογική πολιτική καθορίζεται σε εθνικό επίπεδο, οι ευρωπαϊκές οργανώσεις μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις με την ΕΚΤ, το Συμβούλιο Εcofin και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι συζητήσεις μεταξύ κυβερνήσεων, ΕΤΕ και παραγόντων της αγοράς επισημοποιήθηκαν με τη διαδικασία της Κολωνίας βάσει της οποίας οι ανταλλαγές απόψεων αφορούν τόσο το τεχνικό όσο και το πολιτικό επίπεδο. 3.4. Οι μισθολογικές εξελίξεις που σημειώνονται στις γειτονικές χώρες απέκτησαν σήμερα μεγαλύτερη σημασία σε σύγκριση με άλλοτε. Δεν αρκεί πλέον ένας καλός συντονισμός των διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαφόρων εθνικών παραγόντων. Πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη η ανάπτυξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 3.4.1. Η κοινή νομισματική πολιτική, όταν η ανάπτυξη μιας χώρας παρεκκλίνει λόγω της συγκυρίας, δημιουργεί περισσότερες απαιτήσεις ευελιξίας για τον καθορισμό των μισθών. Υπάρχουν παραδείγματα βάσει των οποίων οι εταίροι της αγοράς εργασίας συμφώνησαν τη σύσταση ταμείων για παρόμοιες καταστάσεις, δηλ. κατά τις περιόδους ευημερίας δημιουργούν μισθολογικά αποθέματα που χρησιμοποιούν κατά τις περιόδους δυσπραγίας. Όταν η δημόσια οικονομία είναι ανθηρή υπάρχει επίσης και μία άλλη δυνατότητα. Το κράτος μπορεί, μέσω περιοδικής συμβολής στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να υποστηρίζει τους κοινωνικούς εταίρους για τη διατήρηση του επιπέδου των μισθών ακόμη και κατά τη διάρκεια χαλεπών καιρών. 3.4.2. Άλλοτε υπήρχε η δυνατότητα της υποτίμησης, όταν η ανταγωνιστικότητα μίας χώρας υφίστατο μακροπρόθεσμες αλλαγές. Η εν λόγω δυνατότητα δεν υφίσταται πλέον εφόσον πρέπει να αναπτυχθούν νέες μέθοδοι. Θα έπρεπε να υπάρχει όμως η δυνατότητα χαμηλότερων αυξήσεων των μισθών σε σύγκριση με άλλες χώρες. Σε ένα χώρο με κοινό νόμισμα το εν λόγω μέτρο θα έχει τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα με εκείνα που έχει η υποτίμηση· το βάρος των απαραίτητων ρυθμίσεων μετατίθεται εν μέρει και σε άλλες χώρες. Εάν οι ανταγωνιστικές χαμηλές αυξήσεις των μισθών εφαρμοσθούν σε πολλές χώρες προκειμένου να καταστεί η χώρα και πάλι ανταγωνιστική, τότε επανερχόμεθα στην ίδια κατάσταση που εδημιουργείτο με τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις. Αυτό πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί. 3.5. Για να συμβάλει σε μία συνεχή ανάπτυξη, η πολιτική επί των μισθών πρέπει αντίθετα να είναι τόσο υπεύθυνη όσο και δυναμική. Ο μόνος σοβαρός λόγος για τη μείωση των μισθών είναι η παραγωγικότητα. Παραγωγικότητα υψηλότερη του μέσου όρου στη ζώνη ευρώ αποτελεί λόγο αύξησης των μισθών. Μακροπρόθεσμα, η μείωση της αύξησης της παραγωγικότητας θα έχει επιπτώσεις και στους μισθούς και στις άλλες χώρες. Στην περίπτωση αυτή είναι φυσικά ευκταία η λήψη πολιτικών μέτρων τα οποία θα συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η πολιτική για την επαγγελματική κατάρτιση και η αύξηση των επενδύσεων αποτελούν βασικούς παράγοντες της πολιτικής αυτής. Επειδή απαιτείται μεγαλύτερος πολιτικός συντονισμός λόγω της συγχώνευσης των οικονομιών των χωρών της ΕΕ η αύξηση της αποκέντρωσης των πολιτικών καθορισμού των μισθών αποτελεί στο πλαίσιο αυτό εσφαλμένη επιλογή. 4. ΟΝΕ και πολιτική των επιτοκίων 4.1. Στην οικονομία τα επιτόκια και ο όγκος του κυκλοφορούντος χρήματος επηρεάζουν τη ζήτηση. Η Κεντρική Τράπεζα ρυθμίζει τα επιτόκια και το κυκλοφορούν χρήμα με τη διακύμανση των επιτοκίων. Όσο αυξάνονται τα επιτόκια τόσο μειώνεται η ζήτηση και αντίστροφα. Ο βασικός δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας για την ΕΤΕ είναι ο πληθωρισμός. Λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών πετρελαίου, η ΕΚΤ αντιμετωπίζει ένα δίλημμα αφού το σύνολο του πληθωρισμού δεν αποτελεί πλέον δείκτη για την εσωτερική δραστηριότητα. 4.2. Εκτός των άμεσων επιπτώσεων που έχουν σε μία χώρα οι μεταβολές των επιτοκίων, αυτά μπορούν να ελκύσουν, λόγω των υψηλών αποδόσεων, ξένους οικονομικούς επενδυτές. Για να προβούν στις επενδύσεις αυτές αγοράζουν ευρώ. Λόγω των αγορών αυτών αυξάνει η τιμή του ευρώ. Με τη μείωση των επιτοκίων συμβαίνει το αντίθετο σε σχέση με τις τιμές άλλων συναλλαγμάτων. Με τον τρόπο αυτό η τιμή συναλλάγματος συνδέεται με τα επιτόκια και με τη μάζα του κυκλοφορούντος χρήματος. Εάν η μάζα του κυκλοφορούντος χρήματος είναι πολύ μεγάλη τότε εμφανίζονται πληθωριστικές πιέσεις με αποτέλεσμα οι παράγοντες της αγοράς να προσπαθούν να πωλήσουν τα ευρώ τους με συνέπεια τη μείωση της τιμής του. Η εργασία, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες γίνονται φθηνότερα αλλά συγχρόνως αυξάνονται οι τιμές των εισαγωγών. 4.3. Βραχυπρόθεσμα, η κινητικότητα των ονομαστικών τιμών και μισθών είναι περιορισμένη. Αντίθετα, τα επιτόκια αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για να τονώσουν ή να περιορίσουν τη ζήτηση, δεδομένου ότι επηρεάζουν άμεσα τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς. Όπως φαίνεται στο κατωτέρω διάγραμμα υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του επιπέδου των επιτοκίων αναχρηματοδότησης και των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2: Τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια και τα επιτόκια αναχρηματοδότησης της ΕΤΕ >PIC FILE= "C_2001139EL.006301.EPS"> * Τα ισχύοντα επιτόκια στην χρηματική αγορά των μηνών Ιανουαρίου και Απριλίου 1999 αναφέρονται ως ετήσιος μέσος όρος. Για το Σεπτέμβριο 2000 αναφέρεται το επιτόκιο αναχρηματοδότησης που ισχύει από τις 6 Σεπτεμβρίου και τα επιτόκια της αγοράς που ισχύουν από τις 8 Σεπτεμβρίου. Πηγή: Μηνιαίο Δελτίο της ΕΚΤ (Σεπτέμβριος 2000). 