Válassza ki azokat a kísérleti funkciókat, amelyeket ki szeretne próbálni

Ez a dokumentum az EUR-Lex webhelyről származik.

Dokumentum JOC_2001_062_E_0152_01

Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί διαμόρφωσης γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και το επάγγελμα[COM(2000) 652 τελικό — 1999/0225(CNS)] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ C 62E της 27.2.2001., 152–163. o. (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52000PC0652

Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί διαμόρφωσης γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και το επάγγελμα (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ) /* COM/2000/0652 τελικό - CNS 99/0225 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 062 E της 27/02/2001 σ. 0152 - 0163


Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤO ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 25 Νοεμβρίου 1999 η Επιτροπή ενέκρινε πακέτο προτάσεων για την καταπολέμηση των διακρίσεων, βάσει του άρθρου 13 της συνθήκης ΕΚ. Η Επιτροπή των Περιφερειών γνωμοδότησε σχετικά με αυτό το πακέτο στις 12 Απριλίου 2000 και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στις 25 Μαΐου 2000. Στις 5 Οκτωβρίου 2000 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σχετικά με την πρόταση οδηγίας όσον αφορά τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα .

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις γνώμες, η Επιτροπή τροποποίησε την αρχική πρόταση.

2. ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ

Οι τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ενσωμάτωσε η Επιτροπή στο κείμενο μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:

1) Τροπολογίες που εναρμονίζουν αυτή την πρόταση με την οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου [1].

[1] Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000 περί εφαρμογής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής.

Πρόκειται για τα ακόλουθα θέματα:

*Αναφορά στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (τροπολογία 2)

*Συνυπολογισμός του θέματος των ίσων ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών - πολλαπλές διακρίσεις (τροπολογίες 4 και 26)

*Αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση για το 2000, οι οποίες εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι (τροπολογία 7)

*Διεύρυνση του ορισμού της έννοιας της παρενόχλησης (τροπολογία 23)

*Αναφορά στην προτροπή σε αδικαιολόγητες διακρίσεις (τροπολογία 24)

*Διασαφήνιση του καθ' ύλην πεδίου εφαρμογής της πρότασης, επισημαίνοντας ότι θα εφαρμόζεται τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων οργανισμών. Προσδιορίζεται επίσης ότι η πρόταση εφαρμόζεται επίσης στη μη αμειβόμενη ή εθελοντική εργασία και στην πρακτική εξάσκηση (τροπολογίες 29 και 30)

*Εισαγωγή των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας σε σχέση με τις δικαιολογημένες διαφορές μεταχείρισης λόγω πραγματικής επαγγελματικής απαίτησης (τροπολογία 36)

*Τροποποίηση της διάταξης σχετικά με τη θετική δράση ώστε προσεγγίζει περισσότερο το πνεύμα του άρθρου 141.4 της συνθήκης (τροπολογία 40)

*Εισαγωγή της σημασίας των διαδικασιών συναλλαγής για την άσκηση των δικαιωμάτων και της έννοιας του έννομου συμφέροντος για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων (τροπολογίες 42 και 73)

*Διευκρίνιση ότι η ενθάρρυνση του κοινωνικού διαλόγου δεν θίγει την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων και τη συμμόρφωση με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές (τροπολογίες 13, 48 και 49)

*Εισαγωγή νέου άρθρου σχετικά με το διάλογο με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (τροπολογίες 50 και 51)

*Επισήμανση ότι οι κυρώσεις είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα (τροπολογία 46)

*Διάφορες διευκρινίσεις σχετικά με τη διάταξη που αφορά την εφαρμογή της οδηγίας, ώστε να παρουσιάζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια τα διάφορα συστήματα που ισχύουν στα κράτη μέλη (τροπολογίες 14, 54 και 59)

*Ενίσχυση της παρακολούθησης όσον αφορά την τήρηση της οδηγίας, κυρίως μέσω περιοδικού ελέγχου (τροπολογία 60).

