This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document JOC_2001_062_E_0324_01
Proposal for a Council Framework Decision on combating trafficking in human beings(COM(2000) 854 final/2 — 2001/0024(CNS))
Πρόταση απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων[COM(2000) 854 τελικό/2 — 2001/0024(CNS)]
Πρόταση απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων[COM(2000) 854 τελικό/2 — 2001/0024(CNS)]
ΕΕ C 62E της 27.2.2001, pp. 324–326
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Πρόταση απόφασης πλαισιου του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων /* COM/2001/0854 τελικό - CNS 2001/0024 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 062 E της 27/02/2001 σ. 0324 - 0326
Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στις 24 Φεβρουαρίου 1997, το Συμβούλιο ενέκρινε κοινή δράση σχετικά με ενέργειες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών [1]. Η κοινή δράση καλύπτει ευρύ φάσμα θεμάτων όπως ορισμούς (με την επιφύλαξη ειδικότερων ορισμών στη νομοθεσία των κρατών μελών), δικαιοδοσία, ποινικές διαδικασίες, βοήθεια στα θύματα και αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Με την κοινή δράση τα κράτη μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση να αναθεωρήσουν την υφιστάμενη νομοθεσία τους ώστε να θεωρούνται ποινικά αδικήματα η εμπορία ανθρώπων και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών. [1] ΕΕ L 063, 4.3.1997 Μετά την έγκριση της κοινής δράσης το 1997 έχουν προκύψει σημαντικά πολλές και ουσιαστικές ενέργειες και πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο γενικότερα. Ωστόσο, οι συνεχιζόμενες αποκλίσεις των νομικών μηχανισμών στα κράτη μέλη καθιστούν σαφή την ανάγκη περαιτέρω δράσης κατά της απειλής της εμπορίας. Επιπλέον, το άρθρο 29 της συνθήκης του Άμστερνταμ κάνει ρητή αναφορά στην εμπορία ανθρώπων. Το Σχέδιο Δράσης της Βιέννης [2] και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε ζήτησαν επίσης ρητά να αναληφθεί περαιτέρω νομοθετική δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων. Νομοθετική δράση υποδεικνύεται επίσης στον Πίνακα Αποτελεσμάτων της Επιτροπής [3]. Σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο, μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις είναι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος με τα δύο συνοδευτικά πρωτόκολλα που αφορούν την λαθραία εισαγωγή μεταναστών και την εμπορία ανθρώπων. Η Επιτροπή συμμετείχε ενεργά στην εκπόνηση αυτών των μέσων και σημαντικά στοιχεία των πρωτοκόλλων αντικατοπτρίζονται στην παρούσα πρόταση με περαιτέρω ανάπτυξή τους. [2] ΕΕ C 19, 23.1.1999 [3] COM (2000) 167 τελικό, 24.3.2000 Ο ειδικός χαρακτήρας ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που θα δημιουργηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να καταστήσει δυνατό για τα κράτη μέλη να εκπονήσουν μια απόφαση-πλαίσιο στην οποία ορισμένα ζητήματα ποινικού δικαίου και δικαστικής συνεργασίας θα τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας απ' ότι ήταν δυνατό με τα διαθέσιμα προ της συνθήκης του Άμστερνταμ μέσα και τα μέσα που αναπτύχθηκαν σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Μια απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει, για παράδειγμα, να αντιμετωπίζει επακριβέστερα θέματα όπως η ποινικοποίηση, ποινές και άλλες κυρώσεις, επιβαρυντικές περιστάσεις, δικαιοδοσία και έκδοση. Τέλος, η Επιτροπή πιστεύει ότι, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτείται περαιτέρω ανταπόκριση στο θέμα της εμπορίας ανθρώπων. Η χρήση μιας απόφασης-πλαίσιο, μέσο που εισήχθη με τη συνθήκη του Άμστερνταμ, θα ενισχύσει την κοινή προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα αυτό και θα πληρώσει τα κενά της υφιστάμενης νομοθεσίας. Η ανάγκη μιας σαφούς κοινής προσέγγισης για την εμπορία ανθρώπων θα πρέπει επίσης να εξεταστεί υπό το πρίσμα της μελλοντικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, όπως ανακοινώθηκε στον Πίνακα Αποτελεσμάτων, αποφάσισε να υποβάλει απόφαση-πλαίσιο για την προσέγγιση του ποινικού δικαίου των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και ποινών, σε ότι αφορά την εμπορία ανθρώπων. Η πρόταση περιλαμβάνει επίσης διατάξεις επί οριζοντίων δικαστικών θεμάτων, όπως η δικαιοδοσία και η συνεργασία μεταξύ κρατών μελών. Η πρόταση καλύπτει την εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση εργασίας και τη σεξουαλική εκμετάλλευση, και δεν περιλαμβάνει τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία, θέματα που καλύπτονται από ξεχωριστή πρόταση. Η διάκριση σε δύο αποφάσεις-πλαίσιο θα επιτρέψει στο Συμβούλιο να επικεντρώσει την προσοχή του στην εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση εργασίας καθώς και τη σεξουαλική εκμετάλλευση. 2. ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΛΑΘΡΑΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η διάκριση αφενός σε ένα πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών για την εμπορία ανθρώπων και ένα δεύτερο πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών για τη λαθραία εισαγωγή μεταναστών υπογραμμίζει τον σύνθετο χαρακτήρα των διάφορων μορφών παράνομων μετακινήσεων ατόμων που διενεργούνται από διεθνείς εγκληματικές οργανώσεις. Ενώ η λαθραία εισαγωγή μεταναστών μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά αδίκημα κατά του κράτους και συχνά συνεπάγεται αμοιβαία συμφέροντα και των δύο ενεχομένων μερών, η εμπορία ανθρώπων συνιστά αδίκημα σε βάρος προσώπου και εμπεριέχει τον σκοπό εκμετάλλευσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι γαλλικές πρωτοβουλίες [4] για την καταστολή της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διακίνησης και διαμονής είναι σχετικές με τη λαθραία εισαγωγή μεταναστών. Η πρόταση αυτή αντίθετα έχει σχέση με την εμπορία ανθρώπων και τις δικές της ιδιορρυθμίες. Το συμπέρασμα της Επιτροπής είναι ότι η γαλλική πρωτοβουλία για την καταστολή της υποβοήθησης και η παρούσα πρόταση για την εμπορία ανθρώπων αλληλοσυμπληρώνονται και συμβάλουν και οι δύο σε μια πανευρωπαϊκή καταπολέμηση σοβαρών τύπων εγκληματικής δραστηριότητας εκ μέρους διεθνών εγκληματικών οργανώσεων. [4] ΕΕ C 253, 4.9.2000, οι προτάσεις δεν έχουν ακόμα εγκριθεί 1. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ Η παρούσα πρόταση για απόφαση-πλαίσιο αφορά την προσέγγιση της νομοθεσίας και των κανονιστικών ρυθμίσεων των κρατών μελών στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για ποινικά θέματα. Σε σημαντικό βαθμό αφορά επίσης "ελάχιστους κανόνες για τη στοιχειοθέτηση ποινικών πράξεων και τις ποινές στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος". Η νομική βάση που αναφέρεται στο προοίμιο της πρότασης είναι συνεπώς τα άρθρα 29 με ρητή αναφορά της εμπορίας ανθρώπων, 31 εδάφιο ε) και 34 παράγραφος 2 εδάφιο β) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι προτάσεις δεν συνεπάγονται δημοσιονομικές επιπτώσεις για τον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Η ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ: ΤΑ ΑΡΘΡΑ Άρθρο 1 (Εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση εργασίας τους) Το άρθρο 1 επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους τιμωρείται. Στο άρθρο η εμπορία ορίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τη στρατολόγηση, τη μεταφορά ή τη διακίνηση ατόμων, συμπεριλαμβανομένης της απόκρυψης και της διαδοχικής υπόθαλψης και απόκτησης ελέγχου επ' αυτών, με σκοπό την εκμετάλλευση των ατόμων για την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Ο ορισμός αυτός αντικατοπτρίζει τα βασικά στοιχεία ενός των μερών που αποτελούν τον ορισμό της εμπορίας ανθρώπων στο αντίστοιχο πρωτόκολλο της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών. Η εκμετάλλευση εργασίας ορίζεται στο άρθρο ως παράβαση των εργασιακών προτύπων που διέπουν τις συνθήκες εργασίας, τις αμοιβές, την υγεία και την ασφάλεια. Η αναφορά στους κανονισμούς της αγοράς εργασίας δεν έχει καθόλου την πρόθεση να θίξει τους κανονισμούς της αγοράς εργασίας των κρατών μελών. Προτίθεται να συστήσει ένα σημείο αναφοράς με βάση τους υφιστάμενους κανονισμούς για το τί ακριβώς αποτελεί αποδεκτό πρότυπο για την αγορά εργασίας. Ας υπογραμμιστεί ότι ο ορισμός αυτός πρέπει να συνεκτιμηθεί σε συνδυασμό με τον ορισμό της εμπορίας ανθρώπων και τα στοιχεία που συνιστούν την υπόσταση του εγκλήματος όπως είναι ο εξαναγκασμός. Επιπλέον, το αδίκημα περιλαμβάνει αξίωση ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου έχουν καταπατηθεί και εξακολουθούν να καταπατούνται, όπως, για παράδειγμα, τα δικαιώματα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που εγκρίθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας. Η αξίωση αυτή περιλαμβάνει επίσης τη διάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του