4.4. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια επηρεάζονται από τις προσδοκίες όσον αφορά τα μελλοντικά βραχυπρόθεσμα επιτόκια και από τις προσδοκίες για τη νομισματική πολιτική. Όπως φαίνεται στο κατωτέρω διάγραμμα δεν υπάρχει η ίδια σχέση μεταξύ του επιπέδου των επιτοκίων αναχρηματοδότησης και των μακροπρόθεσμων επιτοκίων όπως στο προηγούμενο διάγραμμα. Αντίθετα, ορισμένους μήνες τα μακροπρόθεσμα επιτόκια μειώθηκαν ενώ τα επιτόκια αναχρηματοδότησης αυξήθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι οι αγορές θεωρούν ότι είναι πιθανόν να γίνει η νομισματική πολιτική πιο αυστηρή προκειμένου να καταπολεμηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Στην περίπτωση αυτή, η ανάληψη κινδύνων καθίσταται λιγότερο αποδοτική και τα επιτόκια παραμένουν χαμηλότερα σε σύγκριση με τα επιτόκια εκείνα που θα ίσχυαν στην περίπτωση που προβλεπόταν μια επεκτατική νομισματική πολιτική η οποία όμως θα εγκυμονούσε σοβαρότερους κινδύνους πληθωρισμού και υπερθέρμανσης. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3: Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και τα επιτόκια αναχρηματοδότησης της ΕΤΕ >PIC FILE= "C_2001139EL.006401.EPS"> * Τα ισχύοντα επιτόκια στην χρηματική αγορά των μηνών Ιανουαρίου και Απριλίου 1999 αναφέρονται ως ετήσιος μέσος όρος. Για το Σεπτέμβριο 2000 αναφέρεται το επιτόκιο αναχρηματοδότησης που ισχύει από τις 6 Σεπτεμβρίου και τα επιτόκια της αγοράς που ισχύουν από τις 8 Σεπτεμβρίου. Πηγή: Μηνιαίο Δελτίο της ΕΚΤ (Σεπτέμβριος 2000). 4.5. Μολονότι επίσημα η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη, εντούτοις στην πράξη δεν είναι τελείως "αυτόνομη". Στις παγκόσμιες χρηματαγορές κυριαρχεί το αμερικανικό δολάριο και τα διεθνή κεφάλαια μπορούν να μετακινούνται χωρίς καθυστέρηση. Η διαφορά απόδοσης των επενδύσεων μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ έχει άμεση επίδραση στις ροές των κεφαλαίων. Συνεπώς, η ΕΚΤ δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στις ανάγκες που αντιμετωπίζει η οικονομική κατάσταση στην ΕΕ προκειμένου να χαράξει την πολιτική επιτοκίων της. Εάν τα επιτόκια και οι αποδόσεις του κεφαλαίου είναι χαμηλότερα στην ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, τα προς επένδυση κεφάλαια κατευθύνονται προς τις ΗΠΑ(12). Στο διάγραμμα 4 παρουσιάζονται οι διαφορές των πραγματικών επιτοκίων μεταξύ ΗΠΑ και της ζώνης ευρώ. Το αποτέλεσμα που προκύπτει από την ισχυρή διεθνή εξάρτηση των οικονομικών αγορών πρέπει να συνεκτιμηθεί με την επιθυμία τόνωσης της οικονομίας η οποία δικαιολογεί ένα μέτριο επιτόκιο δεδομένου ότι οι επενδύσεις είναι απαραίτητες για την οικονομική τόνωση. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4: Τα πραγματικά επιτόκια στη ζώνη ευρώ και στις ΗΠΑ >PIC FILE= "C_2001139EL.006501.EPS"> Πηγή: Οικονομική επιθεώρηση 67, ΟΟΣΑ 2000. 4.5.1. Αυτό που εμφαίνεται από τις καθημερινές στατιστικές και αυτό που δημιουργεί κατά τα φαινόμενα τις μεγαλύτερες ανησυχίες είναι οι παρενέργειες όσον αφορά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αυτές επηρεάζουν γενικά τόσο την κατάσταση του ανταγωνισμού όσο και του πληθωρισμού δια μέσου της αύξησης των τιμών των εισαγομένων αγαθών. Εάν εξετασθούν παλαιότερες περίοδοι διαπιστώνεται ότι οι διακυμάνσεις μεταξύ του αμερικανικού δολαρίου και των ευρωπαϊκών νομισμάτων ήταν πολλές φορές μεγαλύτερες σε σύγκριση με το 1999/2000. Αυτό σημαίνει αφενός, ότι οι διακυμάνσεις είναι συνήθως μεγάλες και συχνά μεταβάλλουν ταχέως κατεύθυνση, και αφετέρου, ότι τα αποτελέσματα των διακυμάνσεων επί του πληθωρισμού μπορεί να είναι σημαντικά. 4.5.2. Με τον τρόπο αυτό, η οικονομική κατάσταση και η οικονομική πολιτική των άλλων χωρών και κυρίως των ΗΠΑ επηρεάζουν τις δυνατότητες της ΕΚΤ να προσανατολίσει την οικονομική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, οι παράγοντες δεν είναι μόνον τρεις αλλά τουλάχιστον τέσσερις: η ΕΚΤ, το Συμβούλιο Εcofin, οι κοινωνικοί εταίροι και αντίστοιχα οι ΗΠΑ. Όλο και περισσότερες φωνές υψώνονται για την αναζήτηση μέτρων που θα μπορούν να μειώσουν την έκθεση των οικονομιών στις βίαιες διακυμάνσεις των διεθνών χρηματαγορών. 4.6. Τα επιτόκια όμως δεν διαδραματίζουν μόνο αποφασιστικό ρόλο για το μελλοντικό πληθωρισμό - αλλά αποτελούν και έναν από τους αποφασιστικούς παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα στην οικονομία. Υπάρχει μια ισχυρή σχέση μεταξύ πληθωρισμού και συγκυρίας. Εάν όλα τα κράτη μέλη είχαν τον ίδιο πληθωρισμό και την ίδια συγκυρία τότε η πολιτική των επιτοκίων που θα συγκρατούσε τον πληθωρισμό στο επιθυμητό επίπεδο θα προσαρμοζόταν και στην πολιτική συγκυρίας σε όλα τα κράτη μέλη. 4.6.1. Όμως η κατάσταση δεν είναι έτσι. Πληθωρισμός και συγκυρία που είναι ασταθείς στα διάφορα κράτη μέλη αποτελούν την βασική αιτία που η ΟΝΕ με την κοινή νομισματική πολιτική δεν μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο βέλτιστο χωρίς τον ταυτόχρονο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Η οικονομική πολιτική χρειάζεται όπως και η συγκυριακή πολιτική διόρθωση από μια κοινή νομισματική πολιτική. Σε ποια πολιτική θα οδηγήσει ένας παρόμοιος συντονισμός εξαρτάται τελείως από τις σημερινές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. 