Κατά συνέπεια και για λόγους νομικής συνοχής αφαιρέθηκαν από το κείμενο όλες οι αναφορές στις διακρίσεις λόγω φυλής ή εθνικής καταγωγής (τροπολογίες 5, 9, 10 και 20)

2) Τροπολογίες που διασαφηνίζουν ή βελτιώνουν την πρόταση της Επιτροπής:

*Προσωπική εξέλιξη ως ένας από τους βασικούς λόγους για την άσκηση μιας επαγγελματικής δραστηριότητας ή μιας εργασίας (τροπολογία 8)

*Διακρίσεις ως εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (τροπολογία 9)

*Διασαφήνιση σχετικά με το ότι οι κανόνες που αφορούν το βάρος της απόδειξης εφαρμόζονται επίσης σε διοικητικά θέματα (τροπολογία 12)

*Εφαρμογή της πρότασης στους υπηκόους τρίτων χωρών (τροπολογία 34)

*Απλοποίηση της διάταξης σχετικά με τη διάδοση των πληροφοριών (τροπολογία 47)

3) Τροπολογίες που αφορούν σημαντικά θέματα σχετικά με αναπηρία, θρησκεία ή πεποιθήσεις

Σε ό,τι αφορά τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας, το κείμενο διασαφηνίζει τους όρους "εύλογη μέριμνα" για τα άτομα με ειδικές ανάγκες και "δυσανάλογη επιβάρυνση" για τον εργοδότη (τροπολογία 25)

Όσον αφορά τη θρησκεία και τις πεποιθήσεις ως πραγματική επαγγελματική απαίτηση, η πρόταση της Επιτροπής τροποποιήθηκε ώστε να μπορεί να καλύπτει τις κοινωνικές δραστηριότητες των θρησκευτικών οργανώσεων. Συμπληρώθηκε επίσης ώστε να υπογραμμίζεται ότι αυτή η διάταξη δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν διακρίσεις για άλλους λόγους (τροπολογία 37).

Τροποποιημένη πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

περί διαμόρφωσης γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 13,

την πρόταση της Επιτροπής [2],

[2] COM (1999) 565 τελικό.

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [3],

[3] 05.10.2000.

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [4],

[4] 25.02.2000.

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [5],

[5] 12.04.2000.

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(2) Το άρθρο 13 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να αναλάβει κατάλληλη δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

(3) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξάρτητα από το φύλο έχει αναπτυχθεί εν εκτάσει στην κοινοτική νομοθεσία, ειδικότερα στην οδηγία 76/207/ΕΟΚ της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας [6]. Η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να θεσπίζει μέτρα με τα οποία εξασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

[6] ΕΕ L 39, 14.2.1976, σ. 40.

(4) Με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η Κοινότητα επιδιώκει, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συνθήκης να εξαλείψει τις ανισότητες και να προωθήσει την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, κυρίως επειδή οι γυναίκες είναι συχνά θύματα πολλαπλών διακρίσεων.

(5) Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η προστασία έναντι των διακρίσεων για όλα τα πρόσωπα αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τις συνθήκες των Ηνωμένων Εθνών για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα και τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, στις οποίες όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη. Η σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αριθ. 111 απαγορεύει τις διακρίσεις στον τομέα της απασχόλησης και του επαγγέλματος.

(6) Ο κοινοτικός χάρτης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων αναγνωρίζει τη σημασία της καταπολέμησης κάθε είδους διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να αναληφθεί η κατάλληλη δράση για την κοινωνική και οικονομική ένταξη των ηλικιωμένων και των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

(7) Η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, περιλαμβάνει μεταξύ των στόχων της την προαγωγή του συντονισμού των πολιτικών των κρατών μελών για την απασχόληση. Για το σκοπό αυτό, ένα νέο κεφάλαιο για την απασχόληση ενσωματώθηκε στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ως μέσο για την ανάπτυξη μιας συντονισμένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση ώστε να προαχθεί ένα ειδικευμένο, καταρτισμένο και ευπροσάρμοστο εργατικό δυναμικό.

((8) Οι κατευθυντήριες του 2000 για την απασχόληση, οι οποίες εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999, τονίζουν την ανάγκη να προωθηθεί η δημιουργία προϋποθέσεων για μια αγορά εργασίας που θα ευνοεί την κοινωνική ένταξη, με τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού συνόλου πολιτικών που θα στοχεύουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων εις βάρος ομάδων όπως τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι κατευθυντήριες γραμμές υπογραμμίζουν επίσης την ανάγκη να αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη βοήθεια προς τους ηλικιωμένους εργαζόμενους, ώστε να συμμετέχουν αυτοί περισσότερο στην επαγγελματική ζωή.