θύματος και όχι μόνο τη συμπεριφορά του δράστη όπως περιγράφεται στα στοιχεία που συνιστούν τη υπόσταση αδικήματος όπως αναφέρονται κατωτέρω. Εκφράζει επίσης αξίωση για συνεχιζόμενη καταπάτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Όσον αφορά τα στοιχεία που συνιστούν την υπόσταση ως ποινικού αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους, τα σημεία α) και β) αντιστοιχούν στο πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών για την εμπορία ανθρώπων. Τα σημεία γ) και δ), που εν μέρει αντιστοιχούν στο πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών, καλύπτουν μορφές εκμετάλλευσης ή άσκησης πίεσης κατά την εμπορία ανθρώπων. Στόχος είναι να εξασφαλιστεί ολοκληρωμένη κάλυψη της εγκληματικής συμπεριφοράς. Μεταξύ των χρησιμοποιούμενων πρακτικών περιλαμβάνεται και η δουλεία για χρέη, οπότε στο άτομο δεν απομένει άλλη επιλογή από την υποταγή στην πίεση. Περιλαμβάνεται επίσης η εκμετάλλευση του εύτρωτου των ατόμων, για παράδειγμα ατόμων με πνευματική ή σωματική μειονεξία ή ατόμων που διαμένουν παράνομα στην επικράτεια κράτους μέλους και που συχνά ευρίσκονται σε τέτοια κατάσταση ώστε να μην υπάρχει ή να μη διαφαίνεται άλλη διέξοδος από την υποταγή στην εκμετάλλευση. Τα τελευταία αυτά στοιχεία εξασφαλίζουν ότι στο αδίκημα λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση του θύματος και όχι μόνο η συμπεριφορά του δράστη. Το περιγραφόμενο ποινικό αδίκημα δεν περιλαμβάνει ρητή αξίωση διέλευσης των συνόρων από το θύμα. Η λογική στο σημείο αυτό παρακολουθεί τη σύμβαση Ευρωπόλ και το πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών για την εμπορία ανθρώπων, δηλ. το πλαίσιο της εμπορίας ανθρώπων αναφέρεται γενικά στο διεθνές οργανωμένο έγκλημα χωρίς να είναι απαραίτητο να διέλθει το θύμα τα σύνορα της χώρας του. Επίσης, τα βασικά στοιχεία του αδικήματος της εμπορίας θα πρέπει να επικεντρωθούν στο σκοπό της εκμετάλλευσης μάλλον παρά στην "κίνηση" δια των συνόρων. Αν διατηρείτο η απαίτηση του στοιχείου της διέλευσης των συνόρων, τότε θα είχαμε την παράδοξη κατάσταση πολίτες τρίτων χωρών να προστατεύονται περισσότερο από ένα ευρωπαίο πολίτη που εξαναγκάζεται σε πορνεία και πέφτει θύμα εμπορίας εντός της ίδιας του της χώρας. Η επιλογή να μη συμπεριλαμβάνεται το στοιχείο της διέλευσης συνόρων σημαίνει επίσης ότι η πρόταση καλύπτει και την "επανεμπορία" εντός της χώρας προορισμού, που σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αλυσίδας/επιχείρησης εμπορία ανθρώπων. Άρθρο 2 (Εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση) Το άρθρο 2 επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση τιμωρείται. Το άρθρο αντιστοιχεί στη διάρθρωση και το περιεχόμενο του άρθρου 1. Στη σεξουαλική εκμετάλλευση συμπεριλαμβάνεται η εκμετάλλευση ατόμου για πορνεία, για πορνογραφικές παραστάσεις ή για την παραγωγή πορνογραφικού υλικού. Άρθρο 3 (Υποκίνηση, συνδρομή, συνεργία και απόπειρα) Το άρθρο 3 επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η υποκίνηση, η συνδρομή, η συνεργία και η απόπειρα διάπραξης εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους και εμπορίας ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση τιμωρούνται. Άρθρο 4 (Ποινές και επιβαρυντικές περιστάσεις) Το άρθρο 4 αφορά τις ποινές και τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Η παράγραφος 1 ορίζει ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινές, μεταξύ των οποίων φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των 6 ετών. Οι ποινές αυτές αρκούν ώστε να εντάσσεται η εμπορία ανθρώπων εντός άλλων μέσων που έχουν ήδη θεσπιστεί με σκοπό την ενδυνάμωση της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, όπως είναι η κοινή δράση 98/699/ΔΕΥ [5] για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος, και η κοινή δράση 98/733/ΔΕΥ [6] σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. [5] ΕΕ L 333/1, 9.12.1998 [6] ΕΕ L 351/1, 29.12.1998 Δεδομένου ότι η εμπορία ανθρώπων συνεπάγεται σοβαρότατη εγκληματική συμπεριφορά, η παράγραφος 2 ορίζει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, τα αδικήματα τιμωρούνται με φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των 10 ετών. Η πρόταση της Επιτροπής των 10 τουλάχιστον ετών ως ελάχιστη ανώτατη ποινή στην περίπτωση που υφίστανται επιβαρυντικές περιστάσεις βασίζεται στην άποψη ότι οι δυνατές ποινές για την εμπορία ανθρώπων πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα του εγκλήματος και να έχουν έντονο αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Καταγράφονται τρεις περιστάσεις που κανονικά θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως επιβαρυντικές για το αδίκημα της εμπορίας. Οι περιστάσεις αυτές αποτελούν το ελάχιστο και δεν αποκλείουν επιπρόσθετους ορισμούς στη νομοθεσία των κρατών μελών. Περαιτέρω εξήγηση της έννοιας αυτών των περιστάσεων για τους σκοπούς της απόφασης-πλαίσιο είναι τα εξής: - "αποφέρει ουσιώδεις προσόδους": μπορεί, κατά περίπτωση, να ερμηνευθεί κατ' αναλογία προς επιβαρυντικά αδικήματα προξενείας και θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τον πλουτισμό του δράστη από εγκληματικές δραστηριότητες, - "διαπράττεται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης": θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα προς το άρθρο 1 της κοινής δράσης 98/733/ΔΕΥ σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [7], [7] ΕΕ L 351/1, 29.12.1998 - "ενέχει ιδιαίτερη σκληρότητα" αποβλέπει στον εντοπισμό του επιπέδου εξαναγκασμού ή πίεσης που ασκείται από τον δράστη, και το επίπεδο αδιαφορίας ως προς την υγεία και την ακεραιότητα του θύματος, σωματική ή ψυχική. όσο μεγαλύτερος είναι ο εξαναγκασμός, η πίεση ή η αδιαφορία, τόσο σοβαρότερο είναι και το αδίκημα. Άρθρο 5 (Ευθύνη νομικών προσώπων) Είναι αναγκαίο επίσης να καλυφθεί η περίπτωση ανάμιξης νομικών προσώπων στην εμπορία. Ως εκ τούτου, το άρθρο 5 περιέχει διατάξεις για τα νομικά πρόσωπα που υπέχουν ευθύνη για αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 1, 2 και 3, εφόσον αυτά διαπράττονται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου. Ο όρος ευθύνη πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιέχει ποινική ή αστική ευθύνη (βλ. επίσης άρθρο 6 περί κυρώσεων). Επί πλέον, η παράγραφος 2 προβλέπει ότι νομικό πρόσωπο μπορεί να υπέχει ευθύνη όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους ατόμου που ευρίσκεται σε θέση να ασκεί έλεγχο έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη αδικήματος προς όφελός του. Η παράγραφος 3 ορίζει ότι η δικαστική δίωξη νομικού προσώπου δεν αποκλείει παράλληλη δικαστική δίωξη φυσικού προσώπου, ενώ στην παράγραφο 4 δίδεται ο ορισμός του νομικού προσώπου για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Άρθρο 6 (Κυρώσεις νομικών προσώπων) Το άρθρο 6 επιβάλλει αξίωση κυρώσεων των νομικών προσώπων. Αξιώνει αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινές, με ελάχιστη υποχρέωση την επιβολή χρηματικών ποινών ή προστίμων. Αναφέρονται επίσης και άλλες κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβάλλονται κανονικά σε νομικά πρόσωπα. Άρθρο 7 (Δικαιοδοσία και δίωξη) Ο διεθνής χαρακτήρας του αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων συνεπάγεται ότι για την αποτελεσματική νομική αντιμετώπισή του απαιτούνται διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τη δικαιοδοσία και την έκδοση τόσο σαφείς και πλήρεις όσο επιτρέπουν τα εθνικά νομικά συστήματα ώστε να διασφαλίζουν ότι οι δράστες δεν διαφεύγουν τη δίωξη. Στην παράγραφο 1 ορίζεται σειρά κριτηρίων για την δικαιοδοσία των εθνικών διωκτικών και δικαστικών αρχών όσον αφορά τη δίωξη και την ανάκριση για αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο. ´Ενα κράτος μέλος θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του σε τρεις περιπτώσεις: (α) όταν το αδίκημα διαπράττεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην επικράτειά του, ανεξάρτητα από το καθεστώς ή την υπηκοότητα του ενεχόμενου προσώπου (αρχή της εδαφικότητας), ή (β) όταν ο δράστης του αδικήματος είναι υπήκοος του κράτους αυτού (αρχή της προσωπικότητας του δράστη). Το κριτήριο του καθεστώτος της υπηκοότητας σημαίνει ότι η δικαιοδοσία μπορεί να θεμελιωθεί ανεξάρτητα από το δίκαιο του τόπου του εγκλήματος (lex locus delicti). Αυτή η δυνατότητα των κρατών μελών να ασκούν δίωξη για αδικήματα που διαπράττονται στην αλλοδαπή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα κράτη μέλη που απαγορεύουν την έκδοση των υπηκόων τους, ή (γ) όταν το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους. Δεδομένου ωστόσο ότι οι νομικές παραδόσεις των κρατών μελών δεν αναγνωρίζουν όλες την εξωεδαφική δικαιοδοσία για κάθε τύπο ποινικών αδικημάτων, τα κράτη μέλη μπορούν, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, να περιορίσουν τη δικαιοδοσία