4.6.2. Η μεγάλη διαφορά που υπάρχει σήμερα σε σχέση με παλαιότερα όσον αφορά την κοινή νομισματική πολιτική είναι ότι η τελευταία αντί να βασίζεται στο εθνικό ποσοστό πληθωρισμού βασίζεται στον κοινό μέσο όρο του πληθωρισμού (σταθμισμένο ποσοστό πληθωρισμού που είναι το αποτέλεσμα των αντίστοιχων ΑΕΠ). 4.6.3. Ο χειρότερος τρόπος συντονισμού θα ήταν το να χαράσσεται η οικονομική πολιτική μέσω μιας κοινής και ταυτόσημης πολιτικής για όλες τις χώρες. Μια παρόμοια εναρμόνιση θα επιδείνωνε τα προβλήματα που δημιουργούνται από την κοινή νομισματική πολιτική λόγω διαφορετικού πληθωρισμού και συγκυρίας. 4.6.4. Αντίθετα, πρέπει μέσω του συντονισμού να επιτευχθεί συμφωνία όσον αφορά τις διαφορές που σημειώνονται στις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών, η οποία θα πρέπει να αντισταθμίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις αρνητικές συνέπειες της κοινής νομισματικής πολιτικής όσον αφορά τις χώρες που παρεκκλίνουν. Εάν επιτραπεί σε κάθε χώρα να ενεργεί κατά το δοκούν βάσει μιας δεδομένης κοινής νομισματικής πολιτικής τότε πιθανόν να δημιουργηθούν διενέξεις διότι η οικονομική πολιτική μιας χώρας λόγω των στενών οικονομικών δεσμών που αναπτύσσονται στην ΕΕ επηρεάζει και τις οικονομικές πολιτικές των λοιπών κρατών μελών. Γι' αυτό, ο συντονισμός πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα το να επιτρέπεται η διατύπωση συστάσεων για κάθε χώρα σταθμίζοντας συγχρόνως τις πιθανές συνέπειες που μπορεί να έχει η πολιτική της χώρας αυτής στις άλλες χώρες. Η πολιτική πρέπει να κάνει ακόμη ένα βήμα δηλαδή από την εντελώς εκούσια συνεργασία να προχωρήσει σε ένα πιο πραγματικό συντονισμό. 5. Η μεγάλη σημασία της εσωτερικής αγοράς 5.1. Όπως η Επιτροπή και το Συμβούλιο έτσι και η ΟΚΕ διαπίστωσαν ότι το ΑΕγχΠ της ΕΕ είναι κατά το 90 % περίπου εσωτερικό. Με τη διεύρυνση το εξωτερικό εμπόριο της ΕΕ θα μειωθεί περαιτέρω ως ποσοστό του ΑΕγχΠ. Μακροπρόθεσμα, οι σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω της ανάπτυξης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, - η οποία αποτελεί το 10 % που αντιστοιχεί στο εμπόριο με τον υπόλοιπο κόσμο - έχουν καθοριστική σημασία. Όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες δυνατότητες, δηλαδή μέσω της οικονομικής πολιτικής να διορθωθούν ορισμένες συνέπειες της κοινής νομισματικής πολιτικής, το 90 % δείχνει ότι οι δυνατότητες συντονισμού το επιτρέπουν. 5.1.1. Η Επιτροπή έκανε ορισμένους υπολογισμούς όσον αφορά τη ζώνη ευρώ (ετήσια οικονομική έκθεση 1999) για να παρουσιάσει το άνοιγμα προς τον υπόλοιπο κόσμο και την αμοιβαία εξάρτηση των τότε 11 κρατών μελών. Στην έκθεση αυτή οι τέσσερις χώρες που το 1999 ήταν εκτός της ζώνης ευρώ έχουν υπαχθεί στην κατηγορία "υπόλοιπος κόσμος". Το 13 % του συνολικού ΑΕγχΠ των χωρών που έχουν εισάγει το ευρώ προέρχεται από το εμπόριο με τον υπόλοιπο κόσμο. Σε 13 % επίσης ανέρχεται το ποσοστό του ΑΕγχΠ από τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των 11 χωρών, το οποίο θεωρείται ως εσωτερικό εμπόριο από την προοπτική του ευρώ. Οι διαφορές από χώρα σε χώρα δεν είναι παρόλα αυτά αμελητέες. Όσον αφορά το εσωτερικό εμπόριο η εξάρτηση είναι εφεξής ένα φαινόμενο που αφορά περισσότερο την ΕΕ παρά τη ζώνη ευρώ. 5.2. Η εξάρτηση όσον αφορά το σύνολο των εσωτερικών συναλλαγών στην ΕΕ είναι επίσης πολύ σημαντική. Το εσωτερικό διασυνοριακό εμπόριο αποτελεί περίπου το 16 % ("εξαγωγές") και το αντίστοιχο 15 % ("εισαγωγές") του ΑΕγχΠ της ΕΕ. Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται σημαντικά μεταξύ των χωρών και για προφανείς λόγους οι περισσότερες μικρές χώρες παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό διακύμανσης. ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Το εσωτερικό εμπόριο της ΕΕ ως ποσοστό (%) επί του ΑΕΠ >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή αριθ. 69. 5.3. Ο συνδυασμός εξωτερικής ανεξαρτησίας και εσωτερικής εξάρτησης έχει ως αποτέλεσμα το ότι η οικονομική πολιτική μιας χώρας της ΕΕ επηρεάζει σε πολύ περιορισμένο βαθμό τον υπόλοιπο κόσμο. Όσον αφορά τα πρότυπα του εμπορίου, στις περισσότερες χώρες η έξωθεν επιρροή είναι πολύ περιορισμένη. Από την άλλη πλευρά όμως, οι επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί μία χώρα στις αντίστοιχες των άλλων κρατών της ΕΕ, είναι μεγάλες. 5.4. Προκειμένου να αξιολογηθεί η σημασία των σχέσεων αυτών ζητήσαμε από το "Erhvervsrådet"(13) της Δανίας να χρησιμοποιήσουμε το φημισμένο οικονομετρικό μοντέλο του για την ευροζώνη. Σύμφωνα με τον πίνακα υπολογίσθηκε ποιες θα είναι οι συνέπειες στην περίπτωση που οι δημόσιες επενδύσεις αυξηθούν με 1 % του ΑΕγχΠ. ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Αύξηση των δημοσίων επενδύσεων Συνολική επίδραση το τρίτο έτος (2000-2002) (Στο μοντέλο δεν συμπεριλαμβάνονται η Αυστρία, η Πορτογαλία και το Λουξεμβούργο) >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> Πηγή: Οικονομικό Συμβούλιο του Εργατικού Κινήματος, Δανία. Οι αριθμοί παρουσιάζουν τα αποτελέσματα, μετά από τριετία, στο ΑΕγχΠ και στην απασχόληση. Δυστυχώς, μόνον οι 7 από τις 12 χώρες της ζώνης ευρώ έχουν συμπεριληφθεί στην έρευνα. Στη στήλη Α παρουσιάζονται τα αποτελέσματα όταν κάθε χώρα ενεργεί μόνη της. Στη στήλη Β παρουσιάζονται τα αποτελέσματα από την αύξηση των επενδύσεων σε καθεμία από τις υπόλοιπες 6 χώρες της έρευνας. Η αύξηση των επενδύσεων στη Γερμανία συμβάλλει π.χ. στην αύξηση του ΑΕγχΠ των άλλων χωρών με 0,2 % κατά μέσον όρο. Τέλος, στη στήλη Γ περιέχονται οι αριθμοί μιας συντονισμένης επέκτασης, όταν και οι 7 χώρες αυξάνουν ταυτόχρονα τις δημόσιες επενδύσεις τους. Τα αποτελέσματα επί του ΑΕγχΠ αυξάνονται κατά 100 % σχεδόν, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα που αναφέρονται στην περίπτωση που κάθε χώρα ενεργεί μόνη της. 5.5. Από τον πίνακα συνάγεται ότι οι συντονισμένες δράσεις αυξάνουν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών, ακόμη και στην περίπτωση που δεν δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην ακρίβεια των στοιχείων. Συνάγεται επίσης το πως η οικονομική πολιτική μιας χώρας μπορεί να ωφελήσει άλλες χώρες που βρίσκονται στην ίδια φάση συγκυρίας αλλά και να δημιουργήσει εμπόδια στις χώρες που βρίσκονται σε άλλη φάση συγκυρίας. 6. Ταχεία αύξηση του συντονισμού 6.1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τάχθηκε σε πολλές περιπτώσεις υπέρ της ενίσχυσης του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών. Δεδομένου ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός είναι εξαιρετικά περιορισμένος σε σχέση με το σύνολο του ΑΕγχΠ δεν υπάρχει στην πράξη κανένα περιθώριο ελιγμών για την επίτευξη οικονομικής σταθεροποίησης μέσω του προϋπολογισμού. Πάντως, σε ορισμένες περιπτώσεις η ΕΕ μπορεί να βοηθήσει χώρες με σοβαρά οικονομικά προβλήματα(14). 6.2. Οι θεμελιώδεις αρχές συντονισμού των εθνικών πολιτικών είναι, σύμφωνα με τη σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) οι εξής: 1) η επικουρικότητα - καίτοι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να εφαρμοσθεί σύμφωνα με τη συνθήκη και το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης εντούτοις υπάρχουν πάντοτε περιθώρια για εθνικές πολιτικές επιλογές· 2) οι διάφοροι παράγοντες είναι ανεξάρτητοι - ΕΚΤ, κοινωνικοί εταίροι και κυβερνήσεις· 3) τα κράτη μέλη οφείλουν να αντιμετωπίζουν τις οικονομικές πολιτικές τους ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος (άρθρο 99). 6.3. Ο συντονισμός περιορίζεται στο γενικό πολιτικό πλαίσιο πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα τη μη ανάπτυξη ανταγωνισμού που είναι ζημιογόνος. Από την άλλη πλευρά "οι ορθές πρακτικές" είναι σημαντικό μέρος της διαδικασίας άντλησης διδαγμάτων από τις επιτυχίες και αποτυχίες του καθενός. 6.4. Υπάρχουν ήδη ορισμένες μέθοδοι συντονισμού: ανταλλαγή πληροφοριών, ανταλλαγή απόψεων για τις "ορθές πρακτικές", κοινοί βασικοί νόμοι σε πολιτικά θέματα, κριτική εξέταση από ισότιμους ("peer review") και κοινές δράσεις. Ανάλογα με τους τομείς για τους οποίους πρόκειται υπάρχουν διάφορες δυνατότητες για κάθε μέθοδο. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει μια περισσότερο συνολική προσέγγιση για όλα τα μέτρα διαμέσου μιας συγκεκριμένης κοινής κατεύθυνσης για τις πολιτικές. 6.5. Οι οικονομικές κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζονται στο άρθρο 99 της συνθήκης αποτελούν σήμερα το σημείο εκκίνησης του συντονισμού. Στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να συμπεριληφθούν και οι άλλες διαδικασίες (Λουξεμβούργου, Κάρντιφ και Κολωνίας) και με αυτές λήγει ένα έτος πολιτικών διαδικασιών και αρχίζει ένα νέο. Με τα χρόνια οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές έγιναν συγκεκριμένες και αφορούν περισσότερο διαρθρωτικά θέματα. Χάρις στις εκθέσεις και σε όλα τα άλλα έγγραφα που παρουσιάζονται κυρίως από την Επιτροπή, σε συνδυασμό με όλες τις διαδικασίες αυτές, και ιδίως με την προοπτική του καθορισμού των γενικών κατευθυντήριων γραμμών, έχει ήδη δημιουργηθεί μία βάση που επιτρέπει τον καθορισμό των λεπτομερειών σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να καθιερωθεί ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών. Για να βελτιωθεί η εν λόγω βάση των πολιτικών είναι αναγκαίο να εφοδιάζεται ταχύτερα με τα πλέον πρόσφατα οικονομικά στοιχεία των κρατών μελών. 6.6. Πέραν των όσων προβλέπονται επίσημα στην συνθήκη και στο σύμφωνο, οι έντεκα υπουργοί των χωρών της ζώνης ευρώ εξετάζουν τακτικά τις προθέσεις τους στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής. Η ΟΚΕ φρονεί ότι είναι σημαντικό να καταστεί πιο εμφανής ο ρόλος που διαδραματίζουν οι 12 υπουργοί της ζώνης ευρώ ως αρχής που κατευθύνει τις δράσεις της εν λόγω πολιτικής. 6.7. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας του Κάρντιφ βασίζεται στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές· κατά τη διάρκεια του 2000 καθιερώθηκε ο συντονισμός των εργασιών των υπουργών εργασίας στο πλαίσιο της διαδικασίας του Λουξεμβούργου, στις οποίες θα συμπεριλαμβάνεται ακόμη και η εξέταση των γενικών κατευθυντήριων γραμμών. Ο μακροοικονομικός διάλογος έδωσε τις δυνατότητες ανταλλαγής απόψεων που επέτρεψαν να συντονιστούν καλύτερα οι νομισματικές, οικονομικές και μισθολογικές πολιτικές. Εξάλλου, στη σύνοδο κορυφής της Λισσαβώνας καθιερώθηκε ένα νέο μέσο με τη μορφή των ετησίων συνόδων κορυφής προκειμένου να συνεχισθούν οι ανταλλαγές απόψεων, κυρίως, για την απασχόληση και την κοινωνία της γνώσης. 6.8. Σε έκθεση του Συμβουλίου Εcofin προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι εκτίθενται διάφορα μέτρα που μπορεί να ληφθούν για τη βελτίωση του συντονισμού, ιδίως μέσω των δεικτών και των σημείων αναφοράς. Το πρώτο συνίσταται στο να δοθεί περισσότερος χρόνος για τη δημιουργία μιας κοινής αντίληψης των κυκλικών και διαρθρωτικών πτυχών της δημοσιονομικής πολιτικής. Μία από τις προϋποθέσεις για την επιτυχία των ανωτέρω είναι η διάθεση αξιόπιστων δεδομένων. 6.9. Πιο συγκεκριμένες γενικές κατευθυντήριες αποτελούν το επόμενο μέτρο, οι οποίες μάλιστα θα είχαν πιο μακροπρόθεσμους στόχους και θα έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στην υλοποίηση τους. Τα συγκεκριμένα προγράμματα για κάθε χώρα πρέπει να είναι πιο αναλυτικά και συγκρίσιμα προκειμένου να καθίσταται δυνατή η υλοποίησή τους. Επειδή οι εθνικοί προϋπολογισμοί παρουσιάζονται σε άλλο χρονικό σημείο από εκείνο των προγραμμάτων σύγκλισης και σταθερότητας θα πρέπει οι προϋπολογισμοί να συνδέονται όσο γίνεται στενότερα με τα εν λόγω προγράμματα. Οι συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα εν λόγω προγράμματα και στους προϋπολογισμούς. Ένας αποτελεσματικός συντονισμός πρέπει να βασίζεται επίσης στο άνοιγμα και στο γεγονός ότι είναι διαθέσιμος για διαβουλεύσεις και για αλλαγή πολιτικής. 6.10. Οι συστάσεις αυτές είναι ουσιαστικής σημασίας εάν επιθυμείται η καθιέρωση αποτελεσματικών μεθόδων που θα επιτρέψουν την συνέχιση της πολιτικής αυτής στις διάφορες χώρες. 7. Διαφορετικές καταστάσεις συγκυρίας 7.1. Το θέμα των "ασυμμετρικών σοκ" κυριαρχεί(15) στις συζητήσεις σχετικά με τα προβλήματα που πιθανόν να εμφανιστούν σε ένα χώρο όπου κυκλοφορεί ένα ενιαίο νόμισμα. Βέβαια, παρόμοια σοκ μπορούν να γίνουν κατανοητά, η εξέλιξη όμως των τελευταίων δεκαετιών δείχνει μάλλον ότι τα σοκ που δημιουργούνται (π.χ. οι αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου) πλήττουν τις περισσότερες χώρες και είναι συνεπώς συμμετρικά, με ορισμένες όμως ελαφρές διαφορές όσον αφορά την ένταση. Η διακοπή του εμπορίου με τη Ρωσία η οποία έπληξε τη Φινλανδία πλησιάζει πιθανόν πολύ στο ασυμμετρικό σοκ. Οι ακραίες καταστάσεις που θίγουν μία ή περισσότερες χώρες όχι όμως και τις άλλες μπορούν πλέον να προληφθούν μέσω της ευρωπαϊκής ενίσχυσης, που κατέστη δυνατή χάρις στο προαναφερθέν άρθρο 100 παράγραφος 2. 7.2. Εάν τα συμμετρικά σοκ είναι ασυνήθιστα, αντίθετα, διαφορές μεταξύ των χωρών αναφορικά με την εξέλιξη της συγκυρίας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Οι διαφορές αυτές δημιουργούν την ανάγκη συντονισμού των οικονομικών πολιτικών στο πλαίσιο της κοινής νομισματικής πολιτικής. Εάν επιθυμείται να ορισθεί ποια μορφή συντονισμού είναι απαραίτητη και ποια μορφή είναι η πιο αποτελεσματική τότε θα πρέπει να γνωρίζουμε περισσότερα όσον αφορά τις διαφορές που υπάρχουν στην πράξη μεταξύ των συγκυριών. 7.3. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών μελετήσαμε τις διαφορές μεταξύ των συγκυριών στις διάφορες χώρες της ΕΕ. Αφενός, μπορεί να διερευνηθεί πιο είναι το σύνηθες μέγεθος των διαφορών και εάν οι διαφορές αυτές είναι άλλοτε σημαντικές και άλλοτε όχι· και αφετέρου, γιατί ορισμένες χώρες διαφέρουν σε σχέση με άλλες. Είναι μήπως πάντοτε ορισμένες χώρες που εισέρχονται πρώτες στον κύκλο της συγκυρίας και μήπως υπάρχουν ορισμένες που αποκλίνουν πάντοτε από τις άλλες; Προκειμένου να εκτιμηθεί η συγκυρία σε μία χώρα μπορεί να χρησιμοποιηθούν πολλοί τρόποι. Επιλέξαμε τον απλούστερο, δηλαδή την μεταβολή του ΑΕγχΠ. 7.4. Ο πιο κάτω πίνακας που βασίζεται σε στοιχεία του ΟΟΣΑ, δείχνει ότι οι οικονομικές συγκυρίες των χωρών της ζώνης ευρώ τείνουν να προσεγγίσουν οι μεν των δε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ορισμένες χώρες αποκλίνουν όμως από την τάση αυτή, όπως η Ιρλανδία, η Φινλανδία και λόγω της ενοποίησης η Γερμανία. Η προσέγγιση αυτή οφείλεται πιθανόν στην ενιαία αγορά και στα κριτήρια σύγκλισης πράγμα που καταδεικνύει τη σημασία τους για την οικονομική πολιτική στο μέλλον, στην περίπτωση μάλιστα που η οικονομική πολιτική και ο συντονισμός μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5α Πραγματική μεταβολή του ΑΕΠ >PIC FILE= "C_2001139EL.006901.EPS"> ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5β Πραγματική μεταβολή του ΑΕΠ >PIC FILE= "C_2001139EL.006902.EPS"> Πηγή: ΟΟΣΑ. 8. Αυτόματοι σταθεροποιητές 8.1. Εάν σε μια χώρα με αποκλίνουσα οικονομική συγκυρία δεν ληφθεί καμία νέα πολιτική απόφαση, τότε στην περίπτωση αυτή η οικονομία της χώρας θα προσαρμοστεί, σιγά σιγά, με τις άλλες χάρις στο μηχανισμό προσαρμογής. Το πρόβλημα είναι ότι η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα και ότι έχει παρενέργειες κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Σε περίοδο ανάπτυξης, η έντονη οικονομική δραστηριότητα παράγει πληθωρισμό. Λόγω της διεθνούς αλληλεξάρτησης η ανταγωνιστικότητα επιδεινώνεται πράγμα που καταλήγει σταδιακά στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Για τις χώρες της ΕΕ το μεγαλύτερο μέρος της εν λόγω προσαρμογής πραγματοποιείται μέσω της ενιαίας αγοράς. Εξάλλου, στην περίπτωση που η προσαρμογή πραγματοποιείτο μέσω των τιμών στη ζώνη ευρώ, αυτή θα κατέληγε σε μια συμπληρωματική πιο περιοριστική νομισματική πολιτική, που θα επιβράδυνε το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. 