(9) Η απασχόληση και η επαγγελματική δραστηριότητα είναι θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή, καθώς και στην προσωπική εξέλιξη.

(10) Το Συμβούλιο ενέκρινε στις 29 Ιουνίου 2000 την οδηγία 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, η οποία εξασφαλίζει ήδη προστασία από τέτοιου είδους διακρίσεις στην απασχόληση και στο επάγγελμα.

(11) Οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ειδικότερα την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την ανύψωση του επιπέδου διαβίωσης και της ποιότητας της ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

(12) Για το σκοπό αυτό οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση βάσει θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού σε ό,τι αφορά τους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την Κοινότητα. αυτή η απαγόρευση διακρίσεων εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών, αλλά δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγει τις διατάξεις που ρυθμίζουν την είσοδο και την παραμονή υπηκόων τρίτων χωρών και την πρόσβασή τους στην απασχόληση και στην επαγγελματική δραστηριότητα.

(13) Η παρενόχληση πρέπει να θεωρείται μια μορφή διακρίσεων εφόσον εκδηλώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με θρησκεία ή πεποιθήσεις, αναπηρία, ηλικία ή γενετήσιο προσανατολισμό, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, προσβλητικού, εξευτελιστικού ή επιθετικού περιβάλλοντος.

(14) Η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με ειδικές ανάγκες στον εργασιακό χώρο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας.

(15) Πρέπει να προβλεφθεί εύλογη μέριμνα, δηλαδή αποτελεσματικά και πρακτικά μέτρα για την οργάνωση της θέσης εργασίας ανάλογα με την αναπηρία, π.χ. προετοιμασία χώρων ή προσαρμογή του εξοπλισμού, των ρυθμών εργασίας, της κατανομής των καθηκόντων ή την παροχή μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης.

(16) Για να καθορισθεί εάν από τα εν λόγω μέτρα προκύπτει δυσανάλογη επιβάρυνση, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη το οικονομικό κόστος και άλλων ειδών επιβαρύνσεις που συνεπάγονται αυτά, το οικονομικό μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι για την οργάνωση ή την επιχείρηση και η δυνατότητα εξασφάλισης δημόσιων κονδυλίων ή οποιασδήποτε άλλης βοήθειας.

(17) Μια διαφορά στη μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί όταν ένα χαρακτηριστικό σχετικά με κάποιον από τους λόγους διακριτικής μεταχείρισης συνιστά γνήσιο επαγγελματικό προσόν.

(18) Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη δήλωσή της αριθ. 11 που προσαρτάται στη συνθήκη του Άμστερνταμ αναγνώρισε ρητώς ότι σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που εκκλησίες και θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες απολαμβάνουν στα κράτη μέλη δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και ότι ωσαύτως σέβεται το καθεστώς των φιλοσοφικών και μη ομολογιακών οργανώσεων.

(19) Η απαγόρευση διακρίσεων δεν πρέπει να θίγει τη διατήρηση ή θέσπιση μέτρων . που αποσκοπούν στην πρόληψη ή αντιστάθμιση μειονεκτημάτων για μια ομάδα προσώπων συγκεκριμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

(20) Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας καθορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις, αφήνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στα κράτη μέλη τη δυνατότητα επιλογής ευνοϊκότερων διατάξεων. Η υλοποίηση της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολογία για ενδεχόμενη οπισθοδρόμηση σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί ήδη σε κάθε κράτος μέλος.

(21) . Τα άτομα που έχουν υποστεί διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας ή ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα νομικής προστασίας. Για να εξασφαλισθεί αποτελεσματικότερο επίπεδο προστασίας, οι ενώσεις, οργανώσεις ή άλλα νομικά πρόσωπα πρέπει να νομιμοποιούνται να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισης εξ ονόματος ή προς υποστήριξη του προσφεύγοντος

(22) Η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ισότητας απαιτεί κατάλληλη δικαστική προστασία έναντι αντιποίνων και αναπροσαρμογή των γενικών κανόνων για το βάρος απόδειξης από πλευράς αστικού και διοικητικού δικαίου.

(23) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση για τις διατάξεις που θεσπίζουν κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(24) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθούν τον κοινωνικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων καθώς και με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, για την αντιμετώπιση των διαφόρων μορφών διακρίσεων στον εργασιακό χώρο και την καταπολέμησή τους.

(25) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζουν ότι πρέπει ή είναι δυνατόν να καταργούνται ή να τροποποιούνται νόμοι, κανονισμοί, διοικητικές διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις, εσωτερικοί κανονισμοί λειτουργίας επιχειρήσεων ή καταστατικά που διέπουν τα ανεξάρτητα επαγγέλματα, άλλα επαγγέλματα ή εμπορικές ενώσεις και αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.

(26) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις για τις περιπτώσεις παράβασης των υποχρεώσεων που πηγάζουν από την παρούσα οδηγία.

(27) Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, εφόσον το ζητήσουν από κοινού, να προσαρμόσουν την παρούσα οδηγία, σε ό,τι αφορά τις διατάξεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να δύνανται ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίσουν τα αποτελέσματα που επιβάλει η παρούσα οδηγία.

(28) Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που ορίζονται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή επίτευξη της ισότητας στην απασχόληση και το επάγγελμα, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, επειδή σκοπός είναι να διασφαλιστεί η εναρμόνιση σε επίπεδο Κοινότητας. Λόγω της κλίμακας και του αντίκτυπου της προτεινόμενης δράσης οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών και δεν υπερβαίνει ότι είναι απαραίτητο για το σκοπό αυτό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εφαρμοστεί στα κράτη μέλη η αρχή της ίσης μεταχείρισης σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση και στο επάγγελμα, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών, της επαγγελματικής κατάρτισης, των όρων απασχόλησης και της ιδιότητας του μέλους ορισμένων οργανώσεων, για όλα τα πρόσωπα ανεξάρτητα από θρησκεία ή πεποιθήσεις, αναπηρία, ηλικία ή γενετήσιο προσανατολισμό.

Άρθρο 2

Η έννοια των διακρίσεων

1. 1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει ότι δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση οποιασδήποτε μορφής μεταξύ των προσώπων για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α) θεωρείται ότι υφίσταται άμεση διάκριση όταν, για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα τύχει ένα άλλο πρόσωπο,

β) θεωρείται ότι υφίσταται έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη ρύθμιση, κριτήριο ή πρακτική είναι ικανή να ασκήσει δυσμενή επίδραση σε πρόσωπο ή ένωση προσώπων για τα οποία ισχύουν οι λόγοι που αναφέρονται στο άρθρο 1, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία.

3. 3. . Η παρενόχληση θεωρείται ως μια μορφή διακρίσεων κατά την έννοια της παραγράφου 1, εφόσον εκδηλώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, ταπεινωτικού, εξευτελιστικού ή επιθετικού περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτική των κρατών μελών.

4. 4. Προκειμένου να κατοχυρώνεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, παρέχεται εύλογη μέριμνα. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, για να εξασφαλιστεί ότι ένα άτομο με ειδικές ανάγκες έχει πρόσβαση, συμμετέχει ή προοδεύει στην απασχόληση, ή παρέχεται σε αυτό κατάρτιση, εκτός εάν αυτά τα μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη.

5. 5. Συμπεριφορά χαρακτηριζόμενη από εντολές προς οποιονδήποτε για εφαρμογή διακρίσεων για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, θεωρείται διάκριση κατά την έννοια της παραγράφου 1.

Άρθρο 3

Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων οργανισμών:

6. α) στους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και το επάγγελμα, στη μη αμειβόμενη ή εθελοντική εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον τομέα ή τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής,

7. β) στην πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικής κατάρτισης ανώτερου επιπέδου και επανακατάρτισης, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής επαγγελματικής εμπειρίας,

8. γ) στις εργασιακές συνθήκες και στους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

9. δ) στην ιδιότητα του μέλους και την ενεργό συμμετοχή σε μια οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιασδήποτε άλλη οργάνωση της οποίας τα μέλη ασκούν ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, καθώς και στις παροχές που χορηγούνται από τέτοιες οργανώσεις.

Άρθρο 4

Πραγματικά επαγγελματικά προσόντα

10. 1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορά στη μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό σχετικό με κάποιον από τους λόγους διακριτικής μεταχείρισης που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί πραγματικό επαγγελματικό προσόν, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και το προσόν είναι ανάλογο.

11. 2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι στην περίπτωση δημόσιων ή ιδιωτικών οργανώσεων που βασίζονται στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις και για τις επαγγελματικές δραστηριότητες αυτών των οργανώσεων που σχετίζονται άμεσα και ουσιαστικά με τη συγκεκριμένη θρησκεία ή πεποιθήσεις, η διαφορετική μεταχείριση λόγω της θρησκείας ή των πεποιθήσεων ενός προσώπου δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων αυτών ή του πλαισίου εντός του οποίου πραγματοποιούνται αυτές, η θρησκεία ή οι πεποιθήσεις αποτελούν πραγματικό επαγγελματικό προσόν. Αυτή η διαφορά στη μεταχείριση δεν είναι ωστόσο δυνατόν να δικαιολογήσει διακρίσεις για τους άλλους λόγους διακρίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 13 της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 5

Αιτιολόγηση των διαφορών στη μεταχείριση για λόγους ηλικίας

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α), οι διαφορές στη μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν αποτελούν άμεση διάκριση , εάν δικαιολογούνται αντικειμενικά και λογικά για κάποιο θεμιτό σκοπό, ιδίως θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής για την απασχόληση και την αγορά εργασίας, τα μέσα υλοποίησης αυτού του στόχου και είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού αυτού:

Αυτές οι διαφορές μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων :

12. α) η απαγόρευση της πρόσβασης στην απασχόληση ή η πρόβλεψη για ειδικές εργασιακές συνθήκες για τη διασφάλιση της προστασίας των νέων και των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας,

13. β) ο καθορισμός ελάχιστης ηλικίας ως προϋπόθεσης για την επιλεξιμότητα για συνταξιοδότηση ή παροχές αναπηρίας στο πλαίσιο των επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού διαφορετικών ηλικιακών ορίων για εργαζομένους ή ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης βάσει ιδιαίτερων σωματικών ή διανοητικών επαγγελματικών απαιτήσεων,

15. γ) ο καθορισμός μέγιστου ηλικιακού ορίου για προσλήψεις που βασίζεται στην απαιτήσεις για κατάρτιση που συνεπάγεται μια θέση εργασίας ή την ανάγκη ύπαρξης λογικής περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση,

18.

Άρθρο 6

Θετική δράση

Προκειμένου να εξασφαλισθεί στην επαγγελματική ζωή, η πλήρης ισότητα, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να λαμβάνουν ειδικά μέτρα με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων που οφείλεται σε έναν από τους λόγους διακρίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Άρθρο 7

Ελάχιστες απαιτήσεις

19. 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

20. 2. Η υλοποίηση της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει λόγο για τη μείωση του επιπέδου προστασίας έναντι των διακρίσεων που παρέχεται ήδη από τα κράτη μέλη στους τομείς που καλύπτει η οδηγία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II: ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Άρθρο 8

Υπεράσπιση των δικαιωμάτων

21. 1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δικαστικές και/ή διοικητικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών συνδιαλλαγής, όταν το κρίνουν αυτά σκόπιμο, για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία βρίσκονται στη διάθεση όλων των προσώπων που κρίνουν ότι θίγονται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ακόμα και εάν η σχέση εργασίας έχει λήξει.

22. 2. να Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ενώσεις, οργανώσεις ή νομικά πρόσωπα που, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η εθνική τους νομοθεσία, έχουν έννομο συμφέρον να εξασφαλίζουν ότι τηρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας μπορούν να κινήσουν, εξ ονόματος ή προς υποστήριξη του προσφεύγοντος και με την έγκρισή του, κάθε δικαστική και/ή διοικητική διαδικασία, η οποία προβλέπεται για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

23. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες που παρέχονται για άσκηση προσφυγής σε ό,τι αφορά την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 9

Το βάρος της απόδειξης

24. 1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά δικονομικά τους συστήματα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όταν τα πρόσωπα κρίνουν ότι θίγονται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλούνται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά, από τα οποία ενδεχομένως τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, τότε εναπόκειται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

25. 2. Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εισάγουν κανόνες περί αποδείξεων, οι οποίοι να είναι ευνοϊκότεροι για τους ενάγοντες.

26. 3. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για ποινικές διαδικασίες, εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν διαφορετικά.

27. 4. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 ισχύουν για οποιαδήποτε νόμιμη διαδικασία κινείται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Προστασία από αντίποινα

Τα κράτη μέλη εισάγουν στην έννομη τάξη τους τα μέτρα εκείνα που απαιτούνται για την προστασία των εργαζομένων κατά της απόλυσης ή άλλης δυσμενούς μεταχείρισης από τον εργοδότη ως αντίδραση σε κάποια καταγγελία εντός της επιχείρησης ή σε οποιαδήποτε νόμιμη διαδικασία στοχεύει στην αναγκαστική συμμόρφωση προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 11

Διάδοση πληροφοριών

29.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας καθώς και οι ήδη ισχύουσες διατάξεις σε αυτό τον τομέα, γνωστοποιούνται στους ενδιαφερόμενους με κάθε πρόσφορο μέσα, για παράδειγμα στον εργασιακό χώρο, σε ολόκληρη την επικράτειά τους.

Άρθρο 12

Κοινωνικός διάλογος

30. 1. Σύμφωνα με την εθνική παραδόση και πρακτική τους, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προώθηση του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων εν όψει της αρχής της ίσης μεταχείρισης, μέσω της παρακολούθησης των πρακτικών στον εργασιακό χώρο, συλλογικών συμβάσεων, κωδίκων δεοντολογίας, έρευνας ή ανταλλαγής εμπειριών και καλών πρακτικών.

31. 2. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς εταίρους, χωρίς να θίγεται η αυτονομία των εταίρων αυτών, να συνάπτουν στο κατάλληλο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου της επιχείρησης, συμφωνίες για τη θέσπιση κανόνων κατά των διακρίσεων στους προαναφερόμενους στο άρθρο 3 τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι συμφωνίες αυτές θα τηρούν την παρούσα οδηγία και τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται για την εφαρμογή της.

Άρθρο 13

Διάλογος με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν το διάλογο με τις ενδιαφερόμενες μη κυβερνητικές οργανώσεις οι οποίες, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτική, έχουν έννομο συμφέρον να συμβάλλουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων που βασίζονται σε έναν από τους λόγους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 1, με σκοπό την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙΙ: ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Συμμόρφωση με την οδηγία

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι:

32. α) καταργείται κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη που αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης,

33. β) κηρύσσονται ή είναι δυνατό να κηρυχθούν άκυρες ή τροποποιούνται οποιεσδήποτε διατάξεις αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και οι οποίες περιέχονται στις συμβάσεις εργασίας ή στις συλλογικές συμφωνίες και συμβάσεις τους εσωτερικούς κανονισμούς των επιχειρήσεων ή τα καταστατικά που διέπουν τις ανεξάρτητες επαγγελματικές ενώσεις και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών.

Άρθρο 15

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα επιβολής κυρώσεων που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής των. Οι εν λόγω κυρώσεις, που είναι δυνατό να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή από την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 16 το αργότερο και κοινοποιούν κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση το συντομότερο δυνατό.

Άρθρο 16

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς αυτή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 ή μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, ύστερα από κοινή αίτησή τους, την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε ό,τι αφορά τις διατάξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων. Σε αυτήν την περίπτωση τα κράτη μέλη εξασφαλίσουν ότι, το αργότερο έως την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνιών, ενώ παράλληλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πρέπει να έχουν λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 17

Έκθεση

34. 1. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, εντός δύο ετών από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 16 και στη συνέχεια ανά πενταετία, όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να συντάξει η Επιτροπή έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

35. 2. Στην έκθεση της Επιτροπής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις των κοινωνικών εταίρων και των ενδιαφερόμενων μη κυβερνητικών οργανώσεων. Σύμφωνα με την αρχή βάσει με της οποίας το θέμα της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών λαμβάνεται συστηματικά υπόψη, αυτή η έκθεση θα περιέχει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των συνεπειών των ληφθέντων μέτρων για τους άνδρες και τις γυναίκες. Με βάση τις πληροφορίες που συλλέγονται, η έκθεση αυτή θα περιλαμβάνει, εφόσον χρειάζεται, προτάσεις αναθεώρησης και ενημέρωσης της οδηγίας.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει από την εικοστή ημέρα από την δημοσίευσή της στην επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 19

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Az oldal tetejére