τους στην πρώτη από τις ανωτέρω τρεις περιπτώσεις. Επίσης, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούν να προβλέψουν την εφαρμογή των παραγράφων 1 εδάφιο β) και 1 εδάφιο γ) σε υποθέσεις όπου το αδίκημα έχει διαπραχθεί εκτός του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Στην παράγραφο 3 λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν προβλέπουν έκδοση των υπηκόων τους. Στόχος είναι οι ύποπτοι ως δράστες αδικημάτων εμπορίας ανθρώπων να μη διαφεύγουν τη δίωξη για το λόγο ότι η έκδοσή τους δεν είναι κατ' αρχήν δυνατή λόγω της υπηκοότητάς τους. Τα κράτη μέλη που δεν προβλέπουν έκδοση των υπηκόων τους πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 3, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους και να διώκουν, κατά περίπτωση, τα εν λόγω αδικήματα εφόσον διαπράττονται από υπηκόους τους στην αλλοδαπή. Η παράγραφος 4 ορίζει ότι τα κράτη μέλη ενημερώνουν τη Γενική Γραμματεία και την Επιτροπή στις περιπτώσεις που αποφασίζουν να εφαρμόσουν την παράγραφο 2. Άρθρο 8 (Θύματα) Στην προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην παροχή συνδρομής στα θύματα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων έχουν υποστεί σοβαρή κακοποίηση από τον δράστη. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην απόφαση-πλαίσιο ένα άρθρο σχετικά με τα θύματα. Μέρος της γενικότερης πολιτικής αποτελεί η κοινωνική αρωγή στα θύματα προκειμένου να μπορέσουν να υπερνικήσουν τις συνέπειες παρόμοιων συμβάντων και να επανενταχθούν, μεταξύ άλλων, στην αγορά εργασίας. Άρθρο 9 (Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών) Σκοπός του άρθρου 9 είναι να εκμεταλλευθεί τα μέσα διεθνούς δικαστικής συνεργασίας στα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη τα κράτη μέλη και τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται σε θέματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Ειδικότερα, ρυθμίσεις για την αμοιβαία νομική συνδρομή και την έκδοση περιλαμβάνονται σε πλήθος διμερών και πολυμερών συμφωνιών και συμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον σκοπός του άρθρου αυτού είναι να διευκολύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών. Στην παράγραφο 1 αξιώνεται από τα κράτη μέλη να παρέχουν την ευρύτερη δυνατή αμοιβαία συνδρομή κατά τις δικαστικές διαδικασίες σχετικά με την εμπορία ανθρώπων. Σε περίπτωση θετικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, η παράγραφος 2 ορίζει ότι τα κράτη μέλη διαβουλεύονται μεταξύ τους προκειμένου να συντονίσουν τις ενέργειές τους για την αποτελεσματικότερη δυνατή δίωξη των δραστών. Η παράγραφος ορίζει επίσης ότι γίνεται η ενδεδειγμένη χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας, όπως οι δικαστικοί σύνδεσμοι [8] και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο [9] . Στην παράγραφο 3 τονίζεται η σημασία των ορισθέντων σημείων επαφής για τον σκοπό της ανταλλαγής πληροφοριών. Ορίζεται ρητά η κανονική συμμετοχή της Ευρωπόλ. Στην παράγραφο 4 προβλέπεται η κυκλοφορία των πληροφοριών σχετικά με τα ορισθέντα σημεία επαφής για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που αφορούν την εμπορία ανθρώπων. [8] ΕΕ L 105, 27.4.1996 [9] ΕΕ L 191/4, 7.7.1998 Άρθρο 10 (Εφαρμογή) Το άρθρο 10 αφορά την εφαρμογή και την παρακολούθηση της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς την απόφαση-πλαίσιο το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002. Ορίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη διαβιβάζουν, μέχρι την ίδια ημερομηνία, στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή τις διατάξεις με τις οποίες ενσωματώνονται στη νομοθεσία τους οι υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Με βάση έκθεση που συντάσσεται βάσει αφενός της εν λόγω πληροφορίας και αφετέρου γραπτής έκθεσης της Επιτροπής, το Συμβούλιο θα προβεί, μέχρι την 30ή Ιουνίου 2004, σε αξιολόγηση του βαθμού λήψης των αναγκαίων μέτρων από τα κράτη μέλη προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν με την απόφαση-πλαίσιο. Άρθρο 11 (Κατάργηση της κοινής δράσης του Φεβρουαρίου 1997) Με το άρθρο 11 καταργείται η κοινή δράση του Φεβρουαρίου 1997. Η κοινή δράση έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή έως την 31η Δεκεμβρίου 1999 και την ίδια ημερομηνία τα κράτη μέλη θα υπέβαλαν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου αναφορά σχετικά με τις προτάσεις που έχουν υποβληθεί ενόψει της θέσπισης μέτρων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της κοινής δράσης. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο, μαζί με την απόφαση-πλαίσιο για την εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια θέματα. Αν και από γενικές αρχές του νόμου μπορεί να συναχθεί ότι η κοινή δράση είναι παρωχημένη και δεν έχει πλέον νομικές συνέπειες, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η παρούσα απόφαση-πλαίσιο καταργεί την κοινή δράση. Άρθρο 12 (Έναρξη ισχύος) Το άρθρο 12 ορίζει ότι η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2001/0024 (CNS) Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδιαίτερα τα άρθρα 29, 31 εδάφιο ε) και 34 παράγραφος 2 εδάφιο β), την πρόταση της Επιτροπής, τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Εκτιμώντας ότι: (1) Το πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης [10], το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα στις 19 και 20 Ιουνίου 2000, η Επιτροπή στον Πίνακα Αποτελεσμάτων [11], και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμα της 19ης Μαΐου 2000 [12] θεωρούν ενδεδειγμένο ή ζητούν να αναληφθεί νομοθετική δράση για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, όπου θα περιλαμβάνονται κοινοί ορισμοί, ποινικοί χαρακτηρισμοί και κυρώσεις, [10] ΕΕ C 19, 23.1.1999 [11] COM(2000) 167 τελικό παράγραφος 2.4 Διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και παράγραφος 4.3 Καταπολέμηση ορισμένων μορφών εγκλήματος [12] A5-0127/2000 (2) Η κοινή δράση της 24ης Φεβρουαρίου 1997 για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών [13], πρέπει να τύχει συνέχειας με περαιτέρω νομοθετική δράση που θα αντιμετωπίζει τις διαφορές των νομικών προσεγγίσεων στα κράτη μέλη και θα συμβάλει στην ανάπτυξη αποτελεσματικής συνεργασίας των δικαστικών αρχών και των αρχών επιβολής του νόμου για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, [13] ΕΕ L 063, 4.3.1997 (3) Η εμπορία ανθρώπων συνιστά σοβαρή καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και συνεπάγεται αδίστακτες πρακτικές όπως η κατάχρηση και παραπλάνηση ευάλωτων προσώπων, καθώς επίσης και η χρήση βίας, απειλών, δουλείας για χρέη και εξαναγκασμού, (4) Το σημαντικό έργο των διεθνών οργανισμών, ειδικότερα του ΟΗΕ, θα πρέπει να συμπληρωθεί με το έργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (5) Είναι αναγκαίο το σοβαρό ποινικό αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων να αντιμετωπιστεί με ολοκληρωμένη προσέγγιση στην οποία τα στοιχεία που στοιχειοθετούν το έγκλημα, κοινά σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων αποτελεσματικών, ανάλογων και αποτρεπτικών κυρώσεων, θα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κατά το δυνατόν ευρύτερης δικαστικής συνεργασίας. σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο περιορίζεται στο ελάχιστο που απαιτείται για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δεν επεκτείνεται πέρα από τα αναγκαία για τον σκοπό αυτό, (6) Είναι αναγκαίο να καθιερωθούν κυρώσεις όσον αφορά τους δράστες, επαρκώς αυστηρές ώστε να είναι δυνατό να ενταχθεί η εμπορία ανθρώπων στα μέσα που έχουν ήδη θεσπιστεί για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, όπως η κοινή δράση 98/699/ΔΕΥ [14] για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος, και η κοινή δράση 98/733/ΔΕΥ [15] σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, [14] ΕΕ L 333/1, 9.12.1998 [15] ΕΕ L 351/1, 29.12.1998 (7) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να συμβάλει στην καταπολέμηση και την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων με τη συμπλήρωση μέσων που έχει εκδώσει το Συμβούλιο, όπως η κοινή δράση 96/700/ΔΕΥ [16] για την κατάρτιση προγράμματος ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών (STOP), η κοινή δράση 96/748/ΔΕΥ [17] σχετικά με την επέκταση της εντολής που δόθηκε στη Μονάδα Ναρκωτικών της Europol, η απόφαση του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αριθ. 293/2000/EΚ [18] για τη θέσπιση του προγράμματος Daphne περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών, η κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ [19] για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, η κοινή δράση 96/277/ΔΕΥ [20] σχετικά με ένα πλαίσιο ανταλλαγής δικαστικών-συνδέσμων, με σκοπό τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η κοινή