8.2. Επειδή ένας παρόμοιος μηχανισμός τιμών λειτουργεί μέσω των αρνητικών αποτελεσμάτων που έχει για την απασχόληση και την ανάπτυξη και ότι τα αποτελέσματα αυτά επηρεάζουν, σε μεγάλο βαθμό, και άλλες χώρες η εν λόγω μορφή προσαρμογής δεν είναι αποδεκτή. Παραδοσιακά, χρησιμοποιούνται περισσότερο οι αυξήσεις και οι μειώσεις των εισοδημάτων και οι δαπάνες του δημόσιου τομέα, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία και να διατηρηθεί η συγκυρία σε "κανονική" κατάσταση. Η εξέλιξη των οικονομικών μας συστημάτων έδωσε την αφορμή να δημιουργηθούν διάφοροι ενδογενείς συντελεστές οι οποίοι επιτρέπουν, εφόσον μπορούν να λειτουργήσουν συνολικά, αυτόματες προσαρμογές σε περιπτώσεις ελαφρών τροποποιήσεων της κατάστασης συγκυρίας. Πιο κάτω εκτίθενται διάφορα ενδιαφέροντα παραδείγματα: - Ασφάλιση κατά της ανεργίας. Η δυνατότητα που παρέχεται στους ανέργους να διατηρήσουν κατά τη διάρκεια της ανεργίας μέρος του εισοδήματος που είχαν πρώτα, περιορίζει τις επιπτώσεις στη ζήτηση η αύξηση της ανεργίας. - Προγράμματα της αγοράς εργασίας για την δραστηριοποίηση των ανέργων με στόχο την διατήρηση των ικανοτήτων τους αντισταθμίζουν τις αρνητικές συνέπειες στην αγορά κατά τη διάρκεια της ανεργίας. Η προσφορά εργασίας και το επίπεδο απασχόλησης αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη, εξ ου και η σημασία να διασφαλιστεί η προσφορά εργασίας κατά τη στιγμή που η συγκυρία θα αντιστραφεί. - Η προοδευτική φορολογία και το σύστημα της κοινωνικής προστασίας. Οι εν λόγω παράγοντες μειώνουν τον αποκλεισμό και περιορίζουν έτσι τη μείωση της αγοραστικής δύναμης. Περιορίζουν τη ζήτηση σε περιόδους επέκτασης μεταφέροντας τους πόρους προς τον δημόσιο τομέα. - Οι εισφορές που βασίζονται στο εισόδημα όπως π.χ. οι μειωμένες δαπάνες για τη φύλαξη των παιδιών συμβάλλουν επίσης στη διατήρηση της αγοραστικής αξίας σε περιόδους ύφεσης και μειώνουν τις δημόσιες δαπάνες σε περιόδους μεγέθυνσης. - Το επίπεδο σπουδών. Σε περιόδους διαρθρωτικών μεταλλαγών είναι πιο εύκολο για το εργατικό δυναμικό που διαθέτει προσόντα να μεταβάλλει την επαγγελματική του ειδίκευση και να στραφεί σε ελλειμματικά επαγγέλματα προκειμένου να δημιουργηθεί ένα "απόθεμα" εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού όταν η οικονομία εισέλθει σε φάση μεγέθυνσης. - Τα επικουρικά ταμεία με την μορφή που έχουν καθιερωθεί στη Φινλανδία (υπό την ευθύνη των κοινωνικών εταίρων) αποταμιεύουν κατά τη διάρκεια των περιόδων ευμάρειας και βοηθούν οικονομικά τις περιόδους των ισχνών αγελάδων. Λειτουργούν βάσει της εξής αρχής: τους διοχετεύονται μισθολογικά αποθεματικά κατά τη διάρκεια των περιόδων μεγέθυνσης προκειμένου να χρηματοδοτήσουν ορισμένο μέρος των δαπανών του εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια των περιόδων ύφεσης. Τα πλεονεκτήματα ενός παρόμοιου συστήματος είναι ότι η αύξηση των πραγματικών μισθών είναι διαχρονικά πιο ομαλή χωρίς να δημιουργούνται πληθωριστικές τάσεις. 9. Το οικονομικά ορθό δεν είναι πάντοτε και πολιτικά δυνατό 9.1. Με την ΟΝΕ η πολιτική των επιτοκίων δεν καθορίζεται από τις προσεχείς εκλογές. Χωρίς την αποδέσμευση της πολιτικής των επιτοκίων από τις καθημερινές αποφάσεις, κυρίως ενόψει εκλογών, είναι σπάνια δυνατό να χαραχθεί μια πολιτική επιτοκίων που θα είναι ορθή σε όρους συγκυριακής πολιτικής. Σε περίοδο μεγέθυνσης και βουλευτικών εκλογών, μια κυβέρνηση έχει περιορισμένες δυνατότητες, σε όρους οικονομικής πολιτικής, να εφαρμόσει οικονομικούς περιορισμούς που θα απαιτούσε η συγκεκριμένη συγκυρία. Οι πολιτικοί φρονούν ότι είναι προτιμότερη μια εκλογική νίκη αντί μιας ορθής οικονομικής πολιτικής που θα έχει ως συνέπεια την απώλεια των εκλογών. Είναι επίσης δύσκολο να βρεθεί αντιπολίτευση που σε παρόμοια κατάσταση δεν θα εκμεταλλευόταν τη δυνατότητα να επικρίνει μια περιοριστική οικονομική πολιτική. Εάν όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις διεξήγοντο σε περιόδους ύφεσης, τότε το πολιτικά ευκταίο θα ήταν πάντοτε και οικονομικά η καλύτερη λύση. Αλλά δεν συμβαίνει έτσι. Όταν πολλές χώρες της ΕΕ έχουν σήμερα εξισορροπημένους προϋπολογισμούς, ή και μάλιστα με πλεόνασμα, η πραγματοποίηση φορολογικών μειώσεων πριν από τις εκλογές μπορεί να είναι ορθή τακτική από πολιτική άποψη. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να ενισχύσει το Συμβούλιο Υπουργών τις παροτρύνσεις του υπέρ μιας ευκταίας πολιτικής εξέλιξης σήμερα. 9.2. Μετά τη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Λισσαβώνα, η Επιτροπή παρουσίασε ορισμένους προβληματισμούς για την οικονομική πολιτική όσον αφορά την παρούσα οικονομική κατάσταση. Άλλοτε, εγίνετο πολύ λόγος ότι είναι ανάγκη να γίνουν φορολογικές μειώσεις. Βάσει των προβληματισμών αυτών η Επιτροπή θεωρεί ότι η οικονομική κατάσταση σήμερα δεν είναι ίσως η πιο κατάλληλη για παρόμοιες μεταβολές εφόσον όμως αυτοί προγραμματιστούν τότε θα πρέπει να εφαρμοστούν ορισμένες από τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής. Δεδομένου ότι η οικονομική συγκυρία το 2000 ήταν καλή οι οικονομίες δεν θα μπορούσαν καθόλου να αντέξουν ένα μεγαλύτερο ερεθισμό χωρίς να προκληθούν πληθωριστικές πιέσεις. Υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα, στην κατάσταση αυτή, για να τεθεί ως μακροπρόθεσμος στόχος η προετοιμασία των δημόσιων οικονομικών, διότι θα κληθούν αργότερα να παράσχουν τη βοήθεια τους προκειμένου να τονωθεί η συγκυρία που θα έχει επιδεινωθεί. Ακόμη και σε μια διαφορετική οικονομική κατάσταση πρέπει να ληφθούν υπόψη ιδίως οι μειώσεις του φόρου εισοδήματος σε συνδυασμό με το δημόσιο χρέος, και με τη μελλοντική δημογραφική εξέλιξη. Παρόμοιες φορολογικές αλλαγές δεν μπορούν να εφαρμοσθούν παρά μόνο μέσα από μία δέσμη μεταρρυθμίσεων του ασφαλιστικού συστήματος. Όλα αυτά περιέχονται σε έκθεση της Επιτροπής για τα δημόσια οικονομικά η οποία δεν έχει εξετασθεί επίσημα από το Συμβούλιο. 10. Γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τον συντονισμό 10.1. Υπάρχουν συνεπώς πολυάριθμοι λόγοι για να ενισχυθεί ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και για όλες τις δυνατές μεθόδους συντονισμού είναι απαραίτητη μια κοινή συστατική αρχή. Η ΟΚΕ φρονεί ότι ένας παρόμοιος συντονισμός πρέπει να λάβει την εξής κατεύθυνση: 10.2. Πρώτον, "η κατεύθυνση" είναι πράγματι ουσιαστικής σημασίας - περιοριστική ή επεκτατική - περισσότερο από τα συγκεκριμένα μέτρα που θα υιοθετηθούν. Σε μια ίδια κατάσταση συγκυρίας, η αλλαγή των κρατικών εσόδων μπορεί να αποτελέσει για μια χώρα το κατάλληλο μέτρο, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, ενώ η αλλαγή των δημόσιων δαπανών προς την αντίθετη κατεύθυνση μπορεί να είναι πιο κατάλληλη για μια άλλη χώρα. Εάν σε δύο κράτη προτιμάται μια φορολογική μείωση τότε η πιο ενδεδειγμένη λύση μπορεί να είναι η μείωση του φόρου εισοδήματος στο ένα και η μείωση του ΦΠΑ στο άλλο. Έτσι έχει πάντοτε προτεραιότητα η κατεύθυνση ενώ τα συγκεκριμένα μέτρα ακολουθούν. 10.3. Δεύτερον, είναι ιδιαίτερα αναγκαίο πέραν της κατεύθυνσης να υπάρξει γενικός προβληματισμός πριν να ληφθεί απόφαση για τα συγκεκριμένα μέτρα. Πρέπει να γνωρίζουμε σε πιο βαθμό διάφορες αποφάσεις θα επηρεάσουν τα άλλα κράτη μέλη. Από τη συγκεκριμένη συγκυρία εξαρτάται η επιλογή των μέτρων που θα επηρεάσουν πολύ ή λίγο. Εάν στις περισσότερες χώρες επικρατεί η ίδια κατάσταση τότε ο συντονισμός θα επιλέξει μέτρα που ασκούν ισχυρή επιρροή στις άλλες χώρες. Η μεταβολή του ΦΠΑ μπορεί στην περίπτωση αυτή π.χ. να είναι πιο αποτελεσματική αφού η προσαρμογή του ΦΠΑ επηρεάζει άμεσα την ιδιωτική κατανάλωση (επηρεάζοντας το διαθέσιμο εισόδημα) όπως και τις εισαγωγές από άλλες χώρες. Από την άλλη πλευρά, μια μεταβολή των περισσότερων δημόσιων δαπανών επηρεάζει μόνο έμμεσα και σε μικρότερη έκταση την ιδιωτική κατανάλωση και τις εισαγωγές. Εάν μια χώρα δεν συμπορεύεται με τις άλλες θα είναι δυνατόν π.χ. να επιλεγεί η τροποποίηση των δαπανών της παιδείας και της υγείας πράγμα που δεν θα πλήξει τις άλλες χώρες παρά μόνον σε πολύ περιορισμένη έκταση. 10.4. Τρίτον, οι συζητήσεις που αφορούν την επιλογή των μέτρων θα έπρεπε να αφήσουν στα κράτη μέλη, μετά τους προβληματισμούς που προαναφέρθηκαν, τη φροντίδα να λάβουν μόνα τους την απόφαση. Εντούτοις, η έλλειψη κάθε κοινής απόφασης δεν πρέπει να σημαίνει την μη διεξαγωγή κοινών συζητήσεων στο Συμβούλιο Υπουργών. Αντίθετα, οι συζητήσεις αυτές θα πρέπει να αποτελούν το επίκεντρο της πρακτικής επεξεργασίας του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών. Επειδή πολιτικά είναι σημαντικά δυσκολότερο να επισημοποιηθούν οι οικονομικές πολιτικές με μια προσθήκη στη Συνθήκη, θα πρέπει να υλοποιηθούν μέσω της υπάρχουσας δομής. Ο τύπος είναι λιγότερο σημαντικός από το πρακτικό περιεχόμενο του συντονισμού. Πρέπει εξάλλου να συσταθεί μια βάση γνώσεων όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των διάφορων μέτρων που ενδείκνυνται για τις διάφορες συγκυρίες, ενώ ακόμη και το Συμβούλιο των Υπουργών πρέπει στις συζητήσεις του να αντλεί διδάγματα από τις καλές και κακές εμπειρίες στα διάφορα κράτη. 10.4.1. Ως εκ τούτου, πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι ένα μέσο μπορεί να είναι αποτελεσματικό σε μια χώρα όχι όμως και για τις άλλες. Η οικονομική διάρθρωση του βιομηχανικού τομέα, οι διατάξεις όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, η σημασία των οικονομικών ανισοτήτων, κ.λπ., αποτελούν παράγοντες που μπορούν να συντελέσουν ώστε ένα μέτρο να είναι αποτελεσματικό σε ένα οικονομικό περιβάλλον όχι όμως και σε ένα άλλο. 10.5. Τέταρτον, δεδομένου ότι ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών πρέπει να ενισχύσει το κοινό αποτέλεσμα της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής όσον αφορά τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση, στο επίκεντρο των ανησυχιών βρίσκονται ακριβώς τα αποτελέσματα που θα έχει η πολιτική αυτή όσον αφορά την πραγματική συγκυρία. Εάν για άλλους λόγους επιθυμούμε οικονομικά συστήματα πιο ομοιογενή αυτό δεν θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω των κανόνων που διέπουν τον ετήσιο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Αυτό αφορά κυρίως τη φορολογία, το επίπεδο των δαπανών και την κατανομή μεταξύ των διαφόρων φόρων και των διαφόρων ειδών των δαπανών. Συνεπώς, παρόμοιες αλλαγές δεν μπορούν να επέλθουν στη σταθερή διάρθρωση του συντονισμού που προτείνουμε εδώ παρά μόνο στην περίπτωση που έχουν άμεση σχέση με την σημερινή πολιτική συγκυρία. 10.6. Οι σχέσεις αυτές υπάρχουν. Εάν είναι επιθυμητή π.χ. η μείωση των διαφορών του ΦΠΑ και ως εκ τούτου των δυνατοτήτων φοροδιαφυγής, μπορεί να αξιοποιηθούν οι ανισότητες της συγκυρίας στις διάφορες χώρες προκειμένου να αρχίσει διαδοχικά η εν λόγω μείωση. Μια χώρα που βρίσκεται μόνον αυτή σε φάση μεγέθυνσης και στην οποία ο ισχύων ΦΠΑ είναι κατώτερος του μέσου όρου αυτή θα πρέπει να τον αυξήσει. Η χώρα που βρίσκεται μόνον αυτή σε περίοδο ύφεσης και στην οποία ισχύει υψηλός ΦΠΑ, αυτή θα πρέπει αντίθετα να τον προσαρμόσει και να τον μειώσει. Αυτό όπως και άλλα παραδείγματα δείχνουν ότι μια συντονισμένη οικονομική πολιτική μπορεί ακόμη να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για το σύνολο του οικονομικού συντονισμού ώστε μέσω αυτού να μειωθούν οι ανισότητες οι οποίες μεταξύ άλλων μπορούν να προξενήσουν προβλήματα στην εσωτερική αγορά. 10.6.1. Ένας τομέας του οποίου οι διαφορές της οικονομικής κατάστασης πρέπει να αξιοποιηθούν ιδιαίτερα για να εξουδετερωθούν οι ανισότητες είναι οι φόροι των οποίων οι φορολογικές βάσεις είναι εύκολο να μεταφερθούν μεταξύ των χωρών. Η χώρα που διανύει μια εξαιρετικά ισχυρή συγκυρία και η οποία επιβάλλει πολύ χαμηλούς φόρους στα εισοδήματα του κεφαλαίου, στα κέρδη των επιχειρήσεων, ακόμη και οι επιχειρήσεις που είναι επικίνδυνες για το περιβάλλον πρέπει να αξιοποιήσουν την εν λόγω χαμηλή φορολόγηση για να εξουδετερώσουν τις εν λόγω φορολογικές διαφορές. Αντίθετα, στη χώρα που το επίπεδο των αντίστοιχων φόρων είναι υψηλό πρέπει σε μια κακή συγκυρία να αξιοποιήσει την κατάσταση για να τους μειώσει. Συνθήκες ανταγωνισμού και συγκυριακές διακυμάνσεις πιο ομοιόμορφες θα υφίστανται στο μέλλον θετικές επιδράσεις από παρόμοιες προσαρμογές των πολιτικών. 10.7. Συμπερασματικά, αξίζει τον κόπο να σημειωθεί ακόμη μια φορά ότι όσον αφορά το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών όλοι αυτοί οι προβληματισμοί προϋποθέτουν σύνεση όταν οι καιροί είναι καλοί. Χωρίς τη σύνεση αυτή θα επιστρέφαμε στην κατάσταση της δεκαετίας του 1990 κατά την οποία οι απαιτήσεις εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών καθιστούσαν αδύνατη τη λήψη δραστικών μέτρων στις περιόδους ύφεσης. Η σύνεση δεν πρέπει όμως να φθάσει μέχρι τον παραλογισμό. Οι δυνατότητες που προσφέρονται σε περίοδο μεγέθυνσης πρέπει να αξιοποιούνται. Αυτό πρέπει να πραγματοποιηθεί με την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των εξής δύο πόλων: αξιοποίησης των ευκαιριών μεγέθυνσης και αποφυγής δημιουργίας συμφορήσεων οι οποίες καταλήγουν στην ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων. 10.8. Επιθυμούμε να προτρέψουμε τους παράγοντες της οικονομικής πολιτικής, τις κυβερνήσεις, την ΕΚΤ, την Επιτροπή και τους κοινωνικούς εταίρους - να αναπτύξουν με βάση την ανάλυση και τις συστάσεις που περιέχονται στο παρόν έγγραφο το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών εντός της ΕΕ προκειμένου οι καλές συνθήκες που δημιουργήθηκαν χάρη στην ΟΝΕ να επιτρέψουν την επίτευξη ενός συνολικού αποτελέσματος για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Βρυξέλλες, 1η Μαρτίου 2001. Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Göke Frerichs (1) ΕΕ C 157 της 25.5.1998, σ. 65. (2) ΕΕ C 117 της 26.4.2000, σ. 23. (3) ΕΕ C 284 της 14.6.1998, σ. 60. (4) ΕΕ C 117 της 26.4.2000, σ. 23. (5) ΕΕ C 140 της 18.5.2000, σ. 44. (6) Η διαδικασία του Κάρδιφ όσον αφορά τη διαρθρωτική πολιτική, η διαδικασία του Λουξεμβούργου για την πολιτική απασχόλησης και η διαδικασία της Κολωνίας σχετικά με το μακροοικονομικό διάλογο. (7) ΕΕ C 209 της 22.7.1999, σ. 53. (8) ΕΕ C 368 της 20.12.1999, σ. 87. (9) Το εν λόγω σύμφωνο αποτελείται τυπικά από ένα ψήφισμα που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 1997 στο Άμστερνταμ και από τους κανονισμούς για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής (1466/97) και για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (1467/97). (10) Άρθρο 105 της Συνθήκης "πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Κοινότητα, προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2". (11) Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών. (12) Βλ. επίσης τη γνωμοδότηση της ΟΚΕ με θέμα "Οι προκλήσεις που προβάλλει η ΟΝΕ για τις χρηματοπιστωτικές αγορές". (13) Οικονομικό Συμβούλιο του Εργατικού Κινήματος. (14) Άρθρο 100 παράγραφος 2: Όταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει δυσκολίες οφειλόμενες σε έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του, το Συμβούλιο προτάσσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει ομόφωνα να του χορηγήσει υπό όρους, κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση. (15) EE C 368 της 20.12.1999.