δράση 98/427/JHA [21] για την ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων, [16] ΕΕ L 322, 12.12.1996 [17] ΕΕ L 342, 31.12.1996 [18] ΕΕ L 34, 9.2 2000 [19] ΕΕ L 191/4, 7.7.1998 [20] ΕΕ L 105, 27.4.1996 [21] ΕΕ L 191, 7.7.1998 ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ: Άρθρο 1 Αδικήματα σχετικά με την εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους 1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε η στρατολόγηση, η μεταφορά ή η διακίνηση προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της απόκρυψης και της διαδοχικής υπόθαλψης και απόκτησης ελέγχου επ' αυτού να τιμωρούνται, όπου τα θεμελιώδη δικαιώματα του εν λόγω προσώπου έχουν καταπατηθεί και εξακολουθούν να καταπατούνται με σκοπό την εκμετάλλευσή του για την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κατά παράβαση των εργασιακών προτύπων που διέπουν τις ώρες εργασίας, τις αμοιβές, την υγεία και την ασφάλεια, και (α) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλών, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής, ή (β) γίνεται χρήση δόλου ή απάτης, ή (γ) υφίσταται κατάχρηση εξουσίας, επίδραση ή πίεση, (δ) υφίσταται άλλη μορφή κατάχρησης. Άρθρο 2 Αδικήματα σχετικά με την εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε η στρατολόγηση, η μεταφορά ή η διακίνηση προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της απόκρυψης και της διαδοχικής υπόθαλψης και απόκτησης ελέγχου επ' αυτού να τιμωρούνται, όπου σκοπός είναι η εκμετάλλευση του προσώπου δια πορνείας ή πορνογραφικών παραστάσεων ή παραγωγής πορνογραφικού υλικού, και (α) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλών, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής, ή (β) γίνεται χρήση δόλου ή απάτης, ή (γ) υφίσταται κατάχρηση εξουσίας, επίδραση ή πίεση, (δ) υφίσταται άλλη μορφή κατάχρησης. Άρθρο 3 Υποκίνηση, συνδρομή, συνεργία και απόπειρα Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε η υποκίνηση, η συνδρομή, η συνεργία ή η απόπειρα διάπραξης του αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 να τιμωρούνται. Άρθρο 4 Ποινές και επιβαρυντικές περιστάσεις 1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3 να τιμωρούνται με ποινές αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές, μεταξύ των οποίων και φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των έξι ετών. 2. Με την επιφύλαξη επιπρόσθετων ορισμών στη νομοθεσία των κρατών μελών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι αδίκημα που αναφέρεται στα άρθρα 1, 2 και 3 τιμωρείται με φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των δέκα ετών, όταν: - ενέχει ιδιαίτερη σκληρότητα, - αποφέρει ουσιώδεις προσόδους, - διαπράττεται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης. Άρθρο 5 Ευθύνη νομικών προσώπων 1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα νομικά πρόσωπα να μπορεί να υπέχουν ευθύνη για ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στα άρθρα 1, 2 και 3 και διαπράττεται προς όφελός τους από οιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει εντός του νομικού προσώπου ηγετική θέση, βασιζόμενη: (α) σε εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου, (β) σε εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ή (γ) σε εξουσία ασκήσεως ελέγχου εντός του νομικού προσώπου. 2. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ήδη στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ένα νομικό πρόσωπο να μπορεί να υπέχει ευθύνη σε περίπτωση που η έλλειψη εποπτείας ή έλεγχου εκ μέρους ενός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 1, 2 και 3 προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του. 3. Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικών προσώπων τα οποία είναι αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 1, 2 και 3. 4. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, ως νομικό πρόσωπο νοείται κάθε οντότητα η οποία αναγνωρίζεται ως νομικό πρόσωπο βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, πλην των κρατών ή των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου όταν ασκούν κρατική εξουσία και των δημόσιων διεθνών οργανισμών. Άρθρο 6 Κυρώσεις νομικών προσώπων Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε το νομικό πρόσωπο το οποίο υπέχει ευθύνη βάσει του άρθρου 5 να υπόκειται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, και είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται άλλες κυρώσεις, όπως: (α) Αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις, ή (β) Μέτρα προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας, ή (γ) Επιβολή δικαστικής εποπτείας, ή (δ) Δικαστική εντολή διάλυσης. (ε) Προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος. Άρθρο 7 Δικαιοδοσία και δίωξη 1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του για τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3 όταν: (α) Το αδίκημα διαπράττεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην επικράτεια αυτού του κράτους, ή (β) Ο δράστης του αδικήματος είναι υπήκοος αυτού του κράτους, ή (γ) Το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους. 2. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας που ορίζονται στην παράγραφο 1 εδάφια β) και γ) δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις ή περιστάσεις, εφόσον το αδίκημα διαπράττεται έξω από την επικράτειά του. 3. Ένα κράτος μέλος το οποίο, βάσει της νομοθεσίας του, δεν προβαίνει σε έκδοση των υπηκόων του λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του και να προβαίνει, όπου είναι αναγκαίο, στη δίωξη αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 1, 2 και 3 όταν το αδίκημα διαπράττεται από υπήκοό του έξω από την επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους. 4. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή όταν αποφασίζουν να εφαρμόσουν την παράγραφο 2, κατά περίπτωση με μνεία των ειδικών περιπτώσεων ή περιστάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η απόφαση. Άρθρο 8 Θύματα Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι στα θύματα αδικήματος που προβλέπεται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο παρέχεται επαρκής νομική προστασία και εκπροσώπηση στις δικαστικές διαδικασίες. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ανακρίσεις και οι δικαστικές διαδικασίες δεν προκαλούν επιπρόσθετη ζημία στα θύματα. Άρθρο 9 Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών 1. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συμβάσεις, διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις, τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή στον ευρύτερο δυνατό βαθμό για τη δικαστική διαδικασία που αφορά τα αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο. 2. Όπου περισσότερα του ενός κράτη μέλη θεμελιώνουν δικαιοδοσία για τα αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προβαίνουν σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους προς συντονισμό των ενεργειών τους με σκοπό την αποτελεσματική δίωξη. Γίνεται ενδεδειγμένη χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας, όπως οι δικαστικοί σύνδεσμοι και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο. 3. Για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3, τα κράτη μέλη ορίζουν λειτουργικά σημεία επαφής ή κάνουν χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την πλήρη ανάμιξη της Ευρωπόλ, εντός των ορίων της εντολής της. 4. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή ως προς το ορισθέν σημείο επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με την εμπορία ανθρώπων. Η Γενική Γραμματεία πληροφορεί τα άλλα κράτη μέλη ως προς τα ορισθέντα σημεία επαφής. Άρθρο 10 Εφαρμογή 1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς την παρούσα απόφαση-πλαίσιο το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002. 2. Μέχρι την ίδια ημερομηνία τα κράτη μέλη θα διαβιβάσουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες ενσωματώνονται στην εθνική τους νομοθεσία οι υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Το αργότερο μέχρι την 30ή Ιουνίου 2004, και με βάση έκθεση που συντάσσεται βάσει αφενός της εν λόγω πληροφορίας και αφετέρου γραπτής έκθεσης της Επιτροπής, το Συμβούλιο προβαίνει σε αξιολόγηση του βαθμού λήψης των αναγκαίων μέτρων από τα κράτη μέλη προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν με την απόφαση-πλαίσιο. Άρθρο 11 Κατάργηση της κοινής δράσης 97/154/ΔΕΥ Με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο καταργείται η κοινή δράση της 24ης Φεβρουαρίου 1997 που ενέκρινε το Συμβούλιο με βάση το άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών. Άρθρο 12 Έναρξη ισχύος Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Βρυξέλλες, Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος